Εισαγωγή
Η Κύπρος των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων (8ος – 4ος αι. π.Χ.), χαρακτηρίζεται από πολιτειακό κατακερματισμό. Οι πόλεις του νησιού διοικήθηκαν για περισσότερο από οκτώ αιώνες από μονάρχες που αποτελούσαν τα επιφανέστερα μέλη των τοπικών αριστοκρατικών - βασιλικών οικογενειών. Σε ένα μοναρχικό πολίτευμα η ιστορία των βασιλέων και των μελών της οικογενείας τους είναι η ίδια η ιστορία της πόλης. Όμως, ιστορία δεν αποτελούν μόνο τα πολιτικά γεγονότα που εμπλέκουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη βασιλική οικογένεια. Αποτελούν επίσης και οι τρόποι, δια μέσου των οποίων οι μονάρχες επέλεξαν να αναπαραστήσουν την εξουσία τους.
Όπως είναι γνωστό, δεν σώζεται κανένα κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο οποίο να καταγράφονται κατά τρόπο λεπτομερή οι θεσμοί των κυπριακών βασιλείων. Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει καμιά εκτενής αναφορά στις ποικίλες ιδεολογικές εκφάνσεις της κυπριακής βασιλείας. Αυτό βεβαίως, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν τέτοια κείμενα. Πιο συγκεκριμένα, συγγραφείς των ελληνιστικών χρόνων γνώριζαν καλά πως ο Αριστοτέλης, συνέγραψε το έργο Κυπρίων Πολιτεία και ο Θεόφραστος Περί Βασιλείας Κυπρίων. Αυτά τα κείμενα δυστυχώς δεν σώθηκαν άλλωστε θα πρέπει να πούμε πως με εξαίρεση την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη και την Λακεδαιμόνιων Πολιτεία του Ξενοφώντα δεν μας παραδόθηκε ολόκληρη καμιά άλλη πραγματεία Περί Πολιτείας. Τα συγγράμματα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου δεν θα πρέπει να διέφεραν τουλάχιστον ως προς τη δομή τους από άλλα παρόμοια κείμενα. Συνεπώς, με αναφορές στο μακρινό, μυθικό παρελθόν, αλλά και στους λεγόμενους ιστορικούς χρόνους ο συγγραφέας θα πρέπει να αφηγήθηκε την ιστορική εξέλιξη των πολιτειακών θεσμών και να διαπραγματεύτηκε τις πολιτικές και ιδεολογικές ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε το μοναρχικό πολίτευμα.
Η σπανιότητα σαφών αναφορών στις ιδεολογικές εκφάνσεις της κυπριακής μοναρχίας δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την μελέτη ενός τόσο σημαντικού θέματος, ωστόσο η συνδυαστική μελέτη πρωτογενών και δευτερογενών πηγών, μπορεί να αναδείξει σε νέες συνάφειες, ελάχιστα προβεβλημένες πτυχές της βασιλικής ιδεολογίας των κυπριακών πολιτειών.
Με τον όρο βασιλική ιδεολογία, δηλώνουμε τις δυναμικές και πολύμορφες αναπαραστάσεις της μοναρχικής εξουσίας, οι οποίες καθορίζουν την εικόνα που ο βασιλιάς επιθυμεί να προβάλει τόσο εντός όσο εκτός της επικράτειας του1. Οι βασιλικές επιγραφές και τα βασιλικά σύμβολα, η ενδυμασία, οι λατρείες και τα τελετουργικά που τις συνόδευαν, η εικόνα του μονάρχη σε δημόσιους χώρους, τα βασιλικά ταφικά μνημεία, η λατρεία των προγόνων, η γενεαλογία της βασιλικής οικογένειας, οι ιδρυτικοί μύθοι και οι αφηγήσεις ηρωικών πράξεων, συνιστούν, μεταξύ άλλων, εκφάνσεις και λειτουργίες της βασιλικής ιδεολογίας. Η ενδελεχής μελέτη των πρωτογενών πηγών, όπως είναι για παράδειγμα οι φιλολογικές μαρτυρίες, οι επιγραφές, τα νομίσματα, τα αρχαιολογικά ευρήματα, μας επιτρέπει να ανασυνθέσουμε πτυχές αυτού του ενδιαφέροντος θέματος και να φωτίσουμε όψεις ενός εξαιρετικά σύνθετου κόσμου, όπως είναι για παράδειγμα οι κυπριακές πολιτείες.