Η θέση της Παλαιάς Πάφου βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Κύπρου και στις εκβολές του ποταμού Διάριζου, εντός των ορίων του σύγχρονου οικισμού Κούκλια [Εικ. 1]. Ιδρύθηκε την αυγή της Ύστερης Χαλκοκρατίας (1650 π.Χ. περίπου) ως οικισμός-λιμάνι και σταδιακά εξελίχθηκε σε μια ακμαία αστική κοινότητα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού1. Η θέση κατοικούνταν αδιάκοπα κατά τη μετάβαση από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ. περίπου) στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1050-850 π.Χ.). Ορίζεται ως η έδρα εξουσίας του βασιλιά της Πάφου κατά την Εποχή του Σιδήρου, βάσει πληθώρας επιγραφικών ενδείξεων. Στο νεοασσυριακό πρίσμα του βασιλιά Εσαρχαδδόνα (673/672 π.Χ.), το οποίο καταγράφει τα ονόματα δέκα Κυπρίων ηγεμόνων και τις αντίστοιχες έδρες εξουσίας τους, ο Ετέανδρος προσδιορίζεται ως ο sharru της «Pappa» (Πάφου). Το όνομα «Παλαίπαφος» αποδόθηκε στη συγκεκριμένη τοποθεσία μόλις μετά το τέλος του 4ου αι. π.Χ., όταν η διοικητική πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Νέα Πάφο, γύρω στα 15 χιλιόμετρα δυτικότερα2.
Η Παλαίπαφος φημίζεται για το μνημειώδες ιερό της, γνωστό μέσα από τα γραπτά κείμενα των αρχαίων συγγραφέων3. Το παλαιότερο ιερό (ιερό 1) κατασκευάστηκε το 12ο αι. π.Χ.. Αποτελείται από ένα τέμενος και μια υπόστυλη αίθουσα. Η χρήση μεγαλιθικών δόμων γι’ αυτήν την κατασκευή υπαινίσσεται τη συγκέντρωση δύναμης και πλούτου εκ μέρους της πολιτείας (της Παλαιπάφου) κατά τη διάρκεια των κρίσιμων χρόνων του 12ου αι. π.Χ.. Το ιερό στην Παλαίπαφο συνέχισε να λειτουργεί ως χώρος λατρείας μιας γυναικείας θεότητας, της Κύπριδος (που αργότερα έγινε γνωστή ως Αφροδίτη), μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου4. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Πάφο, μόνο το ιερό εξακολούθησε να τραβά την προσοχή και κατέστη ο ιερότερος τόπος του νησιού, έχοντας συνδεθεί με τη λατρεία των νέων ηγεμόνων. Στους ρωμαϊκούς χρόνους εξελίχθηκε σε ένα από τα κύρια «παμμεσογειακά» θρησκευτικά κέντρα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η θρησκευτική σημασία του ιερού μειώθηκε μετά την έλευση του χριστιανισμού.
Οι πρώτες έρευνες στα Κούκλια
Μετά το τέλος της αρχαιότητας, η περίφημη ιστορία της Παλαιπάφου ξεθώριασε και η περιοχή μετατράπηκε σε μια απλή αγροτική κοινότητα. Παρά ταύτα, η δόξα του ιερού της Παφίας Θεάς επιβίωσε για εκατοντάδες χρόνια, έστω κι αν η ακριβής τοποθεσία του ιερού ξεχάστηκε. Προσκυνητές του Μεσαίωνα πίστευαν ότι τα ερείπια του κάστρου στις Σαράντα Κολώνες ανήκαν στο χώρο όπου βρισκόταν το διάσημο ιερό της Πάφου5. Οι πρώτοι περιηγητές που συνειδητοποίησαν ότι το ιερό της Παλαιπάφου βρισκόταν στο χωριό Κούκλια ήταν ο Ελβετός Ludwig Tschudi (που επισκέφτηκε την Κύπρο το 1519) και, ανεξάρτητα, ο Βενετός Francesco Attar (γύρω στο 1540)6.
