Εισαγωγή

Η αρχαιολογία του σώματος, που αναπτύχθηκε σχετικά πρόσφατα ως επιστήμη, έχει αποδειχθεί μια ιδιαίτερα παραγωγική ερευνητική οδός, που οδηγεί τους αρχαιολόγους στο να εξετάσουν πεδία που προηγουμένως θεωρούνταν αχαρτογράφητες περιοχές, όπως, ενδεικτικά, οι σωματικές και αισθητηριακές εμπειρίες. Μολονότι η μελέτη του σώματος στην αρχαιολογία μπορεί να μην αποτελεί πια ριζοσπαστική είδηση, στο χώρο της κυπριακής αρχαιολογίας οι εργασίες που επικεντρώνονται στο σώμα περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στη μελέτη της προϊστορίας[1]. Αντιστρόφως, ειδικοί στην κυπριακή αρχαιολογία της Εποχής του Σιδήρου έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστοι από τις φωνές του θεωρητικού διαλόγου. Μολονότι έχουν γίνει έμμεσες αναφορές στο σώμα, όπως για παράδειγμα στη μελέτη της κοροπλαστικής[2], οι συζητήσεις τείνουν να αντιμετωπίζουν τις βασικές έννοιες, οι οποίες ακόμα και σήμερα αμφισβητούνται έντονα, ως αυτονόητες και αυταπόδεικτες. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότερες μελέτες της κυπριακής Εποχής του Σιδήρου εξακολουθούν να ανθίστανται σε «αντισυμβατικές» προσεγγίσεις, αν και οι σύγχρονες τάσεις υποδεικνύουν πράγματι μια καθυστερημένη αλλά σταθερή παρείσφρηση θεωρητικά ενημερωμένων έργων, όπως φάνηκε από τα πρόσφατα δημοσιεύματα των Χαμηλάκη και Sherratt[3], Παπαντωνίου[4], Μικράκη[5], Averett[6] και Zeman-Wisniewska[7]. Επιπλέον, η περιοδική έκθεση που οργανώθηκε το 2014 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου με τίτλο «Το σώμα: βιωματικές εμπειρίες στην αρχαία Κύπρο»[8]  έχει συμβάλει σε μία επανεξέταση των αρχαιολογικών δεδομένων της Προϊστορικής Εποχής και της Εποχής του Σιδήρου.

Ο στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να προσθέσει πραγματολογικά στοιχεία στην εκτεταμένη βιβλιογραφία για τα ταφικά έθιμα της Εποχής του Σιδήρου στην Κύπρο, ούτε ισχυρίζεται πως «έχει ανακαλύψει τον τροχό», καθώς η αρχαιολογία του σώματος είναι πλέον ένα καλά εδραιωμένο πεδίο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η συμβολή αυτή στοχεύει μάλλον στο να προτείνει στους ειδικούς της Εποχής του Σιδήρου μία οδό για την επανεξέταση παλαιών και νέων στοιχείων μέσω μιας εναλλακτικής θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης. Υποστηρίζεται λοιπόν ότι μια ενημερωμένη ως προς το σώμα επανεκτίμηση των ταφικών πρακτικών μπορεί να θέσει νέα ερωτήματα για τη διερεύνηση της υπαρξιακής ουσίας της ανθρώπινης οντότητας, ωθώντας πρόγραμμα δράσης πέρα από το να αποδεικνύει ή να ανασκευάζει την παρουσία εθνικών ομάδων στο νησί. Ως προϊστορική αρχαιολόγος η γράφουσα, δεν ισχυρίζομαι επ’ ουδενί πως είμαι ειδική για την Εποχή του Σιδήρου· παρά ταύτα, πιστεύω ότι η μελέτη προϊστορικών παραδειγμάτων μπορεί να επιτρέψει στους αρχαιολόγους να θέσουν νέα ερωτήματα για τα αρχαιολογικά δεδομένα της πρωτοιστορικής και ιστορικής περιόδου. Αυτή η συμβολή δεν προτίθεται να είναι εξαντλητική, και για πρακτικούς λόγους θα περιοριστεί στην περίπτωση της καλά τεκμηριωμένης καύσης στον Τάφο 1 του νεκροταφείου της Σαλαμίνας, που χρονολογείται στο πρώτο μέρος της πρώιμης Αρχαϊκής Εποχής (750-600 π.Χ.)[9].