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, αυτό το εξαιρετικά σύνθετο θέμα, έτυχε εκτεταμένης διαπραγμάτευσης μόλις τα τελευταία χρόνια. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι, απαλλαγμένοι από προηγούμενες μεθοδολογικές αγκυλώσεις και εκ προμελέτης κατασκευασμένες θεωρίες, μελέτησαν ενδελεχώς το πρωτογενές υλικό και επιχείρησαν να διατυπώσουν πρωτότυπα συμπεράσματα, τα οποία σε σημαντικό βαθμό αναίρεσαν ή συμπλήρωσαν παλαιότερες υποθέσεις. Επιστημονικές δημοσίευσεις γύρω από την τέχνη2, την οικονομία3, την οικονομική πολιτική σε συνάφεια με την νομισματική παραγωγή4, την πολιτική ιστορία5, τη θρησκεία6, τις σχέσεις των βασιλείων με τον ελληνικό κόσμο και την Εγγύς Ανατολή7, τις συνθήκες εμφάνισης και εξέλιξης τους8, τον πολύπλοκο τρόπο διαμόρφωσης της ταυτότητα τους9, ρίχνουν φως σε μέχρι τώρα σκοτεινές πτυχές της ιστορίας των κυπριακών πολιτειών. Η μελέτη ενός τόσο σύνθετου και πλούσιου θέματος, όπως είναι για παράδειγμα η βασιλική ιδεολογία των κυπριακών πολιτειών, απαιτεί συστηματική μελέτη του διαρκώς ανανεωμένου πρωτογενούς και δευτερογενούς υλικού.
Θα ήταν λοιπόν, άστοχο να επιχειρήσουμε μια έστω και επιγραμματική παρουσίαση αυτού του ζητήματος, για τον λόγο αυτό προτιμήσαμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε δύο διακριτές αλλά εξίσου σημαντικές εκφάνσεις της βασιλικής ιδεολογίας, όπως είναι οι συμβολικές αναπαραστάσεις της ιστορικής συνέχειας της βασιλικής οικογένειας και τα βασιλικά συμπόσια. Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση τους είναι αναγκαία μια μικρή, αλλά απαραίτητη παράκαμψη.
Τόσο κατά την αρχαϊκή, όσο και κατά την κλασική εποχή, η μοναρχία αποτελούσε μία από τις κύριες μορφές πολιτειακής οργάνωσης των Ελλήνων. Στα αρχαϊκά χρόνια (8ο – 6ο αι. π.Χ.) οι περισσότερες πόλεις γνώρισαν τη μοναρχική διακυβέρνηση, ενώ στην κλασική περίοδο περιοχές όπως η Μακεδονία, οι Συρακούσες, η Κύπρος, ακόμη και η Σπάρτη, ανέπτυξαν μοναρχικούς πολιτειακούς θεσμούς10.
Συνεπώς, η μοναρχική διακυβέρνηση των κυπριακών πολιτειών δεν αποτελεί παράδοξο φαινόμενο. Εκείνο όμως, που ενδεχομένως να αποτελεί μοναδικότητα είναι η μακρά τους διάρκεια. Η πρώτη ρητή αναφορά ονόματα σε ονόματα κυπριακών πόλεων-βασιλείων και βασιλέων, χρονολογείται το 673 π.Χ. και είναι πλήρως τεκμηριωμένο ότι τα βασίλεια έπαψαν να υφίστανται περί το 310 π.Χ., όταν καταλύθηκαν από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Βεβαίως, έχει ορθώς επισημανθεί ότι ο χρονολογικός ορίζοντας εμφάνισης τους ανάγεται στον 11ο-10ο αι. π.Χ11. Σε αυτό το πλαίσιο ορισμένα από τα βασίλεια φαίνεται να επιβίωσαν για περισσότερο από οκτώ αιώνες.
