Η καταγραφή και μελέτη των αμυντικών έργων μιας δεδομένης περιοχής βοηθά να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίες κοινωνίες διαχειρίζονταν τις επικράτειές τους: μέσω της μελέτης του αμυντικού τους πλαισίου μαθαίνουμε για την πολιτική τους οργάνωση και για τη σχέση τους με την επικράτεια που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης στην ανατολική Μεσόγειο, η Κύπρος βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών συγκρούσεων κατά την αρχαιότητα, με αποτέλεσμα οι βασιλείς της να επιδεικνύουν συνεχή μέριμνα για την άμυνα εντός των ορίων της επικράτειάς τους.
Ο κατάλογος των αμυντικών έργων που κατασκευάστηκαν στην Κύπρο από την αρχαϊκή μέχρι και την ελληνιστική περίοδο, πιστοποιεί την κατασκευή τέτοιων έργων σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα και επιτρέπει να διακρίνει κανείς δύο βασικές περιόδους κατασκευής οχυρωματικών έργων: την κυπρο-αρχαϊκή περίοδο, ιδιαίτερα τον 6ο αι. π.Χ., και την ελληνιστική περίοδο, ιδιαίτερα τον 2ο αι. π.Χ..
Η άμυνα των κυπριακών πόλεων-βασιλείων (8ος-4ος αι. π.Χ.)
Αν και οι οχυρώσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κύπρο είναι πολλές (Νιτοβίκλα, Καυκαλιά, Μάα-Παλαιόκαστρο, Έγκωμη), δεν είναι γνωστά οχυρωματικά έργα για την περίοδο από τον 11ο μέχρι τον 8ο αι. π.Χ., με εξαίρεση τα πρώτα τείχη της Σαλαμίνας, του Ιδαλίου και του Κιτίου, που χρονολογούνται στην κυπρο-γεωμετρική ΙΙΙ περίοδο. Εκτός από τις προαναφερθείσες θέσεις, τα περισσότερα κυπριακά βασίλεια κατασκεύασαν τις πρώτες οχυρώσεις τους κατά τη διάρκεια της κυπρο-αρχαϊκής περιόδου. Φαίνεται πιθανό αυτά τα οχυρωματικά έργα εκ μέρους των κυπριακών βασιλείων να οφείλονται στην ασσυριακή και αιγυπτιακή επέμβαση στην Κύπρο, στο τέλος της γεωμετρικής ή στην αρχή της κυπρο-αρχαϊκής Ι περιόδου. Μολονότι οι γραπτές και οι αρχαιολογικές ενδείξεις δεν μαρτυρούν σημαντικές αλλαγές στο αμυντικό δίκτυο του νησιού μεταξύ του 8ου και του τέλους του 4ου αι. π.Χ., είναι δυνατό να εντοπίσουμε τέσσερις διαφορετικές φάσεις αμυντικών έργων1. Ελάχιστες πόλεις παρέμειναν ατείχιστες ή τειχίστηκαν για πρώτη φορά στην κυπρο-κλασική περίοδο. Η ελληνιστική περίοδος στην Κύπρο επιδεικνύει μια εντελώς διαφορετική αμυντική οργάνωση υπό τους Μακεδόνες κυβερνήτες.
Η κυπρο-αρχαϊκή Ι περίοδος (750-600 π.Χ.)
Στην αρχή της κυπρο-αρχαϊκής περιόδου, γύρω στα 750 π.Χ., οι γραπτές και οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν ότι σχεδόν όλες οι πρωτεύουσες των βασιλείων ήταν τειχισμένες: στην ανατολική και νότια ακτή, η Σαλαμίνα, το Κίτιο, η Αμαθούντα, το Κούριο, η Παμπούλα στην Επισκοπή, η Παλαίπαφος, οι Σόλοι, η Ταμασσός, το Ιδάλιο. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη βόρεια ακτή του νησιού αλλά από έρευνες πεδίου συνάγεται ότι οι πεδινές πόλεις (όπως οι Χύτροι ή η Κερύνεια και η Λάπηθος) δεν φαίνεται να διέθεταν προστασία. Το ίδιο φαίνεται πως ίσχυε για τους οικισμούς στις χερσονήσους του Ακάμα και της Καρπασίας, με εξαίρεση ίσως το Αφροδίσιο, όπου παρατηρούνται ίχνη ενός οχυρωματικού τείχους που όμως δεν μπορεί να χρονολογηθεί χωρίς τη διενέργεια ανασκαφών.