Το 1802, ο Αυστριακός Joseph Hammer von Purgstall επισκέφτηκε την περιοχή και περιέγραψε τα ορατά μνημεία στο χωριό Κούκλια. Επικεντρώθηκε στα υπολείμματα του ιερού και περιέγραψε τους τεράστιους δόμους του τοίχου του τεμένους, ενώ σχεδίασε την περιοχή του ιερού. Ο von Purgstall επισκέφτηκε επίσης το λεγόμενο Σπήλαιο της Ρήγαινας, ένα μεγάλο θαλαμοειδή τάφο της ύστερης κλασικής περιόδου στην περιοχή Αρκάλου, σκαμμένο στο φυσικό βράχο, όπου αντέγραψε δυο λίθινες επιγραφές του 4ου αι. π.Χ. με τα ονόματα των βασιλέων της Πάφου, Εχέτιμου και Τιμοχάρη. Οι δύο ενεπίγραφοι λίθοι αφαιρέθηκαν από τον τάφο το 1862, από τον Γάλλο κόμη de Vogüé και με τη βοήθεια του Γαλλικού Βασιλικού Ναυτικού μεταφέρθηκαν στο Λούβρο7. Το 1806, ο Ισπανός Domingo Badia y Leiblich (γνωστός με το ψευδώνυμο Ali Bey al Abbassi) ήταν ο πρώτος περιηγητής που μας παρέδωσε ένα σχέδιο του τεμένους και της ανοδομής του. Τα ερείπια του ναού και άλλα ορατά μνημεία στα Κούκλια επαναλαμβάνονται τακτικά στα κείμενα περιηγητών που επισκέφτηκαν την Παλαίπαφο κατά το 19ο αιώνα8. Τα κείμενα αυτά παρέχουν λεπτομερείς περιγραφές των αρχιτεκτονικών λειψάνων, κάποιες με αρκετή ακρίβεια, άλλες εμπλουτισμένες με πολλή φαντασία.
Η σύληση πλούσιων τάφων στην περιοχή των Κουκλιών τεκμηριώνεται ήδη από το 16ο αιώνα στα κείμενα του Etienne de Lusignan9. Εκτός από τις ντόπιες τυμβωρυχίες, οικοδομικό υλικό αποσπάστηκε από τα αρχαία μνημεία και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, προκειμένου να κατασκευαστεί το λιμάνι στην Κάτω Πάφο.
Η περιοχή των Κουκλιών διέφυγε της προσοχής του Luigi Palma di Cesnola, του Ιταλού αξιωματικού που υπηρέτησε στην Κύπρο ως πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών, και ο οποίος ανέσκαψε και εν συνεχεία πούλησε άφθονες κυπριακές αρχαιότητες από πλήθος θέσεων10. Ο Cesnola πραγματοποίησε περιορισμένες ανασκαφές στην περιοχή των Κουκλιών, το 1869, 1874 και 1875. Φαίνεται πως αποκάλυψε μέρος του ψηφιδωτού δαπέδου της Νότιας Στοάς του ιερού.
Οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές και το «Cyprus Exploration Fund» (1888)
Η πρώτη οργανωμένη αρχαιολογική αποστολή στην περιοχή της Παλαιπάφου πραγματοποιήθηκε το 1888 από το Cyprus Exploration Fund, υπό τη διεύθυνση του E.A. Gardner, διευθυντή τότε της Βρετανικής Σχολής της Αθήνας. Οι ανασκαφές διενεργήθηκαν υπό την αιγίδα της Βρετανικής Σχολής της Αθήνας, της Hellenic Society, καθώς και των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Καίμπρητζ.
