Οι μείζονες αρχαιολογικές ανακαλύψεις είναι συχνά αποτέλεσμα αγαθής τύχης και σκληρής εργασίας. Η αρχαιολογία της Κύπρου αποτελεί μια από τις ενδεικτικότερες περιπτώσεις αυτού του συνδυασμού. Το μνημειώδες έργο των ετών 1927-1931 υπήρξε αποτέλεσμα της συστηματικής εργασίας τεσσάρων νέων Σουηδών που εργάστηκαν υπό την καθοδήγηση του Einar Gjerstad. Ανέσκαψαν οικισμούς, νεκροταφεία, ιερά, ανάκτορα και θέατρα σε 25 περίπου θέσεις σε ολόκληρη την Κύπρο, εκτεινόμενες χρονολογικά από τη Νεολιθική περίοδο μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Οι έρευνες αυτές απέδωσαν περίπου 18.000 ευρήματα, τα οποία βρέθηκαν κατά τη διάρκεια επιστημονικών ανασκαφών. Επρόκειτο για ένα σύνολο αρχαιολογικών ενδείξεων χωρίς προηγούμενο, που ακόμα και σήμερα συνιστά θεμέλιο λίθο της αρχαιολογικής έρευνας στην Κύπρο [Εικ. 1].

Η παρούσα συμβολή έχει δύο στόχους: να παρουσιάσει μια επισκόπηση των συγκυριών υπό τις οποίες οργανώθηκε η Σουηδική Αποστολή στην Κύπρο στις αρχές του περασμένου αιώνα1, και να επισημάνει ορισμένες από τις ιδιαιτερότητες που εντοπίζονται στη δημοσίευση της Αγίας Ειρήνης. Το ιερό της Αγίας Ειρήνης αποτελεί μια από τις γνωστότερες ανακαλύψεις της Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο, καθώς και αντικείμενο ενός ερευνητικού προγράμματος στο Μουσείο Μεσογειακών Αρχαιοτήτων (Medelhavsmuseet) της Στοκχόλμης2.

 

Η Σουηδική Αποστολή στην Κύπρο

Όπως συχνά συμβαίνει με μείζονες αρχαιολογικές αποστολές, η αρχική αφορμή της Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο υπήρξε μάλλον συμπτωματική. Ο ίδιος ο Einar Gjerstad, επικεφαλής της αποστολής, δημοσίευσε ορισμένες από τις παρασκηνιακές λεπτομέρειές της στο βιβλίο του Ages and Days in Cyprus3.

Το Μάρτιο του 1922, καθ’ οδόν προς την Ελλάδα για τη διεξαγωγή ανασκαφών στην Ασίνη, ο Axel Persson, καθηγητής τότε της κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας, συνάντησε τον Λουκή Πιερίδη, Σουηδό πρόξενο στην Κύπρο και συλλέκτη αρχαιοτήτων. Ο Πιερίδης ζήτησε από τον καθηγητή Persson να του δανείσει δέκα στερλίνες για την έκδοση βίζας στη Βουλγαρία, βεβαιώνοντάς τον πως θα του επιστρέψει τα χρήματα με την άφιξή του στην Αθήνα. Ο Persson ανταποκρίθηκε θετικά σε αυτό το αίτημα. Το περιστατικό έλαβε χώρα κατά τη διέλευση του τραίνου Orient Express από τη Σερβία. Η σουηδική καλή προαίρεση ανταποδόθηκε εκ μέρους του Πιερίδη με μια πρόσκληση για τη διεξαγωγή αρχαιολογικής έρευνας στην Κύπρο και με μια δωρεά κυπριακών αρχαιοτήτων στον πρίγκιπα της Σουηδίας. Ο Persson έπεισε έναν από τους ικανότερους φοιτητές του, τον εικοσιπεντάχρονο τότε Einar Gjerstad που συμμετείχε στην ανασκαφή του στην Ασίνη, να αποδεχτεί την πρόσκληση του Πιερίδη.

Ο Gjerstad αγνοούσε τις προκλήσεις του εγχειρήματος, διέθετε όμως τις απαιτούμενες αρετές για να το αναλάβει: καλή γνώση της προϊστορικής αρχαιολογίας της Εγγύς Ανατολής, εξοικείωση με τις επιστημονικές ανασκαφικές μεθόδους και τις αρχές της στρωματογραφίας, άριστες διοικητικές ικανότητες και μια βορειοευρωπαϊκή μετριοπάθεια που τον βοηθούσε να διαχειριστεί τεράστιο όγκο αρχαιολογικών ευρημάτων. Κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Κύπρο (1923-1924) ο Gjerstad πραγματοποίησε αρκετές δοκιμαστικές τομές και μελέτησε τις κυπριακές αρχαιότητες στα μουσεία του νησιού. Αυτή η προκαταρκτική περίοδος στην Κύπρο του καλλιέργησε την πεποίθηση ότι μια σουηδική αποστολή στο νησί μπορούσε να αποδώσει σημαντικά αρχαιολογικά αποτελέσματα. Η τετραετής αποστολή ξεκίνησε το 1927 με ιδιωτικούς πόρους και την πολιτική υποστήριξη του πρίγκιπα της Σουηδίας, Γουστάβου Αδόλφου, που ήταν και ο ίδιος αρχαιολόγος.

