Η προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνος ήταν επαρκώς γνωστά και προσδιορισμένα στην αρχαία Μεσόγειο ήδη από την εποχή του Ομήρου1. Η καταγωγή του θεού εξακολουθεί να μην έχει προσδιοριστεί ικανοποιητικά μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα εφόσον είναι ο μοναδικός Ολύμπιος θεός του οποίου το όνομα δεν απαντά στις πινακίδες γραμμικής Β΄ που βρέθηκαν στην Πύλο και την Κνωσό2. Η λατρεία του Απόλλωνα εμφανίζεται στην Κύπρο κατά την Κυπρο-κλασική περίοδο, στο πλαίσιο ενός γενικού εξελληνισμού που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην υιοθέτηση από την κυπριακή θρησκεία θεών του ελληνικού πανθέου. Επομένως, ο Απόλλωνας εμφανίζεται στην Κύπρο αργότερα σε σχέση με το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Μεσογείου και την Ελλάδα ειδικότερα.

 

Η αρχή της λατρείας του Απόλλωνα στην Κύπρο

Η παλαιότερη γνωστή κυπριακή αναθηματική επιγραφή με αναφορά στον Απόλλωνα χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ. και προέρχεται από το ιερό του Κουρίου. Το κείμενο έχει χαραχτεί στην πλίνθινη βάση οκλάζοντος παιδός (temple-boy), που αποτελεί τυπικό ανάθημα της εποχής και θα παρουσιαστεί αναλυτικά πιο κάτω. Αναφορά στον Απόλλωνα γίνεται και σε μία ακόμη σύγχρονη αναθηματική επιγραφή που προέρχεται από το ίδιο ιερό3. Ο Απόλλων, επομένως, υπήρξε η κύρια λατρευτική θεότητα σε ένα από τα δημοφιλέστερα ιερά του νησιού μέχρι τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ.4. Η λατρεία του, ωστόσο, δεν αποτελεί την πρωιμότερη λατρεία στο συγκεκριμένο ιερό αλλά αφομοιώθηκε με τη λατρεία της προϋπάρχουσας ανδρικής θεότητας που αναφέρεται απλά ως θεός (to-te-o i.e. τῷ θεῷ) σε ορισμένες κυπροσυλλαβικές αναθηματικές επιγραφές της Κυπρο-αρχαϊκής και της πρώιμης Κυπρο-κλασικής περιόδου5. Το ίδιο όνομα αναφέρεται επίσης σε ορισμένα σύγχρονα κείμενα από τους Γόλγους-Άγιος Φώτιος6 και το Ραντίδι7, δείχνοντας καθαρά ότι η συγκεκριμένη απόδοση δεν αφορούσε μόνο το «θεό του Κουρίου» αλλά μια ανδρική θεότητα που λατρευόταν σε ολόκληρη την Κύπρο. Ο συγκρητισμός του Απόλλωνα με τον προϋπάρχοντα, αυτόχθονα θεό κατά τον 5ο αι. π.Χ. ερμηνεύεται μέσα από το κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής και, πρωτίστως, από τις ομοιότητες μεταξύ των δύο θεοτήτων. Αυτή η θρησκευτική υιοθέτηση τονίζεται ιδιαίτερα από τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται ο θεός στην ελληνιστική περίοδο, ως Απόλλων Ὑλάτης, που μαρτυρείται για πρώτη φορά σε αναθηματικές επιγραφές των μέσων του 3ου αι. π.Χ. από το Κούριο8. Η συγκεκριμένη επίκληση αναφέρεται σαφώς στην πρωταρχική θεότητα της οποίας η παρουσία γινόταν αντιληπτή αρχικά μέσω του ιερού ξύλου, ὕλης, από την οποία ήταν κτισμένο το τέμενος9. Η θεότητα αυτή θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν τοπική θεότητα, ο Λυκόφρων μάλιστα αναφέρει την Κύπρο ως «γη του Υλάτη»10. Επομένως, η θρησκευτική εξέλιξη στο Κούριο αποδεικνύει ότι ο Απόλλων θεωρήθηκε κληρονόμος του προγονικού θεοῦ, γεγονός που επίσης πιστοποιεί την τοπική προέλευση της λατρείας στην εξελληνισμένη πλέον πτολεμαϊκή Κύπρο, όταν το νησί βρισκόταν υπό την ελληνική-μακεδονική κυριαρχία των Λαγιδών.

 

