Η έλλειψη κυβερνητικού ενδιαφέροντος και φροντίδας, καθώς και η έλλειψη παιδείας του φτωχού πληθυσμού, ειδικά κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές στην πολιτιστική κληρονομιά της Κύπρου. Τυχοδιώκτες, τραπεζίτες, διπλωμάτες και άλλοι κάτοικοι του νησιού συναγωνίζονταν στη συλλογή αρχαιοτήτων, τις οποίες αγόραζαν από ντόπιους λαθρανασκαφείς, ενθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτό τη λεηλασία αρχαίων τάφων και ιερών σε ολόκληρη τη νήσο. Οι συλλέκτες με τη σειρά τους πούλησαν αυτές τις αρχαιότητες σε διάφορα μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής. Ερασιτέχνες «αρχαιολόγοι» διοργάνωναν ανασκαφές σε θέσεις αρχαίων πόλεων της Κύπρου όπως οι Γόλγοι και το Ιδάλιο, ήδη από τη δεκαετία του 1860 και η λεία τους μεταφέρθηκε σε ξένα μουσεία, όπως το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Την εποχή εκείνη υπήρχε ενδιαφέρον για επιγραφές, κυρίως φοινικικές, αλλά η Κύπρος πρόσφερε πολύ περισσότερα, συμπεριλαμβανομένης και λίθινης γλυπτικής.

Η χειρότερη λεηλασία των αρχαιοτήτων της Κύπρου με σχεδόν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο έλαβε χώρα κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, ακριβώς πριν και μετά την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανική Αυτοκρατορία (1878).

Ο διορισμός το 1865 του Luigi Palma di Cesnola ως πρόξενου της Αμερικής στην Κύπρο (αργότερα διετέλεσε και πρόξενος της Ρωσίας), εγκαινίασε μια δεκαετή περίοδο ανεξέλεγκτων «αρχαιολογικών» ανασκαφών σε πολλά μέρη της Κύπρου. Ο Cesnola ζούσε στη Λάρνακα αλλά οι ανασκαφείς του δε δραστηριοποιούνταν μόνο στις επαρχίες της Λάρνακας και της Αμμοχώστου. Ανέσκαψε επίσης στην Αμαθούντα και στο Κούριο, στην επαρχία Λεμεσού. Συγκέντρωσε ένα τεράστιο πλήθος αρχαιοτήτων όλων των κατηγοριών και αφιέρωσε πολύ χρόνο προσπαθώντας να τις πουλήσει σε μουσεία της Ευρώπης. Η φιλοδοξία του ήταν να βρει έναν αγοραστή, τον οποίο βρήκε τελικά: την πόλη της Νέας Υόρκης. Φόρτωσε για την Αμερική 35.000 αντικείμενα (ένα από τα πλοία που μετέφεραν τις αρχαιότητες βυθίστηκε και το φορτίο του βρίσκεται μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου).

Ο Cesnola είχε αρχαιολογικές φιλοδοξίες: ο όρος του για την πώληση της συλλογής του ήταν η δημιουργία ενός μουσείου, του οποίου θα γινόταν ο πρώτος διευθυντής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Η συλλογή του αγοράστηκε με δημόσια δαπάνη, όπως όλοι οι χρήστες των αντικειμένων της Συλλογής Cesnola μέχρι σήμερα οφείλουν να αναγνωρίζουν. Συνέταξε εκθέσεις των ανασκαφών του1 και ένα μνημειώδη τρίτομο κατάλογο2, όμως οι πληροφορίες που αναφέρει σε αυτόν δεν είναι αξιόπιστες. Σε ορισμένες περιπτώσεις ονειρεύεται την ανακάλυψη «θησαυρών» (επιθυμούσε να μιμηθεί τον Σλήμαν !) για τους οποίους παρέθεσε ακόμα και σχέδια (τα μοναδικά σχέδια των «ανασκαφών» του, π.χ. ο «Θησαυρός του Κουρίου»).

Το παράδειγμα του Cesnola ακολούθησαν, σε μικρότερη κλίμακα, τραπεζίτες και διοικητικοί υπάλληλοι της νέας βρετανικής αποικίας. Ένας επιστήμονας των κλασικών σπουδών από το Βερολίνο, ο Max Ohnefalsch-Richter, έφτασε στο νησί λίγο μετά την προσάρτησή του προκειμένου να συντάξει αναφορά σχετικά με τη νέα βρετανική κτήση, σύντομα όμως γοητεύτηκε από τις αρχαιότητες του νησιού. Διορίστηκε αρχικά δασοκόμος από την κυβέρνηση και στον ελεύθερό του χρόνο ανέσκαψε αρκετές θέσεις τόσο νόμιμα, με άδεια της Κυβέρνησης, όσο και χωρίς άδεια, προσλαμβάνοντας λαθρανασκαφείς και αγοράζοντας από αυτούς, ακριβώς όπως ο Cesnola, τον οποίο κατηγορούσε για τις «αντιεπιστημονικές» μεθόδους του. Ο Ohnefalsch-Richter ξεκίνησε ένα ζωηρό εμπόριο αντικειμένων όχι μόνο με μουσεία του Βερολίνου αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης. Οι ανακαλύψεις του πωλήθηκαν μέχρι και στο University Museum, University of Pennsylvania στη Φιλαδέλφεια. Όμως σε αντίθεση με τον Cesnola ήταν επιστήμονας. Παρουσίασε τις ανακαλύψεις του σε δύο τόμους3.