Το αρχικό σκεπτικό της αποστολής ήταν να διενεργήσει ανασκαφές στην Κύπρο με σκοπό την καθιέρωση μιας χρονολογικής αλληλουχίας για την κυπριακή αρχαιολογία4. Tα μέλη της αποστολής ανέσκαψαν ποικίλες θέσεις σε πολλά σημεία του νησιού. Η Κύπρος αποτελούσε πεδίο πρόσφορο για αρχαιολογική δράση. Όχι μόνο διότι δεν είχε ανασκαφεί συστηματικά ως τότε αλλά και διότι, ως νησί, είχε σαφή γεωγραφικά όρια, γεγονός που καθιστούσε εφικτή μια πρώτη εποπτεία της αρχαιολογικής φυσιογνωμίας της ύστερα από συστηματικές ανασκαφές μερικών χρόνων.

Η αποστολή αναχώρησε για την Κύπρο το φθινόπωρο του 1927. Την αποτελούσαν τρεις αρχαιολόγοι και ένας αρχιτέκτονας: ο Einar Gjerstad (μετέπειτα καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λουντ), ο Erik Sjöqvist (μετέπειτα καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον), ο Alfred Westholm (μετέπειτα διευθυντής της Πινακοθήκης του Γκέτεμποργκ) και ο αρχιτέκτονας John Lindros. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο (μέχρι το 1931), ανασκάφτηκε και δημοσιεύτηκε πλήθος σημαντικών θέσεων: η Έγκωμη, η Κυθρέα, ο Άγιος Ιάκωβος, το Ιδάλιο, το Κίτιο, το Μάριο, η Αμαθούντα, η Λάπηθος, η Αγία Ειρήνη, το Βουνί, οι Σόλοι [Εικ. 2]. Τα δύο τρίτα περίπου από τα εξαίσια σε πλούτο αρχαιολογικά ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Σουηδία το 1931 και αποτελούν τον πυρήνα των κυπριακών συλλογών του Μουσείου Μεσογειακών Αρχαιοτήτων (Medelhavsmuseet) της Στοκχόλμης, που ιδρύθηκε το 1954.

Δεδομένου του αριθμού των ευρημάτων, η κατανομή τους μεταξύ της Σουηδίας και της Κύπρου υπήρξε σύνθετη. Μετά από εκτεταμένες διαβουλεύσεις και την καλή προαίρεση και των δύο πλευρών, ο διαχωρισμός τους αποφασίστηκε επί τη βάσει της αρχής ότι ταφικά σύνολα και αποθέτες έπρεπε να παραμείνουν αδιαίρετα είτε στην Κύπρο είτε στη Σουηδία, ώστε να μη διασπαστούν τα αρχαιολογικά σύνολα και συμφραζόμενα. Εξασφαλιζόταν επίσης ότι η Σουηδική Αποστολή θα αποκτούσε αντιπροσωπευτικές σειρές ευρημάτων όλων των τύπων και περιόδων, μολονότι τα μοναδικά ευρήματα θα παρέμεναν στην Κύπρο. Στην πράξη όμως αυτοί οι κανονισμοί υπόκεινταν σε διαφορετικές ερμηνείες, με αποτέλεσμα αξιοσημείωτες παρεκκλίσεις από τις βασικές αρχές κατανομής των ευρημάτων. Η διαίρεση των πήλινων αγαλμάτων και ειδωλίων από την Αγία Ειρήνη, παρά την εύρεσή τους στον ίδιο αποθέτη, αποτελεί ενδεικτική περίπτωση τέτοιων τροποποιήσεων. Η Σουηδία απέκτησε τελικά τα δύο τρίτα των ευρημάτων της Σουηδικής Αποστολής, περίπου 12.000 από τα συνολικά 18.000 κινητά ευρήματα, που συσκευάστηκαν σε 771 ξύλινα εμπορευματοκιβώτια και μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς από τη Λευκωσία στην Αμμόχωστο και από εκεί με πλοίο στη Σουηδία [Εικ. 3]. Στη Σουηδία αποδόθηκε επίσης το σύνολο των διαγνωστικών οστράκων, απόφαση που εμπλούτισε περαιτέρω τις κυπριακές συλλογές της5.

 

Αγία Ειρήνη: Το πλαίσιο ενός νέου ερευνητικού προγράμματος

Η εντυπωσιακότερη ανακάλυψη της Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο ήρθε στο φως κοντά στο βορειοδυτικό άκρο της νήσου, στην Αγία Ειρήνη. Η θέση εντοπίζεται στο βραχώδες οροπέδιο που εκτείνεται μεταξύ της προσχωσιγενούς πεδιάδας της Μόρφου και των απολήξεων του Πενταδακτύλου προς το ακρωτήριο του Κορμακίτη. Η περιοχή εμφανίζεται ως μια σχεδόν ουδέτερη ζώνη μεταξύ διαφορετικών βασιλείων, γεγονός που εξηγεί γιατί η Αγία Ειρήνη αποδόθηκε τόσο στην επικράτεια της Λαπήθου6 όσο και σε εκείνη των Σόλων7. Η περιοχή που ανέσκαψαν οι Σουηδοί, δυτικά της ομώνυμης εκκλησίας, βρίσκεται σήμερα στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και δεν είναι προσβάσιμη στην αρχαιολογική έρευνα. Το αγροτικό ιερό της Αγίας Ειρήνης φημίζεται για το μοναδικό σύνολο πήλινων αγαλμάτων και ειδωλίων, μια εξαιρετική ανακάλυψη η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο πολυάριθμων επιστημονικών μελετών8. Το ιερό δημοσιεύτηκε το 19359. Η δημοσίευση επιτυγχάνει δύο βασικούς στόχους: την ανάλυση της στρωματογραφίας και την τυπολογική διαπραγμάτευση των περίπου 2000 αγαλμάτων και ειδωλίων (αριθμός στον οποίο δεν περιλαμβάνονται τα θραύσματα). Καθώς τα ειδώλια της Αγίας Ειρήνης αποτέλεσαν τη βάση για την κατανόηση της τυπολογικής διαδοχής της αρχαϊκής κυπριακής κοροπλαστικής, οι δύο στόχοι είχαν στενή συνάφεια μεταξύ τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η στρωματογραφία όσο και τα τυπολογικά συμπεράσματα της σουηδικής δημοσίευσης του 1935 έχουν με πειστικά επιχειρήματα αμφισβητηθεί σε σύγχρονες μελέτες10, κυρίως λόγω της προβληματικής στρωματογραφικής διαδοχής της θέσης. Ομάδες ευρημάτων εκτός των πήλινων ειδώλων και ειδωλίων, όπως η κεραμική, δε βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της δημοσίευσης. Αντιθέτως, διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο στο βαθμό που η ανάλυσή τους εξυπηρετεί τη διαπραγμάτευση χρονολογικών ζητημάτων. Επίσης, η μελέτη της κεραμικής περιορίστηκε στα πλήρως σωζόμενα αγγεία και μόνο ακροθιγώς συμπεριέλαβε τα κεραμικά όστρακα που βρέθηκαν στο ιερό της Αγίας Ειρήνης.