Το «Cyprus Exploration Fund» διενήργησε ανασκαφές μεγάλης έκτασης στην περιοχή των Κουκλιών για τρεις μήνες, κατά τις οποίες απασχολήθηκαν περίπου 230 εργάτες [Εικ. 2] Η αποστολή εστίασε στην περιοχή του ιερού, η οποία ανασκάφηκε εκτενώς. Ορισμένα τμήματα του ιερού που είχαν καταγραφεί το 1888, όπως η υπόστυλη αίθουσα, έχουν καταστραφεί και δεν σώζονται σήμερα [Εικ. 3]. Επιπλέον, το «Cyprus Exploration Fund» ερεύνησε και άλλες θέσεις, όπως το λεγόμενο Σπήλαιο της Ρήγαινας στην Αρκάλου, τα νεκροταφεία στις θέσεις Ξύλινος και Πιάδες, τον τύμβο στη Λαόνα και τις τοποθεσίες Ευρετή-Ασπρογή11 [Εικ. 4].
Μετά τις έρευνες του 1888 στα Κούκλια από το «Cyprus Exploration Fund», στην περιοχή δεν διενεργήθηκαν ανασκαφές για περισσότερο από 60 χρόνια. Μόνο η τοποθεσία Ραντίδι, περίπου 5 χλμ νοτιοανατολικά των Κουκλιών, διερευνήθηκε σύντομα το 1910 από τον Richard Zahn12.
Η αποστολή των μουσείων του St Andrews και του Λίβερπουλ (1950-1955)
Μεταξύ του 1950 και 1955, μια δεύτερη βρετανική αποστολή, υπό τη διεύθυνση των T.B. Mitford του πανεπιστημίου του St Andrews, και J.H. Iliffe των Μουσείων του Λίβερπουλ, διενήργησε ανασκαφές σε πολλές θέσεις στο χωριό Κούκλια και στη γύρω περιοχή.
Στο λόφο του Μαρτσέλλου, η Βρετανική Αποστολή αποκάλυψε ένα μεγάλο τοίχο με πύλη τύπου «dog-leg» κάτω από ένα τεχνητό λόφο, καθώς και ένα μεγάλο βόθρο που εφαπτόταν στο βόρειο πρόσωπο του τοίχου. Το υλικό που βρέθηκε στον βόθρο περιείχε πάνω από 1000 θραύσματα γλυπτών, εκατοντάδες επιγραφές σε συλλαβική γραφή (ορισμένες από μέλη της βασιλική οικογένειας)13, ένα χάλκινο κορινθιακό κράνος και περισσότερα από 500 χάλκινα και σιδερένια βέλη και αιχμές δοράτων. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Mitford, κατά τη διάρκεια της Ιωνικής Επανάστασης (499 π.Χ.), ο περσικός στρατός κατέστρεψε ένα αρχαϊκό ιερό που υποτίθεται πως βρισκόταν κοντά στον τοίχο και χρησιμοποίησε τα ερείπια για να γεμίζει την τάφρο του τείχους της πόλης. Στην συνέχεια, οι Πέρσες ύψωσαν προς το τείχος μια ράμπα για την πολιορκία της πόλης, η οποία αποδίδεται (στη βιβλιογραφία) ως «Ανάχωμα Περσικής Πολιορκίας» (Persian Siege Ramp). Το υλικό που αποκαλύφθηκε σε αυτόν τον τεράστιο πεταλόσχημο βόθρο περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη συλλογή συλλαβικών επιγραφών σε λίθο που είναι γνωστές στο νησί για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τα θραύσματα γλυπτικής και τα αγάλματα δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί στο σύνολό τους. Πολλά δείγματα εκτίθενται στο τοπικό Μουσείο στα Κούκλια καθώς και στο Εθνικό Μουσείο του Λίβερπουλ (National Museums Liverpool). Περιλαμβάνουν ανδρικές μορφές, σφίγγες, λέοντες, λατρευτικά κιονόκρανα, μικρά ομοιώματα ιερών, βαιτύλους και την κεφαλή μιας μορφής που ταυτίζεται με το βασιλεά-ιερέα της Πάφου14.
