! Εισαγωγή: Η πόλη κάτω από την πόλη
Η αρχαία πόλη του Κιτίου βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη πόλη της Λάρνακας [Εικ. 1]. Η τοποθεσία αυτή επηρέασε την ιστορία και την αρχαιολογία του. Από τη μια πλευρά, τα αρχαία λείψανα είναι γνωστά από παλιά, αναφέρονται από περιηγητές και «ανασκάφτηκαν» από ερασιτέχνες1· λόγω κατασκευαστικών έργων τις τελευταίες δεκαετίες, πολύ περισσότερες θέσεις και λείψανα βρέθηκαν κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών2. Από την άλλη πλευρά, οι συστηματικές ανασκαφές περιορίζονται στα όρια των άκτιστων οικοπέδων: Περιοχές I-III (Χρυσοπολίτισσα) και II (Καθαρή) των ανασκαφών του Τμήματος Αρχαιοτήτων3· Παμπούλα (Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή Κιτίου και Σαλαμίνας)4· επίσης, πιο πρόσφατα στο Μαντοβάνι (Τμήμα Αρχαιοτήτων) και Περιβόλια (Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή Κιτίου και Σαλαμίνας). Παρά την αποσπασματική γνώση της αρχαίας τοπογραφίας της πόλης, οι ανασκαφές αποκάλυψαν ένα ευρύ πεδίο αρχαιολογικών συμφραζομένων (ταφικών, οικιστικών, ιερών) που καλύπτουν ολόκληρη την ύπαρξη της πόλης, από την ίδρυσή της μέχρι το τέλος του Κιτίου ως ανεξάρτητου βασιλείου.
Ιδρυμένο ως μείζον αστικό κέντρο, προστατευμένο από εντυπωσιακά τείχη, στην όψιμη Ύστερη Κυπριακή περίοδο (τέλη 14ου αι. π.Χ.), το Κίτιο υπέστη μια μνημειακή ανανέωση στο 12ο αι. π.Χ., την εποχή των μεγάλων αναστατώσεων στην ανατολική Μεσόγειο. Τα «χρόνια της κρίσης», που επηρέασαν βαθύτατα την Κύπρο (εγκαταλείψεις και μετατοπίσεις οικισμών), υπήρξαν προφανώς χρόνια εξάπλωσης για το Κίτιο. Το κυκλώπειο τείχος, του οποίου η διαδρομή είναι ακόμα και σήμερα ορατή νότια της σύγχρονης Λάρνακας [Εικ. 1, κόκκινη γραμμή], σε μεγάλη απόσταση από τα βόρεια όριά του που αποκαλύφθηκαν στην Καθαρή, περιέκλειε μια τεράστια έκταση (η οποία δεν πρέπει να ήταν οικοδομημένη στο σύνολό της)5. Το λατρευτικό συγκρότημα που ανακαλύφθηκε στην Καθαρή, με τον μνημειακό Ναό 1 και τα πλούσια ευρήματα, μαρτυρεί τον πλούτο της παραθαλάσσιας πόλης. Δεν υπήρξε ύφεση ούτε μετακινήσεις πληθυσμών, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Κύπρου: η μετάβαση από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου (αρχές 11ου αι. π.Χ.) τεκμηριώνεται αρχαιολογικά στο ανεσκαμμένο βόρειο τμήμα της πόλης, μέσω μιας συνεχούς διαδοχής στρωμάτων κατοίκησης.
Απουσία «Σκοτεινών Χρόνων»: Η Πρώιμη Γεωμετρική περίοδος (11ος και 10ος αι. π.Χ.)
Ορισμένες τοπογραφικές αλλαγές έλαβαν χώρα, αλλά στα όρια και στην κλίμακα της πόλης. Η περιοχή της Χρυσοπολίτισσας (Περιοχές I και III των ανασκαφών του Τμήματος Αρχαιοτήτων) εγκαταλείφθηκε προοδευτικά κατά τη διάρκεια του 11ου αι. π.Χ.6. Στην Παμπούλα, μια οικία (που ίσως ανήκε σε ένα ευρύτερο μη ανεσκαμμένο οικιστικό συγκρότημα) κατασκευάστηκε στο πρώτο μισό του 11ου αι. π.Χ., κοντά στο τείχος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, το οποίο ήταν ακόμα σε χρήση7. Στο βόρειο άκρο της πόλης, στην Καθαρή, μια μεγάλη καταστροφή έλαβε χώρα γύρω στα μέσα του 11ου αι. π.Χ., αλλά η θέση επανακατοικήθηκε αμέσως με μικρής έκτασης ανοικοδόμηση.