Η μακρά διάρκεια των κυπριακών πολιτειών δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη του συντηρητισμού των Κυπρίων και της αδυναμίας τους να υιοθετήσουν πιο σύνθετες μορφές διακυβέρνησης. Είναι προφανές, ότι αυτή οφείλεται, εκτός των άλλων, και στην ευελιξία με την οποία οι φορείς της κεντρικής εξουσίας ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις κάθε εποχής. Η ένταξη τους σε μεγάλους πολιτειακούς σχηματισμούς, όπως ήταν η Νεο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία (707-612 π.Χ.) ή το αχανές κράτος των Αχαιμενιδών (545-332 π.Χ.), όχι μόνο δεν οδήγησε στην εξαφάνιση τους, αλλά αντιθέτως φαίνεται να συνέβαλε στη διεύρυνση του πολιτικού, οικονομικού, πολιτιστικού και ιδεολογικού τους ορίζοντα. Η οικονομική ανάπτυξη που παρατηρείται στο νησί κατά τους χρόνους αυτούς, αποτυπώνεται στους επιβλητικούς βασιλικούς τάφους της Σαλαμίνας και στα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα. Οι περίτεχνες βασιλικές κλίνες, θρόνοι, περιδέραια, σφραγίδες, σκήπτρα, μνημειακά ανάκτορα, βασιλικές επιγραφές, νομίσματα συνιστούν ενδείξεις ύπαρξης ενός μοναρχικού συστήματος διακυβέρνησης πλήρως ανεπτυγμένου12. Αυτό προϋποθέτει δυναμική διαμόρφωση μιας πολύπλοκης βασιλικής ιδεολογίας, η οποία όσες επιδράσεις και αν δέχτηκε, πρέπει να παραδεχτούμε ότι διακρίνεται από αξιοσημείωτη πρωτοτυπία. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε πολύ συνοπτικά να επισημάνουμε εκείνες τις εκφάνσεις της βασιλικής ιδεολογίας, που μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η μακρά διάρκεια των κυπριακών πολιτειών.
Κατά νόμον βασιλεία
Η κυπριακή βασιλεία ήταν κληρονομική. Ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να λειτουργήσει σύμφωνα με τους πατροπαράδοτους κανόνες άσκησης της εξουσίας, σεβόμενος τα βασιλικά στερεότυπα και τις ιδεολογικές συμπαραδηλώσεις τους. Αυτό διασφάλιζε, τόσο σε θεωρητικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο, την νομιμότητα της εξουσίας του. Υπό αυτή την έννοια η κυπριακή μοναρχία ήταν μια κατά νόμον βασιλεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο βασιλιάς υπάκουε σε γενικά αποδεκτούς γραπτούς νόμους. Σημαίνει ότι η ανεξέλεγκτη εξουσία του, περιοριζόταν από μια σειρά από εθιμικούς αλλά και θεσμικούς κανόνες, τους οποίους και όφειλε να σεβαστεί. Εν ολίγοις, ο τρόπος άσκησης της εξουσίας θα έπρεπε να αποτελεί την ορατή και απτή εγγύηση της συνέχειας του βασιλείου.
Eίναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο μονάρχης, έφερε τον ίδιο τίτλο που έφεραν και οι προκάτοχοι του, δηλαδή αυτόν του βασιλιά (στην κυπροσυλλαβική pa-si-le-wo-se). Αυτό τεκμαίρεται επαρκώς από το πρωτογενές υλικό, κυρίως από επιγραφές και νομίσματα, τόσο της αρχαϊκής, όσο και της κλασικής εποχής και δεν αφορά μόνο τους Έλληνες βασιλείς του νησιού, αλλά και τους Φοίνικες που φέρουν τον αντίστοιχο τίτλο στα φοινικικά (mlk)13. Δεν πρόκειται για απλό συμβολισμό, αλλά για κάτι που φανερώνει πραγματική έγνοια διασφάλισης της πολιτικής αλλά και ιδεολογικής συνέχειας του βασιλείου. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, όταν ο Ευαγόρας ο Α΄ υιοθέτησε το ελληνικό αλφάβητο, τόσο στις βασιλικές επιγραφές, όσο και στα νομίσματα του, δεν έπαψε να χρησιμοποιεί πρωτίστως την κυπροσυλλαβική, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κρίσιμες εκφάνσεις της βασιλικής ιδεολογίας της Σαλαμίνας είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη χρήση αυτής της γραφής, την οποία χρησιμοποιούσαν βεβαίως οι προκάτοχοι του. Εν ολίγοις, η χρήση του τίτλου «βασιλέας» συμβόλιζε, μεταξύ άλλων, και παραδοχή της οργανικής συνέχειας της πολιτείας. Σε αυτό το σημείο δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε την εξαιρετική σημασία που θα πρέπει να είχε η διαμόρφωση και διατήρηση μιας συλλογικής μνήμης, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αρμονική συνύπαρξη των μελών μιας αυστηρά ιεραρχημένης κοινωνίας.