Επιστήμονες από τη Μεγάλη Βρετανία ήρθαν να διερευνήσουν το αρχαιολογικό παρελθόν της Κύπρου στα 1890. Πραγματοποίησαν ανασκαφές σε διάφορα σημεία του νησιού όπως η Σαλαμίνα, η Έγκωμη και το Μάριο. Τα περισσότερα ευρήματα κατέληξαν στα σημαντικά μουσεία της Αγγλίας (στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης και στο Μουσείο Fitzwilliam στο Καίμπρητζ). Οι αναφορές που συνέταξαν σχετικά με τις ανασκαφές τους είναι θλιβερά φτωχές. Τα ευρήματα (χιλιάδες αντικείμενα όλων των ειδών και περιόδων) περιγράφονταν σε γενικούς καταλόγους χωρίς αναφορά των συνθηκών εύρεσής τους. Μόνο τώρα, μετά από 120 χρόνια, γίνεται προσπάθεια να διορθωθεί αυτή η παράλειψη.

Ένας ιστορικός από την Οξφόρδη, ο Sir John Myres εισήλθε στο πεδίο της κυπριακής αρχαιολογίας την ίδια περίπου περίοδο ή λίγο αργότερα. Επιχείρησε να βάλει σε τάξη τις κυπριακές αρχαιότητες, εργασία πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη. Ο Myres πραγματοποίησε ανασκαφές για τις οποίες συνέταξε επιστημονικές αναφορές. Το 1896, σε συνεργασία με τον Ohnefalsch-Richter, ολοκήρωσε έναν κατάλογο του Κυπριακού Μουσείου, με μια σύντομη αναφορά στις παλιές ανασκαφές4. Το 1914 συνέταξε έναν κατάλογο για τη συλλογή Cesnola στη Νέα Υόρκη5, εργασία που αποτέλεσε επιστημονικό επίτευγμα για την εποχή του.

Η αρχαιολογία της Κύπρου άρχισε επομένως να κερδίζει το σεβασμό, ο οποίος αυξήθηκε σημαντικά με τις συστηματικές επιστημονικές ανασκαφές της Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο (the Swedish Cyprus Expedition, 1927-1931) υπό τον Einar Gjerstad, και με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις που ακολούθησαν. Οι Σουηδοί αρχαιολόγοι επιχείρησαν επίσης τη συγγραφή συνθετικών τόμων που κάλυπταν όλες τις περιόδους της κυπριακής αρχαιολογίας: ο πρώτος δημοσιεύτηκε το 1948 και ο τελευταίος το 1972. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησαν μια στέρεη επιστημονική βάση στην οποία μπορούσαν να στηριχτούν τουλάχιστον δύο γενιές επιστημόνων της αρχαιολογίας της Κύπρου. Ορισμένα από τα συμπεράσματα και τις τυπολογίες τους δεν άντεξαν στο χρόνο, όπως είναι φυσικό και ως αποτέλεσμα νεώτερων ανασκαφών, ωστόσο η βασική τους επιστημονική συνδρομή είναι ακόμα έγκυρη, και στους τόμους της Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο (SCE) παραπέμπουμε όλοι εμείς μέχρι σήμερα.

Το 1935 η Αποικιακή Κυβέρνηση της Κύπρου θέσπισε τον Αρχαιολογικό Νόμο και το Κυπριακό Μουσείο της Λευκωσίας περιήλθε υπό επίσημη κυβερνητική διοίκηση. Διεθυντής του ορίστηκε ένας Κύπριος επιμελητής (πρώτος ήταν ο Πορφύριος Δίκαιος), ο οποίος είχε επίσης το δικαίωμα να διενεργεί αρχαιολογικές ανασκαφές. Ο Βρετανός διεθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων (πρώτος ήταν ο Α.Η.S. Megaw) είχε την ευθύνη της γενικής διοίκησης, και της προστασίας και συντήρησης των αρχαίων μνημείων, πρωτίστως όμως των μεσαιωνικών και μεταβυζαντινών περιόδων.

Ο νέος αρχαιολογικός νόμος προέβλεπε τον κατακερματισμό των ευρημάτων που βρίσκονταν σε ανασκαφές των ξένων αποστολών μεταξύ των αποστολών αυτών και του Κυπριακού Μουσείου. Η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε και όταν η Σουηδική Αποστολή ολοκλήρωσε τις ανασκαφές της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα τεράστιο μέρος των σουηδικών ανακαλύψεων μεταφέρθηκε στη Στοκχόλμη (βλ. παρακάτω), όπου ακολούθως ιδρύθηκε το Μουσείο Μεσογειακών Αρχαιοτήτων (Medelhavsmuseet). Ανάλογες ρυθμίσεις εφαρμόστηκαν για τη Γαλλική Αποστολή στους Βουνούς και την Έγκωμη υπό τον C.F.A. Schaeffer, το μερίδιο του οποίου (ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του) κατέληξε στο Λούβρο. Το ίδιο ίσχυσε για τα ευρήματα της ανασκαφής του Jean Bérard στο Κτήμα (Πάφος) και για αυτά των βρετανικών ανασκαφών στην Παλαίπαφο υπό τους Mitford και Iliffe· επίσης για τα πολυάριθμα προϊστορικά αγγεία που βρέθηκαν από τον James Stewart στους Βουνούς, στη Λαπάτσα και στην Αγία Παρασκευή (Λευκωσία), τα οποία εμπλούτισαν το Μουσείο Nicholson στο Σίδνεϋ καθώς και αρκετά άλλα μουσεία στην Ευρώπη και την Αμερική, τα οποία υποστήριξαν οικονομικά τις ανασκαφές του James Stewart. Η αμερικανική αποστολή του University Museum, University of Pennsylvania (Φιλαδέλφεια) υπό τη διεύθυνση των J.F. Daniel, George McFadden και άλλων ανέσκαψε για αρκετά χρόνια στην περιοχή του Κουρίου αλλά και στη Λάπηθο. Ορισμένες από αυτές τις ανασκαφές δημοσιεύτηκαν μετά από πολλά χρόνια6 άλλες όμως όχι. Ως συνέπεια, μεγάλο μέρος του αρχαιολογικού υλικού, κυρίως από τα προϊστορικά νεκροταφεία της Λαπήθου, παραμένει αδημοσίευτο στις αποθήκες του University Museum, University of Pennsylvania.