Πραγματοποιήθηκε ωστόσο μια μείζων τοπογραφική αλλαγή: νέα νεκροταφεία ιδρύονται στις παρυφές της πόλης. Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, οι τάφοι βρίσκονταν εντός των υποτιθέμενων ορίων της πόλης: αποτελούσαν μέρος του οικισμού, της πόλης των ζωντανών. Από τις αρχές του 11ου αι. π.Χ. και εξής, οι τάφοι λαξεύονταν στα βραχώδη υψώματατα που περιβάλλουν τα βόρεια και δυτικά τμήματα της πόλης (στα ανατολικά η πόλη βρέχεται από τη θάλασσα, Εικ. 1, μπλε γραμμή): συνιστούσαν τμήμα της νεκρόπολης, της πόλης των νεκρών. Λιγότεροι από 30 τάφοι μπορούν να αποδοθούν στην πρώιμη γεωμετρική περίοδο [Εικ. 1, σε μπλε χρώμα]. Αυτοί βρέθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες από τα νοτιοδυτικά μέχρι τα βόρεια της πόλης. Σχημάτιζαν ένα πυρήνα νεκροταφείων που είχαν συνεχή χρήση και επεκτείνονταν κατά την διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου. Ένας μεμονωμένος εγχυτρισμός (αν και μπορεί να υπήρχαν περισσότεροι) που χρονολογείται στο α΄μισό του 11ου αι. π.Χ. βρέθηκε στη θέση Παμπούλα. Δεν αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα: στην Κύπρο της Εποχής του Σιδήρου, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της Μεσογείου, τα νήπια δεν είχαν πρόσβαση σε επίσημη ταφή. Συχνά θάβονταν εντός των τειχών της πόλης, όπως για παράδειγμα στη Σαλαμίνα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Το ίδιο ίσχυε προφανώς και στο Κίτιο.
Η αστική εξάπλωση (9ος – 7ος αι. π.Χ.)
Από τον 9ο αι. π.Χ. και εξής, το Κίτιο υπέστη μια σταδιακή αστική ανάπτυξη, η οποία ήταν ιδιαίτερα εμφανής στην αναδιαμόρφωση των περιοχών Καθαρή και Παμπούλα. Αυτή η αστική ανάπτυξη (δημιουργία και βελτίωση των δημόσιων χώρων όπως ιερά και δρόμοι) φανερώνει την ύπαρξη κρατικής εξουσίας. Παρά ταύτα, το Κίτιο δεν αναφέρεται (τουλάχιστον με αυτό το όνομα) ως ανεξάρτητο κυπριακό βασίλειο στα σύγχρονα ασσυριακά κείμενα. Η εξίσωση του Κιτίου με το αρχαϊκό κυπριακό βασίλειο του Qartihadasti («Νέα Πόλη») που αναφέρεται στους ασσυριακούς καταλόγους8, μολονότι υποθετική, είναι ωστόσο δελεαστική.
