Το κυπριακό συλλαβάριο: πρώτες ανακαλύψεις και αποκρυπτογράφηση

Περισσότερα από 200 χρόνια έχουν περάσει από τη σύγχρονη εκ νέου ανακάλυψη των επιγραφών σε κυπριακό συλλαβάριο1. Το ταξίδι του Josef von Hammer το 1800, που οδήγησε στον εντοπισμό της πρώτης κυπριακής συλλαβικής επιγραφής, ακολούθησε η δημοσίευση από τον Δούκα του Luynes, το 1852, του θεμελιώδους έργου κυπριακής επιγραφικής, με τίτλο Numismatique et inscriptions cypriotes. Στη μονογραφία του ο Γάλλος συλλέκτης πρότεινε για πρώτη φορά την ύπαρξη ενός ξεχωριστού συστήματος γραφής που ήταν μοναδικό στην Κύπρο· οι παρατηρήσεις του βασίζονταν σε επιγραφές σε νομίσματα και, κυρίως, στη χάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου που ανακαλύφθηκε το 1849.

Την ανάκτηση της πρώτης δίγραφης (σε ελληνικό αλφάβητο και κυπριακό συλλαβάριο) επιγραφής το 1862 από τον Κόμη Melchior de Vogüé (ICS2 260, Γόλγοι), ακολούθησε μια δεύτερη επιγραφή (σε φοινικικό αλφάβητο και κυπριακό συλλαβάριο) το 1869 από τον Robert Hamilton Lang (ICS2 220, Ιδάλιο). Σε μια διάλεξη που έδωσε στην Εταιρεία Βιβλικής Αρχαιολογίας (Society of Biblical Archaeology) στο Λονδίνο το 1871, ο R. Hamilton Lang εξέτασε νομισματικές επιγραφές και συνέβαλε στην αποκρυπτογράφηση με την αναγνώριση της λέξης «βασιλιάς». Συνοδεύτηκε από τον George Smith, ειδικό της σφηνοειδούς γραφής στο Βρετανικό Μουσείο, που πρότεινε μια σειρά ορθών αξιών για τα σύμβολα της κυπριακής συλλαβικής γραφής, βασισμένος στη μεταγραφή του φοινικικού κειμένου και επεσήμανε ότι η κλίση των λέξεων θύμιζε ελληνικά και λατινικά, ενώ τα ονόματα φαίνονταν φοινικικά και ελληνικά. Στην εργασία του αυτή είχε τη συμμετοχή του αιγυπτιολόγου Samuel Birch.

Ο Johannes Brandis, ένας Πρώσος νομισματολόγος, συνέχισε την προσπάθεια το 1873, προτείνοντας ορισμένες ακόμα (φωνητικές) αξίες για τα σύμβολα, ορισμένες από τις οποίες αποδείχθηκαν σωστές. Το 1874, ο Moriz Schmidt ξεκινώντας από την υπόθεση ότι η γλώσσα του κυπριακού συλλαβαρίου ήταν η ελληνική, διόρθωσε ορισμένες εσφαλμένες αναγνώσεις. Η εργασία του κορυφώθηκε με τη συλλογή επιγραφών που δημοσιεύτηκε το 18762, η οποία περιείχε όλες τις έως τότε γνωστές επιγραφές, μεταξύ των οποίων και όσες είχαν μόλις ανακαλυφθεί από τον L. Palma di Cesnola. Ο Schmidt δεν συμπεριέλαβε νομισματικές επιγραφές (εκτός από μία!) και δεν αφομοίωσε τις συμβολές των συναδέλφων του στην αποκρυπτογράφηση. Ταυτόχρονα, δυο άλλοι ερευνητές, ο Wilhelm Deecke και ο Justus Siegismund, δουλεύοντας ανεξάρτητα στο Στρασβούργο, κατέληξαν στα ίδια σχεδόν συμπεράσματα (1874), αλλά η εργασία τους δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα από εκείνη του Schmid. Επομένως, αυτό που ξεκίνησε με την παρουσίαση του R. Hamilton Lang το 1871, οδήγησε μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια σε ένα αίσιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην ολοκληρωμένη αποκρυπτογράφηση της συλλαβικής γραφής της Κύπρου.