Η ταύτοτητα της θεότητας που λατρευόταν στην Αγία Ειρήνη παραμένει άγνωστη11. Καθώς οι επιγραφικές μαρτυρίες απουσιάζουν εντελώς, η συζήτηση περί λατρείας βασίζεται στα αναθήματα, ιδιαίτερα στα πήλινα είδωλα και ειδώλια. Τα περισσότερα απεικονίζουν ανδρικές μορφές που φέρουν οπλισμό, ή ταύρους, δίνεται έμφαση συνεπώς σε μια εικονογραφία αρσενικού γένους. Η προτίμηση για ανδρικής φύσεως αναθήματα απαντά σε αρκετά αγροτικά ιερά της Κύπρου12. Απεικονίσεις γυναικείων μορφών δεν είναι, ωστόσο, εντελώς άγνωστες στην Αγία Ειρήνη, ενώ εμφανής είναι και η παρουσία ερμαφρόδιτων μορφών13. Αυτά τα στοιχεία υποδεικνύουν πως στην Αγία Ειρήνη λατρευόταν πιθανώς μια αρσενική γονιμική θεότητα. Περαιτέρω, οι ενδείξεις σκιαγραφούν μια αγροτική αλλά σύνθετη λατρεία η οποία περιελάμβανε συμποτικές δράσεις και χορό14.

Η σημασία της Αγίας Ειρήνης, η ανάγκη να κατανοηθεί πληρέστερα η ιστορία του ιερού αλλά και ο αποκλεισμός της θέσης από τη νόμιμη αρχαιολογική έρευνα είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους η Αγία Ειρήνη αποτελεί από το 2011 τον πυρήνα ενός ερευνητικού προγράμματος στο Medelhavsmuseet της Στοκχόλμης. Ένας από τους βασικούς στόχους του προγράμματος είναι να μελετήσει τις πολύ μεγάλες ποσότητες αδημοσίευτης κεραμικής, προκειμένουν να διευκρινιστούν ζητήματα της ιστορίας και των χρονολογικών φάσεων του ιερού. Η ποσότητα του εν λόγω υλικού (πάνω από 100.000 όστρακα) υπέδειξε μια προσεκτική και επιλεκτική προσέγγιση προκειμένου να επιτευχθεί η εξαγωγή συμπερασμάτων.  

 

Αγία Ειρήνη: Στρωματογραφία και χρονολογία

Η ανασκαφή της Αγίας Ειρήνης ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1929, όταν ένας ιερέας από το ομώνυμο χωριό μετέφερε στη Λευκωσία το κεφάλι και το άνω τμήμα ενός πήλινου αγάλματος του 6ου αι. π.Χ., το οποίο είχε βρει στο χωράφι του. Η αυτοψία των Σουηδών κατέδειξε ότι επρόκειτο για έναν άθικτο χώρο λατρείας, αποτελούμενο από ένα μεγάλο περίβολο ακανόνιστου τριγωνικού σχήματος, με μια σειρά κατασκευών κυρίως κατά μήκος της βόρειας και ανατολικής πλευράς του [Εικ. 4]. Ο Erik Sjöqvist επιλέχτηκε να ανασκάψει τη θέση. Εξαιτίας της εξαιρετικής σημασίας της όμως, η Αγία Ειρήνη δε δημοσιεύθηκε τελικά από τον ανασκαφέα αλλά από τον διευθυντή της Σουηδικής Αποστολής, Einar Gjerstad. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται στη σύνθετη διαπραγμάτευση της στρωματογραφίας της Αγίας Ειρήνης στην τελική δημοσίευση του 1935, που χαρακτηρίζεται από μια σειρά πλημμυρών και προσχωσιγενών αποθέσεων, που συχνά είχαν ως αποτέλεσμα διαταραγμένα στρώματα.

 

Η στρωματογραφία της Αγίας Ειρήνης

Η στρωματογραφία της Αγίας Ειρήνης τεκμηριώνεται με μία σειρά 18 τομών από διαφορετικά σημεία της ανεσκαμμένης περιοχής15. Συνολικά ταυτίστηκαν 12 στρώματα που συνδέθηκαν με 7 πολιτισμικές φάσεις, εκτεινόμενες χρονολογικά από την Υστερo-κυπριακή ΙΙΙ, 1200 π.Χ. περίπου, μέχρι τον 1ο αι. π.Χ.. Το ιερό εμφανίζει και μια μακρά περίοδο αδράνειας μεταξύ του πρώιμου 5ου και του 1ου αι. π.Χ.. Ο διαχωρισμός των φάσεων του ιερού χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, ενώ έχει αμφισβητηθεί και η φαινομενικά επαρκής τεκμηρίωση της μετάβασης από την Ύστερη Χαλκοκρατία στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου16. Η πλουσιότερη σε ευρήματα φάση της Αγίας Ειρήνης ανάγεται στους ύστερους κυπρο-γεωμετρικούς και στους πρώιμους κυπρο-αρχαϊκούς χρόνους, περιόδους κατά τις οποίες εδραιώνονται πλήρως και τα κυπριακά βασίλεια17.