Στην αρχή της κυπρο-αρχαϊκής περιόδου, μολονότι τα κυπρο-γεωμετρικά τείχη του Ιδαλίου δεν ήταν πλέον σε χρήση, το Κίτιο εξακολουθούσε να προστατεύεται από τα τείχη που είχαν κτισθεί τον 9ο αι. π.Χ.. Τα τείχη της Σαλαμίνας, που οικοδομήθηκαν τον 11ο αι., ενισχύθηκαν στις αρχές του 8ου αι. π.Χ.. Σύμφωνα με τις ανασκαφές του F.-G. Maier στον λόφο του Μαρτσέλλου, η Παλαίπαφος οχυρώθηκε για πρώτη φορά στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ.2. Πρόσφατα, η Μαρία Ιακώβου διατύπωσε την άποψη πως μόνο ο συγκεκριμένος λόφος τειχίστηκε τον 8ο αι. π.Χ.3. Είναι πιθανό ο δεύτερος λόφος της Παλαιπάφου, του Χατζηαμπντουλλά, να ήταν επίσης τειχισμένος, καθώς και εκεί εντοπίστηκαν ίχνη ενός ισχυρού τοίχου, που θα μπορούσαν όμως να χρονολογούνται λίγο αργότερα.
Οι οχυρώσεις αυτές της πρώτης φάσης είχαν πλίνθινη ανωδομή που εδραζόταν σε λίθινη βάση. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., στην τελευταία φάση της ανεξαρτησίας των βασιλείων, οι οχυρώσεις αυτές δεν χρησιμοποιούνταν πλέον. Θα μπορούσαν άραγε τα οχυρωματικά τείχη του Κιτίου, της Επισκοπής-Παμπούλα (φάση 4), της Παλαιπάφου (φάση 2) να εγκαταλείφθηκαν χάρη σε μια ειρηνική περίοδο μεταξύ του τέλους του 7ου και των αρχών του 6ου αι. π.Χ.; Η ανασκαφική έρευνα όμως, παρέχει επίσης ενδείξεις βίαιης καταστροφής που έλαβε χώρα γύρω στο 700 π.Χ., ιδιαίτερα στη Σαλαμίνα, στο Ιδάλιο και ενδεχομένως στο Κίτιο. Ο συσχετισμός αρχαιολογικών τεκμηρίων και ιστορικών γεγονότων είναι βέβαια δύσκολος. Η απουσία σαφώς τεκμηριωμένων επιθέσεων εναντίον της Κύπρου στο τέλος του 7ου αι. π.Χ. δεν σημαίνει πως το νησί δεν βρισκόταν υπό την απειλή εισβολής (σύμφωνα με τον Ηρόδοτο [2.182], οι φαραώ Απρίης και, κατόπιν, Άμασις, φαίνεται πως διεξήγαγαν ναυτικές επιχειρήσεις στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου μεταξύ του 588 και 579 π.Χ. και, ακολούθως, μεταξύ του 569 και 559 π.Χ.). Οι βίαιες καταστροφές στο εσωτερικό του νησιού όμως θα μπορούσαν επίσης να συνδέονται και με εσωτερικούς πολιτικούς παράγοντες ή με έριδες μεταξύ των βασιλείων, γεγονότα για τα οποία όμως δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα.
Η κυπρο-αρχαϊκή II περίοδος (600-480 π.Χ.)