 

Συλλογές επιγραφών και δημοσιευμένα συντάγματα επιγραφών

Μετά τον πρώιμο θάνατο του Siegismund κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Κύπρο το 1876, ανατέθηκε στον W. Deecke η προετοιμασία της πρώτης συλλογής επιγραφών, ως μέρος ενός μεγαλύτερου ερευνητικού έργου των επιγραφών σε ελληνική διάλεκτο, υπό τη διεύθυνση των Hermann Collitz και Friedrich Bechtel3. Τη σειρά εγκαινίασαν οι επιγραφές σε κυπριακή διάλεκτο (αρ. 1-212). Το υλικό διαιρέθηκε σύμφωνα με τις τέσσερις ρωμαϊκές επικράτειες του νησιού (Λαπηθία, Παφία, Αμαθουσία και Σαλαμινία) και περιελάμβανε και ορισμένες επιγραφές που σήμερα θεωρούνται χαμένες. Ο εκδότης συμπεριέλαβε πολλά νομίσματα (αρ. 151-212), αλλά διέφυγε της προσοχής του η δημοσίευση (την ίδια χρονιά) της θεμελιώδους μελέτης του Six για τη νομισματική της Κύπρου4. Καθώς δεν είχε μεσολαβήσει πολύς χρόνος από την αποκρυπτογράφηση της συλλαβικής γραφής μέχρι τη δημοσίεση, και επειδή η καταγραφή των επιγραφών ήταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο, ο τόμος σύντομα κατέστη ξεπερασμένος. Σε λιγότερο από 10 χρόνια εμφανίστηκε ένας νέος τόμος από τον Otto Hoffmann5, ο οποίος, μαζί με τον τόμο του Deecke του 1883, παρέμεινε σταθερό σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια.

 

Ιστορία της έρευνας

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Richard Meister ξεκίνησε για λογαριασμό του έργου Inscriptiones Graecae, τη δημιουργία ενός συντάγματος κυπριακών επιγραφών, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ένας χειρόγραφος κατάλογος από τον Howard Slater συγκέντρωσε τις συλλαβικές επιγραφές του Κυπριακού Μουσείου, προφανώς κατά την αναδιοργάνωση του Μουσείου. Μετά από μισό αιώνα στασιμότητας, τα συνεχή ταξίδια του Terence B. Mitford στην Κύπρο, οι ανασκαφές και οι μελέτες του από το 1936 και μετά, είχαν ως αποτέλεσμα νέα ευρήματα και πιο ενδελεχείς μελέτες της συλλαβικής γραφής της Κύπρου. Το 1952, ο Mitford ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός συντάγματος, που όμως επίσης δεν πραγματοποιήθηκε.

Η βασική αναφορά για όλους τους μελετητές της κυπριακής αρχαιολογίας και επιγραφικής, είναι μέχρι σήμερα το έργο Les inscriptions chypriotes syllabiques, το οποίο δεν αποτελεί σύνταγμα επιγραφών αλλά μια συλλογή των κυπριακών συλλαβικών επιγραφών που εμφανίστηκε το 1961 υπό την επιμέλεια του Olivier Masson.

 

Το έργο ενός νέου συντάγματος επιγραφών: προβλήματα και μεθοδολογία

Πολυάριθμες είναι οι επιγραφές της 1ης χιλιετίας π.Χ. σε κυπριακό συλλαβάριο, που αποδίδουν την ελληνική και τη λεγόμενη ετεο-κυπριακή γλώσσα, μια βάση δεδομένων που είχε καταρτιστεί από τον J.-P. Olivier (σε συνεργασία με τη Fr. Vandenabeele σε ζητήματα χρονολογίας) και περιείχε 1354 καταχωρήσεις (που τώρα έχουν αυξηθεί σε 1397), κατέστη προσβάσιμη σε ένα πυρήνα τριών ερευνητών (τον Ιταλό Massimo Perna, την Ελληνίδα Αρτέμιδα Καρναβά και τον Γερμανό Markus Egetmeyer), με την υποστήριξη ακόμα δύο ερευνητών (της Σουηδής Hedvig Enegren και της Ελληνίδας Ευαγγελινής Μάρκου).

