Η μελέτη των σωζόμενων ταφικών γλυπτών από την Κύπρο αποκαλύπτει μια αδιάκοπη παραγωγή ανάγλυφων με παραστάσεις ανθρώπινων μορφών. Με εξαίρεση ορισμένα μεμονωμένα ευρήματα ανθρωπόμορφων ανάγλυφων της Μέσης Εποχής του Χαλκού, όπως στην περίπτωση του χαμηλού ανάγλυφου από τάφο στο Κάρμι1, η παραγωγή επιτύμβιων ανάγλυφων στο νησί άρχισε στο τέλος του 7ου αι. π.Χ., και έφθασε μέχρι και τον 3ο αι. μ.Χ.. Οι χαρακτηριστικές μορφές και τύποι, όπως επίσης η ιδιόμορφη τεχνοτροπία των ανάγλυφων αυτών, απαιτούν μια ανεξάρτητη προσέγγιση, όχι μόνο σε σχέση με τα καθιερωμένα ελληνικά πρότυπα.
Στην πλειονότητά τους τα ανάγλυφα προέρχονται από ερασιτεχνικές ανασκαφές του 19ου αιώνα, που πραγματοποιήθηκαν από ξένους πρόξενους και τραπεζίτες, οι οποίοι, εκτός από τα επίσημα καθήκοντά τους, ασχολούνταν στην πλειονότητά τους με αρχαιολογικές δραστηριότητες. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς είναι ο Luigi Palma di Cesnola, ο οποίος υπηρέτησε ως Αμερικανός πρόξενος στην Κύπρο και διεξήγαγε ανασκαφές σε διάφορες περιοχές σε όλο το νησί. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών είναι η έλλειψη ανασκαφικών εκθέσεων και τεκμηρίων για την τοποθέτηση και διάταξη των επιτύμβιων ανάγλυφων αλλά και για τα ταφικά συμφραζόμενα, γεγονός που περιπλέκει σημαντικά την αρχαιολογική έρευνα, η οποία σχετίζεται με την ταφική λατρεία αλλά και την ακριβή χρονολόγηση αυτών των στηλών.
Τα περισσότερα επιτύμβια ανάγλυφα βρέθηκαν στους Γόλγους, στην Αμαθούντα, στο Μάριο και στη Σαλαμίνα, ενώ αρκετά είναι άγνωστης προέλευσης. Σήμερα βρίσκονται διασκορπισμένα, μαζί με άλλες κυπριακές αρχαιότητες από τις ανασκαφές του 19ου αιώνα, σε διάφορα μουσεία, ιδίως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ανάμεσα σε αυτά το Μητροπολιτικό Μουσείο στη Νέα Υόρκη, το Λούβρο στο Παρίσι, το Μουσείο John and Mable Ringling στη Σαρασότα στη Φλόριντα των Η.Π.Α., και το Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία. Πιο πρόσφατα ευρήματα εντοπίστηκαν κυρίως σε τυχαίες ανασκαφές και φυλάσσονται στα μουσεία της Κύπρου.
Παρά τον σχετικά μικρό αριθμό επιτύμβιων ανάγλυφων που ανευρέθηκαν αποκαλύπτεται μια μεγάλη ποικιλία σχημάτων στηλών αλλά και σκηνών με μορφές και σύμβολα, που αποδεικνύουν τη συγχώνευση των διαφόρων επιδράσεων από γειτονικούς πολιτισμούς στις τοπικές παραδόσεις και αντιλήψεις.
Χρονολόγηση και τεχνοτροπική κατάταξη
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα περισσότερα από τα επιτύμβια ανάγλυφα βρίσκονται αποσπασμένα από τα αρχαιολογικά τους συμφραζόμενα, γεγονός που δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό τη χρονολόγησή τους. Ως εκ τούτου η χρονολογική τους ταξινόμηση και εξέλιξη έπρεπε να επιτευχθεί κυρίως μέσα από τεχνοτροπικές συγκρίσεις.
