Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι ερευνητές αναζητούν την προέλευση της ελληνικής Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα. Για κάποιους ήταν μια ξανθή θεότητα από τον βορρά, Ινδο-ευρωπαϊκής προέλευσης. Για άλλους, προήλθε από την Ανατολή. Όμως για τους αρχαίους Έλληνες, ήταν η θεά της Κύπρου, που γεννήθηκε από τον αφρό της θάλασσας και λατρευόταν στην Πάφο. Οι αναφορές σε αρχαίους συγγραφείς και οι αρχαιολογικές ενδείξεις δύνανται να αποδείξουν πως η Αφροδίτη πράγματι προήλθε από την Κύπρο1.

 

Αρχαίες πηγές:

Ο Όμηρος (9ος-8ος αι. π.Χ.) αναφέρει την Αφροδίτη ως Κύπριδα, ιδιαίτερα στην Ἰλιάδα (5.330-342, 347-362, 418-430, 454-459, 755-761). Αναφέρει (Ὀδ. 8.360-366) το ιερό τέμενος της Αφροδίτης στην Πάφο, με ένα βωμό όπου έκαιγαν λιβάνι, εκεί όπου η Αφροδίτη πήρε το λουτρό της, αλείφτηκε με αθάνατο μύρο και ντύθηκε με υπέροχα ενδύματα από τις Χάριτες.

Ο Ὁμηρικός Ὕμνος (8ος-6ος αι. π.Χ.) παρέχει τις ίδιες πληροφορίες με την Οδύσσεια (5.53-57).

Ο Ὁμηρικός Ὕμνος αναφέρει επίσης (6.1-18) την Αφροδίτη ως κυρία των τειχισμένων πόλεων της Κύπρου και διηγείται ότι μεταφέρθηκε στο νησί από τον Ζέφυρο πάνω στους αφρούς των κυμάτων και πως την υποδέχτηκαν οι Ώρες, οι οποίες την έντυσαν με ουράνια ενδύματα, τη στόλισαν με χρυσά κοσμήματα και τη συνόδευσαν στους θεούς.

Τέλος, ο Ὁμηρικός Ὕμνος αναφέρεται (10.1-6) στην Αφροδίτη που γεννήθηκε στην Κύπρο ως τη βασίλισσα της τειχισμένης Σαλαμίνας και της θαλασσοφίλητης Κύπρου και η οποία προσφέρει πρόθυμα τα δώρα της στους άνδρες.

Στη Μικρά Ασία, κατά τον 9ο-8ο αι. π.Χ., ο Όμηρος γνώριζε την Αφροδίτη ως θεά της Κύπρου, καθώς και το ιερό της που πράγματι υπήρχε στην Πάφο. Η Αφροδίτη ήταν ακόμα άγνωστη στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου η λατρεία της δεν τεκμηριώνεται πριν από τον 7ο αι. π.Χ..

Ο Ησίοδος, ο Βοιωτός ποιητής (8ος-7ος αι. π.Χ.), διηγείται την περίεργη γέννηση της Αφροδίτης (Θεογ. 176-206): η Αφροδίτη γεννήθηκε λίγο μετά τη δημιουργία του κόσμου, την εποχή που οι πρώτοι θεοί, η Γαία και ο Ουρανός προέβαιναν σε μια ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή. Η Γαία επαναστάτησε εναντίον του Ουρανού διότι δυσανασχέτησε με όλα τα πλάσματα που ο Ουρανός της επέβαλλε να γεννήσει. Ένας από τους γιους τους, ο Κρόνος, δέχτηκε να ακρωτηριάσει τον Ουρανό. Τα γεννητικά όργανα του Ουρανού έπεσαν στη θάλασσα η οποία άφρισε και από τους αφρούς γεννήθηκε μια νεαρή γυναίκα την οποία τα κύματα μετέφεραν πρώτα στα Κύθηρα και μετά στη θαλασσοφίλητη Κύπρο. Από εκεί οδηγήθηκε στη συνέλευση των Θεών, συνοδευόμενη από τον Έρωτα και τον Ίμερο.

Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) αναφέρει (Ἱστορίαι 1.195.2-3) ότι ο ναός της Αφροδίτης στην Κύπρο ιδρύθηκε από το ναό της Ουρανίας Αφροδίτης στην Ασκελών της Συροπαλαιστίνης, τον αρχαιότερο όλων των ναών που ήσαν αφιερωμένοι στη θεά.

Αναφέρει επίσης (Ἱστορίαι 1.199) το έθιμο της ιεράς πορνείας στην Κύπρο.