Μνήμη και βασιλική ιδεολογία
Η ανάπτυξη της επικής ποίησης στις αυλές των βασιλέων της αρχαϊκής Κύπρου, και η διαμόρφωση επικών κύκλων, οι οποίοι παρεμπιπτόντως ήταν προγενέστεροι των ομηρικών και είχαν πανελλήνια απήχηση, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη δημιουργία της εικόνα του ήρωα-βασιλιά14. Ο κοσμοπολίτης Ηρόδοτος σκιαγραφεί με υπέροχο τρόπο την ηρωική διάσταση της κυπριακής μοναρχίας15, όπως κάνει επίσης ο Ισοκράτης στον Ευαγόρα. Ο δε τελευταίος βασιλιάς της Σαλαμίνας Νικοκρέοντας αυτοσυστήνεται στον πανελλήνιους αγώνες προς τιμήν της Ήρας στο Άργος ως απόγονος θειοτάτων προσώπων, τα οποία και τοποθετεί σε ένα πολύ μακρινό ηρωικό παρελθόν16. Εντούτοις, ο Νικοκρέοντας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον πατέρα του, Πνυταγόρα, θέλοντας έτσι να τονίσει εμφατικά την αδιάσπαστη συνέχεια της βασιλικής οικογένειας των Τευκριδών17.
Η ανάμνηση όμως αυτού του παρελθόντος δεν μπορεί να είναι μόνο διανοητική κατασκευή. Για να είναι ουσιαστική και αποτελεσματική θα πρέπει επίσης να διαχυθεί σε όλο το μήκος και πλάτος του βασιλείου. Θα πρέπει να υποθέσουμε, ότι η θεατρική αναπαράσταση στο δημόσιο χώρο, βασιλικών συμβόλων, εικόνων, αγαλμάτων ή ακόμη και εντυπωσιακών ταφικών μνημείων, όπως επίσης και η μαζική συμμετοχή των υπηκόων σε βασιλικές τελετές, - όπως για παράδειγμα η τελετή αναγόρευσης του νέου βασιλιά ή η νεκρική του πομπή, οι πανηγυρικές τελετές ανάμνησης σπουδαίων κατορθωμάτων, οι τελετές προς τιμήν των πολιούχων θεοτήτων-, συνέβαλαν αποφασιστικά στη σφυρηλάτηση ενός κοινού για όλους τους υπηκόους της πόλης, παρελθόντος, με τον βασιλιά να είναι ασφαλώς το κοινό σημείο αναφοράς μιας αυστηρά ιεραρχημένης κοινωνίας. Δεν σημαίνει όμως ότι η συλλογική μνήμη παρέμενε εγκλωβισμένη σε ένα άτεγκτο ιδεολογικό περιβάλλον. Είναι αυτονόητο, ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα καθίστατο ξένη προς τα ιστορικά συμφραζόμενα, τα οποία επηρέαζαν καθοριστικά τόσο τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, όσο και τις ιδεολογικές της αναπαραστάσεις.
Η προσήλωση σε ένα αυστηρά μοναρχικό εθιμικό και θεσμικό πλαίσιο άσκησης της εξουσίας δεν εμπόδιζε σε καμιά περίπτωση έναν νέο μονάρχη να απαλλαγεί από ορισμένες παλαιότερες πρακτικές και να επιχειρήσει τον πολιτικό, αλλά και ιδεολογικό εκσυγχρονισμό του βασιλείου. Η μακρά διάρκεια των κυπριακών πολιτειών οφείλεται εκτός των άλλων και στην ευελιξία, με την οποία οι φορείς της κεντρικής εξουσίας ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις κάθε εποχής. Η δυναμική εξέλιξη των θεσμών, αλλά και οι επιτυχείς μεταπλάσεις της βασιλικής ιδεολογίας ήταν συχνά άμεσα συνυφασμένες με τα ιστορικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα. Φαίνεται λοιπόν, ότι η προσαρμοστικότητα των βασιλείων στο διαρκές μεταβαλλόμενο διεθνές, αλλά και εσωτερικό περιβάλλον δεν υπήρξε επιφανειακή αλλά ουσιαστική. Μια σύντομη επισκόπηση των ιδρυτικών μύθων των κυπριακών πολιτειών μπορεί να φωτίσει όψεις αυτού του ζητήματος.