Στην κυπρο-αρχαϊκή περίοδο κυριαρχούν στήλες με επίκρανο αιγυπτιάζοντος κυματίου με επίστεψη δύο αντιθετικών λιονταριών σε ανακλινόμενη ή καθήμενη στάση [Εικ. 1]2. Η επίστεψη των στηλών με λιοντάρια σε ποικίλες στάσεις είχε μεγάλη παράδοση στην Κύπρο. Ήδη από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ., οι στήλες με επίκρανο αιγυπτιάζοντος κυματίου φέρουν λιοντάρια. Τα λιοντάρια εικονίζονται σε προφίλ και καταλαμβάνουν ολόκληρη την επίπεδη άνω επιφάνεια του αρχιτεκτονικού πλαισίου. Στρέφουν το κεφάλι προς τον θεατή, προβάλλουν απειλητικά τη γλώσσα και τα δόντια, σταυρώνουν τα μπροστινά πόδια και τυλίγουν την ουρά χαρακτηριστικά γύρω από το οπίσθιο πόδι. Συγκριτικά παράλληλα ανακλινόμενων λιονταριών απαντούν στην Εγγύς Ανατολή και στη Μικρά Ασία, ωστόσο, τεχνοτροπικά απέχουν αρκετά από αυτά που έχουν βρεθεί στο νησί3. Οι επιστέψεις στηλών με λιοντάρια δεν εμφανίζονται μετά τον 4ο αι. π.Χ..
Τα καθήμενα λιοντάρια σχετίζονται στυλιστικά με τα λιοντάρια που έχουν βρεθεί στη Ρόδο, στη Σάμο και στην Κνίδο, ενώ ταυτόχρονα έχουν ανευρεθεί αρκετά ολόγλυφα δείγματα σε διάφορες περιοχές της Κύπρου, όπως στο Τρίκωμο και στη Κυρά. Η χρονολογική εξέλιξη των στηλών με επίστεψη λιονταριών τεκμηριώνεται κυρίως από το σχήμα και τη μορφή της χαίτης των λιονταριών, ενώ άλλα χαρακτηριστικά παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα. Το πρωιμότερο δείγμα χρονολογείται στο τέλος του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ..
Κατά τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. εμφανίζεται σποραδικά και η επίστεψη στηλών με σφίγγες4. Η στάση του σώματος των σφιγγών συμπίπτει με εκείνη των πιο πάνω αναφερόμενων λιονταριών του 6ου αι. π.Χ.. Η τεχνοτροπική απόδοση των φτερών και της κόμης παραπέμπουν σε όμοια ολόγλυφα παραδείγματα που έχουν βρεθεί στη Κάμιρο της Ρόδου.
Παράλληλα με τους τύπους επίστεψης στηλών που προαναφέρθηκαν, στην κυπρο-αρχαϊκή περίοδο απαντούν επίσης στήλες με κόγχη με παράσταση ανθρώπινης μορφής. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί το ανάγλυφο στο Κυπριακό Μουσείο με τη μορφή νέου σε μετωπική στάση, ο οποίος φέρει τις γροθιές στους μηρούς, είναι ενδεδυμένος με χιτώνα και ιμάτιο και θυμίζει τα αγάλματα των κυπριακών Κούρων5.
Κατά την κυπρο-κλασική περίοδο τα περισσότερα ταφικά γλυπτά ακολουθούν γενικότερα τις νέες τεχνοτροπικές τάσεις της σύγχρονης γλυπτικής. Αντανακλούν δηλαδή την αυξανόμενη επιρροή της ελληνικής τέχνης στην κυπριακή καλλιτεχνική παραγωγή, σε μια περίοδο κατά την οποία ήταν αδύνατο να αγνοηθεί ο κανόνας της κλασικής μορφής και ύφους, συγκεκριμένα της υψηλής ποιότητας των αττικών επιτύμβιων ανάγλυφων του 5ου και 4ου αι. π.Χ.. Παρά τις ελληνικές επιδράσεις, οι βαθιά ριζωμένες αρχαϊκές τοπικές παραδόσεις και αντιλήψεις παρέμειναν ζωντανές, κυρίως στο εσωτερικό του νησιού.