Τον 8ο αι. π.Χ., το ιερό της Καθαρής αναδιαμορφώθηκε. Αυτή η ανανέωση επηρέασε το Ναό 1 της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, του οποίου οι τοίχοι, κτισμένοι από λιθοπλίνθους, επαναχρησιμοποιήθηκαν. Διαπιστώνονται δύο κύριες φάσεις ανοικοδόμησης. Η δεύτερη είναι ιδιαίτερα μνημειώδης9. Στην Παμπούλα, μετά από ένα προφανές κενό, ένα ιερό ιδρύθηκε τον 9ο αι. π.Χ.. Και αυτό πέρασε από διαδοχικές αρχιτεκτονικές φάσεις10. Η πιο εντυπωσιακή, που χρονολογείται στην κυπρο-αρχαϊκή Ι περίοδο, ίσως είναι σύγχρονη με το μνημειώδη Ναό 1 στην Καθαρή (Δάπεδο 2Α). Στην Παμπούλα, το ιερό βρισκόταν βόρεια ενός δρόμου και χωριζόταν από αυτόν με έναν περίβολο. Το κεντρικό μέρος του καταλάμβανε αυλή [Εικ. 2]. Στην ανατολική της πλευρά οριζόταν από μια στοά με δάπεδο· στη δυτική του πλευρά, από μια σειρά δωματίων και ανοιχτών χώρων που φαίνεται πως προορίζονταν για βιοτεχνικές δραστηριότητες (υφαντική και μεταλλουργία). Αυτή η διάταξη απηχούσε το σχέδιο του ιερού στην Καθαρή της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, με τα υφαντικά και μεταλλουργικά εργαστήρια. Άλλος λατρευτικός εξοπλισμός, όπως η ασβεστολιθική λάρνακα και οι άγκυρες που ήταν τοποθετημένες στο αύλειο δάπεδο του ιερού της Παμπούλας, επίσης έχουν παράλληλα στο λατρευτικό τοπίο της Κύπρου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Τεκμηριώνουν κάποιου είδους συνέχεια στις τελετές που πραγματοποιούνταν στο Κίτιο. Μπορεί επίσης να είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής προσπάθειας για αναφορά στο παρελθόν, του οποίου τα μνημειώδη λείψανα εξακολουθούσαν να είναι ορατά παντού στην πόλη (κυκλώπεια οχύρωση και ναοί). Η ίδια αρχαΐζουσα τάση μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλα κυπριακά βασίλεια κατά τη διάρκεια του 8ου αι. π.Χ., μια περίοδο που έχει επαρκώς προσδιοριστεί ως «ορίζοντας παγίωσης» των βασιλείων11. Χώροι λατρείας εγκαταστάθηκαν στα μνημειώδη ερείπια κτηρίων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Έγκωμη και το Μαρόνι για παράδειγμα. Δεν αποτελεί ίσως σύμπτωση ότι οι πρώτες σειρές αναθημάτων που βρέθηκαν στο ιερό της Παλαιπάφου χρονολογούνται σε αυτήν ακριβώς την περίοδο12: ο ναός της Παλαιπάφου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού μπορεί να υπέστη μετατροπές την ίδια περίοδο με το σύγχρονό του ναό στο Κίτιο-Καθαρή.
Κανένας οικισμός δε διαπιστώνεται με βεβαιότητα γι’ αυτήν την περίοδο. Η περιοχή της Χρυσοπολίτισσας παρέμεινε προφανώς εγκαταλειμμένη μέχρι την ελληνιστική περίοδο. Όμως, ορισμένα από τα κτήρια που ανασκάφτηκαν νοτιοανατολικά του ιερού της Καθαρής θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως οικίες, τουλάχιστον από τον 8ο αι. π.Χ. και εξής13. Διατηρούνται σε κακή κατάσταση και δεν έχουν ανασκαφεί εκτενώς. Παρά ταύτα, το προφανώς κανονικό τους σχέδιο και η θέση τους, νότια ενός δρόμου, υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός αστικού κανάβου.
Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες ενδείξεις, που δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το Κίτιο ήταν σημαντική πόλη, οι ταφικές ενδείξεις είναι φτωχές. Λιγότεροι από 40 τάφοι είναι γνωστοί και μπορούμε επομένως να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι δεν αντανακλούν την πραγματική πληθυσμιακή πυκνότητα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν, όπως και στην προηγούμενη περίοδο, λαξευμένοι στο βράχο. Δύο όμως ήταν κτιστοί τάφοι. Ο ένας βρέθηκε σχετικά πρόσφατα στον κήπο μιας ιδιωτικής κατοικίας, στα νότια της πόλης, εντός των υποτιθέμεων ορίων των τειχών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού [Εικ. 1, κόκκινo σημείο]14. Δυστυχώς, τα ανθρώπινα οστά διατηρούνταν σε κακή κατάσταση. Ανήκαν προφανώς σε ένα ενταφιασμό (σε αντίθεση με τις πολλαπλές ταφές των λαξευμένων στο βράχο τάφων). Λίγα αντικείμενα είχαν τοποθετηθεί μες στο θάλαμο: αγγεία εισηγμένα από τη Συροπαλαιστίνη και πολύτιμα κοσμήματα. Οι σκελετοί αλόγων βρέθηκαν στο γέμισμα του δρόμου. Αυτό το είδος ταφής υψηλής κοινωνικής τάξης ήταν καλά γνωστό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και σε άλλα κυπριακά βασίλεια (για παράδειγμα στη Σαλαμίνα). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτός ο (προς το παρόν) μοναδικός στο Κίτιο τάφος δεν ήταν μεμονωμένος και ότι ανήκε σε μια μεγαλύτερη «βασιλική» νεκρόπολη. Αν αυτό αληθεύει, τότε αυτή η νεκρόπολη ιδρύθηκε σε καινούργιο έδαφος. Πιθανότατα να μη βρισκόταν intra muros, δεν έχουμε όμως καμία ένδειξη σχετικά με την πιθανή έκταση και τη διαδρομή των αρχαϊκών τειχών της πόλης.