 

Αρχαιολογία του σώματος

Μολονότι οι αρχαιολόγοι για πολλά χρόνια είθισται να θίγουν ζήτηματα που σχετίζονται με το σώμα, με τρόπο έμμεσο και πέρα από οποιαδήποτε αμφισβήτηση, η μελέτη του σώματος εισήχθη στην αρχαιολογία με καθυστέρηση, ακολουθώντας παλαιότερες εξελίξεις στις κοινωνικές επιστήμες. Δεν θα ήταν πρακτικό να παρουσιάσουμε μια λεπτομερή έκθεση της ποικιλίας που χαρακτηρίζει την αρχαιολογική έρευνα που εστιάζει στη μελέτη του σώματος μέσα στα όρια της παρούσας συμβολής. Ωστόσο, οι Borić και Robb[10] έχουν αναγνωρίσει τρεις βασικές τάσεις που χαρακτηρίζουν τη μελέτη του σώματος στην αρχαιολογία, οι οποίες συνοψίζονται ως εξής: η προσέγγιση που εστιάζει στην ιστορία της τέχνης ασχολείται ιδιαίτερα με τον τρόπο που το ανθρώπινο σώμα έχει απεικονιστεί στην κλασική τέχνη. Κατά τη δεύτερη τάση, η έρευνα που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της Αρχαιολογίας του φύλου και της Φεμινιστικής Αρχαιολογίας αμφισβήτησε την προηγούμενη κατηγορηματική σύνδεση μεταξύ φυσικού σώματος και κοινωνικών ρόλων. Σύμφωνα με την τρίτη τάση, η πρόσφατη υιοθέτηση μιας φαινομενολογικής προοπτικής έχει οδηγήσει τους αρχαιολόγους προς τον εντοπισμό διαφορετικών και διακριτών ενσώματων εμπειριών, τονίζοντας το ρόλο των αισθήσεων στην αντίληψη του κόσμου και στο σχηματισμό ταυτοτήτων που βασίζονται στο σώμα (δηλαδή «ενσώματων»).

Ένα από τα πεδία που αναδύθηκε στην έρευνα που εστιάζει στο σώμα αφορά στη μεταχείριση του σώματος. Όσον αφορά στο νεκρό σώμα, έχει υποστηριχτεί ότι ο τρόπος της μεταχείρισης των λειψάνων μπορεί να παράσχει πολύτιμες γνώσεις για την ιδεολογία του παρελθόντος που περιέβαλε όχι μόνο το θάνατο, αλλά, κατά βάση, το υπαρξιακό ερώτημα της ανθρώπινης οντότητας[11]. Επομένως, μια αλλαγή στις ταφικές πρακτικές, από τους ενταφιασμούς στις καύσεις, ή η παράλληλη πρακτική ενταφιασμού και καύσεων, μπορεί να υποδεικνύει αντικρουόμενες αντιλήψεις σχετικά με την ανθρώπινη οντότητα[12]. Έχει υποστηριχθεί, για παράδειγμα, ότι οι ενταφιασμοί είχαν σκοπό να διατηρήσουν το άτομο όσο γινόταν πλησιέστερα στην έμβια κατάστασή του μέσω της τακτοποίησης του σώματος, των αντικειμένων που το περιέβαλαν και της κατασκευής ενός τάφου που θα χρησίμευε ως κατοικία του θανόντος[13]. Αντιθέτως, η καύση θεωρείται καταστροφική διαδικασία που μέσω της πυράς αποσυνθέτει και μεταμορφώνει το σώμα μετά θάνατον[14]. Η καύση, ωστόσο, δεν ολοκληρωνόταν με την καταστροφή της σορού, καθώς οι ενδείξεις δηλώνουν συχνά ότι το σώμα εξακολουθούσε να αποτελεί ενιαίο σύνολο ακόμα και στην τροποποιημένη κατάσταση. Το γεγονός ότι εξακολουθούσαν να μεταχειρίζονται τα κατακερματισμένα μέρη του σώματος με φροντίδα υποδεικνύει ότι οι ζωντανοί εξακολουθούσαν να τα θεωρούν ως σημαντικά[15], κυρίως διότι το αποτεφρωμένο σώμα υπήρχε ως πεμπτουσία εκείνου που κάποτε εκπροσωπούσε ολόκληρο το σώμα[16]. Η ολότητα του μεταμορφωμένου σώματος επιβεβαιωνόταν επίσης με τη διατήρηση των αποτεφρωμένων υπολειμμάτων σε ένα σκεύος, το οποίο προσέδιδε στο σώμα μια νέα υλική υπόσταση[17]. Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η προσωπική υπόσταση αυτών που είχαν αποτεφρωθεί μπορούσε να διατηρηθεί ήταν μέσω της κατασκευής ταφικών κτισμάτων, τα οποία μπορούσε κανείς να ξαναεπισκεφτεί[18].

Ο συσχετισμός των αποτεφρωμένων λειψάνων με προσωπικά ή άλλα αντικείμενα την ώρα της ταφής αποτελεί μία περαιτέρω ένδειξη της αντίληψης περί ακεραιότητας του νεκρού σώματος[19] μέσω της διατήρησης του δικτύου σχέσεων του εκλιπόντος με τον υλικό πολιτισμό[20]. Η διευθέτηση των καμένων λειψάνων σε σχέση με τα αντικείμενα που τα συνόδευαν αποσκοπούσε επομένως στο να δηλωθεί η θέση του νεκρού στη ζωή μέσω συντεταγμένων που διατηρούσαν τη σύνδεσή τους με το σώμα ακόμα και μετά θάνατον[21]. Επιπλέον, η καταστροφή και η ταφή αντικειμένων την ώρα της καύσης υποδεικνύει μια αδιάσπαστη σύνδεση ανάμεσα στον έμψυχο και τον υλικό κόσμο, καθώς ο κύκλος της ζωής των αντικειμένων συνέπιπτε με το θάνατο του ατόμου[22].