Στον λόφο του Χατζηαμπντουλλά οι Mitford και Iliffe ανέσκαψαν ένα μεγάλο κτήριο, κατασκευασμένο από καλοφτιαγμένους ισοδομικούς λίθους, το οποίο αναφέρεται ως «ανάκτορο» και χρονολογείται στην ύστερη αρχαϊκή / κλασική περίοδο. Αποτελείται από πολλά μικρά δωμάτια και στενούς διαδρόμους οργανωμένους σε συμμετρικούς άξονες15.
Η Βρετανική Αποστολή διερεύνησε επίσης τάφους στα Κούκλια, και συγκεκριμένα στις τοποθεσίες Ασπρογή, Ευρετή, Καμίνια και Σκάλες [Εικ. 4]. Η ίδια ομάδα ανέσκαψε τα ταφικά κατάλοιπα σε θέσεις κοντά στο χωριό Σουσκιού-Βαθύρκακας και Τίμη-Σεντούτζιν του Ράφτη. Τα ευρήματα παραμένουν στο μεγαλύτερο μέρος τους αδημοσίευτα, με εξαίρεση τον τάφο 8 στην Ευρετή16.
Η Γερμανο-ελβετική αποστολή
Το 1966, μια Γερμανο-ελβετική Αποστολή ανέλαβε εργασίες στην περιοχή της Παλαιπάφου, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Franz Georg Maier και την αιγίδα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και των πανεπιστημίων της Κωνσταντίας (μέχρι το 1971) και της Ζυρίχης (από το 1972)17.
Μεταξύ του 1973 και 1979, η ομάδα συνέχισε τη συστηματική ανασκαφή στην περιοχή του ιερού (θέση ΤΑ). Οι ανασκαφές της Γερμανο-ελβετικής Αποστολής απέδειξαν ότι το μνημειώδες ιερό της Παλαιπάφου είχε κατασκευαστεί γύρω στα 1200 π.Χ. και έφερε στο φως in situ ενδείξεις των παλαιότερων φάσεών του, μεταξύ των οποίων και ένας μεγάλος αποθηκευτικός πίθος με ενσφράγιστη λαβή18.
Η Γερμανο-ελβετική Αποστολή συνέχισε την ανασκαφή που είχε ξεκινήσει η Βρετανική Αποστολή στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στο Μαρτσέλλο, σε τέσσερις περιόδους: 1966-1969, 1971-1973, 1985 και 1992-1995. Η συγκεκριμένη τοποθεσία αναφέρεται από τη γερμανο-ελβετική ομάδα ως θέση KA και περιλαμβάνει ό, τι οι ανασκαφείς προσδιόρισαν ως «Βορειοανατολική Πύλη» και «Ανάχωμα Περσικής Πολιορκίας». Συνολικά, οι ανασκαφές της Βρετανικής και Γερμανο-ελβετικής αποστολής στο Μαρτσέλλο αποκάλυψαν ένα πελώριο οχυρωματικό τείχος των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, που είχε αρχικά κτιστεί με ωμές πλίνθους επάνω σε λίθινη θεμελίωση19.
Η Γερμανο-ελβετική Αποστολή ερεύνησε την περιοχή της Ευρετής-Ασπρογής, που βρίσκεται ανατολικά του σύγχρονου οικισμού (θέση KD/TE). Οι ανασκαφές σε αυτήν την περιοχή αποκάλυψαν πολλές ταφές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, καθώς επίσης πηγάδια με υλικό από οικιστικά και εργαστηριακά σύνολα. Στην Ευρετή, μια ιδιωτική οικία του 4ου αι. π.Χ. με περίστυλη αυλή ανασκάφηκε το 1983-1984, υποδεικνύοντας ότι στη συγκεκριμένη περιοχή θα πρέπει να εντοπιζόταν η συνοικία των πιο πλούσιων κατοίκων της κλασικής περιόδου20.