Ο Τάκιτος (1ος-2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει (Historiae 2.3.1) ότι σύμφωνα με μια πανάρχαια παράδοση, ο ναός της Αφροδίτης στην Πάφο είχε ιδρυθεί από τον βασιλιά Αερία, αλλά ότι σύμφωνα με μια νεώτερη πηγή ιδρύθηκε από τον Κινύρα και ότι η θεά έφτασε εκεί αφού αναδύθηκε από τη θάλασσα. Αναφέρει επίσης ότι, στην εποχή του Τίτου, επικεφαλής της λατρείας ήταν ακόμα κάποιος απόγονος του Κινύρα και ότι η θεά εξακολουθούσε να λατρεύεται υπό τη μορφή ενός κωνικού μονόλιθου.

Σύμφωνα με τον Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.) (Ἑλλάδος Περιήγησις 8.5.2-3), ο Αγαπήνωρ, ηγέτης των Αρκάδων κατά την επιστροφή τους από την Τροία, παρασύρθηκε από καταιγίδα και προσάραξε στην Πάφο, όπου ίδρυσε την πόλη και ναό προς τιμήν της Αφροδίτης.

Πολλές ακόμα αναφορές στη λατρεία της Αφροδίτης στην Κύπρο έχουν γίνει από μεταγενέστερους συγγραφείς και σχολιαστές. Τα κείμενα σχολιαστών του 1ου αι. μ.Χ. ασκούν έντονη κριτική στην οργιαστική λατρεία της θεάς.

 

Η γέννηση της Αφροδίτης στην Κύπρο

Από τις αρχαίες αυτές γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα (πολυάριθμα ειδώλια και αγάλματα από λίθο και πηλό, καθώς επίσης αρχαιολογικά λείψανα σε ιερά και ναούς) θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε τη γέννηση της Αφροδίτης στην Κύπρο.

Γύρω στο 3000 π.Χ., μια λατρεία που αφορούσε τη γυναικεία γονιμότητα αναπτύχθηκε συστηματικά στην περιοχή της Πάφου (Κούκλια-Βαθυρκάκας, Λέμπα, Κισσόνεργα). Ειδώλια από ασβεστόλιθο, πικρόλιθο και πηλό [Εικ. 1] που βρέθηκαν σε τάφους και οικισμούς, και χρονολογούνται πριν από τα κυκλαδικά ειδώλια, απεικονίζουν γυναίκες κατά τον τοκετό, σε διαφορετικά μεγέθη (ύψος από περίπου 2 μέχρι και 40 εκ.) και σε σταυρόσχημη διάταξη. Είναι βέβαιο πως στο δυτικό τμήμα της Κύπρου ανθούσε για μερικές εκατοντάδες χρόνια μια λατρεία της γυναικείας γονιμότητας. Επικεντρωνόταν στην προστασία του τοκετού, πράγμα πολύ σημαντικό για τις μικρές κοινωνίες σε μια εποχή κατά την οποία η βρεφική θνησιμότητα ήταν πολύ υψηλή. Δεν είναι όμως ασφαλές να αναφέρουμε με βεβαιότητα ότι υπήρχε ήδη μια λατρεία της θεάς της γονιμότητας2. Αργότερα η λατρεία αυτή ατόνισε, μπορεί όμως να επιβίωσε στο δυτικό τμήμα της νήσου, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την εγκαθίδρυση, στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., του πιο διάσημου χώρου λατρείας της θεάς της Κύπρου, στην ίδια ακριβώς περιοχή (Παλαίπαφο).

Μέχρι το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ, στις αρχές της Εποχής του Χαλκού, με την εγκατάσταση νέων κατοίκων στη βόρεια ακτή της Κύπρου, το νησί βρέθηκε εκτεθειμένο σε επιδράσεις προερχόμενες από την Ανατολία. Οι νέοι κάτοικοι έφεραν μαζί τους νέες θρησκευτικές πρακτικές, βασισμένες στη λατρεία κερασφόρων ζώων. Αυτός ο πολιτισμός παρήγαγε αινιγματικά σανιδόσχημα ειδώλια κατασκευασμένα από καλοψημένο πηλό με στιλβωμένη επιφάνεια (ερυθροστιλβωτή κεραμική), τα οποία βρέθηκαν σε οικισμούς και τάφους στο βόρειο και κεντρικό τμήμα του νησιού (Λάπηθο, Βουνούς, Δένεια, Αγία Παρασκευή). Τα ειδώλια φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση που αποδίδει στολισμένα ενδύματα και κοσμήματα, μεταξύ των οποίων ενώτια στα τρυπημένα αυτιά τους. Ορισμένα από αυτά τα ενδύματα κρατούν στην αγκαλιά τους ένα βρέφος. Άλλα συνδυάζουν δύο κεφάλια με ένα σώμα. Δεν είναι σαφές εάν απεικονίζουν ανθρώπινες μορφές ή κάποια γυναικεία θεότητα. Είναι βέβαιο όμως ότι αποτελούσαν λατρευτικές μορφές. Απεικονίσεις βρεφών στις κούνιες τους επίσης τοποθετούνταν σε τάφους. Αποτελούσαν ίσως μέρος μιας λατρείας που συσχέτιζε τη θρησκευτική ιδέα της ευημερίας και της μετά θάνατον ζωής, με την εικόνα γυναίκας και παιδιού. Στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Κύπρου, αυτές οι μορφές εξελίχθηκαν σε ευανάγνωστα γυναικεία ειδώλια με τονισμένα τα χαρακτηριστικά του φύλου τους. Φαίνεται πως μέχρι τότε λατρευόταν στην Κύπρο κάποιου είδους γυναικεία θεότητα.

Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., η Κύπρος εκμεταλλευόταν το χαλκό της, τον οποίο εμπορευόταν με τις χώρες της Ανατολής. Ως συνέπεια, το νησί βρέθηκε εκτεθειμένο σε πολιτισμικές επιδράσεις από την Εγγύς Ανατολή. Οι θρησκείες της Εγγύς Ανατολής κατά την Εποχή του Χαλκού προήλθαν από το Πάνθεον των Σουμερίων. Η σημαντικότερη θεότητα στη Μεσοποταμία, που χαρακτηριζόταν από έντονη σεξουαλική ορμή, ήταν η Ινάννα (Inanna), που σημαίνει την Κυρία των Ουρανών. Οι απόγονοί της, Ιστάρ και Αστάρτη, κληρονόμησαν τα σεξουαλικά της γνωρίσματα και τη συντριπτική δύναμή της ως προς την ευφορία και ευημερία του κόσμου. Η παγκόσμια φύση τους, η ισχύς τους επί βασιλέων και ανθρώπων, η αγριότητά τους στους πολέμους, επεισόδια της ύπαρξής τους όπως ο ιερός γάμος τους με ένα ποιμένα  βασιλιά και η κάθοδός τους στον Κάτω Κόσμο προς αναζήτηση του αγαπημένου τους, αναφέρονται στους θρησκευτικούς ύμνους. Απεικονίζονταν σε πολυάριθμα, δημοφιλή ειδώλια που βρέθηκαν σε πολλές θέσεις της Ανατολής.

Πήλινα ειδώλια ενός νέου τύπου [Εικ. 2], με πτηνόμορφο πρόσωπο, τα οποία βρέθηκαν σε τάφους και οικισμούς του δεύτερου μισού της 2ης χιλιετίας π.Χ., ιδιαίτερα στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της νήσου, χαρακτηρίζονται από ένα ιδιόμορφο κεφάλι με μεγάλα διάτρητα αυτιά που φέρουν πήλινα ενώτια και από το γυμνό σώμα με μαστούς, ευρείς γοφούς και εμφαντικά αποδοσμένη ήβη. Μιμούνται συριακά πρότυπα και μπορεί να χρησίμευαν ως φορείς γονιμότητας, ευημερίας και προστασίας από το θάνατο. Συνηγορούν υπέρ της συνέχειας μιας λατρείας σχετικής με την ευφορία, η οποία ενισχύθηκε περαιτέρω από ανατολικές επιρροές. Αποτελούσαν ίσως δημοφιλείς εικονογραφικούς τύπους κάποιας θεότητας. Φαίνεται πως μέχρι τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. η Κύπρος ευημερούσε και οι βασιλείς της μπορούσαν να συγκριθούν με τον Φαραώ της Αιγύπτου και με τους άρχοντες της πόλεως Ουγκαρίτ, στην απέναντι ακτή της Συρίας. Το νησί αναπτύχθηκε πολιτισμικά και, συνακόλουθα, σε επίπεδο θρησκευτικών δομών.

Ανασκαφές στο Κίτιο-Καθαρή (σημερινή Λάρνακα) αποκάλυψαν μια ιερή περιοχή κατά μήκος του οχυρωματικού τείχους, με τα υπολείμματα δύο ιερών του 13ου αι. π.Χ.. Αποτελούνταν από έναν περίβολο εντός του οποίου υπήρχαν βωμοί, εστίες, θρανία και αποθηκευτικοί χώροι. Στις αυλές και στη γύρω περιοχή εντοπίστηκαν ποσότητες σκωρίας χαλκού. Ανάμεσα στα ιερά υπήρχε ένας ιερός κήπος. Στην περιοχή βρέθηκαν και ορισμένα πήλινα γυναικεία ειδώλια. Τα ιερά ήταν πιθανότατα αφιερωμένα σε μια γυναικεία θεότητα, η λατρείας της οποίας σχετιζόταν με την παραγωγή χαλκού, ενώ φαίνεται πως εξασκούνταν και η μαντεία. Τα λείψανα αυτά φανερώνουν ένα ήδη ανεπτυγμένο θρησκευτικό περιβάλλον.