 

Μια περιπτωσιολογική μελέτη: η καύση στον Τάφο 1 στη νεκρόπολη της Σαλαμίνας

Πώς μπορούν οι παραπάνω θεωρίες να προσφέρουν γνώσεις για τις καύσεις και την κατασκευή κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων στην Κύπρο της Εποχής του Σιδήρου; Το παράδειγμα της καύσης στον Τάφο 1 στο νεκροταφείο της Σαλαμίνας παρουσιάζει ένα πρότυπο για τη διερεύνηση ορισμένων εννοιών που θίγει η έρευνα που επικεντρώνεται στο σώμα.

Η καύση στον Τάφο 1 αποτελεί μάλλον την εξαίρεση – σε σχέση με τους ενταφιασμούς – παρά τον κανόνα των ταφικών πρακτικών στην αρχαϊκή Κύπρο[23]. Η παρουσία καύσεων στην Κύπρο, αν και περιορισμένη, ίσως ήταν αποτέλεσμα ανατολικής ή ελλαδικής επίδρασης[24], καθώς, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η απαρχή αυτών των πρακτικών μπορεί να εντοπιστεί στη Μικρά Ασία απ’ όπου αργότερα επεκτάθηκε σε γειτονικές περιοχές[25]. Στην Κύπρο, καύσεις που χρονολογούνται στην Αρχαϊκή Εποχή μαρτυρούνται στο πλούσιο νεκροταφείο της Σαλαμίνας, στην περιοχή που είναι γνωστή ως «βασιλικοί τάφοι» ή «βασιλική νεκρόπολη», η οποία ανασκάφηκε από τον Π. Δίκαιο και τον Β. Καραγιώργη στις δεκαετίες του 1950 και 1960[26]. Οι εννέα τάφοι που βρίσκονται στη νεκρόπολη χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακή αρχιτεκτονική την οποία αποτελούν ένας δρόμος, ένα πρόπυλο και ένας ορθογώνιος θάλαμος με περίτεχνες προσόψεις, παρέχοντας ένα δραματικό σκηνικό για την τέλεση των ταφικών πρακτικών[27]. Οι πολυτελείς νεκρικές τελετές που λάμβαναν χώρα στη Σαλαμίνα περιελάμβαναν τη χρήση άμαξας ή άρματος και αλόγων για τη μεταφορά του σώματος στο δρόμο και μπροστά από το πρόπυλο, καθώς επίσης την εναπόθεση πολύτιμων τοπικών και εξωτικών αγαθών που συνόδευαν τον νεκρό [Εικ. 1][28]. Άλλες πρακτικές που οργανώνονταν και παρακολουθούνταν από θρηνωδούς, οι οποίες ολοκλήρωναν την τελετή μετά τη σφράγιση του στομίου του θαλάμου, περιελάμβαναν τη θυσία αλόγων μπροστά από το πρόπυλο και την προσφορά τροφής[29].

Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στην καύση που περιείχε ο Τάφος 1, μολονότι και άλλοι τάφοι στη νεκρόπολη της Σαλαμίνας έχουν αποδώσει επίσης υπολείμματα καύσεων[30]. Ο τάφος περιείχε δύο ταφές από τις οποίες η νεότερη ήταν ενταφιασμός[31]. Ο Gjerstad[32] έχει υποστηρίξει ότι εκεί είχε ταφεί ένα μέλος της βασιλικής άρχουσας τάξης της Σαλαμίνας μαζί με τη σύζυγό του, που πιθανώς ανήκε στην αθηναϊκή αριστοκρατία. Πρόσθετη υποστήριξη για την πιθανώς μη τοπική καταγωγή της νεκρής παρέχεται από τα ελλαδικά αγγεία που ίσως αποτελούσαν μέρος της «προίκας» της[33]. Ο Δίκαιος[34] και ο Καραγιώργης[35] ερμήνευσαν τα ταφικά έθιμα που περιελάμβαναν καύση και θυσία αλόγων ως ξένα και συγκεκριμένα ως μίμηση πρακτικών που αναφέρονται στα ομηρικά έργα. Ο Rupp υποστήριξε ότι τέτοιες τελετές «ηρωϊκού χαρακτήρα» που παρατίθενται στην Ιλιάδα με αφορμή την κηδεία του Πατρόκλου, ίσως αποσκοπούσαν στο να επικαλεστούν την πραγματική ή μυθική μυκηναϊκή καταγωγή του νεκρού[36], δημιουργώντας ένα σύνδεσμο μεταξύ ταφικών τελετουργιών και πολιτισμικών πρακτικών.