Αφήνοντας το επιφανειακό στρώμα 1, τα στρώματα 2, 4, 6 και 8 συνδέθηκαν με τις προσχώσεις πλημμυρών που έπληξαν το ιερό σε διαφορετικές φάσεις: το στρώμα 2 μετά το πέρας της περιόδου 7, προκαλώντας την τελική εγκατάλειψη του ιερού στον ύστερο 1ο αι. π.Χ.. Το στρώμα 4 μεταξύ των περιόδων 6 και 7 (510-500 π.Χ.), το στρώμα 6 μεταξύ των περιόδων 5 και 6 (540 π.Χ. περίπου), το στρώμα 8 μεταξύ των περιόδων 4 και 5 (600-560 π.Χ.). Αν και ο Gjerstad επεδίωξε να τεκμηριώσει ένα σύστημα απόλυτης χρονολόγησης για όλα τα στρώματα, αναγνώρισε επίσης ότι οι προσχώσεις είχαν συχνά εισχωρήσει στα υπερκείμενα και υποκείμενα στρώματα, διαταράσσοντας τη στρωματογραφία και, συνεπώς, τη χρονολογική αλληλουχία του χώρου.

Η δημοσίευση της Αγίας Ειρήνης καθιστά σαφές ότι το φαινόμενο των πλημμυρών λειτούργησε ως βασικό εργαλείο ερμηνείας των στρωματογραφικών αποκλίσεων. Εδώ ακριβώς έγκειται μια από τις πρώτες δυσκολίες της μελέτης της Αγίας Ειρήνης: η προσπάθεια του Gjerstad να καθιερώσει μια στέρεη στρωματογραφική διαδοχή σε μια θέση που αφενός δεν είχε ανασκάψει ο ίδιος και όπου, κρίνοντας από τη δημοσίευση, η στρωματογραφία ήταν ούτως ή άλλως ασαφής και εν πολλοίς διαταραγμένη.

Εκτός από τις προσχωσιγενείς στρώσεις, τα υπόλοιπα στρώματα εμφανίζουν μια σταθερότερη σύνδεση με τις περιόδους χρήσης του ιερού και είναι εκείνα που πρωτίστως συνδέονται με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Αγίας Ειρήνης. Οι περίοδοι 1-6 στη δημοσίευση αντιστοιχούν σε μια κατά το πλείστον συνεχή χρήση του χώρου από τον 12ο μέχρι τον ύστερο 6ο αι. π.Χ., ενώ η περίοδος 7, μια σύντομη αναβίωση στον 1ο αι. π.Χ., ακολουθεί μετά από ένα κενό τεσσάρων περίπου αιώνων. Η στρωματογραφική συνθετότητα, η κακή διατήρηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και η ποικιλομορφία των ευρημάτων καθιστούν χρήσιμη μια σύντομη αναφορά στην αρχιτεκτονική εξέλιξη του ιερού.

 

Αρχιτεκτονική εξέλιξη

Η περίοδος 2 που αποδίδεται στην αρχή της κυπρο-γεωμετρικής περιόδου, παρουσιάζει περιορισμένη αρχιτεκτονική ορατότητα που διαπιστώνεται στο πολύ λεπτό στρώμα 11  [Εικ. 4]. Περιλαμβάνει έναν αδρομερώς κτισμένο περίβολο (τοίχος 41) και τον πρώτο βωμό (49), κτισμένο από αργούς λίθους σε δύο με τρεις στρώσεις. Η περίοδος αυτή διαφοροποιείται από την περίοδο 1 (Ύστερη Κυπριακή ΙΙΙ), που χαρακτηριζόταν από μία σειρά δωματίων στις δύο πλευρές της υπαίθριας αυλής. Ο κύριος χώρος λατρείας της Ύστερης Χαλκοκρατίας καταλαμβάνει το κεντρικό μέρος της ανατολικής πλευράς του περιβόλου και πλαισιωνόταν από ορθογώνιους αποθηκευτικούς χώρους στα βόρεια, και τμήματα κτισμάτων στα δυτικά και νότια. Με τη μετάβαση στην περίοδο 2, το ιερό καλύφθηκε από μια παχιά στρώση ερυθρού χώματος.

Μολονότι σύμφωνα με τη δημοσίευση δε βρέθηκε κλειστό στρώμα ή απόθεση που να χρονολογείται αποκλειστικά στην περίοδο 2 που να περιείχε αποκλειστικά κεραμική της κυπρο-γεωμετρικής Ι, ο Gjerstad υποστήριξε ότι δεν υπήρξε ασυνέχεια μεταξύ της περιόδου 1 και 2. Δυστυχώς ελάχιστα είναι τα ευρήματα της 2ης περιόδου, γεγονός που ίσως υποδεικνύει περιορισμένης έκτασης χρήση του χώρου κατά την πρώιμη κυπρο-γεωμετρική περίοδο. Η ανεπάρκεια των ενδείξεων και η απουσία ενός καθαρού πρώιμου κυπρο-γεωμετρικού στρώματος στην Αγία Ειρήνη θέτει επιπλέον ερωτήματα σχετικά με τη συνέχεια από την Ύστερη Χαλκοκρατία στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.