Χρονολογημένα στον 13o-12o αι. π.Χ., ορισμένα χάλκινα ειδώλια που απεικονίζουν μια γυμνή γυναικεία μορφή που κρατά τους μαστούς της και στέκεται σε βάση ταλάντου που έχει το σχήμα δοράς βοδιού, πιθανώς να μαρτυρούν τη λατρεία μια θεότητας προστάτιδος του χαλκού σε διάφορα μέρη της Κύπρου.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίστηκαν ειδώλια του ίδιου κεραμικού ρυθμού όπως τα ειδώλια με τρυπημένα αυτιά, αλλά σε μια νέα τεχνοτροπία. Διαθέτουν ένα πιο φυσιοκρατικό κεφάλι χωρίς υπερβολικά μεγάλα αυτιά και μύτη, αλλά εξακολουθούν να είναι γυμνά και να φέρουν τα χέρια στο στήθος. Παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες με τα μυκηναϊκά ειδώλια, καθώς τα αχαϊκά πρότυπα είχαν αρχίσει να διαφοροποιούν τη χαρακτηριστική ανατολική τους εμφάνιση.

Στις αρχές του 12ου αι. π.Χ., το Κίτιο ξανακτίστηκε και οχυρώθηκε με ένα κυκλώπειο τείχος. Η ιερή περιοχή διαμορφώθηκε εκ νέου, με τέσσερις ναούς, έναν πολύ μεγάλο και τρεις μικρότερους. Εργαστήρια χαλκού επικοινωνούσαν με τον μεγάλο ναό. Λίθινα «κέρατα καθοσιώσεως», που αποτελούν θρησκευτικά σύμβολα αιγαιακής προέλευσης, ήσαν στημένα στις ιερές αυλές. Λίγα ειδώλια της θεάς με υψωμένα χέρια και ορισμένα μυκηναϊκά ειδώλια βρέθηκαν μαζί με όστρακα νέων, μυκηναϊκών κεραμικών τύπων. Η χρήση μεγάλων πελεκητών λίθων μαρτυρεί πλούτο και δύναμη. Όλες αυτές οι αλλαγές μαρτυρούν την άφιξη των Αχαιών Ελλήνων, οι οποίοι φαίνεται να εξωράισαν τους χώρους λατρείας και να τους κατέστησαν περισσότερο επιβλητικούς.

Η ίδια κατάσταση ίσως ίσχυσε και στην Παλαίπαφο, η οποία πρέπει να ήκμαζε κατά το δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., όπως φανερώνει ο πλούτος των τάφων της. Εκεί ανακαλύφθηκαν τα υπολείμματα ενός ιερού του 12ου αι. π.Χ.. Αποτελείτο από μια υπαίθρια ιερή αυλή που όριζε περίβολος κτισμένος από τεράστιους πελεκητούς λίθους, εν μέρει διατηρημένος, και μια στεγασμένη αίθουσα σε μια από τις πλευρές. Κέρατα καθοσιώσεως και βαθμιδωτά κιονόκρανα, που αποτελούν αιγαιακά λατρευτικά στοιχεία, επίσης βρέθηκαν στη συγκεκριμένη θέση. Το ιερό φέρει σημάδια μιας αιγαιακής παρουσίας, δεν αποκλείεται όμως στην περιοχή να προϋπήρχε ένα ανατολικής προέλευσης ιερό του τύπου της αυλής με περίβολο.