Με την ανεξαρτησία της Κύπρου ο Αρχαιολογικός Νόμος τροποποιήθηκε το 1964, και πλέον όσες αρχαιότητες ανευρίσκονται στην Κύπρο ανήκουν στην Κυπριακή Πολιτεία. Το Κυπριακό Μουσείο επεκτάθηκε ενώ νέα μουσεία ιδρύθηκαν στις επαρχίες της Κύπρου και σε αρχαιολογικές θέσεις, προκειμένου να στεγάσουν τα ευρήματα από τις πολυάριθμες αποστολές στο νησί, κυπριακές και ξένες, οι οποίες δραστηριοποιούνταν από το 1965.

Θεωρούμε ότι η παραπάνω εισαγωγή ήταν απαραίτητη, προκειμένου να εξηγήσει γιατί τόσες πολλές κυπριακές αρχαιότητες βρίσκονται σήμερα σε τόσα πολλά μουσεία ολόκληρου του κόσμου.

 

1. Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο

Το 1987 μια ειδική αίθουσα για τις κυπριακές αρχαιότητες διαμορφώθηκε στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Τα έξοδα ανέλαβε το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη (η οικογένεια Λεβέντη κατάγεται από την Κύπρο). Η νέα αίθουσα πήρε το όνομά της από τον Α.Γ. Λεβέντη. Η δημιουργία της οφείλει πολλά στο Βρετανό ερευνητή και φιλέλληνα, Sir David Hunt, ο οποίος υπηρέτησε ως ο πρώτος Βρετανός ύπατος αρμοστής στην Κύπρο, μετά στην ανεξαρτησία του νησιού το 1960.

Μία αίθουσα δεν επαρκούσε για να εκτεθούν ούτε καν τα σημαντικότερα αποκτήματα του Μουσείου. Η κύρια αίθουσα Λεβέντη περιέχει μια αντιπροσωπευτική συλλογή που καλύπτει όλες τις περιόδους της κυπριακής αρχαιότητας, οργανωμένες χρονολογικά και θεματικά. Ωστόσο, ομάδες άλλων σημαντικών αντικειμένων από την Κύπρο εκτίθενται και σε άλλες αίθουσες, όπως για παράδειγμα ο εντυπωσιακός αριθμός αιγαιακών αγγείων (μυκηναϊκών και μινωικών) [Εικ. 1] και χρυσά κοσμήματα από τον τάφο 93 της Έγκωμης, τα οποία εκτίθενται μαζί με άλλα αιγαιακά αντικείμενα στο ισόγειο. Τα τελευταία χρόνια, χάρη στη χρηματοδότηση μιας θέσης από το Ίδρυμα Λεβέντη, οι τεράστιες συλλογές στις αποθήκες μελετώνται και ταξινομούνται καλύτερα χάρη στην ενεργητικότητα και στον ενθουσιασμό της εκλιπούσας Veronica Τatton-Brown και τώρα του Thomas Kiely, εταίρου του Ιδρύματος και οι δύο υπότροφοι του Ιδρύματος Λεβέντη7.

 

2. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη

Όταν η συλλογή Cesnola εκτέθηκε για πρώτη φορά σε αυτό το μουσείο, προκάλεσε σημαντικές διαμάχες μεταξύ των τεχνοκριτών της εποχής εκείνης. Υπήρχαν γλυπτά με κεφαλή μη συνανήκουσα, αντικείμενα με ψευδή προέλευση. Σταδιακά, καθώς το μουσείο μεγάλωνε και εμπλουτιζόταν με αντικείμενα ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης, η προτίμηση για την τέχνη της Κύπρου μειώθηκε σημαντικά και η Κυπριακή Έκθεση περιορίστηκε σε 25 κολοσσιαία γλυπτά κατά μήκος του διαδρόμου που οδηγούσε στο αναψυκτήριο του ισογείου, καθώς και σε ορισμένα, μυκηναϊκά κυρίως αντικείμενα, εκτεθειμένα στις ελληνικές αίθουσες. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής κατέληξε στις αποθήκες. Τη δεκαετία του 1990 όμως, το μουσείο ξεκίνησε να σχεδιάζει την ανακαίνιση όλων των αιθουσών του. Μου ζητήθηκε τότε να συμβάλω ως σύμβουλος για την νέα κυπριακή έκθεση. Στο μεταξύ, το 1928, ένα πολύ μεγάλο μέρος των (κυπριακών) συλλογών, περίπου 30.000 αντικείμενα, είχαν πωληθεί σε πλειστηριασμό και μόνο όσα είχαν θεωρηθεί αριστουργήματα παρέμειναν. 2.300 αντικείμενα κατέληξαν στο Ringling Museum στη Sarasota (Φλόριδα) και τα περισσότερα εξ αυτών παραμένουν μέσα σε κιβώτια. Όσο εργαζόμουν πάνω στη συλλογή Cesnola στη Νέα Υόρκη προσπάθησα επανειλημμένα να πείσω τις αρχές να δημοσιεύσουν αυτό το υλικό αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Από τα εναπομείναντα αντικείμενα της συλλογής Cesnola, 500 περίπου εκτέθηκαν σε τέσσερις διαδοχικές αίθουσες, μια εκ των οποίων κληροδοτήθηκε από το Ίδρυμα Λεβέντη.