Ένα αναπόδραστο πρόβλημα είναι η διασπορά των κυπριακών αρχαιοτήτων (συμπεριλαμβανομένων και των ενεπίγραφων αντικειμένων) σε 34 μουσεία σε ολόκληρο τον κόσμο, αποτέλεσμα του εμπορίου αρχαιοτήτων. Επιπλέον, οι αρχαίοι Κύπριοι χρήστες του συγκεκριμένου συστήματος γραφής δεν υπήρξαν βοηθητικοί προς τους σύγχρονους ερευνητές: τον 4ο αι. π.Χ., κυπριακά μισθοφορικά στρατεύματα στην υπηρεσία των φαραώ της Αιγύπτου άφησαν γραπτά ίχνη της παρουσίας τους σε αιγυπτιακούς ναούς στην Άβυδο και στο Καρνάκ. Κάθε υποψήφιος ερευνητής αντιλαμβάνεται ότι αυτή η (αρχαία και σύγχρονη) διασπορά των επιγραφών είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο όλες οι προηγούμενες απόπειρες συγκέντρωσής τους σε μια ενιαία, συνολική δημοσίευση διεκόπησαν. Η προσωπική εποπτεία και η πιστή καταγραφή μέσω της φωτογράφισης, του σχεδιασμού και της μεταγραφής, είναι επιτακτικές προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εσφαλμένων αναγνώσεων αυτών των επιγραφών.

Το έργο χρησιμοποιεί μια μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στην πορεία των χρόνων στο πεδίο των μυκηναϊκών σπουδών (η μελέτη της Γραμμικής Β), η οποία είναι πρωτότυπη για το πεδίο των κυπριακών συστημάτων γραφής. Ένας επιγραφικός χρειάζεται να ξεκινήσει από τη λήψη της καλύτερης δυνατής φωτογραφικής τεκμηρίωσης. Οι φωτογραφίες χρησιμοποιούνται ακολούθως για τη δημιουργία σχεδίων των επιγραφών. Τα σχέδια θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται προς το ενεπίγραφο αντικείμενο, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος παρερμηνείας. Ένα σωστό σχέδιο με τη σειρά του, διαμορφώνει τη βάση για τη μεταγραφή της επιγραφής στο σύγχρονο λατινικό αλφάβητο. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ανάγνωση μιας αρχαίας επιγραφής και παραδίδεται έπειτα στους γλωσσολόγους, στους φιλολόγους και στους ιστορικούς για να τη χρησιμοποιήσουν ως πρωτογενή πηγή πληροφοριών στους αντίστοιχους τομείς τους.

Το ερευνητικό έργο θα δημοσιευτεί στον 15ο τόμο της σειράς Inscriptiones Graecae, με τίτλο Inscriptiones Cypri.

Οι 1397 επιγραφές αναμένεται να εμφανιστούν σε τουλάχιστον τρία τεύχη. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι προηγούμενες προσπάθειες φαίνεται πως απέτυχαν είτε λόγω έλλειψης χρόνου (ο όγκος του έργου είναι πολύ μεγάλος για να τον χειριστεί ένα άτομο) ή λόγω χρηματοδότησης των ταξιδιών (στην περίπτωση της τελευταίας ομάδας που διαφήμισε ένα αντίστοιχο ερευνητικό έργο).

 

Αυτή τη στιγμή η προτεινόμενη διαίρεση του υλικού είναι η εξής:

Τόμος 1. Μάριο (302), Κούριο (43), Αμαθούντα (41) = 386 επιγραφές.

Τόμος 2. Πάφος και η ευρύτερη περιοχή = 464 επιγραφές.

Τόμος 3. Άλλες θέσεις = 547 επιγραφές.

 

Η δημοσίευση των επιγραφών θα συνοδεύεται από πίνακες αντιστοιχιών και ευρετήρια.