Η οικοδόμηση ή ανοικοδόμηση των ιερών τον 12ο αι. π.Χ. τόσο στο Κίτιο όσο και στην Παλαίπαφο, με την εισαγωγή των κεράτων καθοσιώσεως και της νέας μυκηναϊκής κεραμικής, καθώς επίσης το πλήθος άλλων πολιτισμικών νεωτερισμών, υποδεικνύουν την παρουσία πληθυσμών από το Αιγαίο. Η παράδοση διατήρησε την ανάμνηση Ελλήνων εποίκων που ίδρυσαν πόλεις στην Κύπρο κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Αρκάς Αγαπήνωρ εθεωρείτο ιδρυτής του ναού της Αφροδίτης στην Πάφο, πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη ότι η θεά Αφροδίτη ήταν άγνωστη στην Ελλάδα κατά τον 12ο αι. π.Χ.. Πιο πιθανή φαίνεται μια άλλη παράδοση που διασώζει ο Τάκιτος, η οποία αναφέρει το όνομα του Κινύρα (πιθανώς ανατολικής προέλευσης) ως ιδρυτή του ναού της Αφροδίτης στην Πάφο. Από όσα γνωρίζουμε σχετικά με τη θεά που λατρευόταν στην Πάφο σε μεταγενέστερες περιόδους, η λατρεία της παρουσίαζε συνάφειες με ανατολικές λατρείες. Όταν έφτασαν οι Έλληνες, μπορεί να υιοθέτησαν την τοπική θεότητα την οποία ταύτισαν με κάποια γυναικεία θεότητα που ήδη λάτρευαν και σταδιακά να την εξελλήνισαν, δημιουργώντας παράλληλα ένα νέο τύπο ειδωλίου. Διότι είναι γεγονός πως στους προηγούμενους αιώνες μια τοπική θεότητα απεικονιζόταν σε ειδώλια ανατολικών τύπων και πως ειδώλια ενός νέου τύπου έκαναν την εμφάνισή τους κατά τον 12o-11o αι. π.Χ.. Ο νέος εθνολογικά ανάμεικτος πληθυσμός μπορεί να διατήρησε για αιώνες κάποια στοιχεία της λατρείας και τις ανατολικές δομές της προϋπάρχουσας θεότητας στην Παλαίπαφο (βασιλικό ιερατείο, ιερά πορνεία, ίσως ιερός γάμος, μαντείο, θεότητα απεικονισμένη ως βαίτυλος).

Κατά τον 11ο αι. π.Χ., κύματα Αιγαιακών πληθυσμών, κυρίως Κρητών, έφεραν στην Κύπρο νέα θρησκευτικά στοιχεία. Γύρω στα 1100 π.Χ., ένας ακόμη τύπος ειδωλίου εμφανίστηκε, με χαρακτηριστικό γνώρισμα τα υψωμένα χέρια. Ο τύπος αυτός προέρχεται από την αντίστοιχη μινωική Θεά με υψωμένα χέρια. Ειδώλια αυτού του τύπου βρέθηκαν στους νέους ναούς του Κιτίου που ξανακτίστηκαν στον 11ο αι. π.Χ., σε ιερά στην Έγκωμη, στην Παλαίπαφο και αλλού. Η θεά απεικονίζεται σε αυτό τον τύπο για αιώνες. Ο νέος τύπος αποδίδει μια εικόνα της Κυρίας του Ιερού [Εικ. 3] με ένα κυλινδρικό σώμα και υψωμένα χέρια σε στάση δέησης, με υποβλητικό κάλυμμα της κεφαλής και μακρύ χιτώνα. Τα ειδώλια δεν απεικόνιζαν πια μια θεά αχαλίνωτης σεξουαλικής ορμής αλλά μια θεότητα γεμάτη μεγαλείο. Ειδώλιά της προσφέρονταν στα ιερά της και δεν τοποθετούνταν πλέον σε τάφους.

Γύρω στα 900 π.Χ. οι Φοίνικες ίδρυσαν αποικία στο Κίτιο και ξανάκτισαν τους παλαιότερους ναούς. Αφιέρωσαν τον μεγάλο ναό στη δική τους θεά, την Αστάρτη, που λατρευόταν στο Κίτιο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.. Η λατρεία της Αστάρτης είχε πολλές ομοιότητες με τη λατρεία της κυπριακής θεάς της γονιμότητας.

Η Αμαθούντα, που ιδρύθηκε σύμφωνα με την παράδοση από Κυπρίους που διατήρησαν την ετεοκυπριακή γλώσσα και ίσως τα αρχαία τους ήθη, είχε επίσης αναπτυχθεί ως βασική περιοχή λατρείας της θεάς, πιθανώς ήδη κατά τον 11ο αι. π.Χ.. Από τον πρώιμο 7ο αι. π.Χ., στην κορυφή της ακρόπολης υπήρχε ένα ιερό αφιερωμένο στη θεά, το οποίο εξελίχθηκε σε μέγιστο θρησκευτικό κέντρο κατά την αρχαϊκή περίοδο. Πολλά αρχαϊκά γυναικεία ειδώλια του γυμνού τύπου με τα χέρια στο στήθος που βρέθηκαν στο ιερό και σε τάφους, τεκμηριώνουν τη λατρεία της θεάς που ταυτιζόταν με την Αστάρτη ή την Αθώρ. Αναφέρεται πως η θεά της Αμαθούντας ήταν ερμαφρόδιτη.