Ιδρυτικοί Μύθοι και βασιλική ιδεολογία
Οι ιδρυτικοί μύθοι των κυπριακών βασιλείων, αποτελούν μέρος του επικού κύκλου των Νόστων, αφηγήσεων σύμφωνα με τις οποίες η επιστροφή των Αχαιών στην πατρίδα τους μετά την κατάληψη της Τροίας, συνοδεύτηκε από νέες περιπέτειες που τους οδήγησαν σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου όπου και ίδρυσαν νέες πόλεις18. Σύμφωνα με τη φιλολογική παράδοση ο Τεύκρος, καταγώμενος από τη Σαλαμίνα του Σαρωνικού, ίδρυσε τη Σαλαμίνα της Κύπρου, ο Αγαπήνορας βασιλιάς της Τεγέας και επικεφαλής των στρατευμάτων της στην Τροία, την Πάφο, o Λακαιδέμονας Πράξανδρος τη Λάπηθο, ο Ακάμας και ο Δημοφώντας τους Σόλους. Η συμμετοχή των Κυπρίων βασιλέων στη διαμόρφωση αυτών των διηγήσεων ήταν καθοριστική και δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση διανοητικά κατασκευάσματα των Αθηναίων του 5ου – 4ου αι. π.Χ. Στην πραγματικότητα, η δημιουργία ενός ηρωικού παρελθόντος ήταν μια εξαιρετικά δυναμική διαδικασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ιδρυτικός μύθος της Σαλαμίνας.
Ο ομηρικός ήρωας Τεύκρος, φτάνοντας στην πατρίδα του μετά την άλωση της Τροίας, αντίκρισε τη μῆνιν του πατέρα του, Τελαμώνα, περίφημου βασιλιά της Σαλαμίνας του Σαρωνικού. Η ρήξη των σχέσεων τους οφειλόταν στην αποτυχία του Τεύκρου να υπερασπιστεί τον ετεροθαλή αδελφό του, Αίαντα, ο οποίος αυτοκτόνησε μη μπορώντας να αποδεχθεί το γεγονός, ότι ο Οδυσσέας και όχι ο ίδιος επικράτησε στον αγώνα με έπαθλο τα όπλα του Αχιλλέως. Έτσι, καταδικασμένος να μη ξαναδεί τη γενέθλια γη πήρε τον οδό της εξορίας, η οποία τον οδήγησε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε μια νέα πόλη, τη Σαλαμίνα. Όμως, ο Νόστος του Τεύκρου δεν αποτελεί παρά τον πυρήνα μιας ιστορίας, η οποία μεταπλάθεται κατά τρόπο εντυπωσιακό από συγγραφέα σε συγγραφέα. Ο Πίνδαρος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Ισοκράτης, οι ίδιοι οι βασιλείς της Σαλαμίνας προσέθεταν ή αφαιρούσαν στοιχεία, επιχειρώντας να εντάξουν τον μύθο στα ιστορικά συμφραζόμενα, τα οποία εντέλει καθόριζαν και τη μορφή που έπαιρνε.