Η λατρεία του Απόλλωνα στο Κούριο

Ομοίως, η συνέχεια στο τελετουργικό πρακτικό των δύο θεοτήτων αποδεικνύεται από τα χαρακτηριστικά αναθήματα που βρέθηκαν στο Κούριο: ιππείς και οκλάζοντες παίδες (temple-boys). Σημαντικός αριθμός πήλινων ειδωλίων ιππέων είχε ανατεθεί στο ιερό ήδη από τον 7ο αι. π.Χ.. Από την Κυπρο-κλασική περίοδο, οι ιππείς καθίστανται το βασικό ανάθημα στον Απόλλωνα11. Τα πήλινα αυτά ειδώλια προσδιορίζουν το θεό ως προστάτη της ανθρώπινης κοινότητας σε στρατιωτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ορισμένοι από τους ιππείς στην πραγματικότητα αποδίδουν πολεμιστές με τον οπλισμό τους [Εικ. 1]. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Κύπρος υπήρξε σημαντική για πολλούς ξένους ηγεμόνες, λόγω της στρατηγικής της θέσης στην ανατολική Μεσόγειο και των πλούσιων φυσικών της πόρων, τους οποίους εγκωμίασε ιδιαίτερα ο Στράβων12. Ως συνέπεια, οι Κύπριοι και οι βασιλείς τους συχνά εμπλέκονταν σε συγκρούσεις, ιδίως κατά την Κυπρο-κλασική περίοδο (Ιωνική Επανάσταση13) και τους ελληνιστικούς χρόνους (Μέγας Αλέξανδρος και πόλεμοι των διαδόχων του14). Είναι προφανές επομένως, ότι ο μεγάλος αριθμός ειδωλίων πολεμιστών απηχεί την προσδοκία των αναθετών για θεϊκή εύνοια κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο πολεμικός χαρακτήρας του Απόλλωνα είναι συστατικό της προσωπικότητάς του, όπως φανερώνει και το τόξο το οποίο διεκδίκησε αμέσως μετά τη γέννησή του στη Δήλο15. Αυτή η συμφυής πολεμική φύση αποτυπώνεται εύγλωττα στην Ιλιάδα όταν, σε κατάσταση μανίας, αυτός ο άριστος τοξότης κατέβηκε από τον Όλυμπο «σαν τη νύχτα» για να πλήξει το στρατόπεδο των Αχαιών και να εκδικηθεί για τους πιστούς του16. Αυτή η πολεμική όψη είναι κοινή και στον Απόλλωνα και στον τοπικό θεό της Κύπρου, αιτιολογώντας την ταύτιση μεταξύ των δύο. Ορισμένοι πήλινοι ιππείς, ωστόσο, δεν απεικονίζουν πολεμιστές αλλά μάλλον λατρευτές που φέρουν τις προσφορές τους προς τη θεότητα, όπως ζώα για θυσία ή αμφορείς που θα περιείχαν κρασί ή λάδι. Οι αναλογίες των ειδωλίων αποδίδουν ενίοτε ιδιαίτερη έμφαση στο άλογο, προκειμένου να υπογραμμίσουν την υψηλή κοινωνική θέση του αναθέτη ή το σεβασμό που αποδίδεται στο ζώο. Το άλογο αποτελούσε πράγματι «τον αχώριστο σύντροφο των ανδρών», γεγονός το οποίο οφειλόταν τόσο στη συμβολή του στην αγροτική εργασία, σε μία κοινωνία κυρίως αγροτική, όσο και στη σημασία του ως μεταφορικό μέσο17.

Οι αναθηματικοί «οκλάζοντες παίδες» επίσης τονίζουν την προστατευτική φύση του Απόλλωνος [Εικ. 2]. Αυτές οι απεικονίσεις μικρών αγοριών, που με βεβαιότητα εισήχθησαν στην Κύπρο από τη Φοινίκη, αφιερώνονταν κυρίως στα ανδρικά ιερά όπου διαπιστώνεται η λατρεία του Απόλλωνος, και ιδιαίτερα στο Κούριο18. Η τελετουργική σημασία των συγκεκριμένων αναθημάτων εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Η έκθεση των γεννητικών οργάνων σε ορισμένα από αυτά ίσως σημαίνει ότι προσφέρονταν στη θεότητα μετά την ολοκλήρωση της τελετής της περιτομής, η οποία ήταν πολύ δημοφιλής στις ακτές της Συροπαλαιστίνης. Το φύλο ωστόσο, δε δηλώνεται εμφαντικά σε όλες τις περιπτώσεις και μόνο λίγα εξ αυτών αποκαλύφθηκαν στο Κίτιο, την κύρια φοινικική πόλη της Κύπρου, γεγονός που συνετέλεσε στον αποκλεισμό της προαναφερθείσας ερμηνείας. Φαίνεται πιο πιθανό οι οκλάζοντες παίδες να συμβολίζουν τον απογαλακτισμό. Αυτή η σημαντικότατη μεταβατική διαδικασία, κατά την οποία το νήπιο εγκαταλείπει το στάδιο του νεογέννητου που τρέφεται από τη μητέρα του και βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πρώιμη, επισφαλή αυτονομία, είχε ανάγκη προστασίας από μια θεότητα με αποτροπαϊκές και θεραπευτικές ιδιότητες. Τα περίαπτα που φέρουν πολλά από αυτά τα παιδιά εκφράζουν προφανώς το φόβο των γονέων τους απέναντι σε εχθρικές επιδράσεις, και ενισχύουν αυτή την άποψη19. Ενώ στη Συροπαλαιστίνη οι οκλάζοντες παίδες αποτελούν συχνό ανάθημα στο θεράποντα θεό Εσμούν, στην Κύπρο αυτός ο ρόλος αποδιδόταν κυρίως στον Απόλλωνα, γνωστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, προκειμένου ως Ἰατρός20 ή Ἀλεξίκακος21 να εξασφαλίσει την καλή υγεία του παιδιού και την απρόσκοπτη ανατροφή του22. Είναι επομένως προφανές ότι ο θεός στο Κούριο συνδέθηκε με μια λατρεία αυτής της φύσεως.  