Μικρές και σημαντικότερες αλλαγές στη μορφή του ιερού παρατηρούνται επίσης και κατά τις μεταγενέστερες φάσεις. Το ιερό της περιόδου 3 (800-650 π.Χ.) διέθετε ανυψωμένο δάπεδο και καινούργιο βωμό (50). Η μετάβαση στην περίοδο 4 (650-600 π.Χ.) σηματοδοτεί την ακμή της Αγίας Ειρήνης. Ο βωμός 50 εξακολούθησε να είναι σε χρήση, η έκταση του ιερού όμως μεγάλωσε, φτάνοντας τα 40×30 μέτρα, γεγονός που οδήγησε στην ανέγερση ενός νέου περιβόλου από αργούς λίθους. Κατά την ίδια περίοδο κατασκευάστηκαν δευτερεύουσες κατασκευές, όπως η αινιγματική δίχωρη κατασκευή στον νότιο τμήμα του ιερού (33-36) που αποδίδεται συμβατικά στη δημοσίευση ως «sacred tree enclosure». Στην ίδια φάση αποδίδονται τα ίχνη ξύλινων κιόνων για τη στήριξη στεγάστρων. Αρχίζοντας και τελειώνοντας με πλημμύρα, οι περίοδοι 5 (600-540 π.Χ.) και 6 (540-510/500 π.Χ.) χαρακτηρίζοναι από νέες επιχώσεις χωρίς όμως σημαντικές αλλαγές στη γενικότερη μορφή του ιερού. Εξακολούθησε η χρήση του ίδιου βωμού, στον οποίο προστέθηκε μια λίθινη πλάκα. Μια σημαντική πλημμύρα στο τέλος της περιόδου 6 κάλυψε ολόκληρο το ιερό με ένα παχύ στρώμα λάσπης, οδηγώντας στην εγκατάλειψή του.  

 

Η θέση των πήλινων αγαλμάτων και ειδωλίων

Στην ανάλυση των συνθηκών εύρεσης των πήλινων αγαλμάτων και ειδωλίων ο Gjerstad18 αναφέρει ότι θραύσματά τους συχνά βρίσκονταν διεσπαρμένα σε διαφορετικά στρώματα (ειδικά τα ειδώλια των περιόδων 3-6). Πολύ πιο συνοπτικές είναι οι πληροφορίες που παρέχονται για το σημείο εύρεσης άλλων κατηγοριών ευρημάτων, τα οποία δεν βρίσκονταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Gjerstad: «Αντικείμενα εκτός της κοροπλαστικής από τις περιόδους 4-6 βρέθηκαν σε μικρές ομάδες εδώ κι εκεί εντός του περιβόλου, κυρίως κατά μήκος του δυτικού και βόρειου τοίχου»19.

Η πλειονότητα των αγαλμάτων και ειδωλίων πάντως βρέθηκε σε ημικυκλική διάταξη γύρω από το βωμό της περιόδου 3. Τα μικρότερα ειδώλια είχαν τοποθετηθεί πλησιέστερα προς τον βωμό. Ο Gjerstad θεωρούσε πως η θέση τους είχε επηρεαστεί από τα ρεύματα νερού που πλημμύρισαν το ιερό, καθώς ορισμένα από αυτά βρέθηκαν πεσμένα στο έδαφος ή ελαφρώς μετατοπισμένα από την αρχική τους θέση, αν και η πυκνή τους διάταξη ανέκοψε την ορμητικότητα του νερού. Ο Gjerstad υποστήριξε ακόμα πως εφόσον οι προσχώσεις από τις πλημμύρες των περιόδων 5 και 6 δεν απομακρύνθηκαν, τα ειδώλια αυτών των περιόδων τοποθετούνταν στο σταδιακά ανυψωμένο από τις προσχώσεις έδαφος του ιερού, δημιουργώντας μια σχεδόν ιδανική στρωματογραφία. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, τα μικρά ειδώλια που ανήκαν στον κυπρο-αρχαϊκό Ι ορίζοντα ήταν ολοκληρωτικά καλυμμένα από τις προσχώσεις, ενώ τα μεγαλύτερου μεγέθους αγάλματα καλύπτονταν σχεδόν μέχρι το στήθος, ανάλογα με το ύψος τους. Αυτή η εικόνα μισοθαμμένων ειδωλίων που εξείχαν από το έδαφος συνιστά μια ιδιότυπη ερμηνεία. Πιο πιθανό φαίνεται τα ειδώλια της Αγίας Ειρήνης να αποτελούσαν μια ενιαία απόθεση που έλαβε χώρα κατά την κυπρο-αρχαϊκή περίοδο.

 

Η κεραμική της Αγίας Ειρήνης: παλιά δημοσίευση και τρέχουσα έρευνα

Η κεραμική αποτελεί ένα σημαντικότατο ποσοστό των ευρημάτων από την Αγία Ειρήνη, ο ρόλος της όμως στη δημοσίευση του ιερού υπήρξε δευτερεύων20. Ο σύντομος κατάλογος της δημοσίευσης συμπληρώνεται από λίγες εικόνες των πλήρως σωζόμενων αγγείων21, η πλειονότητα των οποίων συνδέεται με τις περιόδους 4 και 5 (650-540 π.Χ.). Στη συζήτηση της χρονολόγησης του ιερού λαμβάνεται υπόψη επίσης ένα πολύ μικρό μέρος των οστράκων22. Το υλικό αυτό όμως δεν αναλύεται διεξοδικά ούτε απεικονίζεται.