Προκειμένου να ανασυνθέσουμε τις τελετουργίες της καύσης που λάμβαναν χώρα στη Σαλαμίνα, θα πρέπει να σκιαγραφήσουμε τα στάδια που αυτές περιελάμβαναν. Στις περιγραφές που μάς είναι γνωστές από τον Όμηρο[37], κατασκευαζόταν μια πυρά πάνω στην οποία τοποθετούνταν η σορός[38]. Κατόπιν, συλλεγόταν η τέφρα και τοποθετούνταν σε ένα αγγείο ή λάρνακα, σκεπαζόταν με πολύτιμα υφάσματα και μετά εναποτίθετο κάτω από όρυγμα ή τύμβο[39]. Τα στοιχεία από τον Τάφο 1 υποδεικνύουν την ύπαρξη μίας πυράς στη νοτιοδυτική γωνία του δρόμου, έκτασης ενός τ.μ. περίπου, η οποία αργότερα καλύφθηκε με μάζα από καστανή λάσπη ανακατεμένη με κάρβουνο[40]. Είναι πιθανό ότι μετά το σβήσιμο της φωτιάς και την περισυλλογή των οστών, η καστανή λάσπη σκέπαζε το κάρβουνο και καλυπτόταν ακολούθως από μικρό αριθμό αγγείων, σύμφωνα με την ομηρική αφήγηση της κηδείας του Πατρόκλου[41]. Οι ενδείξεις από τη Σαλαμίνα υποδεικνύουν πως τα αποτεφρωμένα λείψανα και η στάχτη μεταφέρονταν από την ταφική πυρά στο χαμηλότερο μέρος του δρόμου, ή στην επιφάνεια του εδάφους κοντά στο θάλαμο[42]. Το κνημιαίο οστό που βρέθηκε στο δρόμο, και που ταιριάζει με τα οστά που είχαν συλλεγεί και περιέχονταν στο χάλκινο σκεύος, ενισχύει περαιτέρω την άποψη ότι τα αποτεφρωμένα λείψανα μεταφέρονταν από το χώρο της πυράς[43].

Πριν την τοποθέτησή του στην πυρά, ο νεκρός φορούσε πιθανότητα πολυτελή ενδύματα και έφερε πλούσια κοσμήματα, όπως υποδεικνύουν οι έξι χρυσοί δίσκοι που βρέθηκαν στο δρόμο, κοντά στο κνημιαίο οστό [Εικ. 2],  οι οποίοι αρχικά ίσως ήταν ραμμένοι στο ένδυμά του[44]. Τα αποτεφρωμένα οστά τυλίχθηκαν στη συνέχεια σε ύφασμα και τοποθετήθηκαν μαζί με ορεία κρύσταλλο, ένα χρυσό περιδέραιο και ένα λεπτό φύλλο χρυσού μέσα στο χάλκινο σκεύος που τοποθετήθηκε ακολούθως σε λάκκο στο θάλαμο του τάφου [Εικ. 3 και Εικ. 4][45]. Το χάλκινο σκεύος καλυπτόταν αρχικά με ένα λεπτό φύλλο χαλκού, αλλά τα διαβρωμένα υπολείμματα έπεσαν αργότερα μέσα από το στόμιο και κάλυψαν το περιεχόμενό του[46]. Ο ίδιος λάκκος περιείχε επίσης έναν εισηγμένο αττικό γεωμετρικό σκύφο[47]. Τα κτερίσματα που σχετίζονταν με την καύση περιελάμβαναν 34 αγγεία που θεωρούνται εισηγμένα από την Αθήνα, καθώς επίσης σκεύη οικιακής χρήσης συγκεντρωμένα κοντά στο βορειοανατολικό τοίχο του θαλάμου, καθώς και διασκορπισμένα αγγεία και δύο ελεφάντινα χτένια, τοποθετημένα νοτίως της ομάδας αγγείων οικιακής χρήσης [Εικ. 5][48]. Η τελετή ολοκληρώθηκε με τη θανάτωση και ταφή των αλόγων και της άμαξας που μετέφερε τα αποτεφρωμένα λείψανα[49].