 

Το λατρευτικό κέντρο της πεδιάδας της Μεσαορίας

Τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν προηγουμένως απαντούν και στα περισσότερα σύγχρονα ιερά του Απόλλωνος στο νησί, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαορίας. Η περιοχή αυτή, μεταξύ της οροσειράς του Τροόδους και εκείνης του Πενταδακτύλου, αναγνωρίζεται ως το επίκεντρο της λατρείας του Απόλλωνα στην Κύπρο. Μέχρι το τέλος της ελληνιστικής περιόδου, η λατρεία του διαπιστώνεται σε δώδεκα θέσεις, σε έξι από τις οποίες τεκμηριώνεται επιγραφικά: Ταμασσός-Φράγκισσα23, Ιδάλιο-Μούττη του Αρβύλη24, Γόλγοι-Άγιος Φώτιος25, Λευκόνοικο-Αγία Ζώνη26, Χύτροι-Σκαλί27 και Βώνη28. Τα γλυπτά αποτελούν ακόμα ένα στοιχείο για τον εντοπισμό της θρησκευτικής παρουσίας του Απόλλωνα, ο οποίος απεικονίζεται σύμφωνα με τους ελληνικούς, κυρίως, καλλιτεχνικούς κανόνες: Ταμασσός-Πολιτικό [Εικ. 3], Μάλλουρα29, Ποταμιά-Έλληνες30, Γόλγοι31, Στύλλος-Κρήνες32 και πιθανώς Πυρόϊ-Ελιά33. Η λατρευτική δραστηριότητα στα τεμένη του Απόλλωνα στη Μεσαορία, τα περισσότερα εκ των οποίων ανήκουν στους συνήθεις τύπους αρχαϊκών κυπριακών ιερών σύμφωνα με την τυπολογία του E. Gjerstad34, έχει επιβεβαιωθεί ήδη από την Κυπρο-αρχαϊκή περίοδο. Επιπλέον, η εξέλιξη της λατρείας σε αυτές τις θέσεις αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά, τις επιδράσεις και τα ζητήματα που συνδέονται με τον Απόλλωνα στην Κύπρο.

 

Οι διαφορετικές επιρροές στον Κύπριο Απόλλωνα

Η δίγλωσση αναθηματική επιγραφή (φοινικική/κυπρο-συλλαβική γραφή) από το Ιδάλιο-Μούττη του Αρβύλη, που χρονολογείται το 388 π.Χ., αναφέρει τον σημιτικό θεό Reshef Mikal που ταυτίζεται με τον Απόλλωνα Ἄμυκλο35. Αυτή η μοναδική επίκληση αποτελεί την εξελληνισμένη απόδοση του Mikal, της γνωστής θεότητας της Εγγύς Ανατολής, και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, η υπόθεση ότι η Κύπρος υιοθέτησε τη λατρεία του Απόλλωνα Ἀμυκλαίου από τη Λακωνία θα πρέπει να αποκλειστεί36. Οι Φοίνικες από το Ιδάλιο υιοθέτησαν στην πραγματικότητα μια τοπική λατρεία που πιθανότατα εγκαθιδρύθηκε στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.. Είναι επομένως προφανές ότι κατά το γενικότερο εξελληνισμό της Κύπρου, ο οποίος συμπεριέλαβε και τη φοινικική κοινότητα, ο Απόλλων συνδέθηκε με τον Reshef, επειδή θεωρήθηκε ότι αποτελούσε το ελληνικό αντίστοιχο της θεότητας της Εγγύς Ανατολής37. Ακολούθως, η εμφάνιση του επιθέτου Ἄμυκλος και της ελληνιστικής εκδοχής του επιθέτου Ἀμυκλαῖος είναι αποτέλεσμα του ίδιου φαινομένου38. Ένα παρόμοιο φαινόμενο διαπιστώνεται στην Ταμασσό-Φράγκισσα, όπως τεκμηριώνουν δύο δίγλωσσες αναθηματικές επιγραφές του 4ου αι. π.Χ., στις οποίες αναφέρεται ο Απόλλων με δύο αρχικές επικλήσεις: Αλασιώτης και Ἑλείτης. Ο Reshef ταυτίζεται ακόμα μια φορά με την «ελληνική» θεότητα αλλά και στις δύο περιπτώσεις οι λατρευτικοί προσδιορισμοί του αποτελούν σημιτική προσαρμογή στην κυπριακή μορφή. Οι επικλήσεις Αλασιώτης, δηλαδή θεός της Αλασίας, το όνομα της Κύπρου κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, και Ἑλείτης (του έλους), αποδεικνύουν ακόμα μια φορά ότι ο Απόλλων ήταν ο κληρονόμος μιας προϋπάρχουσας τοπικής θεότητας την οποία υιοθέτησαν οι Φοίνικες στην Κυπρο-κλασική περίοδο39. Η παρουσία συροπαλαιστινιακών θρησκευτικών στοιχείων συνδέεται κυρίως με τις φιλοδοξίες των βασιλέων του Κιτίου, που κατέκτησαν τις σημαντικές περιοχές του Ιδαλίου (470-450 π.Χ. περίπου) και της Ταμασσού (μέσα του 4ου αι. π.Χ.). Οι προαναφερθείσες αναθηματικές επιγραφές είχαν ανατεθεί κυρίως από μέλη της αριστοκρατίας ή της βασιλικής οικογένειας του Κιτίου και είχαν σκοπό να νομιμοποιήσουν τους νέους Φοίνικες ηγεμόνες μεταξύ του ντόπιου ελληνόφωνου πληθυσμού, τιμώντας, πλάι στις φοινικικές, και τις ντόπιες θεότητες40. Το τελικό στάδιο αυτού του συγκρητισμού διαπιστώνεται σε μια ελληνιστική αναθηματική επιγραφή από το Κίτιο προς τον Απόλλωνα Mikal, το θεό από την ανατολή που λειτούργησε ως μια ακόμα επίκληση του Απόλλωνα στην εξελληνισμένη πτολεμαϊκή Κύπρο41.