Το 1980, η Γερμανο-ελβετική Αποστολή εγκαινίασε το πρώτο ερευνητικό πρόγραμμα βιομηχανικής αρχαιολογίας στην Κύπρο, όταν ξεκίνησε να ερευνά τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του εργοστασίου ζάχαρης στα Κούκλια. Οι έρευνες επικεντρώθηκαν στο κτήριο διύλισης στην περιοχή του ιερού και στην τοποθεσία Σταυρός (θέση TST)21. Στην περιοχή αυτή, οι ανασκαφές της Γερμανο-ελβετικής αποστολής αποκάλυψαν ένα από τα ελάχιστα εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης στη Μεσόγειο, ενεργό από τα τέλη του 13ου μέχρι το τέλος του 16ου αι. μ.Χ..
Εκτός από συστηματικές και σωστικές ανασκαφές, η γερμανο-ελβετική ομάδα εγκαινίασε επίσης μια επιφανειακή έρευνα στην Παλαίπαφο και στη γειτονική της περιοχή, με σκοπό τη συγκέντρωση, καταγραφή και ανάλυση τοπογραφικών στοιχείων. Η επιφανειακή έρευνα περιελάμβανε και ορισμένες σωστικές ανασκαφές, όπως στη χαλκολιθική θέση Βαθύρκακας στη Σουσκιού, το νεκροταφείο Λάκκος του Σκαρνού και τη ρωμαϊκή «Οικία της Λήδας» (γνωστή ως θέση TC)22.
Η καναδική επιφανειακή έρευνα στην Παλαίπαφο
Μεταξύ του 1979 και 1991, η ευρύτερη περιοχή της Πάφου βρέθηκε στο επίκεντρο επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών (Canadian Palaipaphos Survey Project [CPSP]) του Brock University, καθώς και του διαδόχου προγράμματος (Western Cyprus Project [WCP]) το 1992, υπό τη διεύθυνση του David Rupp. Τα δύο προγράμματα πραγματοποίησαν εκτεταμένες, ημι-εκτεταμένες και συστηματικές επιφανειακές περισυλλογές κατά μήκος των τεσσάρων παραποτάμιων κοιλάδων της περιοχής απορροής της Πάφου (Χα Ποτάμι, Διάριζος, Ξηρός, Έζουσα).
Το πρόγραμμα «Canadian Palaipaphos Survey Project» διερεύνησε έκταση περίπου 245 τετραγωνικών χιλιομέτρων και κατέγραψε 579 θέσεις γύρω από το χωριό Κούκλια, με βάση τα επιφανειακά ευρήματα. Οι θέσεις αυτές εκτείνονται χρονολογικά από τη νεολιθική περίοδο μέχρι τους βυζαντινούς και μεσαιωνικούς χρόνους23.
Ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου διεξήγαγε ανασκαφές στην Παλαίπαφο, κυρίως σωστικές, λίγο μετά την ίδρυσή του το 1935. Το 1954 και 1960, μια σειρά θαλάμων με ταφικό υλικό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, το οποίο βρέθηκε κάτω από οικίες της κλασικής περιόδου, ανασκάφηκε από το Τμήμα αρχαιοτήτων στη θέση Μάντισσα24. Το 1961, μικρής κλίμακας ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν στο νεκροταφείο στη θέση Κάτω Αλώνια, στη νότια πλαγιά του ανδήρου του ιερού25.
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανέλαβε συστηματικές ανασκαφές στην τοποθεσία Σκάλες, όπου εργασίες ισοπέδωσης του χώρου το 1979 έφεραν στο φως τμήμα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου. Η περιοχή ανασκάφηκε μεταξύ του 1979-1980 υπό τη διεύθυνση του Βάσσου Καραγιώργη. Οι εργασίες του Τμήματος Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν ένα μεγάλο νεκροταφείο του οποίου οι τάφοι εκτείνονταν χρονικά από τον 11ο αι. π.Χ. μέχρι τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου26. Στις τοποθεσίες Τερατσούδια και Ελιομύλια, οι έρευνες του Τμήματος Αρχαιοτήτων έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμη Εποχής του Σιδήρου, τόσο ταφικά όσο και πιθανώς οικιστικά27.