 

Αναμενόμενα αποτελέσματα

Το βασικό όφελος του συγκεκριμένου έργου είναι η μελέτη της ελληνικής γλώσσας, στην παραλλαγή με την οποία χρησιμοποιούνταν στην Κύπρο (η αποκαλούμενη αρκαδο-κυπριακή διάλεκτος). Ταυτόχρονα, το σύνταγμα επιγραφών πρόκειται να βοηθήσει στη μελέτη του συστήματος γραφής καθεαυτού. Ένα σύστημα γραφής εγκαινιάζεται και διαδίδεται από τις οργανωμένες αρχές μιας συγκεκριμένης περιοχής και οι τοπικές, ατελώς μελετημένες παραλλαγές αυτού του συστήματος καταδεικνύουν σύνθετους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Η εις βάθος μελέτη ενός συστήματος γραφής στόχο έχει να διαφωτίσει αυτούς ακριβώς τους συσχετισμούς και, εν τέλει, να παράξει γραπτή ιστορία.

Το σύνταγμα επιγραφών στοχεύει επίσης στην προώθηση της μελέτης των αρχαίων γραφών. Η κυπρο-μινωική γραφή της 2ης χιλιετίας π.Χ. θεωρείται πρόδρομος της γραφής που μας απασχολεί εδώ.

Το 2007 δημοσιεύτηκε μια έκδοση των κυπρο-μινωικών επιγραφών από τον J.-P. Olivier. Στο πλαίσιο απουσίας δίγραφων δειγμάτων, που είναι τεράστιας σημασίας για την αποκρυπτογράφηση, το σύνταγμα των επιγραφών της 1ης χιλιετίας π.Χ. αναμφίβολα θα προωθήσει την αποκρυπτογράφηση όψεων του κυπρο-μινωικού συστήματος γραφής.

 

Απολογισμός

Μέχρι στιγμής, όλες οι επιγραφές από το Μάριο, το Κούριο και την Αμαθούντα έχουν φωτογραφηθεί και σχεδιαστεί μετά από πολλές ερευνητικές αποστολές σε Η.Π.Α. (Μητροπολιτικό Μουσείο, Μουσείο Φιλαδέλφειας), Αγγλία (Βρετανικό Μουσείο, Μουσείο Fitzwilliam), Γαλλία (Λούβρο και Cabinet des Médailles), Γερμανία (Μουσείο Βερολίνου), Ιταλία (Museo di Antichità di Torino, Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης, Museo di Policoro), Ελλάδα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών, Μουσείο Δελφών, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης), Σουηδία (Medelhavsmuseet), Κύπρο (Κυπριακό Μουσείο, Επαρχιακό Μουσείο Πόλης) και Πολωνία (Goluchów Castle).

Το 2015 θα ολοκληρωθεί η τελική διόρθωση των 386 σχεδίων καθώς επίσης και ο τόμος που θα παρουσιαστεί στο επόμενο διεθνές συνέδριο αιγαιακών γραφών στην Κοπεγχάγη, το Σεπτέμβριο του 2015, όπως είχε ανακοινωθεί στο Παρίσι το Σεπτέμβριο του 2010, κατά τη διάρκεια του τελευταίου διεθνούς συνεδρίου.

Το ερευνητικό έργο υποστηρίζεται από το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας της Φιλαδέλφειας (INSTAP) και από το ελληνικό Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Τομέας Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας (ΚΕΡΑ).

Αναρτήθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1: Επιγραφή σε σφραγιδόλιθο. Άγνωστης προέλευσης. Φωτογραφία: M. Perna

Εικ. 2: Επιγραφή από την Αμαθούντα. Cabinet des Médailles. Φωτογραφία: M. Perna

Εικ. 3: Επιγραφή από το Μάριο (ICS 096). Βρετανικό Μουσείο. Φωτογραφία: M. Perna

Εικ. 4: Επιγραφή σε αγγείο από το Μάριο. Μουσείο του Λούβρου. Φωτογραφία: M. Perna

Εικ. 5: Επιγραφή σε μεταλλικό αγγείο από το Κούριο. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης. Φωτογραφία: M. Perna

Σημειώσεις τέλους

1 Masson 1983 = ICS2, 17-29, όπου η χρονολόγηση παρουσιάζεται μαζί με τις ανακαλύψεις που σημειώθηκαν μεταξύ του 1800 και 1960. Για την αποκρυπτογράφηση, Pope 1975, 123-135. Επίσης, σχετικά με την ιστορία της έρευνας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, βλ. Masson 1991α, 33-36.