Με βάση την αρχαιολογική έρευνα, τα κλασικά επιτύμβια ανάγλυφα διακρίνονται, σύμφωνα με την τεχνοτροπία τους, σε τρεις βασικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει στήλες βασισμένες σε κυπρο-αρχαϊκές παραδόσεις, με σποραδικές ανατολικο-ελληνικές επιδράσεις, όπως είναι τα ανάγλυφα με σκηνές συμποσίου και επίστεψη λιονταριού [Εικ. 2], καθώς επίσης τα ανάγλυφα με μορφές σε μετωπική στάση τοποθετημένες σε βαθιές κόγχες6. Η εξάπλωση των στηλών αυτών παρατηρείται από τις κεντροανατολικές περιοχές του νησιού μέχρι και τις ανατολικές ακτές, αντανακλώντας χωρίς αμφιβολία μια τοπική εργαστηριακή παραγωγή στην περιοχή των Γόλγων, η οποία ήταν γνωστή μέχρι και την πόλη της Σαλαμίνας. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει στήλες κυπριακού χαρακτήρα που μιμούνται ελληνικά πρότυπα, συγκεκριμένα, ανάγλυφα με παραστάσεις μορφών που ακολουθούν το θεματολόγιο των αττικών επιτύμβιων ανάγλυφων [Εικ. 3], π.χ. γυναίκα με δούλη, σκηνές αποχαιρετισμού ή πένθους7. Οι περισσότερες από αυτές τις στήλες έχουν βρεθεί στις βορειοδυτικές και νότιες περιοχές του νησιού. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει στήλες ελληνικής προέλευσης. Πρόκειται για εξαίρετες μαρμάρινες στήλες, οι οποίες εισήχθησαν στην Κύπρο, και έχουν βρεθεί κυρίως στο Μάριο και στο Κίτιο.
Τα κυπριακά επιτύμβια ανάγλυφα της ελληνιστικής περιόδου είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Η ασαφής εικόνα της τεχνοτροπικής εξέλιξης της κυπριακής γλυπτικής, η έλλειψη συγκρίσιμων έργων, καθώς και η συχνά αποσπασματική διατήρηση των στηλών, δημιουργούν δυσκολίες στην χρονολογική ταξινόμηση.
Οι στήλες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου εξαρτώνται τόσο από τα παραδοσιακά κυπριακά όσο και από τα ελληνικά σχήματα, όπως είναι οι κόγχες με αέτωμα που παρουσιάζουν σκηνές νεκρόδειπνου, αλλά και οι ναΐσκοι και ψευδο-ναΐσκοι με ποικίλο θεματολόγιο [Εικ. 4]8. Κατά τη διάρκεια του 3ου και 2ου αι. π.Χ. διεισδύουν στην κυπριακή γλυπτική χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πτολεμαϊκών πορτρέτων, τα οποία συνδέονται με την ένταξη της νήσου στο πτολεμαϊκό βασίλειο το 310 π.Χ.. Οι μορφές στα επιτύμβια ανάγλυφα αποκτούν προσωποποιημένα χαρακτηριστικά και κομμώσεις της εποχής, ενώ δίνεται λιγότερη σημασία στο πλάσιμο του σώματος. Το ύψος των στηλών φτάνει μέχρι και 185 εκ. και όλες οι κύριες μορφές είναι επεξεργασμένες σε ψηλό ανάγλυφο. Στο τέλος του 2ου ή πιθανόν στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. μπορεί να χρονολογηθεί μόνο ένα αποσπασματικό επιτύμβιο ανάγλυφο, το οποίο φέρει στεφανωμένο ανδρικό κεφάλι9. Η χρονολόγηση ωστόσο αρκετών περιπτώσεων περιορίζεται στο πλαίσιο του γενικού όρου «ελληνιστικό», καθώς απουσιάζουν ακόμη τα κριτήρια εκείνα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία ακριβέστερη χρονολόγηση των γλυπτών αυτών.