Ο 6ος αι. π.Χ. αποτελεί περίοδο συστηματικής κατασκευής αμυντικών τειχών. Πρόσφατες έρευνες στην Αμαθούντα έδειξαν πως η πρώτη φάση του βόρειου οχυρωματικού περιβόλου χρονολογείται γύρω στα 600 π.Χ. [Εικ. 1], ενώ η κατασκευή του τείχους αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού του βόρειου τμήματος της πόλης. Πράγματι, αυτός ο οχυρωματικός περίβολος, που διασταυρωνόταν με τον δρόμο που διερχόταν από την κεντρική πύλη και κατευθυνόταν προς την αγορά, συνδεόταν με μια μεγάλη πλατεία στην οποία ανασκάφηκε ένα μικρό ιερό. Επίσης γύρω στο 600 π.Χ. κτίζεται ένας ισχυρός τοίχος στο λόφο του Χατζηαμπντουλλά στην Παλαίπαφο, που στο εσωτερικό του μέτωπο συνδεόταν με ένα καλοκτισμένο οικοδόμημα διαστάσεων 42x43 μέτρων. Δεν μπορούμε να πούμε όμως αν ο τοίχος αυτός αποτελούσε μέρος του περιβόλου του εν λόγω κτηρίου αποκλειστικά, ή τμήμα της οχύρωσης ολόκληρου του λόφου. Στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. κτίστηκαν τα πρώτα τείχη της Ταμασσού, ενώ περί το 500 π.Χ. ανοικοδομήθηκαν τα τείχη του Κιτίου, της Επισκοπής-Παμπούλα (φάση 5) και του λόφου Μαρτσέλλου στην Παλαίπαφο. Στο ίδιο διάστημα αποκαταστάθηκε και το τείχος του Ιδαλίου.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Κύπρο τις οποίες αναφέρει ο Ηρόδοτος (5.103-105, 115), αποτελούν terminus ante quem για την κατασκευή ή αποκατάσταση οχυρωματικών τειχών κατά την κυπρο-αρχαϊκή ΙΙ περίοδο: η Σαλαμίνα και η Αμαθούντα πολιορκήθηκαν από τον Ονήσιλο το 498 π.Χ. και άλλες πόλεις, όπως οι Σόλοι, κατακτήθηκαν από τους Πέρσες το 497 π.Χ.. Οι οχυρώσεις της Ταμασσού και της Παλαιπάφου θα μπορούσαν, επομένως, να έχουν καταστραφεί κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας. Περαιτέρω, η χάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου, που αναφέρεται στην αντίσταση της πόλης κατά την πολιορκία της από τους Μήδους και τους Κιτιείς, την οποία ο E. Gjerstad χρονολόγησε πριν από το 470 π.Χ., υποδηλώνει πως το Ιδάλιο του 5ου αι. π.Χ. προστατευόταν από τις νέες οχυρώσεις που είχαν ίσως κτιστεί κατά την κυπρο-αρχαϊκή ΙΙ περίοδο.
Για ποιο λόγο αυτές οι πόλεις χρειάστηκε να κατασκευάσουν ή να επισκευάσουν τα τείχη τους κατά το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ.; Υπήρχαν άραγε εντάσεις μεταξύ των βασιλείων; Δεν διαθέτουμε πληροφορίες που να τεκμηριώνουν αυτό το ενδεχόμενο, με εξαίρεση την περίπτωση του Ονήσιλου. Θα μπορούσαν οι επεμβάσεις στα τείχη να σχετίζονται με τους Πέρσες; Αυτές οι οχυρώσεις, τις οποίες οι Πέρσες πολιόρκησαν το 498/497 π.Χ., είχαν πιθανότατα οικοδομηθεί από τους Κύπριους βασιλείς ως άμυνα ενάντια στην περσική απειλή, σίγουρα μετά την πτώση των Σάρδεων. Δεδομένου ότι οι Κύπριοι βασιλείς είχαν υποστηρίξει τις περσικές δυνάμεις στη Βαβυλώνα το 538 π.Χ. και είχαν παραδοθεί άνευ όρων στον Καμβύση το 527/526 π.Χ., ο Πέρσης ηγεμόνας θα μπορούσε να έχει ανεχτεί τις προϋπάρχουσες οχυρώσεις. Ως τμήμα πλέον της πέμπτης σατραπείας του Αχαιμενιδικού βασιλείου και εφόσον πλήρωναν τον ετήσιο φόρο υποτέλειας, οι Κύπριοι βασιλείς απολάμβαναν πραγματική αυτονομία. Μετά όμως από την ανταρσία του Ονήσιλου και την περσική αντίδραση που επακολούθησε, μόνο τα τείχη της Αμαθούντας και της Σαλαμίνας παρέμειναν ανέπαφα.