2 Schmidt 1876.

3 Deecke 1884, 1-80.

4 Six 1883, 249-374.

5 Hoffmann 1891.

Βιβλιογραφία

Amadasi-Guzzo, M.G., Egetmeyer M., Lazzarini, M.L., Perna, M. 2013: «Le iscrizioni cipriote sillabiche ed alfabetiche conservate presso la Collezione Alessandro Palma di Cesnola del Museo di Antichità di Torino», Kadmos 52, 135-167.

Brandis, J. 1874: «Versuch zur Entzifferung der kyprischen Schrift», Monatsbericht der königlich preussischen Akademie der Wissenschaften zu Berlin, 643-671. 

Buchholz, H.-G. 1955: «Zur Herkunft der kyprischen Silbenschrift», Minos 3, 133-151.

Buchholz, H.-G. 1978: «Schriftdenkmäler στο «Tamassos, Zypern, 1974-1976, 3. Bericht», AA 1978, 172-174.

Buchholz, H.-G., Neumann, G. 1990: «Eine kypro-syllabische Inschrift aus Tamassos», Kadmos 29, 138-143.

Deecke, W. 1877: Der Ursprung der kyprischen Sylbenschrift. Eine paläographische Untersuchung, Στρασβούργο.

Deecke, W. 1881α: «Nachtrag zur Lesung der epichorischen kyprischen Ιnschriften (I.-III.)», Beiträge zur Kunde der indogermanischen Sprachen 6, 66-83.

Deecke, W. 1881β: «Fortsetzung des Νachtrags zur Lesung der epichorischen kyprischen Inschriften» (IV.-XIII.), Beiträge zur Kunde der indogermanischen Sprachen 6, 137-154.

Deecke, W. 1884: «Die griechisch-kyprischen Inschriften in epichorischer Schrift. Text und Umschreibung, mit einer Schrifttafel», στο H. Collitz (επιμ.), Sammlung der griechischen Dialektinschriften, I, Göttingen, 1-80.

Egetmeyer, M. 1992: Wörterbuch zu den Inschriften im kyprischen Syllabar (Kadmos Suppl. 3), Βερολίνο-Νέα Υόρκη.

Egetmeyer, M. 2010: Le dialecte grec ancien de Chypre, Βερολίνο.

Egetmeyer, M., Karnava, A., Perna, M. 2011: «A corpus of Cypriot syllabic inscriptions of the first millennium BC», στο A. Demetriou (επιμ.), Proceedings of the IV International Cyprological Congress, Λευκωσία, 29 Απριλίου-3 Μαΐου 2008, Λευκωσία, 419-426.

Egetmeyer, M., Karnava, A., Perna, M. 2012: «Rapport 2006-2010 sur les écritures chypriotes syllabiques», στο P. Carlier κ. ά. (επιμ.), Études mycéniennes 2010. Actes du XIIIe colloque international sur les textes égéens, Sèvres, Paris, Nanterre, 20-23 septembre 2010, Πίζα-Ρώμη, 23-40.

García-Ramón J.-L., Olivier J.-P., Perna, M. 2006: «Un scarabée avec inscription syllabique chypriote du premier millénaire au Musée archéologique de Naples (inv. 27001)», CCEC 36, 23-30.

Hill, G.-F. 1904: Catalogue of the Greek Coins of Cyprus (A Catalogue of the Greek Coins in the British Museum XXIV), Λονδίνο.

Hirschfeld, N. 1996: The PASP Data Base for the Use of Scripts on Cyprus (Minos Suppl. 13), Σαλαμάνκα.