 

Μια επανεκτίμηση της καύσης

Μια από τις θεωρίες που αναπτύχθηκε στην αρχαιολογία του σώματος έχει τα θεμέλιά της στη φαινομενολογική προοπτική και ερμηνεύει την καύση ως μια δυναμική διαδικασία που δημιουργούσε συλλογικές ταυτότητες προκαλώντας τις αισθήσεις της ευρύτερης κοινότητας[50]. Μια τέτοια προσέγγιση αντικαθιστά την αντίληψη ότι η μεταχείριση του νεκρού σώματος αντανακλά στατικά τις αξίες της κοινότητας καθώς αναγνωρίζεται πλέον το σχεδόν «έμψυχο» στοιχείο της σορού. Η ενέργεια του νεκρού σώματος τού επέτρεπε να συνδιαλέγεται με τους θρηνωδούς ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της ταφικής τελετής, δημιουργώντας μνημονικές αναφορές στην προσωπικότητα του νεκρού και στο ίδιο το επεισόδιο του θανάτου[51]. Στο σκηνικό των γεγονότων της καύσης, που συνιστούσαν αισθητικά και συναισθηματικά ισχυρά επεισόδια, σχηματιζόταν τόσο η ταυτότητα του νεκρού όσο και των μελών της κοινότητας[52].

Τα διαφορετικά στάδια που ακολουθούνταν κατά την τελετή της καύσης έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στο να προκαλέσουν τις αισθήσεις των θρηνωδών καθώς και στη δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων. Ακολουθώντας την προετοιμασία του νεκρού σώματος που μπορεί να περιελάμβανε το λουτρό ή την επάλειψη με αρωματικά έλαια, η τοποθέτηση της σορού και των συναφών αντικειμένων (ή ακόμα και ζώων) στην πυρά γινόταν με τρόπο που προέβαλλε ένα αφηρωισμένο πορτραίτο του νεκρού[53]. Στη Σαλαμίνα, η θέση της πυράς στο δραματικό σκηνικό της εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής της νεκρόπολης και η προτεινόμενη χρήση πολυτελών ενδυμάτων για την ένδυση του νεκρού σώματος υπονοούν εμπειρίες που ενέπνεαν δέος στους θρηνωδούς. Προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως τις επιδράσεις που θα είχε το νεκρό σώμα στην Κύπρο της Εποχής του Σιδήρου στο πλαίσιο μιας σπάνιας περίπτωσης καύσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πώς μια τέτοια διαδικασία θα εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια των θρηνωδών. Υπολογίζεται λοιπόν ότι η πυρά θα αποτελούσε ένα εντυπωσιακό θέαμα, με τη φωτιά να φτάνει σε θερμοκρασία 1.200 βαθμών κελσίου και να διαρκεί γύρω στις δέκα ώρες[54]. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το νεκρό σώμα θα μεταμορφωνόταν σταδιακά καθώς στρώσεις ενδυμάτων, μαλλιών, δέρματος και λίπους αποσυντίθεντο για να αποκαλύψουν τους μυς, τα εσωτερικά όργανα και τα οστά[55]. Σε αυτήν την έντονη εμπειρία που παρακολουθούσαν οι θρηνωδοί πρέπει να προσθέσουμε επίσης εικόνες όπως πίδακες ατμών που εκτοξεύονταν από το σώμα καθώς τα εσωτερικά υγρά του εξατμίζονταν μέσω της θερμότητας, αλλάζοντας χρώματα και υφή, τους ήχους που παράγονταν από τα αέρια ή τους μυς και τα οστά καθώς αποσυντίθονταν και ανέδυαν μια δυσάρεστη οσμή, όμοια με εκείνη των καμένων μαλλιών[56]. Ως αποτέλεσμα των οπτικών μεταμορφώσεων της σορού και της φαινομενικής ζωντάνιας που παρατηρούνταν κατά τη διαδικασία της καύσης, οι θρηνωδοί θα είχαν αντιληφθεί ένα στοιχείο της ενεργού συμμετοχής του νεκρού σώματος στην κηδεία, που με τη σειρά της θα είχε προκαλέσει ισχυρές μνήμες στο μυαλό των παρευρισκομένων[57].