Όλοι οι τάφοι που ήταν λαξευμένοι στο βράχο ήταν ομαδικοί, όπως στην πρώιμη γεωμετρική περίοδο. Βρέθηκαν στις ίδιες τοποθεσίες με τους γεωμετρικούς τάφους, τεκμηριώνοντας τη συνεχή χρήση των ίδιων ταφικών περιοχών. Ορισμένοι εξ αυτών διέθεταν γύψινες πλάκες πάνω στις οποίες θα τοποθετούνταν μάλλον τα ξύλινα φέρετρα. Αυτός ο νεωτερισμός μπορεί να προαναγγέλει τη μεταγενέστερη χρήση, κατά την κλασική περίοδο, γύψινων φερέτρων.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των περίπου τριών αιώνων, έλαβε χώρα μια σταδιακή εξέλιξη του υλικού πολιτισμού της πόλης. Πιο απλά, ο υλικός πολιτισμός του Κιτίου έγινε σιγά σιγά «κυπρο-φοινικικός» πολιτισμός. Αυτή η εξέλιξη αισθητοποιείται από τη μεταμόρφωση του ρεπερτορίου στην κεραμική (με την υιοθέτηση νέων σχημάτων και νέων τεχνικών κατασκευής φοινικικής προέλευσης), καθώς επίσης και από την κυρίαρχη χρήση της φοινικικής γραφής και γλώσσας [Εικ. 3]. Αυτός ο σταδιακός «εκφοινικισμός» δεν μπορεί να προκλήθηκε από ένα μεμονωμένο επεισόδιο αποικισμού: επηρέασε ολόκληρη την πόλη, χωρίς ξεχωριστό οικισμό, χωρίς ξεχωριστό χώρο ταφής, χωρίς ξεχωριστό ιερό για τους νεοφερμένους. Όμως, αυτή η φοινικική αποκρυστάλλωση στο Κίτιο ενισχύθηκε πιθανώς από την άφιξη, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, πληθυσμών από τη Συροπαλαιστίνη.
Όπως και να’ χει, εκτός από την κυρίαρχη χρήση της φοινικικής γλώσσας και γραφής, και εκτός από την έντονη ανατολική επίδραση στην ντόπια τέχνη, που αποτελούν μέρος της πολιτισμικής ιδιοσυγκρασίας του βασιλείου, η αρχαϊκή πόλη του Κιτίου δε διέφερε ριζικά από τις υπόλοιπες κυπριακές πρωτεύουσες. Τα ιερά του βρίσκουν παράλληλα μεταξύ των αστικών κυπριακών ιερών, για παράδειγμα στο Ιδάλιο (υπαίθριο ιερό με στοά όπως στην Παμπούλα) [Εικ. 2] και στην Παλαίπαφο (μνημειώδης ναός με λιθοπλίνθους, όπως στην Καθαρή). Οι νεκροπόλεις και τα ταφικά έθιμα του Κιτίου μπορούν να συγκριθούν με άλλες κυπριακές νεκροπόλεις (για παράδειγμα τη Σαλαμίνα). Μπορεί κανείς ακόμα και να προτείνει ότι αυτή ήταν η περίοδος όπου το βασίλειο, όπως άλλα κυπριακά (ελληνόφωνα) βασίλεια, επεξεργάστηκε τον ιδρυτικό του μύθο, που συνδέεται με τους Νόστους15.
Μια πρωτεύουσα (6ος-4ος αι. π.Χ.)