Η ελληνική επίδραση διακρίνεται και πέραν των εξελληνισμένων απεικονίσεων του Απόλλωνα για τις οποίες έγινε λόγος προηγούμενως. Από επιγραφές γνωρίζουμε ότι στη Μεσαορία υπήρχαν ορισμένα τοπικά ισοδύναμα ελληνικών λατρείων. Ο Απόλλων Δαυχνοφόριος από το Λευκόνοικο-Αγία Ζώνη, απόδοση στην κυπριακή διάλεκτο του επιθέτου Δαφνηφόρος42, ο Εἰλαπιναστής (σύνδειπνος, ομοτράπεζος), ο ελληνιστικός Απόλλων από τη Βώνη, και ο Ἀγυάτης, αντανάκλαση του ελληνικού θεού Ἀγυιέως, με μορφή οβελίσκου, φύλακα των δρόμων και του οίκου43.

Τα ιδιαίτερα στοιχεία της κυπριακής λατρείας του Απόλλωνα αποτυπώνονται άριστα και συνοψίζονται στους Γόλγους-Άγιος Φώτιος, όπου ο Απόλλων αποτελεί την προστάτιδα θεότητα από τον 4ο αι. π.Χ.. Δύο αναθηματικά ανάγλυφα αυτής της περιόδου ακολουθούν διαφορετικά εικονογραφικά πρότυπα κατά την απόδοση του θεού. Στο πρώτο, απεικονίζεται ως ένας «κυπρο-φοινικικός Reshef/Απόλλων»44: γενειοφόρος, ένθρονος, κρατώντας σκήπτρο [Εικ. 4]. Στο δεύτερο, ο Απόλλων εικονίζεται σύμφωνα με τα ελληνικά καλλιτεχνικά πρότυπα: ως κιθαρωδός, αγένειος, με δάφνινο στεφάνι και μακριούς βοστρύχους45. Την εποχή των Πτολεμαίων, η εξελληνισμένη εικονογραφία λειτούργησε ως σημείο αναφοράς που διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της ελληνιστικής περιόδου46. Ο Απόλλων στον Άγιο Φώτιο εμφανίζεται, επομένως, ως ο διάδοχος μιας τοπικής Κυπρο-αρχαϊκής ανδρικής θεότητας. Η ύπαρξη στην ίδια περιοχή διαφορετικών εικονογραφικών τύπων για την απεικόνιση του θεού αντανακλά την πολυπολιτισμικότητα της κυπριακής κοινωνίας (γηγενείς, εξελληνισμένοι Κύπριοι, Φοίνικες κ. λπ.). Καθένας τους ερμήνευε την ίδια θεότητα με βάση το δικό του πολιτισμικό υπόβαθρο και τις δικές του ευαισθησίες. Η τοπική θεώρηση υπογραμμίζεται από το κυπρο-συλλαβικό κείμενο που έχει χαραχθεί στο πρώτο από τα προαναφερθέντα ανάγλυφα, και το οποίο αναφέρει «στο μεγάλο θεό Απόλλωνα»47. Η επικράτηση και επιβίωση του κυπριακού θρησκευτικού υποστρώματος τονίζεται επίσης σε ορισμένες αναθηματικές επιγραφές στον Ὑλάτη από τους Χύτρους-Σκαλί. Χρονολογούνται στο 300 π.Χ. περίπου και αποτελούν ύστερα παραδείγματα χρήσης της τοπικής συλλαβικής γραφής για τέτοιο σκοπό48.