Γίνεται προφανές ότι η παραδοχή της δυναμικής σύνδεσης μεταξύ αυτού που συχνά εκλαμβάνεται ως ένα «άψυχο» σώμα και των ζωντανών θρηνωδών υπογραμμίζει τον τρόπο που οι ατομικές και συλλογικές ταυτότητες «οικοδομούνταν» μέσω των καύσεων. Εάν λάβουμε επίσης υπ’ όψη τις σπάνιες περιπτώσεις που τέτοια γεγονότα θα είχαν λάβει χώρα στο νησί, τότε ο αντίκτυπος των επεισοδίων καύσης θα είχε προκαλέσει ιδιαιτέρως έντονα αισθήματα και μνήμες. Επιπλέον, η παραδοχή ότι η μεταχείριση του νεκρού σώματος μπορεί να διαφωτίσει αντιλήψεις περί της ανθρώπινης υπόστασης σε κοινωνίες του παρελθόντος, έχει καταστήσει πιθανό το επιχείρημα ότι οι καύσεις, όπως και οι ενταφιασμοί, μπορούσαν επίσης να διατηρήσουν την ολότητα του ανθρώπινου σώματος ως ανάμνηση της προσωπικότητας του νεκρού. Ως τέτοια, η καύση στον Τάφο 1 δημιούργησε ανεξίτηλες εντυπώσεις στο νου των μελών της κοινότητας που εκτείνονταν πέραν του «τάφου». Το γεγονός ότι το αποτεφρωμένο σώμα συνέχιζε να συγκροτεί ενιαίο σύνολο δηλώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι τα λείψανα «ντύνονταν» και «στολίζονταν» όπως και στη ζωή, επανενώνονταν συμβολικά μέσα σε ένα σκεύος, «στεγάζονταν» στον τάφο, συνοδευόμενα ακόμη από μέσα καλλωπισμού καθώς και χρηστικά και πολύτιμα αντικείμενα που αποτελούσαν επέκταση της κοινωνικής ταυτότητας[58]. Όπως φάνηκε από την περιπτωσιολογική μελέτη της καύσης στη Σαλαμίνα, η ενεργός συμμετοχή τόσο της σορού όσο και των θρηνωδών δημιουργούσε ισχυρές μνημονικές εντυπώσεις και εμπειρίες, που διαμόρφωναν ατομικές και συλλογικές ταυτότητες τόσο των νεκρών όσο και των ζώντων. Τέλος, η επιλογή τέλεσης μιας καύσης στην αρχαϊκή Κύπρο μπορεί να ερμηνευθεί ως έκφραση συντηρητισμού, που ανακαλεί πιθανώς προγονικές ελλαδικές τελετές, κατάλληλες για έναν ήρωα, και, ταυτόχρονα, ως μια πράξη νεωτερισμού, καθώς συνιστούσε απόκλιση από τον κανόνα εισαγάγοντας ένα εναλλακτικό πλαίσιο στο οποίο οι ταυτότητες μπορούσαν να κατασκευαστούν και να τεθούν υπό διαπραγμάτευση[59].

 

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Δρ Ε. Μάρκου για την πρόσκλησή της να συμβάλω στον ιστότοπο Κύπριος Χαρακτήρ. Είμαι επίσης ευγνώμων στη Δρ Α. Σατράκη για τις χρήσιμες συμβουλές της σχετικά με τα ταφικά ήθη στην Κύπρο της Εποχής του Σιδήρου, και στο Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου για τη χορήγηση άδειας αναπαραγωγής των εικόνων που συνοδεύουν το κείμενο.

Αναρτήθηκε: 11 Φεβρουαρίου 2018 Ενημερώθηκε: 11 Φεβρουαρίου 2018 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1: Δρόμος Τάφου 1, νεκρόπολη Σαλαμίνας (© ευγενής προσφορά Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου).

Εικ. 2: Χρυσοί δίσκοι (8ος αι. π.Χ.) που βρέθηκαν στο δρόμο του Τάφου 1 (© ευγενής προσφορά Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου).

Εικ. 3: Χάλκινη κάλπη που περιείχε τα υπολείμματα της καύσης (© ευγενής προσφορά Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου).

Εικ. 4: Ορεία κρύσταλλος και χρυσό περιδέραιο από τον λάκκο (750-700 π.Χ.) (© ευγενής προσφορά Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου).

Εικ. 5: Ελεφάντινο χτένι που σχετίζεται με την καύση (© ευγενής προσφορά Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου).

Σημειώσεις τέλους

[1] Βλ. σχετικές έρευνες: Bolger 1992· Budin 2011· Knapp, Meskell 1997· Lorentz 2003· Μηνά 2012· Talalay, Cullen 2002.

[2] Βλ. Karageorghis 1999· Karageorghis 1993.

[3] Hamilakis, Sherratt 2012.

[4] Papantoniou 2012.

[5] Mikrakis 2012· Mikrakis 2016.

[6] Averett 2015.

[7] Zeman-Wisniewska 2016.

[8] Alphas, Zachariou-Kaila 2015.

[9] Dikaios 1963, 126-208.

[10] Borić, Robb 2008, 1-2.

[11] Sørensen 2010, 55.

[12] Sørensen 2010, 55.

[13] Sørensen, Rebay 2008, 60· Sørensen 2010, 60.

[14] Sørensen, Rebay 2008, 61· Rebay-Salisbury 2010, 64.

[15] Sørensen 2010, 59.

[16] Sørensen, Rebay 2008, 61· Rebay-Salisbury 2010, 2.

[17] Rebay-Salisbury 2010, 68.

[18] Rebay-Salisbury 2010, 64.

[19] Rebay-Salisbury 2010, 68.

[20] Malafouris 2008, 116, 118.

[21] Rebay-Salisbury 2010, 67· Sørensen 2010, 60.

[22] Webb, Frankel 2015.

[23] Gjerstad 1979, 91· Rupp 1988, 121.

[24] Gjerstad 1979, 91, 93, υπ. 5.

[25] Lemos 2002, 186-187.

[26] Rupp 1988, 112.

[27] Rupp 1988, 117-118.

[28] Rupp 1988, 121.