Αυτή η τελευταία περίοδος του Κιτίου της Εποχής του Σιδήρου τεκμηριώνεται εκτενώς στα αρχαιολογικά και γραπτά δεδομένα. Χάρη στις επιγραφές και τα νομίσματα, μπορεί να καταρτιστεί ένας πλήρης κατάλογος των βασιλέων του Κιτίου από το 480 π.Χ. περίπου μέχρι το 312 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος διέταξε την εκτέλεση του τελευταίου βασιλιά, του Πουμαϋάτωνα (Pumayyaton). Όλοι οι βασιλείς που είναι γνωστοί από το Κίτιο φέρουν φοινικικά ονόματα. Επιπλέον, το πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ., οι βασιλείς του Κιτίου έγιναν βασιλείς του Κιτίου και του Ιδαλίου. Ανακαλύψεις στο Ιδάλιο (παλαιότερα στο ιερό του Απόλλωνα-Ρεσέφ και πιο πρόσφατα στο ανάκτορο) δείχνουν ότι από την περίοδο εκείνη το βασίλειο είχε δύο πρωτεύουσες, το Κίτιο και το Ιδάλιο16.
Στο ιερό της Καθαρής, στο βορειότατο τμήμα της πόλης, υπήρξε ανοικοδόμηση η οποία τροποποίησε ριζικά το σχέδιο του Ναού 1. Οι αλλαγές υπήρξαν ακόμα πιο ριζικές στην περιοχή Παμπούλα. Εκεί, η αυλή του ιερού που χρονολογούνταν αιώνες πριν καλύφθηκε τον 5ο αι. π.Χ. από ένα τεράστιο άνδηρο, που λειτούργησε ως υποστηρικτική κατασκευή των νεωρίων που ήταν κατασκευασμένα αμέσως βορειότερα. Αυτές οι λιμενικές εγκαταστάσεις στόχο είχαν τη φύλαξη των πολεμικών πλοίων17. Η ενεπίγραφη βάση ενός τρόπαιου που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη Λάρνακα επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα του στόλου του Κιτίου: στην επιγραφή, ο βασιλιάς Μιλκυάτων (Milkyaton) δοξάζει τον εαυτό του που νίκησε τους Σαλαμίνιους εχθρούς και τους Παφίους συμμάχους τους (392/391 π.Χ.)18. Νότια του ανδήρου του ιερού κτίστηκε ένα στενό και επίμηκες κτήριο που διέθετε ένα σύνθετο αποχετευτικό σύστημα. Τα πολλά αττικά αγγεία πόσεως φανερώνουν μια επαναλαμβανόμενη πρακτική συμποσίου. Στην κεντρική αυλή, μια πλατφόρμα από γύψο και ένας βωμός από ασβεστόλιθο μαρτυρούν τη συνεχή τελετουργική χρήση του χώρου. Επιπλέον, αυτός ο συσχετισμός μιας χαμηλής και μιας ψηλής κατασκευής (πλατφόρμα και βωμός) συνεχίζει ένα λατρευτικό σχέδιο που τεκμηριώνεται σταθερά στην Παμπούλα από τον 9ο αι. π.Χ..
Μια φοινικική επιγραφή σε μια γύψινη πινακίδα (5ος αι. π.Χ.) καταγράφει μισθούς διαφόρων ανθρώπων που υπηρετούσαν στο ιερό (ή στη βασιλική αυλή)19. Αναφέρονται δύο θεότητες: η Αστάρτη και ο Μικάλ (Mikal). Η ανδρική θεότητα απεικονιζόταν ως επιτιθέμενος θεός και κύριος του λιονταριού: πολλά ειδώλια αυτού του τύπου (αποδίδονται συνήθως ως «Ηρακλής-Μίλκαρτ») βρέθηκαν από τη Σουηδική Αποστολή της Κύπρου (SCE) σε έναν αποθέτη που σκάφτηκε κάποια στιγμή κατά το πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ. στην καρδιά του ιερού. Τα γλυπτά χρονολογούνται στην ύστερη αρχαϊκή και στην κλασική περίοδο. Ορισμένα παραδείγματα [Εικ. 4] χρονολογούνται ίσως ακόμα και στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Η ίδια θεότητα απεικονίζεται και στα νομίσματα των βασιλέων. Επομένως, το ιερό της Παμπούλας ήταν προφανώς αφιερωμένο στον προστάτη θεό της πόλης, που συνδεόταν στενά με τη βασιλική δυναστεία. Ίσως αποτελούσε βασιλικό ιερό (αν και βασιλικές λατρευτικές τελετουργίες δεν έχουν τεκμηριωθεί μέχρι τώρα).