Η κυπρο-κλασική Ι περίοδος (480-400 π.Χ.)
Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., με εξαίρεση την Αμαθούντα και τη Σαλαμίνα, τα τείχη των υπόλοιπων σημαντικών πόλεων των κυπριακών βασιλείων δεν ήταν πλέον σε χρήση. Παρά ταύτα, οι αρχαιολογικές ενδείξεις και τα αρχαία κείμενα υποδηλώνουν ότι οι περισσότερες πόλεις ξαναέκτισαν γρήγορα τα τείχη τους κατά το α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.. Οι οχυρωματικές εργασίες αυτής της περιόδου πάντως ήταν πολύ μικρότερες σε έκταση, καθώς οι περισσότερες πόλεις-βασίλεια προστατεύονταν ήδη από τείχη· κατά συνέπεια, οι εργασίες αυτές είχαν κυρίως τη μορφή αποκατάστασης ή αναμόρφωσης των ήδη υπαρχουσών οχυρώσεων. Ακόμα κι αυτές οι αποκαταστάσεις όμως ήταν αρκετά σημαντικές ώστε να μας επιτρέπουν να διακρίνουμε δύο φάσεις στα οχυρωματικά έργα της κυπρο-κλασικής περιόδου: στο α΄ μισό του 5ου και στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ..
Πράγματι, τα αποτελέσματα των ανασκαφών στις οχυρώσεις του Ιδαλίου, της Ταμασσού και της Αμαθούντας φανερώνουν ότι αυτές επισκευάστηκαν ή αναμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της κυπρο-κλασικής Ι περιόδου. Το Ιδάλιο αποτελεί τη μοναδική περίπτωση κατασκευής νέας οχύρωσης: οι δύο ακροπόλεις ήταν οχυρωμένες από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όχι όμως και η κάτω πόλη. Ανάλογη φαίνεται πως ήταν και η περίπτωση της Παλαιπάφου. Τα οχυρωματικά τείχη του Ιδαλίου επεκτάθηκαν στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., περικλείοντας για πρώτη φορά την κάτω πόλη μαζί με τους δύο λόφους (Αμπελερή και Μούττη του Αρβύλη), των οποίων οι οχυρώσεις υπέστησαν τροποποιήσεις κατά την ίδια περίοδο [Εικ. 2]. Στην Ταμασσό, παρά το γεγονός οι πρώτοι οχυρωματικοί περίβολοι μπορεί να αποκαταστάθηκαν ή να επαναχρησιμοποιήθηκαν, κτίστηκε νέα οχύρωση: ο νέος τοίχος κτίστηκε, παραδόξως, αντίθετα προς τον προϋπάρχοντα, προκειμένου να τον ενισχύσει και να του προσδώσει πάχος. Στην Αμαθούντα, οι ανασκαφές στην περιοχή της νοτιοδυτικής πύλης έδειξαν ότι η αρχαϊκή πύλη και η «πύλη» του θαλάσσιου τείχους, που είχαν υποστεί φθορές πιθανότατα κατά την πολιορκία του Ονήσιλου, επισκευάστηκαν.