 

Η ταυτότητα των αναθημάτων του Απόλλωνα στην περιοχή της Μεσαορίας

Ο προσδιορισμός της Μεσαορίας ως κέντρου λατρείας του Απόλλωνα προκύπτει μεταξύ άλλων από την ομοιογένεια του αναθηματικού υλικού του Απόλλωνα μέχρι το τέλος της ελληνιστικής περιόδου. Εκτός των οκλαζόντων παίδων, που απαντούν στην πλειονότητα των θέσεων της περιοχής49 και επιβεβαιώνουν την ταυτότητα του θεού ως κουροτρόφου, η προσφορά γενειοφόρων και αγένειων μορφών είναι επίσης χαρακτηριστική της λατρείας του Απόλλωνος. Οι μορφές αυτές συχνά έφεραν στεφάνι από ένα ή περισσότερα φυτά, κυρίως δάφνη50 [Εικ. 5]. Τα φυτικά αυτά στοιχεία διαθέτουν θεραπευτικές ιδιότητες που παραπέμπουν στην αντίστοιχη δύναμη του θεού. Αυτά τα αναθήματα θα πρέπει επίσης να συνδέονταν και με τελετουργίες που αποσκοπούσαν στη θεϊκή εύνοια για τη γονιμότητα της γης, τη βλάστηση και τη γεωργία51. Ο ευνοϊκή διαδοχή των εποχών ήταν ζωτικής σημασίας για την καθημερινή ζωή και την ευημερία της αγροτικής κοινωνίας της αρχαίας Κύπρου. Το κλίμα της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εποχική ξηρασία, που έχει αρνητικές συνέπειες για την άγρια ζωή52. Υπό την αιγίδα του Απόλλωνα, ορισμένες θρησκευτικές γιορτές υμνούσαν τη ζωτικότητα της φύσης την άνοιξη, ευελπιστώντας ότι αυτή θα «αναγεννηθεί» με την ίδια ορμή μετά το μακρύ, άνομβρο καλοκαίρι. Ο θεός συνδεόταν με ανάλογες τελετουργίες στην αρχαία Μεσόγειο, ιδιαίτερα κατά τα Θαργήλια στην Αθήνα53 ή στα Ὑακίνθια της Λακεδαίμονος54. Αυτές οι γιορτές περιελάμβαναν και τελετουργίες σχετικές με μεταβατικά στάδια στη ζωή νεαρών ατόμων, όπως ίσχυε πιθανότατα και στην περίπτωση των τελετουργιών του Απόλλωνα στην Κύπρο55.

 

Τα παράκτια ιερά του Απόλλωνα

Η λατρεία του Απόλλωνα φαίνεται πως κατέστη αμέσως δημοφιλής, καθώς από τον 5ο αι. π.Χ., εξαπλώθηκε ταχύτατα σε ολόκληρη την Κύπρο συμπεριλαμβανομένων των παράκτιων περιοχών. Από μια κυπρο-κλασική επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο θεός λατρευόταν με βεβαιότητα στη Σαλαμίνα, πιθανότατα ως Πύθιος, εξαιτίας του ρόλου που διαδραμάτισε στην ίδρυση της πόλης56. Ο ιδιαίτερος δεσμός του Απόλλωνα με τη Σαλαμίνα αιτιολογεί γιατί, σύμφωνα με τον Αιλιανό, ο θεός τιμήθηκε με ιδιαίτερο ζήλο από το βασιλέα της πόλης, Νικοκρέοντα, στο τέλος του 4ου αι. π.Χ.57.

Η λατρεία του Απόλλωνα τεκμηριώνεται επίσης από μια αναθηματική επιγραφή από το Μερσινάκι-Αγία Βαρβάρα58. Το αναθηματικό υλικό βρέθηκε θαμμένο σε οκτώ αποθέτες, όπου είχε τοποθετηθεί με την καταστροφή του τεμένους στην πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο. Τα τυπικά κυπριακά αναθήματα του θεού (οκλάζοντες παίδες, γενειοφόροι και αγένειες ανδρικές μορφές με στεφάνια από φυτά59) δηλώνουν ότι η επίκληση στον Απόλλωνα στόχευε στην ευημερία και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών της κοινωνίας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία λατρείας, επιβεβαιώνονται από μια αναθηματική επιγραφή των ελληνιστικών χρόνων από το Μερσινάκι60, που αναφέρει τον Λύκιο Απόλλωνα και παραπέμπει στο επίθετο Λύκειος, προστάτης των ανθρώπων σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα61.

Άλλο ένα σημαντικό ιερό του Απόλλωνος, που πιθανώς ιδρύθηκε την εποχή του βασιλέ Νικοκλή, εντοπίζεται στη Νέα Πάφο-Αλώνια του Επισκόπου. Δύο επιγραφές που βρέθηκαν κατά χώραν αποδεικνύουν ότι στο υπόγειο λαξευτό ιερό λατρευόταν ο Απόλλων Ὑλάτης62. Ο αυτόχθων Ὑλάτης, με βαθειές ρίζες στην τοπική θρησκεία, πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην περιοχή της Πάφου, εφόσον λατρευόταν και στη Δρύμου63. Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του συγκεκριμένου τεμένους υποδηλώνει ότι η λατρεία δε σχετιζόταν αποκλειστικά με τη γονιμότητα της φύσης. Η τοποθεσία του ιερού, σε ένα αρχαίο νεκροταφείο, οδηγεί σε συσχετισμούς με χθόνιες θεότητες. Η χθόνια φύση κληροδοτήθηκε στη λατρεία του Απόλλωνα όταν ο θεός εγκατέστησε το κύριο ιερό του στους Δελφούς, κληρονομώντας το μαντείο της Γαίας, αφού προηγουμένως σκότωσε τον φοβερό Πύθωνα64. Η λατρεία του Απόλλωνα Ὑλάτη στη Νέα Πάφο είναι βέβαιο πως περιελάμβανε μαντικές πρακτικές, εμπνευσμένες από χθόνιες δυνάμεις65. Στις ίδιες δυνάμεις βασιζόταν πιθανότατα μια μυστηριακή λατρεία σχετική με την αναγέννηση των μυστών, μετά από το συμβολικό τους θάνατο66. Η δημοτικότητα του θεού συνέχισε να αυξάνει στην περιοχή της Πάφου όπως φαίνεται από ελληνιστικές επιγραφές προς τον Απόλλωνα Μελάνθιο από την Αμαργέτη67 και τον Απόλλωνα Μυρτάτη στη Μαραθούντα68. Οι συγκεκριμένες επικλήσεις επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα ορισμένων βασικών στοιχείων της λατρείας του Απόλλωνος στην περιοχή της πτολεμαϊκής πρωτεύουσας της Κύπρου, όπως είναι η ευνοϊκή διάθεσή του προς τον αγροτικό κόσμο και η προστασία/μύηση των ανθρώπων69.