Αγγεία της Εποχής του Χαλκού βρέθηκαν κυρίως εντός του κτηρίου όπου τελούνταν η λατρεία. Οι βασικές κατηγορίες που εμφανίζονται στη δημοσίευση είναι του Ρυθμού με Δακτυλιόσχημη βάση και του Λευκόχριστου Ρυθμού.

Η περίοδος 2 εκπροσωπείται μόνο από μια Μελανόχριστη ΙΙΙ οινοχόη, τα όστρακα όμως περιείχαν επίσης προϊόντα του Λευκού Γραπτού Ρυθμού Ι και ΙΙ καθώς και σημαντικές ποσότητες οστράκων της κυπρο-γεωμετρικής ΙΙΙ (Λευκός Γραπτός, Ερυθροβαφής, Μελανός επί Ερυθρού και Ρυθμός Διχρωμίας). Η περίοδος 3 χαρακτηρίζεται κυρίως από όστρακα της κυπρο-γεωμετρικής ΙΙΙ και κυπρο-αρχαϊκής Ι. Τις περιόδους 4 και 5 χαρακτηρίζουν κυρίως κυπρο-αρχαϊκά Ι και ΙΙ όστρακα. Τεκμηριώνονται ο Λευκός Γραπτός, ο ρυθμός Διχρωμίας, ο ρυθμός Μελανού επί Ερυθρού, ο Δίχρωμος Ερυθρός και ο Ερυθροβαφής ρυθμός. Τύποι της κυπρο-αρχαϊκής ΙΙ κυριαρχούν και κατά την περίοδο 6. Σχήματα όπως οινοχόες, υδρίες, πινάκια, κύλικες με στέλεχος, μαρτυρούν σύνθετες συμποτικές πρακτικές ως μέρος της λατρείας που τελούνταν στο ιερό.

Η μελέτη της αδημοσίευτης κεραμικής από την Αγία Ειρήνη στο Medelhavsmuseet της Στοκχόλμης τείνει να επιβεβαιώσει ή να αναθεωρήσει ορισμένα από τα συμπεράσματα του Gjerstad. Οι πληροφορίες που συνόδευαν τα όστρακα δεν ήταν πάντα επαρκείς. Το βάθος και το στρώμα εύρεσης σπάνια τεκμηριώνονταν, σε αντίθεση με τον αριθμό του τετραγώνου που καταγράφεται πάντα. Η σύνθετη στρωματογραφία, η έλλειψη πληροφοριών και η απώλεια των ανασκαφικών ημερολογίων προκαλούν επιπρόσθετες δυσκολίες στη μελέτη της αδημοσίευτης κεραμικής από την Αγία Ειρήνη. Παρά τις δυσκολίες, η κεραμική μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά σε ζητήματα χρονολόγησης, ιστορίας και λατρείας του ιερού, ειδικά εφόσον η συντριπτική πλειονότητα των οστράκων δεν είχαν μελετηθεί μέχρι σήμερα. Περαιτέρω, η συνολική μελέτη της Υστεροχαλκής κεραμικής διευκολύνει συγκρίσεις μεταξύ του ιερού και των νεκροταφείων της Αγίας Ειρήνης, ενώ αναμένεται να διαφωτίσει τις πρώιμες, λιγότερο γνωστές φάσεις του ιερού.  

Η Ύστερη Εποχή του Χαλκού έχει μια ευάριθμη αλλά σαφή αντιπροσώπευση στα κεραμικά ευρήματα. Τα όστρακα αυτής της περιόδου αποτελούν μικρό μέρος του συνόλου της κεραμικής που ανευρέθηκε στο ιερό. Στην πλειονότητά τους προέρχονται από το κτήριο όπου τελούνταν η λατρεία, κυρίως από τα δωμάτια V και VI, ενώ μικρότερες ποσότητες προέρχονται από το στρώμα κάτω από το επίπεδο εύρεσης των πήλινων ειδώλων και ειδωλίων. Παρά της αποσπασματικότητα των ενδείξεων, εκπροσωπούνται οι βασικοί κεραμικοί τύποι της Ύστερης Κυπριακής περιόδου.

Στη δημοσίευση του ιερού, ο Gjerstad ανέφερε μόνο δείγματα του Λευκού Ρυθμού (τροχήλατου και χειροποίητου) από την περίοδο 1: μια λήκυθο ρυθμού με Δακτυλιόσχημη βάση, ένα κύπελλο με στέλεχος του τροχήλατου Λευκού Ρυθμού και ορισμένα θραύσματα πίθων. Άλλες κατηγορίες της Υστεροκυπριακής κεραμικής εκπροσωπούνταν σε πολύ μικρούς αριθμούς.

Από την εξέταση των οστράκων ως τώρα η κεραμική με Δακτυλιόσχημη βάση και η Λευκόχριστη ΙΙ κεραμική αποτελούν τους δημοφιλέστερους Υστεροκυπριακούς ρυθμούς στην Αγία Ειρήνη. Αρκετά δημοφιλής είναι επίσης ο τροχήλατος ρυθμός Διχρωμίας. Οι μυκηναϊκές εισαγωγές είναι λίγες αλλά ευανάγνωστες. Αποτελούνται κυρίως από πιθαμφορίσκους. Σε αυτές μπορούν να προστεθούν λίγα δείγματα τοπικών απομιμήσεων μυκηναϊκών τύπων23. Η εικόνα που διαμορφώνεται μέχρι στιγμής από το κεραμικό υλικό της Ύστερης Χαλκοκρατίας επιτρέπει συγκρίσεις με τα ταφικά ευρήματα από την Αγία Ειρήνη Παλαιόκαστρο, που χρονολογούνται από τις αρχές της Υστεροκυπριακής Ι, 1650-1450 π.Χ.24. Στο Παλαιόκαστρο βρέθηκαν πολυάριθμα προϊόντα του Λευκού Γραπτού Ρυθμού V και VI καθώς και του Πρωτο-Δακτυλιόσχημου Ρυθμού που απουσιάζουν μέχρι στιγμής από το ιερό της Αγίας Ειρήνης. Κυρίαρχοι ρυθμοί είναι πάντως ο Λευκόχριστος και ο ρυθμός με Δακτυλιόσχημη βάση.  