Η νέα έκθεση οργανώθηκε με μουσειολογικά αποδεκτό και αισθητικά ελκυστικό τρόπο, υπό την καθοδήγηση των επιμελητών Carlos Picon και Joan Mertens8. Οι νέες αίθουσες εγκαινιάστηκαν το 2000, παρουσία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλαύκου Κληρίδη.

Παρά το γεγονός ότι συχνά αγνοούμε την ακριβή προέλευση των αντικειμένων της Συλλογής Cesnola, αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις σπουδαιότερες συλλογές κυπριακών αρχαιοτήτων εκτός Κύπρου. Περιλαμβάνει αληθινά αριστουργήματα της κυπριακής τέχνης όλων των περιόδων, ειδικά γλυπτά, όπως είναι οι δυο πλούσια διακοσμημένες σαρκοφάγοι από ασβεστόλιθο του 5ου αι. π.Χ. από την Αμαθούντα [Εικ. 2] και τους Γόλγους, καθώς και άλλα γλυπτά από το ιερό στους Γόλγους που ανέσκαψε ο Cesnola9. Υπάρχει πρόβλεψη για την ψηφιακή δημοσίευση ολόκληρης της συλλογής και τα χρήματα έχουν ήδη εξασφαλιστεί από διάφορα ελληνικά ιδρύματα. Μέχρι σήμερα έχει δημοσιευτεί μία συλλογή, η κοροπλαστική10, με 423 καταχωρήσεις. Η συλλογή των γλυπτών, μακράν η πλουσιότερη κυπριακή συλλογή, πλουσιότερη και από εκείνη του Κυπριακού Μουσείου στη Λευκωσία, δημοσιεύθηκε το 201411, με 635 καταχωρήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται όλα τα λίθινα αντικείμενα της συλλογής. Κατέθεσα έναν κατάλογο για την κεραμική το 2000 αλλά έπρεπε να περιμένει τη σειρά του και τώρα χρειάζεται να ξαναγραφεί.

 

3. Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι

Το μουσείο ξεκίνησε τη συλλογή κυπριακών αρχαιοτήτων νωρίτερα από άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία (1863) χάρη στις ανασκαφές στην Κύπρο Γάλλων ερασιτεχνών αρχαιολόγων, όπως οι Melchior de Vogüé, Edmond Duthoit και οι αδελφοί Colonna-Ceccaldi. Αργότερα αγόρασε αντικείμενα από τους Cesnola, Ohnefalsch-Richter και άλλους12. Ως αποτέλεσμα των ανασκαφών του C.F.A. Schaeffer στους Βουνούς και στην Έγκωμη (1934-1974) και του Jean Bérard στην Πάφο, οι συλλογές του μουσείου εμπλουτίσθηκαν σημαντικά σε κεραμική, κοσμήματα, χάλκινα αντικείμενα, σφραγιδόλιθους κ. λπ., που εκτίθενται σε δυο αίθουσες, μια για την Εποχή του Χαλκού και μια για την Εποχή του Σιδήρου, δυστυχώς ξέχωρες η μια από την άλλη. Ένα γνωστό αντικείμενο (λόγω του μεγέθους του) στην αίθουσα της Εποχής του Σιδήρου είναι το κολοσσιαίο λίθινο αγγείο από την ακρόπολη της Αμαθούντας (7ος-5ος αι. π.Χ.), που εισήλθε στο μουσείο το 1866.

Χάρη στις πλούσιες κυπριακές συλλογές του Λούβρου [Εικ. 3], σημαντικός αριθμός Γάλλων ερευνητών ειδικεύθηκαν στην κυπριακή αρχαιολογία. Εκτός από ανασκαφικές εκθέσεις που δημοσίευσαν οι ανασκαφείς, πολλοί άλλοι ερευνητές έγραψαν για τις κυπριακές συλλογές στο Λούβρο, όπως οι Caubet, Yon, Hermary και άλλοι13.

 

4. Γαλλικά Μουσεία

Εκτός από το Λούβρο, σημαντικές κυπριακές αρχαιότητες φυλάσσονται και σε άλλα γαλλικά μουσεία. Αναφέρουμε ειδικότερα την Bibliothèque Nationale, όπου φυλάσσεται μια σημαντικότατη συλλογή κυπριακών νομισμάτων καθώς και άλλα αντικείμενα, κυρίως από μέταλλο, όπως η διάσημη ορειχάλκινη πινακίδα από το Ιδάλιο, χαραγμένη και στις δύο όψεις με σύμβολα του κυπριακού συλλαβάριου. Αποτελεί το μακροσκελέστερο δείγμα της συγκεκριμένης γραφής που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα14. Αναφέρουμε επίσης το μουσείο της Τουλούζης, που πρόσφατα απέκτησε ένα σημαντικό ανδρικό κεφάλι από πηλό, πιθανόν από τις ανασκαφές του 1890 του αποθέτη της Τούμπας (Σαλαμίνα).