Ο Απόλλων πρωταγωνιστεί επίσης στη μαντική λατρεία της Πύλας70, κοντά στο Κίτιο. Ελάχιστα είναι γνωστά για το συγκεκριμένο ιερό, υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι, από τον 4ο αι. π.Χ., ο θεός ταυτίστηκε με τον τοπικό θεό που ήταν γνωστός ως Μαγ(ε)ίριος, το μοναδικό αντίστοιχο επίθετο που είναι γνωστό μέχρι σήμερα71. O «πρίγκιπας των θυσιαστών», σύμφωνα με τον Αριστοφάνη72, και το μαντείο του συνδέονταν την ίδια εποχή με τελετές έμπυρης μαντείας. Υπό την επίσης μοναδική επίκληση Λακευτής, ο Απόλλων εξέφραζε τη βούλησή του από τον πυρακτωμένο βωμό73. Η αγροτική πλευρά του θεού, ως προστάτη των κερασφόρων βοοειδών, επίσης υπογραμμίζεται στην περιοχή, όπως τεκμηριώνεται από μια επιγραφή του 3ου αι. π.Χ. από τη Δεκέλεια-Βίγλα προς τον Απόλλωνα-Κερειάτη, κυπριακή εκδοχή του Αρκαδικού Κερεάτας74.

 Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η διοίκηση των Λαγιδών στην Κύπρο δεν εμπόδισε τη διάδοση της λατρείας του Απόλλωνα. Αντιθέτως, η δημιουργία νέων κέντρων λατρείας του, ειδικά στα παράλια του νησιού, είχε ιδιαίτερη στατηγική και οικονομική αξία για τους Πτολεμαίους75. Επιγραφές της ελληνιστικής περιόδου τεκμηριώνουν τη λατρεία του Απόλλωνα ως Κυπρίου στους Σόλους76, στην Κερύνεια77 και στα Λεύκολλα78.

Καταλήγοντας, ο θεός εμφανίζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στην Κύπρο και, συγχρόνως, ορισμένα κοινά γνωρίσματα με τη λατρεία του Απόλλωνα στην Ελλάδα, γεγονός που επιτρέπει να τον προσδιορίσουμε ως «Κύπριο Απόλλωνα».

Αναρτήθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1: Πήλινο ειδώλιο ίππου και αναβάτη από το Κούριο, 6ος αι. π.Χ., © Συλλογή Cesnola, αγοράστηκε με δημόσια δαπάνη, 1874–76, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης (αρ. ευρ.: 74.51.1778) (Karageorghis, Mertens, Rose 2000, 153).

Εικ. 2: Οκλάζων παῖς από το Κούριο, 5ος αι. π.Χ., © Συλλογή Cesnola, αγοράστηκε με δημόσια δαπάνη, 1874–76, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης (αρ. ευρ.: 74.51.2756) (Hermary, Mertens 2014, 201).

Εικ. 3: Κεφάλι του Απόλλωνα του «Chatsworth» από την Ταμασσό-Πολιτικό, 460-450 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο, Τμήμα ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων (αρ. ευρ.: 1958,0418.1), © Trustees of the British Museum.

Εικ. 4: Αναθηματικό ανάγλυφο Απόλλωνος από τους Γόλγους-Άγιο Φώτιο, 4ος αι. π.Χ., © Συλλογή Cesnola, αγοράστηκε με δημόσια δαπάνη, 1874–76, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης (αρ. ευρ.: 74.51.2368) (Hermary, Mertens 2014, 323).

Εικ. 5: Άνω τμήμα αναθηματικού αγάλματος γενειοφόρου άνδρα  που φορά στέφανο από το Ιδάλιο-Μούττη του Αρβύλη, 5ος αι. π.Χ., Βρετανικό Μουσείο, Τμήμα ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων (αρ. ευρ.: 1917,0701.233), © Trustees of the British Museum.

 

Σημειώσεις τέλους

1 Ὁμ. Ὕμν. Ἀπ.

2 Burkert 1985, 145· Graf 2009, 107.

3 Mitford 1971, 46-51.

4 Buitron-Oliver 1996, 17.

5 Mitford 1971, 38-42· Egetmeyer 2010, 678-679.

6 Masson 1983, 288· Egetmeyer 2010, 614.

7 Mitford, Masson 1983, 34-35.

8 Mitford 1971, 119-124.

9 Αιλ. ΠοικἹστ. 11.7· Στέφ. Βυζ. λη.