Στα ρωμαϊκά επιτύμβια ανάγλυφα συνεχίζεται η χρήση του κυπριακού παραδοσιακού θεματολογίου αλλά και του ιδιόμορφου τοπικού ύφους που αφομοιώνει ελληνικά στοιχεία από τον ελληνιστικό κόσμο. Ταυτόχρονα όμως υιοθετούνται χαρακτηριστικά αυτοκρατορικών πορτρέτων και πλούσιες σύγχρονες κομμώσεις. Η σειρά επιτύμβιων ανάγλυφων με σκηνές συμποσίου συνεχίζεται μέχρι το πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. και αποκτά μνημειακό μέγεθος [Εικ. 5]. Από την περίοδο των Φλαβίων μέχρι και τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., παρουσιάζονται επιτύμβια ανάγλυφα με όρθιες μορφές που μπορούν να θεωρηθούν ως επαρχιακή απόδοση των αντίστοιχων ελληνικών προτύπων και συνδέονται στενά με δείγματα του ανατολικο-ελληνικού και κυκλαδικού χώρου. Η εξέλιξη των επιτύμβιων ανάγλυφων με παραστάσεις μορφών περιορίζεται στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. σε κιονίσκους με προτομή τοποθετημένη σε μικρή κόγχη. Μετά την περίοδο της δυναστείας των Αντωνίνων, η χρήση των ανεικονικών κιονίσκων με εγχάρακτες επιγραφές ως σήματα ταφών γίνεται σταδιακά κοινή και αποδεκτή10.
Τύποι και σχήματα στηλών
Οι επιτύμβιες στήλες ομαδοποιούνται κυρίως με βάση τα σχήματά τους σε έξι βασικούς τύπους, των οποίων η εξάπλωση συχνά περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές του νησιού. Στον τύπο 1α ανήκουν οι επιτύμβιες στήλες με αιγυπτιάζον κυμάτιο και επίστεψη αντιθετικών λιονταριών [Εικ. 1] και στον 1β οι στήλες με ορθογώνιο κορμό και επίστεψη αντιθετικών σφιγγών. Στον τύπο 2 ανήκει μια χαρακτηριστική ομάδα στηλών με παράσταση νεκρόδειπνου σε κόγχη η οποία ακολουθεί μια χρονολογική εξέλιξη και υποδιαιρείται ως ακολούθως: α) στήλες με μικρή ορθογώνια κόγχη και επίστεψη λιονταριού τοποθετημένη σε στενή πιθανότατα ακόσμητη πλάκα [Εικ. 2], β) στήλες με διπλή κόγχη και αέτωμα, και γ) στήλες με μια κόγχη μεγάλων διαστάσεων και αέτωμα [Εικ. 5]. Στον τύπο 3 ανήκουν στήλες με απλή ορθογώνια κόγχη και συχνά με επίστεψη ανθεμίων. Στον τύπο 4 ανήκουν οι στήλες χωρίς πλαίσιο διακοσμημένες με ανθέμια [Εικ. 3], στον τύπο 5 οι στήλες με ναΐσκο και ψευδο-ναΐσκο [Εικ. 4] και τέλος στον τύπο 6 ανήκουν οι κιονίσκοι.
Όσον αφορά την χρονολογική συσχέτιση των τύπων στηλών, ο τύπος 1 παρατηρείται μόνο κατά την κυπρο-αρχαϊκή περίοδο, οι τύποι 2 και 3 εξελίσσονται από τον 5ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 1ο αι. μ.Χ., οι τύποι 4 και 5 παρουσιάζονται σποραδικά σε περιόδους καθώς τείνουν να εμφανίζονται περισσότερο κατά τον 4ο αι. π.Χ.. Τέλος ο τύπος 6 πιστοποιείται πλέον μόνο κατά την ρωμαϊκή περίοδο, κυρίως τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ.11.