Hoffmann, O. 1891: «Die kyprischen Inschriften», στο: Die griechischen Dialekte, I. Der süd-achäische Dialekt, Göttingen.

Karageorghis, J. 1961: «Histoire de l’écriture chypriote», Κυπριακαί Σπουδαί 25, 43-60.

Karageorghis, J., Masson O. 1962: «Inscriptions syllabiques», BCH 86 Chronique, 356-363, 407.

Karageorghis, V. 1967: Excavations in the Necropolis of Salamis, I (Salamis 3), Λευκωσία.

Karageorghis, V, 1970: Excavations in the Necropolis of Salamis, II (Salamis 4), Λευκωσία.

Karnava A. 2013: «Κύπριοι της 1ης χιλ. π.Χ. στον ελλαδικό χώρο: η μαρτυρία των συλλαβικών επιγραφών», στο D. Michaelides (επιμ.), Epigraphy, Numismatics, Prosopography and History of Ancient Cyprus. Papers in Honour of Ino Nicolaou, Ουψάλα 159-167.

Kiely Th., Perna, M. 2011: «Four unpublished inscriptions in Cypriot Syllabic Script in the British Museum», Kadmos 49, 93-116.

Luynes, H. de 1852: Numismatique et inscriptions cypriotes, Παρίσι.

Masson, O. 1957: «Les inscriptions étéochypriotes. II.-IV.», Syria 34, 61-80.

Masson, O. 1958: «Inscriptions grecques et chypriotes du petit temple d’Achoris à Karnak», RPhil 32, 92-94.

Masson, O. 1961α: Les inscriptions chypriotes syllabiques. Recueil critique et commenté, Παρίσι.

Masson, O. 1961β: «Inscriptions syllabiques», BCH 85 Chronique, 274.

Masson, O. 1964α: «Kypriaka I. Recherches sur les antiquités de Tamassos. Appendice: Corpusculum des inscriptions de Tamassos», BCH 88, 236-238.

Masson, O. 1964β: «Inscription syllabique», BCH 88 Chronique, 309-310.

Masson, O. 1964γ: «Petites inscriptions chypriotes syllabiques trouvées à Marion (1960)», RDAC, 187-188.

Masson, O. 1966α: «Kypriaka II-III (II. Recherches sur les antiquités de la région de Pyla, III. Vases d’albâtre inscrits du temple de Golgoi)», BCH 90, 1-31.

Masson, O. 1966β: «Quelques inscriptions chypriotes syllabiques (I. Le bronze inscrit d’Idalion, ICS no. 218, II. Le bronze Pierre Lacau, III. L’inscription Djabra Pierides)», Κυπριακαί Σπουδαί 30, 1-10.

Masson, O. 1967α: «Écritures et langues de la Chypre antique», AA, 615-619.

Masson, O. 1967β: «Quelques inscriptions chypriotes syllabiques, 2e série (I. Deux stèles funéraires de Marion, II. Deux bols de bronze de Marion)», Κυπριακαί Σπουδαί 31, 1-7.

Masson, O. 1968α: «Les écritures chyprominoennes et les autres écritures chypriotes», στο Atti e Memorie del 1° Congresso Internazionale di Micenologia, II, Ρώμη, 417-425.

Masson, O. 1968β: «Kypriaka (IV. La plus ancienne inscription paphienne, V. La plus ancienne inscription phénicienne de Chypre, VI. Une inscription étrange de Golgoi [= ICS 298], VII. Le sanctuaire d’Apollon à Idalion [fouilles 1868-1869])», BCH 92, 375-409.

Masson, O. 1968γ: «Notes de numismatique chypriote (1. Les monnaies de Paphos (?) au type d’un dieu fleuve, 2. L’émission de Nikoklès de Paphos au type d’Apollon sur l’omphalos)», OpAth 8, 111-118.

Masson, O. 1971α: «Kypriaka IX. Recherches sur les antiquités de Golgoi. E. Corpusculum des inscriptions de Golgoi», BCH 95, 325-334.

Masson, O. 1971β: «Inscriptions chypriotes retrouvées ou disparues», Syria 48, 427-452.