10 Λυκοφ. Ἀλεξ. 447-448.

11 Young, Young 1955, 220-221· Buitron-Oliver 1996, 135-136· Fourrier 2007, 71-74.

12 Γεωγραφικά 14.6.5.

13 Stylianou 1992, 413 κ. εξ.· Raptou 1999, 238 κ. εξ.

14 Διόδ. Σικ. 20.48-53· Αρρ. Ἀνάβ. 2.7. Βλ. επίσης Stylianou 1992, 485 κ. εξ.· Papantoniou 2012, 7-11.

15 ὉμὝμνἈπ131.

16 Ομ. Ἰλ. 1.43-53.

17 Karageorghis 1991, 163-164.

18 Hermary 1989, 69· Beer 1993, 77-81.

19 Hermary 1989, 69· Beer 1993, 131-135.

20 Λυκοφ. Ἀλεξ. 1207.

21 Παυσ. 1.3.4.

22 Parker 2005, 436-437.

23 Masson 1983, 224-228· Egetmeyer 2010, 812-814.

24 Masson 1983, 246-248.

25 Masson 1983, 286-299· Egetmeyer 2010, 612-615.

26 Masson 1983, 311-312· Egetmeyer 2010, 687-688.

27 Mitford 1961, 38-40· Masson 1983, 264-265.

28 Ohnefalsch-Richter 1893, 3-4· Mitford 1961, 129.

29 Hermary 1989, 315-317.

30 Karageorghis 1979, 313-314.

31 Hermary, Mertens 2014, 158-159.

32 Hermary 2009, 139-142.

33 Hermary 2004, 5, αρ. 42.

34 Gjerstad 1948, 3-23· Reyes 1994, 28-32.

35 Masson 1983, 246-248· Egetmeyer 2010, 636-637.

36 Masson 1983, 248· Egetmeyer 2010, 248.

37 Teixidor 1983, 251-255· Graf 2009, 112-113.

38 Masson 1983, 248.

39 Masson 1983, 224-228· Egetmeyer 2010, 282-283.

40 Yon 2004, 116-125.

41 Yon 1986, 139-142.

42 Masson 1983, 311-312· Egetmeyer 2010, 687-688.

43 Mitford 1961, 129· Detienne 1998, 28, 74.

44 Yon 1986, 143.

45 Karageorghis 2000, 251-257.

46 Hermary 2009, 136-142· Hermary, Mertens 2014, 242-247.

47 Egetmeyer 2010, 612.

48 Masson 1983, 264-265.

49 Beer 1993, 53-63.

50 Cassimatis 1982, 156-163· Hermary 1989, 112.

51 Vernet 2015 (υπό έκδοση).

52 Hermary 1989, 112.

53 Parker 2005, 203 κ. εξ.

54 Pettersson 1992, 9 κ. εξ.

55 Vernet 2015 (υπό έκδοση).

56 Egetmeyer 2010, 794· Vernet 2015 (υπό έκδοση).

57 Αιλ. ΠοικἹστ. 11.40.

58 Masson 1983, 216-217.

59 Gjerstad κ. ά. 1937, 340 κ. εξ.

60 Ibid., 622, αρ. 839.

61 Roguin 1999, 99 κ. εξ.

62 Masson 1983, 96-99.

63 Ibid., 141-142.

64 ὉμὝμνἈπ300-304.

65 Młynarczyk 1990, 78· Balandier, Vernet 2011 (υπό έκδοση).

66 Vernet 2015 (υπό έκδοση).

67 Masson 1994, 266.

68 Nicolaou 1965, 120-121.

69 Vernet 2015 (υπό έκδοση).

70 Vernet 2015, 17-19.

71 Masson 1966, 17-19.

72 Masson 1966, 11-21.

73 J. Edmonds, The Fragments of Attic Comedy, Ar. Fr. 684.

74 Robert 1978, 338-343.

75 Mitford 1961, 116· Jost 1985, 482-483.

76 Papantoniou 2012, 118.

77 Mitford 1961, 134.

78 Mitford 1961, 132.

79 Yon 2004 (επιμ.), 237.

Βιβλιογραφία

Balandier, C., Vernet, Y. 2011 (υπό έκδοση): «The Sanctuary of Apollo Hylates at Nea Paphos-Alonia tou Episkopou: A re-examination», RDAC.

Beer, C. 1993: Temple-boys. A Study of Cypriote Votive Sculpture 2. Functional Analysis (SIMA CXIII), Στοκχόλμη.

Buitron-Oliver, D. 1996: The sanctuary of Apollo Hylates at Kourion: Excavations in the Archaic Precinct (SIMA CIX), Jonsered.

Burkert, W. 1985: Greek Religion, Κέιμπριτζ.

Cassimatis, H. 1982: «A propos de couronnes sur les têtes masculines en calcaire de Chypre», RDAC, 156-163.

Detienne, M. 1998: Apollon le couteau à la main, Παρίσι.

Egetmeyer, M. 2010: Le dialecte grec ancien de Chypre, Βερολίνο.