 

5. Μουσεία Βερολίνου

Πριν ακόμα από τη δραστηριότητα του Ohnefalsch-Richter στην Κύπρο, τα Βασιλικά Μουσεία (Königliche Museen) στο Βερολίνο είχαν αποκτήσει σημαντικές συλλογές κυπριακών αρχαιοτήτων μέσω αγορών από τον Cesnola και άλλους, από το 1869 και εξής. Από το 1887 το μουσείο απέκτησε από τον Ohnefalsch-Richter περίπου 1.500 αντικείμενα. Άλλα αγοράστηκαν από εμπόρους αρχαιοτήτων στα 1936-193715. Από τα σημαντικότερα αντικείμενα αυτών των συλλογών είναι ορισμένα αγγεία του Ελεύθερου Ζωγραφικού Ρυθμού («free-field») του 8ου-7ου αι. π.Χ., διακοσμημένα με εικονιστικές παραστάσεις, ένα ταφικό σύνολο του πρώιμου 11ου αι. π.Χ. από το Κίτιο, ανεσκαμμένο από τον Ohnefalsch-Richter, και ένας χάλκινος τετράπλευρος υποστάτης με τροχούς, του 11ου αι. π.Χ., επίσης από το Κίτιο [Εικ. 4].

Οι συλλογές των Μουσείων του Βερολίνου υπέστησαν σημαντικές φθορές κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και πολλές από αυτές κατέληξαν στη Μόσχα (βλ. παρακάτω), από όπου ένα μέρος μόνο επέστρεψε. Σήμερα πλέον είναι συγκεντρωμένες και πολύ καλά εκτεθειμένες στο Neues Museum16.

 

6. Μουσεία της Ρωσίας

Οι κυπριακές συλλογές στα τρία μεγαλύτερα μουσεία, το Κρατικό Ιστορικό Μουσείο και το Μουσείο Πούσκιν στη Μόσχα, καθώς και στο Μουσείο Ερμιτάζ στη Αγία Πετρούπολη, ήσαν μέχρι πρότινος ελάχιστα γνωστές. Ανήκαν σε ιδιώτες και κρατικοποιήθηκαν μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Ένας κατάλογος με επιλεγμένα αντικείμενα και από τα τρία μουσεία δημοσιεύτηκε το 200517. Στο Μουσείο Πούσκιν υπάρχει ειδική αίθουσα για τις κυπριακές αρχαιότητες, με αντιπροσωπευτικά εκθέματα από όλες τις περιόδους. Ξεχωρίζουμε ένα ταφικό ασβεστολιθικό ανάγλυφο του τέλους του 5ου αι. π.Χ.. Το μουσείο έχει επίσης στην κατοχή του μια μεγάλη συλλογή κυπριακών αρχαιοτήτων που μεταφέρθηκαν στη Μόσχα από τη Γερμανία κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται να εκτεθούν σε ειδική αίθουσα.

 

7. Kunsthistorisches Museum, Βιέννη

Το μουσείο απέκτησε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο από τους Σόλους (Κύπρος), διακοσμημένη με σκηνή αμαζονομαχίας σε υψηλό ανάγλυφο. Χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ.. Έφθασε στη Βιέννη το 1557, έχοντας αλλάξει πολλούς κατόχους. Κάποτε κοσμούσε τον κήπο του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Αποκτήθηκε από το μουσείο το 1805. Υπάρχουν αρκετά ακόμα σημαντικά γλυπτά, όπως ένας κολοσσιαίος αρχαϊκός «κούρος» από την Πύλα στη νοτιοανατολική Κύπρο, και ένα μαρμάρινο άγαλμα γλυπτό της Αρτέμιδος του 2ου αι. π.Χ. από τη Λάρνακα. Τα περισσότερα αντικείμενα της συλλογής, εκτός από τα γλυπτά, φυλάσσονται ακόμα στις αποθήκες. Υπάρχει ένας κατάλογος επιλεγμένων αντικειμένων18.

 

8. Royal Ontario Museum, Τορόντο

Το μουσείο απέκτησε τις κυπριακές συλλογές του μέσω δωρεών, κυρίως του Sigmund Samuel (στις αρχές του 19ου αιώνα) και του συνταγματάρχη Falkland Warren, Άγγλου αξιωματούχου ο οποίος υπηρέτησε στην Κύπρο και κατείχε μέρος των αρχαιοτήτων που είχαν βρεθεί από τον Ohnefalsch-Richter στο ναό του Απόλλωνα στην Ταμασσό. Σημαντικότερα είναι τα πήλινα αγάλματα μεγάλου μεγέθους. Σε αυτό το μουσείο υπάρχει μια αίθουσα Λεβέντη και ένας κατάλογος19.

 

9. Musée d’Art et d’Histoire, Γενεύη

Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της συλλογής αποκτήθηκε μέσω του Louis Castan, ενός Ελβετού γιατρού που είχε εγκατασταθεί στη Λεμεσό το 1864. Υπήρξε ερασιτέχνης αρχαιολόγος και συλλέκτης. Ένας κατάλογος της συλλογής δημοσιεύτηκε από το Ίδρυμα Κωστάκη και Λητώς Σεβέρη20.