Τα τελευταία χρόνια, το Τμήμα Αρχαιοτήτων είναι πολύ ενεργό στην περιοχή των Κουκλιών, αποτέλεσμα της αύξησης αναπτυξιακών προγραμμάτων. Οι ανασκαφές σε Πλάκες, Σκάλες και Ξύλινο αποκάλυψαν σημαντικές συστάδες τάφων με χρονολόγηση στην Ύστερη Χαλκοκρατία και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου28. Εντός του συλημένου τάφου στα Κάτω Αλώνια το Τμήμα Αρχαιοτήτων έφερε στο φως μια λίθινη σαρκοφάγο διαστάσεων 1.99 x 0.67 μέτρων, που διακοσμείται και στις τέσσερις πλευρές της με σκηνές σε χαμηλό ανάγλυφο και επίθετο χρώμα, εμπνευσμένες από τα ομηρικά έπη. Η σαρκοφάγος αποτελεί εξαίρετο δείγμα της τέχνης και της δεξιοτεχνίας της πρώιμης κυπρο-κλασικής περιόδου29.
Οι αρχαιολογικές έρευνες του Πανεπιστημίου Κύπρου στην Παλαίπαφο
Η τοποθεσία της Παλαιάς Πάφου αποτελεί το επίκεντρο ερευνών της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου από το 2002, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Μαρίας Ιακώβου.
Σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας της Κύπρου, το Πανεπιστήμιο Κύπρου εγκαινίασε έρευνα πεδίου στην περιοχή των Κουκλιών το 2002, με στόχο τη χαρτογράφηση των ορατών και μη θέσεων. Το πρόγραμμα κατάφερε να συγκεντρώσει τεράστιο αριθμό αρχαιο-πολιτισμικών πληροφοριών από μια έκταση περίπου 5 τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από τα Κούκλια. Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν σε μια ενιαία ψηφιακή βάση, τον «Αρχαιολογικό Άτλαντα της Παλαιπάφου»30. Μετά τις εργασίες του 2002, η ομάδα προχώρησε σε γεωφυσική επιφανειακή έρευνα το 2003, σε στοχευμένες περιοχές εντός του πυρήνα της Παλαιπάφου. Η δεύτερη φάση της γεωφυσικής επιφανειακής έρευνας ακολούθησε το 2007. Κατά τη διάρκειά της η ομάδα εφάρμοσε διάφορες τεχνικές, όπως για παράδειγμα ηλεκτρική αντίσταση, μαγνητικές μετρήσεις και ραντάρ, προκειμένου να σαρώσει 56.202 τετραγωνικά μέτρα εντός της περιοχής των Κουκλιών31.