Fourrier, S. 2007: La coroplastie chypriote archaïque. Identités culturelles et politiques à l'époque des royaumes, Λυών.

Gjerstad, E. κ. ά. 1937: The Swedish Cyprus Expedition, III, Στοκχόλμη.

Graf, F. 2009: Apollo, Λονδίνο-Νέα Υόρκη.

Hermary, A. 1989: Catalogue des antiquités de Chypre. Sculptures, Παρίσι.

Hermary, A. 2004: «Autour de Golgoi: les cités de la Mesaoria aux époques hellénistique et romaine», CCEC 34, 47-68.

Hermary, A. 2009: «Un Apollon Chypriote aux boucles ‘Lybiques’», στο D. Michaelides, V. Kassianidou, R.S. Merrillees (επιμ.), Egypt and Cyprus in Antiquity, Οξφόρδη, 136-143.

Hermary, A., Mertens, J.R. 2014: The Cesnola Collection of Cypriot Art, Νέα Υόρκη.

Jost, M. 1985: Sanctuaires et cultes d’Arcadie, Παρίσι.

Karageorghis, J. 1991: «La vie quotidienne à Chypre d’après les terres cuites d’époque géométrique et archaïque», στο F. Vandenabeele, R. Laffineur (επιμ.), Cypriote Terracottas, Βρυξέλλες-Λιέγη, 149-170.

Karageorghis, V. 1979: «Material from a sanctuary at Potamia», RDAC, 289-315.

Karageorghis, V. 2000: «A Cypriote Banquet Scene», στο Agathos daimôn: Mythes et cultes: Etudes d'iconographie en l'honneur de Lilly Kahil (BCH Suppl. 38), Αθήνα, 251-257.

Karageorghis, V., Mertens, J.R., Rose M.E. 2000: Ancient art from Cyprus, The Cesnola Collection in the Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

Masson, O. 1966: «Kypriaka II-III, Recherches sur les antiquités de la région de Pyla», BCH 90.1, 1-31.

Masson, O. 1983: Les inscriptions chypriotes syllabiques, Ενημερωμένη επανεκτύπωση, Παρίσι.

Masson, O. 1994: «Amargetti, un sanctuaire rural près de Paphos», BCH 118.1, 261-275.

Mitford, T.B. 1961: «Unpublished Syllabic Inscriptions of the Cyprus Museum», Minos 7, 15-46.

Mitford, T.B. 1971: The Inscriptions of Kourion, Φιλαδέλφεια.

Mitford, T.B., Masson, O. 1983: The Syllabic Inscriptions of Rantidi-Paphos, Κωσταντία.

Młynarczyk, J. 1990: Nea Paphos III. Nea Paphos in the Hellenistic period, Βαρσοβία.

Nicolaou, I. 1965: «Inscriptiones Cypriae Alphabeticae IV, 1964», RDAC, 112-130.

Ohnefalsch-Richter, M. 1893: Kypros, the Bible and Homer, Λονδίνο.

Papantoniou, G. 2012: Religion and Social Transformations in Cyprus. From the Cypriot Basileis to the Hellenistic Strategos, Λέιντεν.

Parker, R. 2005: Polytheism and Society in Ancient Athens, Οξφόρδη.

Pettersson, M. 1992: Cults of Apollo at Sparta. The Hyakinthia, the Gymnopaidiai and the Karneia, Στοκχόλμη.

Raptou, E. 1999: Athènes et Chypre à l’époque perse (VIe - IVe s. av. J.-C.), Λυών.

Reyes, A.T. 1994: Archaic Cyprus, Οξφόρδη.

Robert, L. 1978: «Sur un Apollon oraculaire à Chypre», CRAI 122.2, 338-344.

Roguin, Cl.-Fr. 1999: «Apollon Lykeios dans la tragédie: dieu protecteur, dieu tueur, ‘dieu de l’initiation’», Kernos 12, 99-123.

Stylianou, P.J. 1992: «The Age of the Kingdoms», Μελέται καὶ Ὑπομνήματα II, Λευκωσία.

Teixidor, J. 1983: «L’interprétation phénicienne d’Héraclès et d’Apollon», RHR 200, 243-255.

Vernet, Y. 2015: L’Apollon de Chypre. Naissance, évolution et caractéristiques du culte apollinien à Chypre, de ses origines à la fin de l’époque hellénistique (διδ. διατριβή, Πανεπιστήμιο Avignon).

Vernet, Y. 2015 (υπό έκδοση): «Le culte d’Apollon à Nea Paphos et ses environs de la fondation de la ville à la domination romaine», στο C. Balandier, E. Raptou (επιμ.), Nea Paphos: Fondation et développement urbanistique d’une ville chypriote de l’antiquité à nos jours, Κατάνη.

Yon, M. 1986: «Cultes phéniciens à Chypre: l’interprétation chypriote» (Studia Phoenicia IV), Namur, 127-152.

Yon, M. 2004: «Les ambitions des rois de Kition», CCEC 34, 115-126.

Yon, M. (επιμ.) 2004: Kition dans les textes. Testimonia littéraires et épigraphiques et Corpus des inscriptions, Παρίσι.

Young, J.H., Young, S.H. 1955: Terracotta figurines from Kourion in Cyprus, Φιλαδέλφεια.