Συγκρίσεις είναι δυνατές και με την Τούμπα του Σκούρου25, μερικά χιλιόμετρα νοτίως της Αγίας Ειρήνης. Η θέση ιδρύεται στη μετάβαση από τη Μέση Κυπριακή ΙΙΙ στην Ύστερη Κυπριακή Ι περίοδο (γύρω στα 1650/1600 π.Χ.). Η ακμή της τοποθετείται στον 13ο αι. π.Χ., αν και η θέση παρέμεινε ενεργή μέχρι το 700 π.Χ. περίπου. Εκτός από τυπικά δείγματα της τοπικής κεραμικής (Ρυθμός με Δακτυλιόσχημη βάση, Λευκός Γραπτός Ρυθμός, Λευκόχριστος Ρυθμός) βρέθηκαν αιγαιακές εισαγωγές, κυρίως Υστερομινωικοί ΙΑ-ΙΙΙΒ και ορισμένοι Υστεροελλαδικοί ΙΙΙΑ-Β τύποι. Η παρουσία αιγαιακών εισαγωγών της Ύστερης Χαλκοκρατίας στο βορειοδυτικό τμήμα της Κύπρου συμπληρώνεται πλέον από το υλικό του ιερού της Αγίας Ειρήνης.

Αν και δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη χρονολόγηση της λατρείας στη Αγία Ειρήνη νωρίτερα από τον 12ο αι. π.Χ., η παρουσία ακόμα πρωιμότερων κεραμικών ευρημάτων είναι βέβαιη. Λίγα όστρακα αβαθών κυπέλλων σε Ρυθμό Ερυθρό επί Μελανού που βρέθηκαν στον τομέα D2 και χρονολογούνται προς το τέλος της Μέσης Κυπριακής περιόδου (1650/1600 π.Χ.), συνιστούν ίσως ενδείξεις μιας περιστασιακής έστω χρήσης του χώρου κατά την προαναφερθείσα περίοδο. Προϊόντα σε Ρυθμό Ερυθρό επί Μελανού σπανίζουν στο βορειοδυτικό τμήμα της Κύπρου, συνεπώς η παρουσία τους στην Αγία Ειρήνη έχει ιδιαίτερη σημασία. Σε αυτά τα πολύ πρώιμα κεραμικά δείγματα μπορεί να προστεθεί το θραύσμα ενός πιθανώς εισηγμένου συριακού αγγείου με χρονολόγηση στη Μέση Εποχή του Χαλκού, που όμως βρέθηκε μαζί με κεραμική της Εποχής του Σιδήρου στον τομέα L9.

Η συντριπτική πλειονότητα των κεραμικών ευρημάτων πάντως (πάνω από το 90%) ανήκει σε κυπρο-γεωμετρικούς και κυπρο-αρχαϊκούς τύπους. Αντιπροσωπεύεται το σύνολο σχεδόν των κεραμικών ρυθμών αυτών των περιόδων, με έμφαση στο διάστημα μεταξύ της κυπρο-γεωμετρικής ΙΙΙ και της κυπρο-αρχαϊκής ΙΙ (850-475 π.Χ.). Ο μεγάλος αριθμός ανοιχτών σχημάτων υποδεικνύει πως η κατανάλωση τροφής κατείχε σημαντική θέση στη λατρεία που τελούνταν στην Αγία Ειρήνη. Πλούσια είναι βεβαίως και η παρουσία κλειστών σχημάτων, όπως οινοχόες και αμφορείς. Προϊόντα κεραμικής της ελληνιστικής περιόδου σπανίζουν, όπως φανερώνει το μοναδικό έως τώρα μυροδοχείο. Η ολοκλήρωση της ποσοτικής και τυπολογικής ανάλυσης της κεραμικής από την Αγία Ειρήνη θα προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για το ιερό, τη λειτουργία και την ιστορία του. Η μελέτη της κεραμικής συνεπικουρείται από εκείνη της στρωματογραφίας και των αδημοσίευτων ειδωλίων από την Αγία Ειρήνη. Τα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν σε μια συνολική δημοσίευση.

Αναρτήθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Γλώσσα υποβολής: Ελληνικά και Αγγλικά
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1: Η Σουηδική Αποστολή στο Μερσινάκι (φωτογραφία: Medelhavsmuseet).

Εικ. 2: Χάρτης της Κύπρου με τις θέσεις που ανέσκαψε η Σουηδική Αποστολή (Medelhavsmuseet, Memoir 2, 1977, 6).

Εικ. 3: Κυπριακές αρχαιότητες στο λιμάνι της Αμμοχώστου, έτοιμες να φορτωθούν για τη Σουηδία (φωτογραφία: Medelhavsmuseet).

Εικ. 4: Κάτοψη του ιερού της Αγίας Ειρήνης (Gjerstad κ. ά. 1935, 665).