 

10. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα

Το μουσείο είχε αποκτήσει μια μεγάλη συλλογή κυπριακών αγγείων από εμπόρους αρχαιοτήτων στην Αλεξάνδρεια21, ενώ άλλες δωρήθηκαν από την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών. Στο μουσείο υπάρχει μια αίθουσα Λεβέντη και ένας κατάλογος στα ελληνικά και στα αγγλικά22. Ξεχωρίζουμε μία εξαιρετική κεφαλή γενειοφόρου μορφής από ασβεστόλιθο, που χρονολογείται στον πρώιμο 6ο αι. π.Χ. [Εικ. 5].

 

11. Medelhavsmuseet, Στοκχόλμη

Το 1931, 771 ξύλινα κιβώτια με περίπου 13.000 καταγεγραμμένα αντικείμενα φορτώθηκαν σε ένα πλοίο στην Κύπρο με προορισμό τη Στοκχόλμη. Είχαν δοθεί στη Σουηδική Αποστολή στην Κύπρο (the Swedish Cyprus Expedition) μετά το πέρας των ανασκαφών της στο νησί, σύμφωνα με την πρακτική της εποχής εκείνης. Αρχικά αποθηκεύτηκαν για συντήρηση και μελέτη σε ένα στρατώνα και το 1982 στεγάστηκαν μόνιμα σε ένα μουσείο στο κέντρο της Στοκχόλμης. Το σημαντικότερο έκθεμα είναι ένα σύνολο από περίπου 1.000 πήλινα είδωλα και ειδώλια από το ιερό της Αγίας Ειρήνης [Εικ. 6]. Το Ίδρυμα Λεβέντη έχει ήδη βοηθήσει το μουσείο να επεκτείνει και να αφιερώσει περισσότερο χώρο στις κυπριακές συλλογές. Σε αντίθεση με τις κυπριακές συλλογές των περισσότερων μουσείων, αυτές του Medelhavsmuseet ανεσκάφησαν επιστημονικά και μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα εργαλεία για τη μελέτη της κυπριακής αρχαιολογίας. Πολυάριθμα όστρακα και άλλα αντικείμενα φυλάσσονται σε αποθήκες έξω από τη Στοκχόλμη. Μέρος αυτών μελετάται για δημοσίευση από δύο ερευνητές, ένας εκ των οποίων είναι υπότροφος του Ιδρύματος Λεβέντη.

Ο χώρος εδώ δε μας επιτρέπει να αναφερθούμε λεπτομερώς στις κυπριακές συλλογές άλλων μουσείων. Αυτές πάντως είναι πολυάριθμες και φυλάσσονται σε δημόσια, δημοτικά καθώς και σε πανεπιστημιακά μουσεία. Παρακάτω θα απαριθμήσουμε ορισμένες από αυτές τις συλλογές κάνοντας επίσης αναφορά σε δημοσιευμένους καταλόγους τους, εφόσον αυτοί υπάρχουν.

 

12. The Pitt Rivers Museum, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης

Karageorghis 2009.

 

13.The Fitzwilliam Museum, Καίμπρητζ

Υπάρχει μια αίθουσα Λεβέντη και ένας κατάλογος: Karageorghis, Vassilika, Wilson 1999.

 

14. The Ashmolean Museum, Οξφόρδη

Υπάρχει μία αίθουσα Λεβέντη: Frankel 1983.

 

15. The National Museum of Ireland and the University College, Δουβλίνο

Souyoudzoglou-Haywood 2004.

 

16. Eretz Israel Museum, Τελ Αβίβ

Karageorghis, Olenik 1997.

 

17. The Nicholson Museum, Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ

Webb 2001.

 

18. Αρχαιολογικό Μουσείο Οδησσού

Karageorghis, Vanchugov 2001.

 

19. Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης

Ergüleç 1972. Η έκθεση των κυπριακών συλλογών ανακαινίστηκε πρόσφατα.

 

20. The National Museum of Denmark, the Ny Carlsberg Glyptotek, Κοπεγχάγη

Karageorghis κ. ά. 2001.

 

21. Ιταλία

Vagnetti, Karageorghis, Bettelli, Di Paolo 2004.

 

22. Βέλγιο

Laffineur, Vandenabeele 1990.

 

23. San Francisco Bay Area Collections

Karageorghis, Amyx κ. ά. 1974.

 

24. Badischen Landesmuseum, Καρλσρούη

Shürmann 1984.

 

25. The Hunterian Museum, Πανεπιστήμιο Γλασκώβης

Arda, Knapp, Webb 2005.

 

Υπάρχουν πολλά άλλα μουσεία και συλλογές, πολλά ιδιωτικά στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία, ορισμένα εκ των οποίων έχουν τους δικούς τους καταλόγους. Είναι πολλά ακόμα και για να απαριθμηθούν εδώ. Ελπίζω αυτό να γίνει κάποια μέρα, με πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενό τους.

Ως Κύπριος λυπάμαι πολύ που ένα τόσο μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου βρίσκεται διασκορπισμένο σε ολόκληρο τον κόσμο. Ελπίζω πως η παρουσία κυπριακών αρχαιοτήτων σε ξένα μουσεία, εφόσον αυτές εκτεθούν και δημοσιευτούν σωστά, μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα του παρελθόντος του νησιού και να προωθήσει τον πολιτισμό του στο ευρύ κοινό, συμπεριλαμβανομένων και των κυπριακών κοινοτήτων του εξωτερικού. Ελπίζω επίσης πως κάποια μέρα ορισμένες από αυτές τις αρχαιότητες, οι οποίες έχουν εθνική σημασία, θα μπορέσουν να επαναπατριστούν με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, ή να επιστρέψουν με τη μορφή μακρόχρονου δανεισμού.

Αναρτήθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1 : Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο: ελεφάντινο κιβώτιο (;) από την Έγκωμη Τ. 58 (1896). Ανάγλυφη διακόσμηση. Μήκος: 29 εκ. Πρώιμος 12ος αι. π.Χ.. Αρ. Ευρετηρίου 1897,0401.996. Προέλευση φωτογραφίας: © Trustees of the British Museum.

Εικ . 2 : Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη : η «σαρκοφάγος της Αμαθούντας». Ασβεστόλιθος. Πρώτο τέταρτο 5ου αι. π.Χ.. Από τη βόρεια νεκρόπολη της Αμαθούντας. Αρ. ευρετηρίου 74.51.2453. Συλλογή Cesnola, αποκτήθηκε με δημόσια δαπάνη, 1874-76.

Εικ. 3 : Μουσείο Λούβρου, Παρίσι: πήλινο ομοίωμα πλοίου με πλήρωμα. Αρ. ευρ. ΑΜ1972. Μέση Κυπριακή ΙΙ, 1850-1750 π.Χ. περίπου. Η φωτογραφία παραχωρήθηκε από το μουσείο.

Εικ. 4 :  Staatliche Museen zu Berlin, Preussischer Kulturbesitz, Antikensammlung: χάλκινος τετράπλευρος υποστάτης με τροχούς από το Κίτιο (;). Αρ. ευρ. Ant. Misc. 8947. Φωτογραφία: © Ingrid Geske.

Εικ. 5 : Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών: κεφάλι κούρου από ασβεστόλιθο. Αρ. ευρ. 1832. Ύψος 30 εκ. Πρώιμος 6ος αι. π.Χ.. Φωτογραφία: © εκδόσεις Καπόν.

Εικ. 6 Medelhavsmuseet, Στοκχόλμη: πήλινα αγάλματα και ειδώλια από το Ιερό της Αγίας Ειρήνης. Ανασκάφτηκε από τη Σουηδική Αποστολή. 7ος αι. π.Χ. περίπου. Φωτογραφία: © Ove Kaneberg.

Σημειώσεις τέλους

1 Cesnola 1877.

2 Cesnola 1885· 1894· 1903.

3 Ohnefalsch-Richter 1893.

4 Myres, Ohnefalsch-Richter 1899.

5 Myres 1914.

6 Benson 1972· 1973.

7 Για μια επισκόπηση των κυπριακών συλλογών του Βρετανικού Μουσείου βλ. Karageorghis 2004α, 54-77· βλ. επίσης Crewe 2007.

8 Karageorghis 2004α, 68-77.

9 Karageorghis, Mertens, Rose 2000.

10 Karageorghis, Merker 2004.

11 Hermary, Mertens 2014.

12 Karageorghis 2004α, 95-103.

13 Αναφέρουμε ενδεικτικά: Hermary 1989· Caubet, Karageorghis, Υοn 1981· Caubet, Hermary, Karageorghis 1992· Caubet, Fourrier, Queyerel, Vandenabeele 1998.

14 Decaudin 1987· Masson 1961, 235-244.

15 Karageorghis 2004α, 22-29· Brehme, Brönner, Karageorghis, Platz-Horster, Weisser 2001: Αυτός ο κατάλογος περιλαμβάνει μια έκθεση για τα χρυσά και αργυρά νομίσματα των κυπριακών πόλεων-βασιλείων στο Münzkabinett.

16 Karageorghis, Rogge, Poyiadji-Richter 2014.

17 Karageorghis 2005.

18 Bernhard-Valcher κ. ά. 1999.

19 Karageorghis 2003α.

20 Karageorghis 2004β.

21 Nicole 1906, 318 καταχωρήσεις.

22 Karageorghis 2003β.

Βιβλιογραφία

Arda, B., Knapp, B., Webb, J.M. 2005: The Collection of Cypriote Antiquities in the Hunterian Museum, University of Glasgow (SIMA XX:26), Sävedalen.

Benson, J.L. 1972: Bamboula at Kourion. The Necropolis and the finds, excavated by J.F. Daniel, Φιλαδέλφεια.

Benson, J.L. 1973: The necropolis of Kaloriziki, excavated by J.F. Daniel and G.H. McFadden for the University Museum, University of Pennsylvania, Philadelphia (SIMA XXXVI), Γκέτεμποργκ.

Bernhard-Valcher, A., Dembski, G., Gschwanther, K., Karageorghis, V. 1999: Die Sammlung zyprischer Antiken in Kunsthistorischen Museum. The Collection of Cypriote Antiquities in the Kunsthistorisches Museum, Μιλάνο.

Brehme, S., Brönner, M., Karageorghis, V., Platz-Horster, G., Weisser, B. 2001: Ancient Cypriote Art in Berlin. Antikensammlung, Museum für Vor- und Frühgeshichte, Münzkabinett, Λευκωσία (και στα γερμανικά, Βερολίνο 2001).

Caubet, A., Karageorghis, V., Yon, M. 1981: Les antiquités de Chypre, Âge du Bronze. Musée du Louvre, Département des Antiquités Orientales, Παρίσι.

Caubet, A., Hermary, A., Karageorghis, V. 1992: Art antique de Chypre au Musée du Louvre du chalcolithique à l’époque romaine, Παρίσι.