Σε αυτό το πλαίσιο καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός, ότι ο τελευταίος βασιλιάς της Σαλαμίνας, Νικοκρέοντας, επαναχαράσσει το γενεαλογικό του δέντρο, έτσι ώστε να αναδείξει τα στοιχεία εκείνα που θα του επέτρεπαν να παρουσιαστεί ως συγγενής του Μέγα Αλέξανδρου, ο οποίος από το 332 π.Χ., είχε ενσωματώσει τις κυπριακές πόλεις στο βασίλειο του19. Ο ευφυής τρόπος, με τον οποίο Νικοκρέοντας εξασφάλισε στο βασίλειο του εξαιρετικά προνομιούχα μεταχείριση από τον Αλέξανδρο και τους Διαδόχους του τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Πτολεμαίο Α΄.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημάνουμε το γεγονός ότι, η ένταξη των κυπριακών πόλεων στη μεγάλη περσική αυτοκρατορία, επηρέασε και τον τρόπο που ορισμένοι βασιλείς αναπαριστούσαν το μακρινό τους παρελθόν. Αυτό μαρτυρεί η εμφάνιση του Περσέα στην κυπριακή βασιλική εικονογραφία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι ίδιοι οι Πέρσες μονάρχες παρουσίαζαν τον μυθικό βασιλιά του Άργους ως έναν από τους προγόνους τους20. Υπό το φως αυτής της παρατήρησης θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι κάποιοι από τους βασιλείς επιδίωκαν, χωρίς βεβαίως να αποποιηθούν την ταυτότητα τους, να αναζητήσουν τρόπους ανάδειξης μιας έστω επίπλαστης ιδεολογικής συγγένειας με τον Μέγα Βασιλέα των Περσών.
Πριν ολοκληρώσουμε αυτή την ενότητα, θεωρούμε αναγκαίο να προβούμε στην εξής παρατήρηση. Είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε, ότι η προσπάθεια διατήρησης ζωντανής της ανάμνησης της καταγωγής της βασιλικής οικογένειας, είτε μέσω της γλώσσας, είτε μέσω των ηρωικών διηγήσεων δεν αποτελεί αυθαίρετη επιλογή των βασιλέων. Στοχεύει στην ιστορικοποίηση ενός γεγονότος πολύ μακρινού αλλά πραγματικού: της άφιξης των προγόνων τους στην Κύπρο.
Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε μια εσφαλμένη κατά την άποψή μας αντίληψη, σύμφωνα με την οποία μια από τις εκφάνσεις της κυπριακής βασιλικής ιδεολογίας είναι και η χωρίς όρια πολυτέλεια μέσα στην οποία ζούσαν οι μονάρχες.
Βασιλικά Συμπόσια και βασιλική ιδεολογία
Ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές, αναφέρεται εκτεταμένα στον άσωτο βίο των Κυπρίων βασιλέων, τις σπάταλες και στις πολυτελείς τους συνήθειες που έφταναν τα όρια της ὕβρεως. Δυστυχώς, χωρίς να κατονομάζει αναφέρεται σε ένα νεαρό βασιλιά από την Πάφο, ο οποίος απολάμβανε τρυφηλή ζωή, πλαγιασμένος σε μια κλίνη που είχε ασημένια πόδια, στρωμένη με υφάσματα από τις Σάρδεις και την Αμοργό την ίδια ώρα που το κεφάλι του ακουμπούσε σε πολυτελή, λινά μαξιλάρια21. Την πολυτέλεια της βασιλικής αυλής δεν παραλείπει να χλευάσει και ο κωμικός ποιητής Αντιφάνης, που αναφέρεται σε ένα βασιλιά και πάλι από την Πάφο, ο οποίος έραινε τον εαυτό του με μύρα από την Συρία, απολαμβάνοντας τις υπηρεσίες πολλών δούλων22. Επιπλέον, σε ένα από τα πιο γνωστά κείμενα, όπου μαρτυρείται η άσωτη ζωή των Κυπρίων μοναρχών ο Αθήναιος κάνει λόγο για τα μεγάλα και εντυπωσιακά συμπόσια που οργάνωνε ο Νικοκλής, τα οποία ξεπερνούσαν σε τρυφηλότητα αυτά του βασιλιά της Σιδώνας, Στράτωνα, που με τη σειρά του οργάνωνε εξαίσια συμπόσια και ξεπερνούσε όλους τους ανθρώπους στην ηδονιστική ζωή και την πολυτέλεια23.
Πρέπει να επισημάνουμε ευθύς αμέσως το εξής: η πρόσληψη αυτών των κειμένων ως «ιστορικών πηγών» οδηγεί σε απλουστευμένες προσεγγίσεις, που δημιουργούν μια στρεβλή εικόνα για την κυπριακή βασιλεία. Είναι αυτονόητο, ότι τα κείμενα αυτά αναπαράγουν στερεότυπα των Ελλήνων συγγραφέων σχετικά με την τρυφή και την πολυτέλεια των βασιλικών αυλών. Στα μάτια τους επρόκειτο για μια βαρβαρική συνήθεια, που φανέρωνε την ανεξέλεγκτη εξουσία του Πέρση μονάρχη και υπενθύμιζε εμμέσως το χάσμα που τον χώριζε από τους υπηκόους του. Αυτή η εικόνα ερχόταν σε αντίθεση με τα αριστοκρατικά συμπόσια, όπου οι συμμετέχοντες ήταν ισότιμοι και εκφράζονταν ελεύθερα.24.