Τυπολογία και εικονογραφικές παρατηρήσεις
Η μελέτη σχετικά με την προέλευση και την ερμηνεία των απεικονιζόμενων μορφών και μοτίβων στα επιτύμβια ανάγλυφα της Κύπρου αποκαλύπτει μια ποικιλία θεμάτων, διακριτικών συμβόλων και γνωρισμάτων που καθορίζονται από την παράδοση αλλά και την υιοθέτηση και μεταβολή ξένων στοιχείων. Η παρουσίασή τους φέρει είτε συμβολικό χαρακτήρα, είτε συμβάλλει στον αφηρωισμό του νεκρού, είτε αντιστοιχεί με τη λειτουργία τους στην καθημερινή ζωή.
Ο συμβολισμός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα ταφικά συμφραζόμενα της κυπρο-αρχαϊκής περιόδου. Τα συχνά εμφανιζόμενα μοτίβα της ημισέληνου και του ηλιακού δίσκου, ή του φτερωτού ήλιου, ανήκουν στον αστρικό συμβολισμό. Προσφέρουν μια ποικιλία ερμηνειών και σχετίζονται συνήθως με θρησκευτικές αντιλήψεις και ταφικά έθιμα. Τα θέματα αυτά υιοθετήθηκαν στην Κύπρο από τη φοινικική θρησκευτική λατρεία και ενσωματώθηκαν στα τοπικά ταφικά έθιμα. Η ερμηνεία των μοτίβων αυτών στην κυπριακή ταφική λατρεία, και κατ’ επέκταση στα επιτύμβια ανάγλυφα σχετίζεται με τον κύκλο της ζωής, το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή. Λιοντάρια και σφίγγες παρουσιάζονται ως φύλακες του τάφου [Εικ. 1]. Οι Κύπριοι είχαν πιθανότατα εμπνευστεί από την Ανατολή για τη χρήση λιονταριών στα ταφικά πλαίσια, ωστόσο η εφαρμογή των σφιγγών ήταν ήδη γνωστή στο νησί από τις ελληνικές επιτύμβιες στήλες.
Η απεικόνιση των μορφών παρέχει ενδείξεις για μια σταθερή εξέλιξη από τις αρχές του β΄ τέταρτου του 5ου αι. π.Χ. μέχρι και την ρωμαϊκή περίοδο. Η απεικόνιση του νεκρού βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος με την επιλογή: σκηνών αφηρωισμού του ιδίου [Εικ. 2], αποχαιρετισμού αγαπημένων προσώπων με το μοτίβο της δεξίωσης [Εικ. 4], καθώς και άλλων χειρονομιών που αποκαλύπτουν την οικογενειακή σχέση των απεικονιζόμενων με τον ίδιο τον νεκρό [Εικ. 5]. Το κυπριακό θεματολόγιο και η απεικόνιση των μορφών είναι στενά συνδεδεμένα με τα αντίστοιχα ελληνικά, ωστόσο ορισμένες διαφορές και τροποποιήσεις είναι ευδιάκριτες, όπως η αυστηρή μετωπική στάση ή η απόδοση των στενών οικογενειακών σχέσεων των μορφών, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις τοπικές αντιλήψεις και συνήθειες.
Μια χαρακτηριστική και ευρέως διαδεδομένη κατηγορία απεικονίσεων των επιτύμβιων ανάγλυφων της Κύπρου, αποτελούν οι σκηνές συμποσίου, γνωστές ως νεκρόδειπνα [Εικ. 2 και Εικ. 5]. Οι Κύπριοι ήταν από τους πρώτους που τοποθέτησαν σκηνές συμποσίου στις επιτύμβιες στήλες. Η αρχαιολογική έρευνα επέδειξε, ότι το συμπόσιο και ταυτόχρονα το μοτίβο του ανακεκλιμένου άνδρα θα πρέπει να προέρχεται από την Ανατολή12. Το έθιμο τέλεσης συμποσίων ξεκίνησε τον 8ο αι. π.Χ. από την αυλή της αριστοκρατίας, μεταφέρθηκε από τους Φοίνικες στην Κύπρο, στη Μ. Ασία, στη Στερεά Ελλάδα και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο13.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα το μοτίβο παρατηρείται σε ταφικό πλαίσιο για πρώτη φορά μόλις τον 5ο αι. π.Χ.. Η σκηνή του νεκρικού δείπνου απεικονίζεται σε σποραδικά δείγματα επιτύμβιων στηλών με επάλληλα πεδία από την Μ. Ασία14. Εκεί ερμηνεύεται ο ανακεκλιμένος άνδρας κατά την ανατολική αντίληψη, ως άρχοντας σε δείπνο, με σκοπό να τονιστεί η υψηλή κοινωνική θέση του νεκρού.
Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., παράλληλα με την απεικόνισή της σε μικρασιατικές επιτύμβιες στήλες, η σκηνή του νεκρικού δείπνου κάνει την εμφάνισή της και σε κυπριακά ταφικά πλαίσια15. Το νεκρόδειπνο, όπως υποδηλώνει η συχνότητα της απεικόνισής του, αποτελούσε αγαπητό θέμα στην κυπριακή ταφική τέχνη. Οι παραστάσεις σε επιτύμβια ανάγλυφα ανέπτυξαν το δικό τους χαρακτήρα, καθώς διατηρήθηκε ένας παράλληλος συνδυασμός ανατολικών και ελληνικών αντιλήψεων.
Ο συμποσιαστής εμφανίζεται με πλούσιο στεφάνι, καλοχτενισμένη κόμη και γενειάδα, συχνά με βαλάντιο και κύπελλο στο χέρι, με συνοδεία συζύγου ή παιδιού ή υπηρέτη, ή σε μια οικογενειακή σκηνή. Σε σύγκριση με τις άλλες μορφές ο ανακεκλιμένος άνδρας παριστάνεται δυσανάλογα μεγάλος, προκειμένου να τονιστεί η υψηλή του θέση στην οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα. Οι γυναίκες τοποθετούνται συνήθως στο κέντρο της κλίνης, ή ξεχωριστά σε ένα δίφρο. Πρωτότυπη, ωστόσο, είναι η εμφάνιση της ανακλινόμενης γυναίκας τον 4ο και 3ο αι. π.Χ., ενώ αντίστοιχες παραστάσεις δεν εμφανίζονται στην Ελλάδα πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο.
Άλλες απεικονίσεις κυρίως με σύνθεση ανθρώπινων μορφών αποτελούν οι σκηνές αποχαιρετισμού που θυμίζουν το γνωστό αττικό μοτίβο της καθιστής και όρθιας μορφής σε δεξίωση [Εικ. 4]. Στο πλαίσιο αυτό, η καθιστή μορφή απεικονίζει συνήθως τον νεκρό και η όρθια τη/το σύζυγο, μια δούλη, συγγενικό πρόσωπο ή ένα παιδί. Μια άλλη απεικόνιση είναι εκείνη της μητέρας, που είναι γνωστή στην Κύπρο ως «Κουροτρόφος», η οποία υιοθετήθηκε στα επιτύμβια ανάγλυφα και ενσωματώθηκε σε μια οικογενειακή σκηνή με συνοδεία παιδιών.
Ανάμεσα στις απεικονίσεις μεμονωμένων μορφών είναι εκείνες με γνωρίσματα που υποδηλώνουν την ηλικία ή την ιδιότητα των μορφών, όπως η νεαρή Αριστίλα με το μικρό πουλί στο χέρι [Εικ. 3] ή ο οπλίτης Διονύσιος με πανοπλία16. Τέλος σε ορισμένους ενεπίγραφους ταφικούς κιονίσκους απεικονίζεται σε ανάγλυφο η προτομή μιας μορφής σε κόγχη.