Θρησκευτικές επιδράσεις από την ακτή της Συροπαλαιστίνης επανέφεραν την εικόνα της θεάς που απεικονιζόταν γυμνή με τα χέρια στο στήθος και με έντονα τα γνωρίσματα της σεξουαλικότητας. Ο νέος αυτός τύπος ειδωλίου εξαπλώθηκε ιδιαίτερα κατά τον 8ο-6ο αι. π.Χ. σε ιερά του κεντρικού τμήματος της νήσου, που ίσως βρίσκονταν υπό φοινικική επίδραση.

Οι Κύπριοι εγκαταλείπουν σταδιακά τη σεξουαλικού τύπου απεικόνιση της θεάς τους και από τον 6ο αι. π.Χ. την αποδίδουν ως υποβλητική ιέρεια/θεά [Εικ. 4]. Πολυάριθμα ειδώλια την απεικονίζουν ενδεδυμένη με βαριά ενδύματα και πλούσια κοσμήματα, τα χέρια της όμως εξακολουθούν να ακουμπούν στο στήθος. Ειδώλια των λατρευτών της οι οποίοι προσφέρουν κάποιο νεαρό ζώο, ένα περιστέρι, ένα άνθος, ένα γλύκισμα, ένα αγγείο, και μουσικοί που παίζουν τύμπανο και, αργότερα, λύρα, επίσης αφιερώνονταν στα ιερά. Μέχρι το τέλος του 6ου αι. π.Χ., οι γλύπτες είχαν ξεκινήσει την παραγωγή εντυπωσιακών ασβεστολιθικών αγαλμάτων, τα οποία απεικόνιζαν τη θεά ή τους λατρευτές της.

Οι αρχαϊκοί χρόνοι ήταν μάλλον η περίοδος που η θεά λατρεύτηκε με χλιδή στα κύρια ιερά της, της Παλαιπάφου και της Αμαθούντας, αλλά και σε πολλά αγροτικά ιερά σε ολόκληρη την Κύπρο. Στα ιερά αυτά υπήρχε αφθονία αναθημάτων σχετικών με τη λατρεία της θεάς η οποία πρέπει να περιελάμβανε τελετές με τύμπανα και λύρες, καύση θυμιαμάτων, χορό, χρησμούς, προσφορά περιστεριών, νεαρών ζώων, ανθέων και αγγείων.

Μέχρι το τέλος του 5ου αι. π.Χ., οι Κύπριοι είχαν αποκτήσει συνείδηση της ελληνικής τους ταυτότητας. Στο μεταξύ, η λατρεία της Αφροδίτης είχε αναπτυχθεί στην Ελλάδα. Η θεά και οι λατρευτές της στην Κύπρο απεικονίζονται τώρα με ελληνικές ενδυμασίες και ελληνικά εικονογραφικά γνωρίσματα, εξακολουθούν όμως να διακρίνονται για την πλούσια διακόσμηση και τα κοσμήματά τους. Λίγο αργότερα, στον 4ο αι. π.Χ., η θεά απεικονίζεται να φορά ψηλό φυτικό στέμμα, σύμβολο ευημερίας, ή ένα πυργωτό στέμμα ως προστάτιδα των πόλεων. Εμφανίστηκε στα νομίσματα πολλών βασιλείων ως η μεγάλη θεά της Κύπρου, η οποία προσέφερε προστασία. Μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. είχε πλέον ταυτιστεί με την ελληνική Αφροδίτη.

Στην Ελληνιστική περίοδο, ο ναός της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο εξελίχθηκε στον κύριο και πιο σεβαστό χώρο λατρείας της θεάς. Ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος συνέδεσε με τη λατρεία της τη λατρεία της Αρσινόης, αδελφής και συζύγου του. Ο ιερός χώρος διατηρήθηκε ως είχε. Λίγα μόνο αναθήματα σώζονται από αυτή την περίοδο.

Στην Αμαθούντα η λατρεία της θεάς διατηρήθηκε ζωηρή όπως μαρτυρεί το πλήθος ειδωλίων και αγαλμάτων της Ελληνιστικής περιόδου και η λατρεία της συνδέθηκε με εκείνη της Ίσιδας και του Άδωνη. Τα ερείπια που είναι ορατά σήμερα χρονολογούνται στον 1ο αι. μ.Χ. και ανήκουν σε έναν επιβλητικό ναό ελληνικού τύπου με σηκό, πτερό και Ναβαταϊκά κιονόκρανα στην πρόσοψή του.