Είναι αναγκαίο, να εξετάσουμε με μεγαλύτερη προσοχή αυτά τα κείμενα και με αφορμή το κείμενο του Αθήναιου για τον Νικοκλή να επιχειρήσουμε να φωτίσουμε λιγότερο προβεβλημένες εκφάνσεις της κυπριακής βασιλικής ιδεολογίας.
Νικοκλής και τα βασιλικά συμπόσια
Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου του Ισοκράτη αλλά και άλλων πρωτογενών πηγών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Νικοκλής υπήρξε ένας ικανός βασιλιάς, που μεθοδικά προσπάθησε να επουλώσει τις πληγές που άφησε ο δεκαετής πόλεμος με τους Πέρσες, στο διάστημα 392/1-381/0 π.Χ.. Ο συνετός τρόπος άσκησης των καθηκόντων του συνέβαλε καθοριστικά στην πολιτική και οικονομική ανασύνταξη του βασιλείου25. Θα προσθέταμε ότι εξίσου επιδέξια χειρίστηκε ζητήματα που άπτονταν της βασιλικής ιδεολογίας. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, αυτό μαρτυρούν τα κείμενα του Αθήναιου, αφού τα συμπόσια στα οποία αναφέρεται, δεν αποτελούν παρά ιδιαίτερες αναπαραστάσεις της βασιλικής ιδεολογίας.
Το εξαιρετικά πλούσιο τραπέζι συμβόλιζε πρωτίστως την υλική και πολιτική υπεροχή του μονάρχη έναντι της αριστοκρατίας αλλά και όλων των υπηκόων του. Εμφανιζόταν ως ο φιλάνθρωπος ευεργέτης των μελών της βασιλικής οικογένειας και των αξιωματούχων του, στους οποίους προσέφερε δώρα κατά τη διάρκεια του δείπνου, όπως επίσης και τη δυνατότητα να μοιραστούν μαζί του πολύτιμα υλικά αγαθά. Αυτή η πρακτική, που δεν αποτελούσε παρά μια πολιτική τέχνη είχε, εκτός των άλλων, συγκεκριμένη στόχευση: την εξασφάλιση της εύνοιας των μελών της αριστοκρατικής ελίτ, η οποία παρέμεινε πολιτικά, αλλά και ιδεολογικά εξαρτημένη από τον μονάρχη. Δεχόμενοι τα δώρα του βασιλιά και απολαμβάνοντας τη γενναιόδωρη φιλοξενία του, επιβεβαίωναν με τον πλέον επίσημο τρόπο την αποδοχή της εξουσίας του μονάρχη, αλλά και την υποτελή τους θέση. Επιπλέον, θα πρέπει να σκεφτούμε, ότι κατά τη διάρκεια του συμποσίου, συναγωνίζονταν μεταξύ τους για τους ποιος θα αποκτήσει την εύνοια του βασιλιά, πράγμα που τους καθιστούσε ανταγωνιστές. Η όλη διαδικασία υπάκουε σε ένα τελετουργικό που επιβεβαίωνε την αυστηρά ιεραρχημένη μορφή διακυβέρνησης: πρόκειται για ένα βασιλικό συμπόσιο, όπου τονιζόταν εμφατικά με κάθε τρόπο η υπεροχή του μονάρχη26.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνεύσουμε και τα «ανέκδοτα», σχετικά με την ελάχιστη ανοχή που είχαν οι Κύπριοι μονάρχες απέναντι σε όσους κατέκριναν ή προέβαιναν σε άστοχα σχόλια για το πρόσωπο τους κατά τη διάρκεια αυτών συμποσίων. Όπως είναι γνωστό, ένα από τα πρώτα θύματα της μοναρχίας είναι η ελευθερία στην έκφραση, δηλαδή η παρρησία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο φιλόσοφος Μενέδημος, κόντεψε να χάσει τη ζωή του όταν σε ένα βασιλικό συμπόσιο στην Σαλαμίνα, προκάλεσε την οργή του βασιλιά Νικοκρέοντα, ο οποίος δυσανασχέτησε με την επίμονη του καλεσμένου του να αμφισβητεί τον λόγο του μπροστά στους υπόλοιπους καλεσμένους του27. Τραγικό τέλος είχε και ο φιλόσοφος Ανάξαρχος, που πρόσβαλε άσχημα τον Νικοκρέοντα μπροστά στο βασιλιά Αλέξανδρο28.