Τοπικοί συσχετισμοί και παραγωγή εργαστηρίων
Τεχνοτροπικά, εικονογραφικά και τυπολογικά, τα επιτύμβια ανάγλυφα παρουσιάζουν κοινά στοιχεία σύμφωνα με τον χώρο προέλευσης και εύρεσής τους. Η σημαντική παραγωγή των γλυπτών στην πεδιάδα της Μεσαορίας, όπου υπάρχει διαθέσιμος άφθονος ασβεστόλιθος, εξηγεί την πυκνή διάδοση των επιτύμβιων ανάγλυφων κυρίως στις κεντροανατολικές περιοχές της Κύπρου. Παρά τις έντονες επιδράσεις από τα εργαστήρια άλλων πολιτιστικών τοπίων, η τοπική παραγωγή των εργαστηρίων στους Γόλγους ήταν σε θέση να κρατήσει ζωντανό τον δικό της χαρακτήρα σε υψηλά ποιοτικά επίπεδα. Η σύνθεση, η εικονογραφία και το ύφος των πλείστων αρχαϊκών και κλασικών στηλών από τους Γόλγους και τα περίχωρα, βασίζονται σε κυπριακές παραδόσεις με σποραδικές φοινικικές και ανατολικο-ελληνικές επιδράσεις.
Η συστηματική παραγωγή επιτύμβιων ανάγλυφων στα εργαστήρια γλυπτικής των βορειοδυτικών και νότιων περιοχών άρχισε, με εξαίρεση ορισμένα αρχαϊκά δείγματα από την Αμαθούντα, κατά την κλασική περίοδο, και κυριαρχήθηκε από τη μίμηση ελληνικών προτύπων. Παράλληλα με τα κυπριακά ασβεστολιθικά επιτύμβια ανάγλυφα συνυπήρχαν υψηλής ποιότητας εισαγόμενες μαρμάρινες στήλες ελληνικής προέλευσης που σηματοδοτούν τις ισχυρές εμπορικές σχέσεις με τον ελληνικό κόσμο.
Η παραγωγή των επιτύμβιων ανάγλυφων βασισμένη σε παραδοσιακές κυπριακές αντιλήψεις συνεχίζεται και κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο στις κεντροανατολικές περιοχές, μέχρι την ανατολική ακτή. Οι ανατολικο-ελληνικές επιδράσεις γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, ενώ υιοθετούνται ταυτόχρονα στοιχεία της πτολεμαϊκής και αυτοκρατορικής προσωπογραφίας.
Οι στήλες των βορειοδυτικών και νότιων περιοχών κατά την ελληνιστική περίοδο ακολουθούν αυστηρά τα ελληνικά πρότυπα, ωστόσο κατά την ρωμαϊκή περίοδο παρατηρείται στις στήλες των περιοχών αυτών μια τάση συμβατικής και επαρχιακής εκτέλεσης.
Τοποθέτηση στηλών στο ταφικό περιβάλλον
Λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων, πολλά ερωτήματα εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα, σε σχέση με την τοποθέτηση των στηλών στους χώρους ταφής. Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τις νεκροπόλεις, καθώς και τα ανακριβή στοιχεία προέλευσης και τοποθέτησης των επιτύμβιων ανάγλυφων στο χώρο περιορίζουν την έρευνα σε μεγάλο βαθμό. Τεχνικές παρατηρήσεις, σποραδικές πληροφορίες από τις γραπτές πηγές καθώς και συγκρίσεις με άλλα πολιτιστικά τοπία υποδεικνύουν στο σύνολό τους, ότι τα ανάγλυφα τοποθετούνταν είτε εντοιχισμένα κατά μήκος του δρόμου του λαξευτού θαλαμωτού τάφου, είτε σε πλίνθο ή βάση στο έδαφος ακριβώς πάνω από τον τάφο ή τύμβο.
Υλικό και βαφή
Ο μεγαλύτερος αριθμός κυπριακών επιτύμβιων ανάγλυφων κατασκευαζόταν από τοπικό, μαλακό, λεπτόκοκκο ασβεστόλιθο. Όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, ο μαλακός ασβεστόλιθος ήταν άφθονος στις κεντροανατολικές περιοχές της Κύπρου, αφού αποτελεί το βασικό πέτρωμα της πεδιάδας της Μεσαορίας. Συνεπώς η παραγωγή της κυπριακής γλυπτικής συγκεντρώνεται γενικότερα στις περιοχές αυτές.