Masson, O. 1978: «Le syllabaire chypriote classique: remarques sur les signes des séries en x, y, z», AnnPisa III 8, 817-832.

Masson, O. 1980α: «Kypriaka, XIII-XIV (XIII. Une inscription difficile de Kourion, ICS 177, XIV. Remarques sur le nom de Lédra)», BCH 104, 225-235.

Masson, O. 1980β: «Une nouvelle inscription de Paphos concernant le roi Nikoklès», Kadmos 19, 65-80.

Masson, O. 1981α: «Les graffites chypriotes alphabétiques et syllabiques», στο C. Traunecker κ. ά. (επιμ.), La chapelle d’Achôris à Karnak, vol. I: texte, 251-284 και vol. II: documents, Παρίσι, 53-71. 

Masson, O. 1981β: «À propos des inscriptions chypriotes de Kafizin», BCH 105, 623-649.

Masson, O. 1982: «Variétés chypriotes (III. Une nouvelle monnaie d’Amathonte au nom du roi Wroikos, IV. Remarques sur les monnayages d’Amathonte, Idalion et Paphos, V. Un timbre amphorique syllabique de Ras El Bassit-Posideion)», RDAC, 150-155.

Masson, O. 1983: Les inscriptions chypriotes syllabiques. Recueil critique et commenté [Addenda: 393-406]. Réimpression augmentée [Addenda nova : 407-424], Παρίσι.

Masson, O. 1986: «Un scarabée de Cambridge à inscription chypriote syllabique», Kadmos 25, 162-163.

Masson, O. 1987α: «Inscriptions syllabiques», στο J. Pouilloux κ. ά. (επιμ.), Salamine de Chypre XIII, Testimonia Salaminia 2, Παρίσι, 11-14.

Masson, O. 1987β: «L’inscription de la coupe de bronze», Παράρτημα στο V. Karageorghis, «A Cypro-Archaic I Tomb at Palaepaphos-Skales”, RDAC, 96.

Masson, O. 1988α: «Une inscription étéochypriote probablement originaire d’Amathonte», Kadmos 27, 126-130.

Masson, O. 1988β: «L’inscription syllabique en paphien récent du village de Tala (Paphos)», RDAC, II, 63-68.

Masson, O. 1989α: «Les graffites grecs et chypriotes», στο A. Davesne, G. Le Rider (επιμ.), Le trésor de Meydancikkale (Cilicie Trachée, 1980), Ι. Texte, Παρίσι, 351-361.

Masson, O. 1989β: «Les inscriptions chypriotes syllabiques de Golgoi, fouilles 1969-1972», Kadmos 28, 156-167.

Masson, O. 1990: «L’inscription syllabique ICS 329 rendue à Amathonte», CCEC 13, 19-20.

Masson, O. 1991α: «En marge du déchiffrement du syllabaire chypriote, II: W. Deecke et le premier corpus épigraphique (1883)», CCEC 16, 33-36.

Masson, O. 1991β: «À propos des inscriptions chypriotes syllabiques de Golgoi», Kadmos 30, 172-173.

Masson, O. 1994α: «La plus ancienne inscription chypriote syllabique», CCEC 22, 33-36.

Masson, O. 1994β: «Une inscription chypriote syllabique de Dora (Tel Dor) et les avatars des noms grecs en Aristo-», Kadmos 33, 87-92.

Masson, O. 1996α: «Inscriptions syllabiques et incisions diverses», στο D. Buitron-Oliver (επιμ.), The Sanctuary of Apollo Hylates at Kourion: Excavations in the Archaic Precinct, (SIMA 109), Jonsered, 179-180.

Masson, O. 1996β: «Deux nouvelles inscriptions chypriotes syllabiques», CCEC 26, 7-12.

Masson, O., Hermary, A. 1982: «Inscriptions d’Amathonte, IV», BCH 106, 235-242.

Masson, O., Mitford, T.B. 1986: Les inscriptions syllabiques de Kouklia-Paphos, Κωνσταντία.