Άλλα ιερά ιδρύθηκαν κατά την ύστερη αρχαϊκή και την κλασική περίοδο μέσα στην πόλη και σε άμεση γειτνίαση με αυτήν. Το σχέδιό τους είναι ελάχιστα γνωστό: η ύπαρξη των περισσότερων από αυτά τεκμηριώνεται μόνο από την ανακάλυψη αναθημάτων, στα δυτικά όρια της πόλης, στη θέση Καμηλαρκά καθώς και στην περιοχή της Χρυσοπολίτισσας, και ίσως στα ανατολικά όρια της πόλης, στην περιοχή του Λυκείου (αλλά στην περίπτωση αυτή τα στοιχεία δεν είναι αδιάσειστα). Περιαστικά ιερά τεκμηριώνονται για πρώτη φορά κατά την ύστερη αρχαϊκή και κατά την κλασική περίοδο. Όλα τους εντοπίζονται νότια της πόλης και ειδικά στη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική ακτή της αλυκής: Άρτεμις Παραλία, Φανερωμένη, Πάτσαλος και Χαλά Σουλτάν Τεκκέ20.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα δημόσια κτήρια εξακολουθούν να έχουν πενιχρή (αρχαιολογική) τεκμηρίωση, όπως ίσχυε και κατά την προγενέστερη περίοδο. Ο οικισμός στο νότιο τμήμα της Καθαρής εξακολουθούσε να βρίσκεται σε χρήση. Επιπλέον, πολλές δοκιμαστικές τομές που έγιναν κατά την εκτέλεση κατασκευαστικών έργων στο βόρειο τμήμα της σύγχρονης Λάρνακας, αποκάλυψαν πυκνή κατοίκηση κατά την κλασική και πρώιμη ελληνιστική περίοδο. Αυτές οι έρευνες ήταν πολύ περιορισμένες, συνεπώς δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ολοκληρωμένη εικόνα του πώς ήταν οργανωμένη η πόλη. Ευελπιστούμε πως οι τρέχουσες ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην περιοχή Μαντοβάνη, νότια της Καθαρής, θα ρίξουν φως στο κρίσιμο αυτό ζήτημα.
Η αστική εξάπλωση είναι επίσης προφανής και στην ανάπτυξη των νεκροταφείων. Περισσότεροι από 300 τάφοι μπορούν να αποδοθούν σε αυτήν την περίοδο [Εικ. 1, κίτρινο]. Αυτοί βρίσκονται στις ίδιες τοποθεσίες με τις προηγούμενες περιόδους. Η πυκνότητά τους υποδηλώνει την ύπαρξη μιας συνεχούς νεκρόπολης στα δυτικά και βόρεια όρια της πόλης [Εικ. 5]. Το νεκροταφείο στη θέση Άγιος Πρόδρομος, που βρίσκεται βόρεια της πόλης, αποτελεί εξαίρεση. Εμφανίζεται ως νέο νεκροταφείο, που ιδρύθηκε το β΄μισό του 4ου αι. π.Χ.21. Αντίθετα με άλλα νεκροταφεία, όπου οι τάφοι φαίνεται πως δεν οργανώνονταν με συγκεκριμένο σχέδιο αλλά σχεδιάζονταν με γνώμονα την καλύτερη δυνατή χρήση του βραχώδους εδάφους, όλοι οι λαξευμένοι στο βράχο τάφοι του Αγίου Προδρόμου ήταν ευθυγραμμισμένοι με τάξη. Ορισμένοι από αυτούς, που είχαν εφοδιαστεί με γύψινα φέρετρα, φαίνεται πως δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Μπορεί αυτή η ασυμφωνία να είναι αποτέλεσμα του διαφορετικού νομικού πλαισίου του οικοπέδου (που στην περίπτωση του νεκροταφείου του Αγίου Προδρόμου ίσως να διαχειριζόταν μια δημόσια αρχή); Δε διαθέτουμε γραπτές μαρτυρίες που να μας βοηθούν να απαντήσουμε σε αυτό το σύνθετο ερώτημα.