Στους Σόλους τον 3ο αι. π.Χ. ανεγέρθηκαν δύο ναοί προς τιμήν της θεάς, οι οποίοι παρέμειναν σε χρήση μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ.. Η λατρεία της εκεί σχετιζόταν με εκείνη της αιγυπτιακής Ίσιδας. Στους Σόλους βρέθηκε σημαντικός αριθμός αγαλμάτων και ειδωλίων της θεάς, που απεικονιζόταν ως όμορφη γυμνή θεότητα [Εικ. 5].

Οι Ρωμαίοι μετέτρεψαν το παλιό ιερό της Παλαιπάφου σε λατρευτικό κέντρο, καθώς θεωρούσαν ότι το γένος τους προερχόταν από την Αφροδίτη. Ο περίβολος διατηρήθηκε ως είχε με τον κωνικό λίθο (βαίτυλο) ως σύμβολο της δύναμης της θεάς στη θέση του, αλλά κτίστηκαν παραρτήματα για να στεγάσουν τους προσκυνητές που έρχονταν από ολόκληρη τη Μεσόγειο για να την λατρεύσουν και να πάρουν χρησμό.

Στους Ρωμαϊκούς χρόνους οι ναοί της Πάφου και Αμαθούντας υπήρξαν χώροι ασύλου σύμφωνα με δικαίωμα που εκχώρησαν οι Ρωμαίοι.

Οι ναοί εγκαταλείφθηκαν τον 4ο αι. μ.Χ., μετά από επανειλημμένους σεισμούς και το διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου που έκλεισε όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς.

 

Το όνομα της θεάς

Από τις λίγες πρώιμες επιγραφές που διαθέτουμε (6ος αι. π.Χ.), γνωρίζουμε πως η θεότητα απλά αποκαλείτο Θεά ή Παφία ή Γολγία (από το τοπωνύμιο των δύο κύριων ιερών της). Στην Πάφο του 4ου αι. π.Χ. αποκαλούνταν Ἄνασσα, ένα παμπάλαιο ελληνικό όνομα που σήμαινε τη βασίλισσα. Άρχισε να αποκαλείται Αφροδίτη σε βασιλικές επιγραφές της Αμαθούντας του τέλους του 4ου αι. π.Χ.. Από εκεί και ύστερα αναφέρεται ως Κυπρία ή Παφία Αφροδίτη σε πλήθος επιγραφών των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.

Μολονότι ο Όμηρος τη γνώριζε ήδη ως Αφροδίτη, αυτό το όνομα δεν τεκμηριώνεται στην Κύπρο στους πρώιμους χρόνους. Εκ πρώτης όψεως, το όνομα δηλώνει αυτήν που αναδύθηκε από τους αφρούς, ερμηνεία όμως που δεν τεκμηριώνεται γλωσσολογικά. Οι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι η Αφροδίτη μπορεί να αποτελεί τη φωνητική μεταγραφή ενός ανατολικού ονόματος συγγενούς της Αστάρτης όπως Αττορίτ, το οποίο δόθηκε από τους Έλληνες στη παλιά θεότητα της Κύπρου. Ο μύθος της γέννησής της περιέχει στοιχεία από τις πανάρχαιες κοσμογονίες των Σουμερίων και των Χετταίων, στις οποίες ο πατρογονικός θεός ακρωτηριάζεται από τον γιο του. Ένα μύθος από τη Βύβλο, που βρίσκεται πλησιέστερα στον κυπριακό μύθο, αναφέρει πως ο θεός Ουρανός ακρωτηριάστηκε από τον γιο του και πως το αίμα από τα γεννητικά του όργανα έπεσε στον ποταμό της Βύβλου. Η προσθήκη στο μύθο μιας γυναίκας γεννημένης από τον αφρό που προκάλεσαν τα γεννητικά όργανα του Ουρανού, μπορεί να αποτελεί εύρημα κάποιου Κύπριου υμνογράφου προκειμένου να ερμηνεύσει το όνομα της θεάς.

 

Μυθολογία

Η πλούσια μυθολογία γύρω από την Αφροδίτη είναι ίσως κυπριακής προέλευσης και διασώζει πιθανώς στοιχεία της λατρείας της από την εποχή που οι Έλληνες την υιοθέτησαν. Ήταν μια τρομερή σεξουαλική θεότητα, κυρία του χαλκού, προστάτιδα της γονιμότητας και της φύσης. Ως τέτοια συνδέθηκε με πολλούς εραστές, τον Ήφαιστο, θεό της μεταλλουργίας, τον Άδωνη, θεό της βλάστησης. Παρατίθενται ορισμένα μυθολογικά επεισόδια σχετικά με την Αφροδίτη:

Ο σύζυγος της Αφροδίτης, Ήφαιστος, τη συλλαμβάνει με τον εραστή της, Άρη. Η Αφροδίτη καταφέυγει στο ιερό της στην Πάφο (Ομ., Ὀδ. 8.356-366).