Οι αρχαίοι συγγραφείς επιβεβαιώνουν αυτές τις επισκευές των τειχών. Δεν αναφέρουν όμως τίποτε σχετικά με την κατάσταση των οχυρώσεων την εποχή της αποστολής του Παυσανία στην Κύπρο, το 478 π.Χ., αλλά αναφέρονται στην πολιορκία του Κιτίου, του Μαρίου και της Σαλαμίνας από τον Αθηναίο Κίμωνα το 449 π.Χ.. Επομένως, τουλάχιστον τρεις πόλεις είχαν κτίσει ή επισκευάσει τα τείχη τους στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.. Ο Ισοκράτης αναφέρει ότι τα τείχη της Σαλαμίνας είχαν επισκευαστεί μετά την πολιορκία του Κίμωνα, εφόσον ο Ευαγόρας εισήλθε στην πόλη από μια πυλίδα (Εὐαγ. 47). Επιπλέον, αναφέρει ότι ο Ευαγόρας, ως κύριος πλέον της Σαλαμίνας, όχι μόνο επισκεύασε τα τείχη της πόλης αλλά αύξησε και την περίμετρό τους, καθώς επίσης ότι έκτισε καινούργιο λιμάνι, το οποίο αναφέρει αργότερα ο Ψευδο-Σκύλαξ (103), που πιθανώς ενσωματώθηκε στα τείχη της πόλης (λιμήν κλειστός). Στη διδακτορική μας διατριβή προτείναμε μια αποκατάσταση της πορείας αυτού του νέου τείχους της πόλης και του λιμένος [Εικ. 3]. Αυτό το τείχος πολιόρκησαν το 384 π.Χ. ο Τιρίβαζος και τα στρατεύματά του, όταν οι Πέρσες επεδίωξαν να ανακόψουν τη δράση του Ευαγόρα. Φαίνεται πως αυτά τα νέα τείχη υπήρξαν αποτελεσματικά και προσαρμόστηκαν στις νέες πολιορκητικές μεθόδους, εφόσον οι Πέρσες δεν κατάφεραν να εκπορθήσουν την πόλη παρά μόνο όταν ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τον Ευαγόρα το 380 π.Χ.. Τα τείχη αυτά παρέμεναν ακόμη όρθια και αντιστέκονταν 30 χρόνια αργότερα, όταν ο Ευαγόρας Β΄ πολιόρκησε τη Σαλαμίνα από γη και θάλασσα, προσπαθώντας να επανακτήσει τον θρόνο του με τη βοήθεια της Περσίας. Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες σχετικά με την επανάκτηση της Κύπρου από τα αχαιμενιδικά στρατεύματα. Είναι πιθανό πως και οι άλλες πόλεις της Κύπρου πολιορκήθηκαν αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να το τεκμηριώνουν. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν μόνο ότι την περίοδο που εξετάζουμε, οι οχυρώσεις της Ταμασσού, του Ιδαλίου και της Αμαθούντας ήταν ακόμα σε χρήση.
Το τέλος της κυπρο-κλασικής ΙΙ περιόδου (350-321 π.Χ.)
Εξετάζοντας τα αρχαιολογικά δεδομένα, παρατηρούμε ότι στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. υπήρξε εκ νέου φροντίδα για την άμυνα των σημαντικότερων πόλεων της Κύπρου4.
Στους Γόλγους, πιθανότατα για πρώτη φορά, κατασκευάζεται οχυρωματικό τείχος. Στην Παλαίπαφο, οι οχυρώσεις του λόφου Μαρτσέλλο, οι οποίες είχαν εγκαταλειφθεί μετά την καταστροφή που υπέστησαν κατά την πολιορκία του 500 π.Χ. περίπου, ξαναχτίστηκαν. Η ανοικοδόμηση των τειχών και των πύργων που μνημονεύεται σε επιγραφή στο βωμό του ιερού της Αφροδίτης, ίσως αναφέρεται σε αυτή τη νέα φάση των οχυρώσεων (παρά στην κατασκευή του τείχους της Νέας Πάφου, όπως έχει προταθεί). Ο ανατολικός προμαχώνας στο Μάριο, χρονολογημένος στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., φανερώνει ότι πρέπει να σημειώθηκαν αλλαγές στην πορεία του τείχους την περίοδο εκείνη, καθώς ο νέος τοίχος δεν ακολουθεί την πορεία των προηγούμενων.