[29] Rupp 1988, 121-122.

[30] Karageorghis 1967, 56 κ. εξ., 68, 71, 119.

[31] Dikaios 1963, 170-171, 203-204.

[32] Gjerstad 1979, 93.

[33] Gjerstad 1979, 93.

[34] Dikaios 1963.

[35] Karageorghis 1982.

[36] Rupp 1988, 127.

[37] Ἰλ. Ψ΄, 161-261.

[38] Lang 1906.

[39] Lang 1906.

[40] Dikaios 1963, 154.

[41] Dikaios 1963, 154· Ἰλ. Ψ΄, 210 κ. εξ. και 250-260.

[42] Rupp 1988, 121.

[43] Dikaios 1963, 145· Pilides 2012, 137.

[44] Dikaios 1963, 155· Pilides 2012, 137.

[45] Dikaios 1963, 144, 147· Rupp 1988, 121· Pilides 2012, 136.

[46] Dikaios 1963, 147.

[47] Dikaios 1963, 148.

[48] Dikaios 1963, 148· Gjerstad 1979, 93· Pilides 2012, 136, 138.

[49] Dikaios 1963, 152-154· Pilides 2012, 138.

[50] Williams 2004.

[51] Williams 2004, 264-267.

[52] Williams 2004, 267.

[53] Williams 2004, 270.

[54] Williams 2004, 271 με σχετική βιβλιογραφία.

[55] Williams 2004, 271.

[56] Williams 2004, 271, 276.

[57] Williams 2004, 274, 276, 277.

[58] Βλ. Sørensen, Rebay 2008, 60· Sørensen 2010, 60· Rebay, Salisbury 2010, 67, 68· Malafouris 2008, 118, 119.

[59] Βλ. Williams 2004, 286.

Βιβλιογραφία

Alphas, E., Zachariou-Kaila, E. 2015: The Body: Lived Experiences in Ancient Cyprus. Exhibition Catalogue, Λευκωσία.

Averett, E.W. 2015: «Masks and Ritual Performance on the Island of Cyprus», AJA 119.1, 3-45.

Bolger, D. 1992: «The Archaeology of Fertility and Birth: A Ritual Deposit from Chalcolithic Cyprus», Journal of Anthropological Research 48.2, 145-164.

Borić, D., Robb, J.E. 2008: «Body Theory in Archaeology», στο D. Borić, J.E. Robb (επιμ.), Past Bodies: Body-Centered Research in Archaeology, Οξφόρδη, 1-7.

Budin, S.L. 2011: Images of Woman and Child from the Bronze Age: Reconsidering Fertility, Maternity and Gender in the Ancient World, Καίμπρητζ.

Dikaios, P. 1963: «A “royal” tomb at Salamis, Cyprus», AA 78:2, 126-210.

Gjerstad, E. 1979: «A Cypro-Greek Royal Marriage in the 8th century BC?», στο V. Karageorghis κ.ά. (επιμ.), Studies Presented in Memory of Porphyrios Dikaios, Λευκωσία, 89-93.

Hamilakis, Y., Sherratt, S. 2012: «Feasting and the Consuming Body in Bronze Age Crete and Early Iron Age Cyprus», στο G. Cadogan, M. Iakovou, K. Kopaka και J. Whitley (επιμ.), Parallel Lives: Ancient Island Societies in Crete and Cyprus (BSA Studies 20), Λονδίνο, 187-207.

Hamilton, N. 2000: «Ungendering Archaeology: Concepts of Sex and Gender in Figurine Studies in Prehistory», στο M. Donald, L. Hurrombe (επιμ.), Representations of Gender from Prehistory to the Present, Λονδίνο, 17-30.

Karageorghis, V. 1982:  Cyprus, from the Stone Age to the Romans, Λονδίνο.

Karageorghis, J. 1999: The Coroplastic Art of Ancient Cyprus, V(B). The Cypro-Archaic Period, Small Female Figurines: Figurines Moulées, Λευκωσία.

Karageorghis, V. 1967: Excavations in the Necropolis of Salamis, I, Λευκωσία.

Karageorghis, V. 1993: The Coroplastic Art of Ancient Cyprus, IIΙ. The Cypro-Archaic Period. Large and Medium Size Sculpture, Λευκωσία.

Knapp, A.B., Meskell, L. 1997: “«Bodies of Evidence on Prehistoric Cyprus», CAJ 7, 183-204.

Lang, A. 1906: «Archaeology of the ‘Iliad’. Burial and Cremation», στο A. Lang, Homer and his Age, http://ebooks.adelaide.edu.au/l/lang/andrew/homer/chapter6.html) (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 2/2/2018).

Lemos, I.S. 2002: The Protogeometric Aegean. The Archaeology of the Late Eleventh and Tenth Centuries B.C., Οξφόρδη.