Ακόμη ένας νέος χώρος ταφής ιδρύθηκε, πιθανότατα στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., στην περιοχή του Σωτήρος, νοτιοδυτικά της πόλης [Εικ. 1]. Πέντε κτιστοί τάφοι βρέθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή. Εξαιτίας σύγχρονων κατασκευών, το γενικό σχέδιο του νεκροταφείου δεν είναι γνωστό. Επιπλέον, οι περισσότεροι τάφοι είχαν συληθεί κατά την αρχαιότητα ή τη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, ο βασιλικός χαρακτήρας του νέου χώρου ταφής είναι προφανής. Προκύπτει από την αρχιτεκτονική των τάφων καθώς και από την ποιότητα των ευρημάτων: οι δυο μαρμάρινες σαρκοφάγοι που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, οι οποίες πρέπει να είχαν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση για να φυλαχτούν σε έναν απλούστερο τάφο λαξευμένο στο βράχο, υποδηλώνουν την εκλέπτυνση της αυλής του Κιτίου22. Μέσω των διαφορετικών τους τεχνοτροπιών (μια ανθρωπόμορφη «σιδωνιακού τύπου» και μια αρχιτεκτονική «ελληνικού τύπου»), αποτελούν καλά αντιπροσωπευτικά δείγματα του πολιτισμού του βασιλείου του Κιτίου κατά την κλασική περίοδο. Το ίδιο ισχύει για τον μικρό αριθμό επιτύμβιων στηλών που βρέθηκαν σε άλλα νεκροταφεία, στις θέσεις Τουραπή και Μνήματα23. Ορισμένα από αυτά, με πυραμιδοειδή επίστεψη, ανήκουν στη συροπαλαιστινιακή παράδοση, ενώ άλλα, με ανθεμωτή επίστεψη, ακολουθούν ελληνικά (πιθανότατα αττικά) πρότυπα. Η αλλαγή τοποθεσίας των βασιλικών νεκροπόλεων (έαν η υπόθεσή μου ότι ο κτιστός αρχαϊκός τάφος που βρέθηκε νότια της πόλης όντως ανήκε σε μια βασιλική νεκρόπολη) ίσως αντανακλά μια (δυναστική;) αλλαγή στη βασιλεία του Κιτίου. Δεν πρέπει όμως να δοθεί υπερβολική έμφαση στη σημασία αυτής της επανατοποθέτησης, ειδικά εφόσον δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο του Κιτίου. Στη Σαλαμίνα, οι τάφοι που βρέθηκαν στη «βασιλική» νεκρόπολη χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο ενώ η τοποθεσία της βασιλικής νεκρόπολης των κλασικών χρόνων παραμένει άγνωστη. Η μοναδική ένδειξη είναι επομένως αρνητική: όπως και στο Κίτιο, η κλασική βασιλική νεκρόπολη της Σαλαμίνας δεν βρισκόταν στην ίδια θέση με την αρχαϊκή νεκρόπολη.
Το Κίτιο μετά το τέλος του βασιλείου: μια αργή αστική αλλαγή
Το βίαιο τέλος της τοπικής δυναστείας δεν αντικατοπτριζόταν στην αστική τοπογραφία με μαζικές καταστροφές ή βίαιες εγκαταλείψεις. Αντιθέτως, ανασκαφές στην Παμπούλα αποκάλυψαν μια αδιάκοπη στρωματογραφική συνέχεια από τον 4ο μέχρι τον ύστερο 3ο αι. π.Χ.24. Ωστόσο, η κατοίκηση στο βόρειο τμήμα της πόλης φαίνεται ότι σταδιακά έγινε λιγότερο πυκνή. Αποσπασματικές μαρτυρίες (ρωμαϊκοί αμφορείς που βρέθηκαν στο γέμισμα του αρχαίου λιμανιού της Παμπούλας, ελληνιστικά λουτρά στην περιοχή της Χρυσοπολίτισσας, μεμονωμένοι ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί τάφοι στα παλιά νεκροταφεία σε Τουραπή και Μνήματα) παρέχουν μαρτυρίες κάποιας συνέχειας. Όμως η καρδιά της πόλης φαίνεται ότι μετατοπίστηκε αργά προς νότο, από τον 3ο αι. π.Χ. και εξής.
Παρά την εμπορική και πολιτική του σημασία, παρόλες τις ανακαλύψεις που έγιναν κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών, το Κίτιο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων παραμένει λιγότερο γνωστό και από τον προκάτοχό του της Εποχής του Σιδήρου. Η τοπογραφία του μένει ακόμα να μελετηθεί.