Η Αφροδίτη προετοιμάζεται στο ναό της στην Πάφο για να συναντήσει τον Τρώα ποιμένα Αγχίση, τον οποίο ερωτεύεται (Ὁμ. Ὑμν. 5.53-57).

Ο βασιλιάς της Πάφου Πυγμαλίων ερωτεύεται το άγαλμα μιας όμορφης γυναίκας που είχε λαξεύσει σε ελεφαντόδοντο και η Αφροδίτη το ζωντανεύει (Ovidius, Metamorphoses 10.242-299).

Η Αφροδίτη προκάλεσε τον αιμομικτικό έρωτα της Μύρρας προς τον πατέρα της Κινύρα, καρπός του οποίου υπήρξε ο Άδωνης (Ovidius, Metamorphoses 10.298-502. Πλούτ., Ἠθ. 311).

Η Αφροδίτη μεταμορφώνει σε λίθινα αγάλματα τις Προποιτίδες της Αμαθούντας, διότι αρνήθηκαν τη θεϊκή της υπόσταση (Ovidius, Metamorphoses 10.238-242).

Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι μια τοπική θεά της γονιμότητας διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή των Κυπρίων από τους πολύ πρώιμους χρόνους. Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. η θεότητα αυτή επηρέαστηκε βαθιά από τις θρησκείες της Εγγύς Ανατολής. Στον 12ο αι. π.Χ. συναντήθηκε με τους Αχαιούς Έλληνες και απέκτησε ελληνικά χαρακτηριστικά, αναμειγμένα με φοινικικά στοιχεία που πρέρχονταν από τη συριακή θεά Αστάρτη. Εξελληνίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά τον 4ο αι. π.Χ.. Υιοθετήθηκε από τους Έλληνες σε πρώιμη περίοδο και τελικά οδηγήθηκε στον Όλυμπο ως θεά του έρωτα και της ομορφιάς.

 

Αναρτήθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1: Σχηματοποιημένο ειδώλιο από πικρόλιθο. Γυαλιά. Ύ. 15,3 εκ. 3000 π.Χ. περίπου. Κυπριακό Μουσείο.

Εικ. 2: Ειδώλιο γυμνής γυναικείας μορφής με τρυπημένα αυτιά. Κρατά βρέφος. Ύ. 21 εκ. 15ος-13ος αι. π.Χ.. Κυπριακό Μουσείο.

Εικ. 3: Η Κυρία του Ιερού με υψωμένα χέρια. Ύ. 36,5 εκ. 8ος-7ος αι. π.Χ.. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο 1899.12-29.1 (Cat. Terracottas A 123).

Εικ. 4: Τμήμα πήλινου ειδώλου της Κυπρίας θεάς, εισηγμένο στη Σάμο από την Κύπρο. Ύ. 37 εκ. Πρ. 6ος αι. π.Χ.. Μουσείο Βαθέος (Σάμος).

Εικ. 5: Μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης. Από τους Σόλους. Ύ. 81 εκ. 1ος αι. π.Χ.. Κυπριακό Μουσείο.

Σημειώσεις τέλους

1 Στην ενότητα Βιβλιογραφία, προτείνεται μια σύντομη βιβλιογραφία με τα βασικά βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή του άρθρου. Αυτά περιέχουν όλες τις παραπομπές σε άλλες πηγές που χρησιμοποιήθηκαν αλλά που είναι πάρα πολλές για να αναφερθούν στη σύντομη αυτή παρουσίαση.

2 Η Γονιμότητα λατρευόταν αλλά όχι ως θεότητα.

Βιβλιογραφία

Bolger, D., Serwint, N. (επιμ.) 2002: Engendering Aphrodite. Women and Society in Ancient Cyprus (ASOR Archaeological Reports 7), Βοστώνη.

Karageorghis, J. 1977: La Grande Déesse de Chypre et son culte, Λυών.

Karageorghis, J. 2005: Kypris. The Aphrodite of Cyprus, Λευκωσία.

Pirenne-Delforge, V. 1994: L’Aphrodite grecque (Kernos suppl. 4) Αθήνα-Λιέγη.

Χατζηιωάννου, Κ. 1973: Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς πηγάς (Ancient Cyprus in Greek sources), B΄, Λευκωσία.