Σημειώσεις τέλους

1 Houby-Nielsen 2003· Cadogan 2009· Karageorghis 2009· Göransson 2012.

2 Bourogiannis 2013.

3 Gjerstad 1980.

4 Houby-Nielsen 2003, 4-9.

5 Styrenius 1994· Nordin Fischer 2009.

6 Mavrogiannis 1999, 101.

7 Fourrier 2007, 89-92, 104-106.

8 Ikosi 1991-1992· Windblach 2003· Fourrier 2007, 87-92· Papantoniou 2012α, 299-301.

9 Gjerstad κ. ά. 1935, 642-824· Gjerstad 1963.

10 Fourrier 2007.

11 Sjöqvist 1932· Windbladh 2003, 152· Beer 2009.

12 Papantoniou 2012β, 96-97.

13 Christou 2009.

14 Windbladh 2003, 162, αρ. 187· Papantoniou 2012β, 278.

15 Gjerstad κ. ά. 1935, 653-663.

16 Fourrier 2007, 104-106.

17 Papantoniou 2012α, 301.

18 Gjerstad κ. ά. 1935, 797-810.

19 Gjerstad κ. ά. 1935, 809.

20 Gjerstad κ. ά. 1935, 774-777.

21 Gjerstad κ. ά. 1935, πίν. CLXXXVII-CLXXXVIII.

22 Gjerstad κ. ά. 1935, 815-818.

23 Catling 1965.

24 Pecorella 1977· Quilici 1990.

25 Vermeule, Wolsky 1990.

Βιβλιογραφία

Beer, C. 2009: «Ayia Irini in the Iron Age realm of Baal and/or Astarte?», Medelhavsmuseet. Focus on the Mediterranean 5, 36-49.

Bourogiannis, G. 2013: «The sanctuary of Ayia Irini: Looking beyond the figurines», Pasiphae 7, 35-45.

Cadogan, G. 2009: «From cash loan to Magnum Opus: A fresh look at the Swedish Cyprus Expedition», Medelhavsmuseet. Focus on the Mediterannean 5, 11-17.

Catling, H. 1965: «A Mycenaean cup in Oxford», OpAth V, 1-7.

Christou, S.A. 2009: «The Dual-sexed images at Ayia Irini and their Cypriot Ancestors», Medelhavsmuseet. Focus on the on Mediterranean 5, 98-109.

Fourrier, S. 2007: La coroplastie chypriote archaïque. Indentités culturelles et politiques à l’époque des royaumes (Travaux de la Maison de l’Orient et de la Méditerranée 46), Παρίσι.

Gjerstad, E. 1963: «Supplementary Notes on Finds from Ajia Irini in Cyprus», MedMusB 3, 3-40.

Gjerstad, E. 1980: Ages and Days in Cyprus, Γκέτεμποργκ.

Gjerstad, E., Lindros, J., Sjöqvist, E. και Westholm, A. 1935: The Swedish Cyprus Expedition. Finds and results of the excavations in Cyprus 1927-1931, II-III, Στοκχόλμη.

Göransson, K. 2012: «The Swedish Cyprus Expedition. The Cyprus collections in Stockholm and the Swedish excavations after the SCE», CCEC 42, 399-421.

Houby-Nielsen, S. 2003: «The Swedish Cyprus Expedition 1927-1931 and its relation to contemporary prehistoric archaeology in Sweden», στο V. Karageorghis (επιμ.), The Cyprus Collections in Medelhavsmuseet, Λευκωσία, 1-12.

Ikosi, G. 1991-1992: «Unpublished Terracottas from Ajia Irini», MedMusB 26-27, 33-84.

Karageorghis, V. 2009: «Presentation of the new book on the Cyprus Collections in the Medelhavsmuseet», Medelhavsmuseet. Focus on the Mediterranean 4, 7-14.

Mavrogiannis, T. 1999: «Sanctuaries of the Cypro-Geometric period: the cases of Marion and Agia Irini», στο M. Iacovou και D. Michaelides (επιμ.), Cyprus. The Historicity of the Geometric Horizon. Proceedings of an Archaeological Workshop, University of Cyprus, Nicosia, 11th October 1998, Λευκωσία, 95-107.

Nordin Fischer, S. 2009: «Excavating in the storerooms. The legacy of the Swedish Cyprus Expedition», Medelhavsmuseet. Focus on the Mediterranean 4, 15-20.

Papantoniou, G. 2012α: «Cypriot Sanctuaries and Religion in the Early Iron Age: Views from Before and After», στο M. Iacovou (επιμ.), Cyprus and the Aegean in the Early Iron Age. The Legacy of Nicolas Coldstream, Λευκωσία, 285-319.

Papantoniou, G. 2012β: Religion and Social Transformations in Cyprus. From the Cypriot Basileis to the Hellenistic Strategos (Mnemosyne Suppl. 347), Leiden, Βοστώνη.

Papantoniou, G. 2013: «Cyprus from Basileis to Strategos: A Sacred-Landscapes Approach», AJA 177, 33-57.

Pecorella, P.E. 1977: Le tombe dell’ età del Bronzo Tardo della necropoli a mare di Ayia Irini «Paleokastro», Ρώμη.

Quilici, L. 1990: La tomba dell’età del Bronzo Tardo dall’abitato di Paleokastro presso Ayia Irini, Ρώμη.

Sjöqvist, E. 1932: «Die Kultgeschichte eines cyprischen Temenos»ArchRW 30, 308-359.

Styrenius, C.-G. 1994: «From the Swedish Cyprus Expedition to the Medelhavsmuseet of Today», στο E. Rysted (επιμ.), The Swedish Expedition. The Living Past (Medelhavsmuseet Memoir 9), Στοκχόλμη, 7-17.

Vermeule, E.D.T., Wolsky, F.Z. 1990: Toumba tou Skourou. A Bronze Age potter’s quarter on Morphou Bay in CyprusΒοστώνη.

Winbladh, M.-L. 2003: «The open-air sanctuary at Ayia Irini», στο V. Karageorghis (επιμ.), The Cyprus Collections in Medelhavsmuseet, Λευκωσία, 151-203.