Από το 2006, το Πανεπιστήμιο Κύπρου επίσης ανέλαβε στοχευμένες ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή της Παλαιπάφου [Εικ. 5], στο πλαίσιο δύο αλληλένδετων ερευνητικών έργων. Το πρώτο ονομάζεται «A long-term response to the need to make modern development and the preservation of the archaeo-cultural record mutually compatible operations: Pilot application at Kouklia-Palaepaphos» (Πιλοτικό Πρόγραμμα Παλαιπάφου). Ο στόχος αυτού του τριετούς προγράμματος (2007-2010) ήταν να καθιερώσει ένα πλαίσιο αρχών για τη διαχείριση των αρχαιολογικών θέσεων, προκειμένου να διατηρηθεί ταυτόχρονα και η σύγχρονη ανάπτυξη. Το δεύτερο έργο που τιτλοφορείται «Παλαίπαφος: διερεύνηση του αστικού τοπίου», είναι ένα μακροπρόθεσμο ερευνητικό και ανασκαφικό πρόγραμμα που εγκαινιάστηκε το 2006 και έχει ως στόχο να διερευνήσει την εξέλιξη των αστικών δομών της Παλαιπάφου από την εποχή της ίδρυσής της μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας. Και τα δύο έργα διευθύνονται από τη Μαρία Ιακώβου της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Οι ανασκαφές του Πανεπιστημίου Κύπρου στην περιοχή της Παλαιπάφου επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές με στόχο να αποκαλύψουν περαιτέρω τα ορατά μνημεία. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 2006 στην τοποθεσία Μαρτσέλλο, βορείως της οχύρωσης που είχαν ερευνήσει η Βρετανική και Γερμανο-ελβετική Αποστολή. Η θέση ανασκάφηκε μεταξύ του 2006 και 2008. Η ομάδα του Πανεπιστημίου Κύπρου αποκάλυψε τη συνέχεια του βορειοδυτικού βραχίονα της μνημειώδους οχύρωσης του Μαρτσέλλου, σε μήκος 52 μέτρων, κατασκευασμένη από συμπαγή λιθοδομή32. Η έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου έδειξε επίσης πως το αστικό κέντρο της Παλαιπάφου δεν θα μπορούσε να περιβάλλεται από ένα συνεχόμενο οχυρωματικό τείχος. Πιο πιθανό φαίνεται πως τα διατηρημένα τμήματα του τείχους, που είναι ορατά κυρίως στις τοποθεσίες Μαρτσέλλο και Χατζηαμπντουλλά, να αντιπροσωπεύουν το οχυρωματικό σύστημα ξεχωριστών ακροπόλεων33.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου διεξήγαγε ανασκαφές στο λόφο του Χατζηαμπντουλλά μεταξύ του 2009 και 2010. Οι έρευνες στην κορυφή του ανδήρου επαναλήφθηκαν το 2013 και συνεχίζονται έκτοτε. Στην περιοχή που βρίσκεται νοτίως του μνημειώδους διοικητικού κτηρίου της κλασικής περιόδου («ανάκτορο»), περισυλλέγησαν σημαντικές ποσότητες κεραμικής της Ύστερη Εποχής του Χαλκού, ανάμεσά τους μεγάλα αποθηκευτικά και χρηστικά αγγεία, που πιθανότατα αντιπροσωπεύουν οικιστικά στρώματα. Η θέση Χατζηαμπντουλλά εντάχθηκε από τότε (μετά τις ανακαλύψεις αυτές) στον κατάλογο των οικισμών της Παλαιπάφου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού 34. Ανασκαφές στην περιοχή βόρεια και βορειοδυτικά του «ανακτόρου» αποκάλυψαν τμήμα του μνημειώδους τείχους που προστάτευε τη θέση Χατζηαμπντουλλά κατά μήκος της βόρειας πλευράς του λόφου.
Το πρόγραμμα «Palaepaphos Urban Landscape Project» πραγματοποίησε επίσης μικρής έκτασης ανασκαφές στις θέσεις Αρκάλου (2010) και Μάντισσα (2012). Στον ανθρωπογενή λόφο της Λαόνας, μεταξύ των θέσεων Χατζηαμπντουλλά και Μαρτσέλλου, οι αρχαιολογικές έρευνες της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου συνεχίζονται.
Μέρος του προγράμματος «Palaepaphos Urban Landscape Project» αποτελεί επίσης το τετραετούς διάρκειας ερευνητικό έργο ARIEL (αρχικά τού «Archaeological Investigations of the Extra-urban and Urban Landscape: Α case-study at Palaepaphos, Cyprus») που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση – πρόγραμμα Marie Curie, επίσης υπό την αιγίδα της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας. Το πρόγραμμα σκοπεύει να ορίσει τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που είχαν ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Παλαιπάφου, καθώς επίσης και να μελετήσει τους αστικούς και περι-αστικούς σχηματισμούς αυτής της Ύστερης Κυπριακής πολιτείας.