Οι επιτύμβιες στήλες από πορώδη ασβεστόλιθο, στον οποίο εντοπίστηκαν μικρά απολιθώματα οστράκων, είναι περιορισμένες αριθμητικά. Ο πορώδης ασβεστόλιθος χρησιμοποιούνταν προφανώς σπάνια, λόγω των αποτρεπτικών ιδιοτήτων του υλικού, που δυσκόλευαν την επεξεργασία λείας επιφάνειας.
Παράλληλα, λόγω των στενών εμπορικών σχέσεων με τα ελληνικά νησιά και την ηπειρωτική χώρα, έτοιμες μαρμάρινες στήλες κατέφθαναν στις παράκτιες περιοχές του νησιού όπου προσφέρονταν για χρήση.
Σε ένα μεγάλο αριθμό ασβεστολιθικών ανάγλυφων διατηρούνται ίχνη βαφής κυρίως ερυθρής, αλλά και πράσινης και κίτρινης (αρχικά πιθανώς μπλε και λευκής αντίστοιχα). Τα συγκεκριμένα ίχνη υποδηλώνουν ότι η όλη παράσταση ήταν αρχικά διακοσμημένη. Με τη βαφή αποδίδονταν συνήθως ο χώρος της σκηνής, π.χ. η είσοδος ή η διακόσμηση τοίχου ενός οίκου, αλλά και όλες οι λεπτομέρειες, όπως σχέδια και μοτίβα σε ενδύματα και αντικείμενα αλλά και η κόμη και τα χαρακτηριστικά των προσώπων.
Συμπεράσματα
Η μελέτη επιτύμβιων ανάγλυφων βασίζεται στο σωζόμενο αριθμό στηλών που φυλάσσονται σε διάφορα μουσεία εντός και εκτός Κύπρου. Ασφαλώς ο αριθμός αυτός είναι σχετικά μικρός, παρόλα αυτά ρίχνει φώς σε πολλά ερωτήματα σχετιζόμενα με την ταφική τέχνη, τις ταφικές συνήθειες αλλά και το κοινωνικό υπόβαθρο στο νησί κυρίως από τον 6ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 3ο αι. μ.Χ.. Ταυτόχρονα, μέσα από τα επιτύμβια ανάγλυφα τεκμηριώνονται οι διεργασίες επιπολιτισμού και η αφομοίωση ξένων πολιτισμικών στοιχείων στις τοπικές παραδόσεις ως αποτέλεσμα των σχέσεων του νησιού με τους γειτονικούς λαούς.
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Κύπρος διατήρησε στενές πολιτιστικές και κοινωνικές σχέσεις με την Ανατολή (τη Συρία, τη Φοινίκη, την Αίγυπτο) και τον Ελληνικό κόσμο ανά τους αιώνες. Μέσα από την ιστορία της η κυπριακή τέχνη αφομοίωσε τις επιρροές των γύρω πολιτισμών ενσωματώνοντας τις στις εγγενείς παραδόσεις, αναπτύσσοντας έτσι την δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Μέχρι πρόσφατα, ωστόσο, στον κυπριακό ιδιωματικό χαρακτήρα είχε προσδοθεί από την ευρύτερη αρχαιολογική έρευνα, ελάχιστη προσοχή. Αντίθετα, οι επιδράσεις των διαφόρων ξένων πολιτισμών που κυριαρχούσαν κατά καιρούς, θεωρήθηκαν ως μεμονωμένες τεχνοτροπικές φάσεις της κυπριακής τέχνης. Κι αυτό, πρέπει να σημειωθεί, έγινε χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διεργασίες επιπολιτισμού στην ανατολική Μεσόγειο, με την Κύπρο ως κέντρο «συνάντησης» πολιτισμών. Τούτη η επιπολιτισμική διεργασία είναι που οδήγησε στην επινόηση ενός αυτοτελούς ιδιόμορφου καλλιτεχνικού ύφους, το οποίο μπορούμε να αποκαλέσουμε, δανειζόμενοι τη φράση του Αισχύλου, ως «Κύπριο χαρακτήρ».