Αυτά τα «ανέκδοτα» δεν προδίδουν τυραννική νοοτροπία ή έλλειψη παιδείας από τους Κύπριους βασιλείς. Οι κυπριακές πολιτείες δεν ήταν δημοκρατικές, αλλά μοναρχικές και ο μονάρχης δεν μπορεί να δέχεται την κριτική ή την αμφισβήτηση σε δημόσιο χώρο. Η απάντηση του σε αυτά τα φαινόμενα πρέπει να είναι άμεση και δυναμική, φροντίζοντας έτσι να αποτρέψει τη διασάλευση της τάξης. Δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης ή ακόμη και κριτικής των βασιλικών αποφάσεων έχει μόνο ένας μικρός αριθμός ατόμων, οι φίλοι του μονάρχη, με τους οποίους καθορίζει σε ιδιωτικές συνευρέσεις βασικές πτυχές της πολιτικής του.
Τέλος, είναι προφανές ότι με τα βασιλικά συμπόσια, ο μονάρχης φροντίζει να εντυπωσιάσει όχι μόνο τους υπηκόους του, αλλά και τους άλλους βασιλείς. Το πλούσιο τραπέζι, στρωμένο με πολύτιμα υλικά αγαθά, από διάφορες περιοχές του κόσμου, διανθισμένο με την παρουσία ξένων καλεσμένων, όπως φιλοσόφων, τραγουδιστών, ηθοποιών, καλλιτεχνών, συμβολίζει την δυνατότητα του μονάρχη να μετατρέπει την βασιλική αυλή σε μικρογραφία της οικουμένης29.
Είναι προφανές, ότι ο Νικοκλής και ενδεχομένως και άλλοι Κύπριοι βασιλείς, μιμούνται τα περσικά βασιλικά συμπόσια30. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι υιοθετούν άκριτα περσικούς βασιλικούς θεσμούς: ο βασιλιάς έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι απαιτείται συγκερασμός ετερόκλητων στοιχείων. Από τη μια είναι η μητρόπολη του βασιλείου του, η Αθήνα, της οποίας άλλωστε είναι και πολίτης. Γνωρίζει όμως, πως ιδεολογικοί και πολιτιστικοί δεσμοί με αυτό τον χώρο δεν πρέπει να επισκιάζουν την πολιτική πραγματικότητα, δηλαδή το γεγονός ότι είναι φόρου υποτελής στον Μεγάλο Βασιλέα. Η επιβίωση του μέσα στο κράτος των Αχαιμενιδών, προϋπέθετε την υιοθέτηση πρακτικών άσκησης της εξουσίας, που θα του εξασφάλιζαν ξεχωριστή θέση, τόσο ανάμεσα στους ντόπιους ηγεμόνες, όσο και της ευρύτερης περιοχής της Εγγύς Ανατολής, και προφανώς και της Φοινίκης. Δεν πρόκειται για πολιτικό καιροσκοπισμό και ούτε φυσικά για επαλήθευση των επιεικώς αφελών απόψεων περί του υβριδικού χαρακτήρα της κυπριακής βασιλείας. Αν τα βασιλικά συμπόσια του Νικοκλή ανταγωνίζονται αυτά του βασιλιά της Σιδώνας, Στράτωνα, και αν τα βασιλικά συμπόσια των κυπρίων μοναρχών αναπαριστούν όψεις αυτών του Πέρση βασιλιά, είναι γιατί ο ιδεολογικός, πολιτικός και πολιτιστικός ορίζοντας των κυπριακών πολιτειών εκτείνεται πολύ πιο πέρα από την Κύπρο. Με το βλέμμα διαρκώς στραμμένο στο Αιγαίο, την Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Περσέπολη οι Κύπριοι βασιλείς μετέτρεψαν τις πόλεις τους σε πολύβουες και πολύχρωμες πολιτείες.