Caubet, A., Fourrier, S., Queyrel, A., Vandenabeele, Fr. 1998: L’art des modelleurs d’argile. Antiquités de Chypre, Coroplastique (Musée du Louvre, Département des Antiquités Orientales), 1-2, Παρίσι.

Cesnola, L.P. di, 1877: Cyprus, its Ancient Cities, Tombs and Temples, Λονδίνο.

Cesnola, L.P. di, 1885, 1894, 1903: A descriptive Atlas of the Cesnola Collection of Cypriote Antiquities in the Metropolitan Museum of Art, New York I-III, Βοστώνη, Νέα Υόρκη.

Crewe, L. 2007: Early Enkomi. Regionalism, Trade and Society at the Beginning of the Late Bronze Age on Cyprus (BAR-IS 1706), Οξφόρδη.

Decaudin, A.J. 1987: Les antiquités chypriotes dans les collections publiques françaises, Λευκωσία.

Ergüleç, H. 1972: Large-sized Cypriot sculpture in the Archaeological Museums of Istanbul (SIMA XX:4), Γκέτεμποργκ.

Frankel, D. 1983: Early and Middle Bronze Age material in the Ashmolean Museum, Oxford (SIMA XX:7), Γκέτεμποργκ.

Hermary, A. 1989: Les antiquités de Chypre, sculpture. Département des Antiquités Orientales, Παρίσι.

Hermary, A., Mertens, J.R. 2014: The Cesnola Collection of Cypriot Art. Stone Sculpture, Νέα Υόρκη.

Karageorghis, V. 2003α: Cypriote antiquities in the Royal Ontario Museum, Λευκωσία. 

Karageorghis, V. 2003β: Cypriote Art in the National Archaeological Museum, Αθήνα (και στα ελληνικά 2003).

Karageorghis, V. 2004α: The A.G. Leventis Foundation and the Collections of Cypriote Antiquities in Foreign Museums, Αθήνα.

Karageorghis, V. 2004β: Ancient Cypriote art in the Musée d’Art et d’Histoire, Geneva, Αθήνα.

Karageorghis, V. 2005: Ancient Cypriote Art in Russian Museums: The State Historical Museum, Moscow; The Pushkin State Museum of Fine Arts, Moscow; The State Hermitage Museum, St. Petersburg, Λευκωσία.

Karageorghis, V. 2009: Cypriote art in the Pitt Rivers Museum, University of Oxford, Λευκωσία.

Karageorghis, V., Amyx, D.A. κ. ά. 1974: Cypriote Antiquities in the San Francisco Bay Area Collections (SIMA XX:5), Γκέτεμποργκ.

Karageorghis, V., Olenik, Y. 1997: The Potter’s Art of Ancient Cyprus in the Collection of the Eretz Israel Museum, Tel Aviv, Τελ Αβίβ.

Karageorghis, V., Vassilika, E., Wilson, P. 1999: The Art of Ancient Cyprus in the Fitzwilliam Museum, Cambridge, Λευκωσία. 

Karageorghis, V., Mertens, J.R., Rose, M.E. 2000: Ancient Art from Cyprus. The Cesnola Collection in the Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

Karageorghis, V. κ. ά. 2001: Ancient Cypriote art in Copenhagen. The Collections of the National Museum of Denmark and the Ny Carlsberg Glyptotek, Λευκωσία.

Karageorghis, V., Vanchugov, V.P. ( επιμ.) 2001: Greek and Cypriote Antiquities in the Archaeological Museum of Odessa, Λευκωσία.

Karageorghis, V., Merker, G.S. 2004: The Metropolitan Museum of Art. The Cesnola Collection: Terracottas, Νέα Υόρκη.

Karageorghis, V., Rogge, S., Poyadji-Richter, E. (επιμ.) 2014: Cypriote Αntiquities in Berlin in the focus of new research. Conference in Berlin, 8 May 2013 (Schriften des Instituts für Interdisziplinäre Zypern-Studien 10), Münster. 

Laffineur, R., Vandenabeele, Fr. (επιμ.) 1990: Cypriote Antiquities in Belgium ( SIMA XX:13). Γκέτεμποργκ.

Masson, O. 1961: Les inscriptions chypriotes syllabiques. Recueil critique et commenté (Etudes Chypriotes 1), Παρίσι.

Myres, J.L. 1914: Handbook of the Cesnola Collection of Antiquities from Cyprus, Νέα Υόρκη.

Myres, J.L., Ohnefalsch-Richter, M. 1899: A Catalogue of the Cyprus Museum, Οξφόρδη.

Nicole, G. 1906: Catalogue des vases chypriotes au Musée d’Athènes, Γενεύη.

Ohnefalsch-Richter, M. 1893: Kypros, the Bible and Homer, Λονδίνο.

Schürmann, W. 1984: Katalog der Kyprischen Antiken im Badischen Landesmuseum Karlsruhe (SIMA XX:9), Γκέτεμποργκ.

Souyoudzoglou-Haywood, C. 2004: Cypriot antiquities in Dublin: the collections of the National Museum of Ireland and University College Dublin, Λευκωσία.

Vagnetti, L., Karageorghis, V., Bettelli, M., Di Paolo, S. 2004: Collezzioni archeologiche Cipriote in Italia I, Ρώμη.

Webb, J.M. 2001: Cypriote Antiquities in the Nicholson Museum at the University of Sydney (SIMA XX:20), Jonsered.