Masson, O., Sznycer, M. 1972: Recherches sur les Phéniciens à Chypre, Γενεύη-Παρίσι.

Mitford, T.B. 1937: «Contributions to the Epigraphy of Cyprus», JHS 57, 28-37. 

Mitford, T.B. 1950: «Kafizin and the Cypriot Syllabary», CQ 44, 97-106.

Mitford, T.B. 1952: «The Status of Cypriot Epigraphy. Cypriot Writing, Minoan to Byzantine», Archaeology 5, 151-156.

Mitford, T.B. 1953: «The Status of Cypriot Epigraphy», στο Actes du deuxième congrès international de l’épigraphie grecque et latine, Παρίσι, 166-175.

Mitford, T.B. 1958α: «Prolegomena to the Syllabic Inscriptions of Rantidi», Emerita 26, 111-127.

Mitford, T.B. 1958β: «The Tsepis Stele and Some Others», Minos 6, 37-54.

Mitford, T.B. 1960α: «Paphian Inscriptions Hoffmann nos. 98 and 99», BICS 7, 1-10.

Mitford, T.B. 1960β: «The Syllabic Inscription Hoffmann no. 106», JHS 80, 191-194.

Mitford, T.B. 1960γ: «Unpublished Syllabic Inscriptions of the Cyprus Museum», OpAth 3, 177-213. 

Mitford, T.B. 1961α: «The Hellenistic Inscriptions of Old Paphos», BSA 56, 1-41.

Mitford, T.B. 1961β: «Unpublished Syllabic Inscriptions of the Cyprus Museum», Minos 7, 15-48.

Mitford, T.B. 1980: The Nymphaeum of Kafizin. The Inscribed Pottery (Kadmos Suppl. 2), Βερολίνο-Νέα Υόρκη.

Mitford T.B., Masson, O. 1983: The Syllabic Inscriptions of Rantidi-Paphos, Κωνσταντία.

Nicolaou, I. 1971: Cypriot Inscribed Stones, Λευκωσία.

Nicolaou, I. 1980: «Une inscription en syllabaire chypriote au musée de Rhodes», BCH 104, 221-224.

Palaima, T. G. 1989: «Cypro-Minoan Scripts: Problems of Historical Context», στο Y. Duhoux, T.G. Palaima, J. Bennet (επιμ.), Problems in Decipherment, Louvain-la-Neuve, 121-187.

Palaima, T.G. 2005: The Triple Invention of Writing in Cyprus and Written Sources for Cypriote History, Λευκωσία.

Perna, M. 2010: «Nuove ricerche nel campo delle scritture sillabiche cipriote del secondo e primo millenno a.C.», στο A.M. Jasink, L. Bombardieri (επιμ.), Researches in Cypriote History and Archaeology. Proceedings of the Conference held in Florence, April 29-30th 2009, Φλωρεντία, 2010, 147-154.

Perna, M. 2013: «Rethinking some alphabetic and syllabic Cypriot inscriptions», στο Ph.M. Steele (επιμ.), Syllabic Writing on Cyprus and its Context, Καίμπρητζ, 153-160.

Perna, M. 2014: «Problemi di epigrafia cipriota», στο A. Bernabé, E.R. Luján (επιμ.), Donum Mycenologicum. Mycenaean Studies in Honour of Francisco Aura Jorro, Louvain-la-Neuve, 95-104.

Pope, M. 1975: «The Cypriot Syllabary», στο The story of decipherment. From Egyptian hieroglyphs to Maya script, Λονδίνο, 123-135.

Schmidt, M. 1875: «Über kyprische Inschriften», Monatsberichte der Königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften zu Berlin, 614-615.

Schmidt, M. 1876: Sammlung kyprischer Inschriften in epichorischer Schrift, Ιένα.

Six, J.P. 1883: «Du classement des séries cypriotes», RN, 249-374.

Smith, J. 2002: «Problems and Prospects in the Study of Script and Seal Use on Cyprus in the Bronze Age and Iron Ages», στο J.S. Smith (επιμ.), Script and Seal Use on Cyprus in the Bronze and Iron Ages, Βοστώνη, 1-47.