Leriou, A. 2007: «The Hellenisation of Cyprus: Tracing its Beginnings (an Updated Version)», στο S. Müller Celka, J. - C. David (επιμ.), Patrimoines Culturels en Méditerranée Orientale: Recherché Scientifique et Enjeux Identitaires. 1er Atelier (29 Nov. 2007): Chypre, une Stratigraphie de l’Identité. Rencontres Scientifiques en Ligne de la Maison de l’ Orient et de la Méditerranée, Λυών, 1-33 (https://www.scribd.com/document/195682847/LERIOU-the-Hellenisation-of-Cyprus) (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 2/2/2018).

Lorentz, K.O. 2003: «Cultures of Physical Modifications: Child Bodies in Ancient Cyprus», Stanford Journal of Archaeology 2, 1-17.

Malafouris, L. 2008: «Is it ‘Me’ or is it ‘Mine’? The Mycenaean Sword as a Body-Part», στο D. Borić, J. Robb (επιμ.), Past Bodies: Body-Centered Research in Archaeology, Οξφόρδη, 115-123.

Mikrakis, M. 2012: «The ‘Originality of Ancient Cypriot Art’ and the individuality of Performing Practices in Protohistoric Cyprus», στο M. Iacovou (επιμ.), Cyprus and the Aegean in the Early Iron Age: The Legacy of Nicolas Coldstream, Proceedings of an Archaeological Workshop held in Memory of Professor J. N. Coldstream (1927–2008), Monday, 13 December 2010, Archaeological Research Unit, University of Cyprus, Λευκωσία, 371-393.

Mikrakis, M. 2016: «‘It’s War, not a Dance’: Polarising Embodied Identities in the Aegean and the Eastern Mediterranean from the End of the Bronze Age to the Early Iron Age», στο M. Mina, S. Triantaphyllou, Y. Papadatos (επιμ.), Embodied Identities in the Prehistoric Eastern Mediterranean: Convergence of Theory and Practice, Οξφόρδη, 89-95.

Μηνά, M. 2012: «Η Μελέτη του Σώματος ως Μέσο Ανάλυσης της Κοινωνικής Ταυτότητας στη Χαλκολιθική και Πρωτοκυπριακή Κύπρο», RDAC 2010, 95-111.

Papantoniou, G 2012: Religion and Social Transformations in Cyprus: From the Cypriot Basileis to the Hellenistic Strategos, Leiden.

Pilides, D. 2012: «Α Greek Princess at Salamis, Cyprus», στο N. Stampolidis, M. Giannopoulou (επιμ.), “Princesses of the Mediterranean in the Dawn of History, Αθήνα, 132-145.

Rebay-Salisbury, K. 2010: «Cremations: Fragmented Bodies in the Bronze and Iron Ages», στο K. Rebay, M.L.S. Sørensen, J. Hughes (επιμ.), Body Parts and Bodies Whole: Changing Relations and Meanings, Οξφόρδη, 64-71.

Rupp, D.W. 1988: «The ‘Royal Tombs’ at Salamis (Cyprus): Ideological Messages of Power and Authority», JMA 1.1, 111-139.

Sørensen, M.L.S. 2010: «Bronze Age Bodiness – Maps and coordinates», στο K. Rebay-Salisbury, M.L.S. Sørensen, J. Hughes (επιμ.), Body Parts and Bodies Whole: Changing Relations and Meanings, Οξφόρδη, 54-63.

Sørensen, M.L.S., Rebay, K. 2008: «From Substantial Bodies to the Substance of Bodies: Analysis of the Transition from Inhumation to Cremation during the Middle Bronze Age in central Europe», στο D. Borić, J. Robb (επιμ.), Past Bodies: Body-Centered Research in Archaeology, Οξφόρδη, 59-68.

Talalay, L., Cullen, T. 2002: «Sexual Ambiguity in Early-Middle Cypriot Plank Figures», στο D. Bolger, N. Serwint (επιμ.), Engendering Aphrodite: Women and Society in Ancient Cyprus (CAARI Monographs 3), Βοστώνη, 181-195.

Webb, J.M., Frankel, D. 2015: «Coincident Biographies. Bent and Broken Blades in Bronze Age Cyprus», στο K. Harrell J. Driessen, (επιμ.), THRAVSMA. Contextualising the Intentional Destruction of Objects in the Bronze Age Aegean and Cyprus, Louvain, 117-42.

Williams, H.M.R. 2004: «Death Warmed Up: The Agency of Bodies and Bones in Early Anglo-Saxon Cremation Rites», Journal of Material Culture 9.3, 263-291.

Zeman-Wisniewska, K. 2016: «Handlers and Viewers. Some Remarks on the Process of Perception of Terracotta Figurines on the Example of Cypriot ‘Goddesses with Upraised Arms’», στο M. Mina, S. Triantaphyllou, Y. Papadatos (επιμ.), Embodied Identities in the Prehistoric Eastern Mediterranean: Convergence of Theory and Practice, Οξφόρδη, 39-43.