Επομένως, τα αρχαιολογικά δεδομένα και οι αρχαίοι συγγραφείς σκιαγραφούν την ίδια εικόνα σχετικά με την οργάνωση της άμυνας των κυπριακών πόλεων κατά την κυπρο-κλασική περίοδο. Το αμυντικό πλαίσιο της Κύπρου δε μεταβλήθηκε ουσιαστικά κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ.: οι ίδιες σχεδόν πόλεις εξακολουθούσαν να διαθέτουν τείχος ενώ, με εξαίρεση τους Γόλγους, δεν κατασκευάστηκαν νέες οχυρώσεις, τουλάχιστον όχι αντίστοιχης σημασίας με εκείνες του 6ου αι. π.Χ.. Η βασική αλλαγή παρατηρείται στον τρόπο που οργανώνεται η άμυνα των πόλεων. Στην αρχαϊκή περίοδο, φαίνεται πως προστατευόταν μέρος μόνο των πόλεων, ο πυρήνας τους, με έμφαση σε λόφους που μπορούσαν να οχυρωθούν με ευκολία, όπως η ακρόπολη της Αμαθούντας, οι δύο λόφοι της Αμπελερής και της Μούττης του Αρβύλη στο Ιδάλιο, ή ο λόφος του Μαρτσέλλου στην Παλαίπαφο. Στην κλασική περίοδο αντιθέτως, οι περισσότερες από τις «κάτω πόλεις», που ως τότε παρέμεναν εκτός των τειχών, ενσωματώθηκαν στις πιο εκτεταμένες πλέον οχυρώσεις, όπως είναι απόλυτα σαφές στην περίπτωση του Ιδαλίου. Στην Παλαίπαφο αναρωτιέται κανείς εάν ο Νικοκλής επεξέτεινε την οχύρωση της πόλης του, έστω και αν οι σχετικές αρχαιολογικές ενδείξεις ακόμα απουσιάζουν. Στη Σαλαμίνα, ο Ισοκράτης μάς αναφέρει ότι ο Ευαγόρας όχι μόνο αύξησε το τμήμα της πόλης που προστατεύονταν από τα τείχη αλλά και ότι συμπεριέλαβε σε αυτά το λιμάνι. Με την κίνηση αυτή, ο Ευαγόρας ακολούθησε πιθανότατα τα πρότυπα των κλειστών λιμένων της Φοινίκης και της Ελλάδας (Σιδώνα, Πειραιάς).
Καταλήγοντας σχετικά με τις οχυρώσεις της Κύπρου την εποχή των κυπριακών πόλεων-βασιλείων (8ος-4ος αι. π.Χ.), φαίνεται ότι ενώ ένας μεγάλος αριθμός δευτερευόντων οικισμών εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ερευνών στο νησί, κανένας από αυτούς δεν ήταν τειχισμένος, με τρεις εξαιρέσεις: το Βουνί, το Ακρωτήρι, μια θέση κοντά στο χωριό Άγιος Θεόδωρος κοντά στην Ελαία, και τους Γόλγους στη Μεσαορία. Φαίνεται επομένως πως μόνο οι «πρωτεύουσες» των βασιλείων τειχίζονταν. Επιπλέον, στις επικράτειες των βασιλείων δεν διαπιστώνονται άλλα αμυντικά έργα πέραν των οχυρώσεων που αναφέρονται παραπάνω. Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν κανένα οχυρό πλην των τειχών στο νησί ενώ πενιχρές είναι και οι σχετικές αρχαιολογικές ενδείξεις. Οι δυο εξαιρέσεις εντοπίζονται σε αμυντικά έργα στις βορειοανατολικές ακτές της Καρπασίας, στη θέση Χελώνες-Ρανί, και στη θέση Πύλα-Βίκλα, μεταξύ Ιδαλίου και Κιτίου.
Η νέα αμυντική οργάνωση του νησιού κατά την ελληνιστική περίοδο (3ος-1ος αι. π.Χ.)
Η ελληνιστική περίοδος παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σχετικά με τον αριθμό των αμυντικών έργων που έχουν καταγραφεί5. Η Κύπρος εξακολούθησε, στην πραγματικότητα, να μεριμνά για την άμυνά της ακόμα και μετά την κορύφωση των αμυντικών έργων που σημειώθηκε κατά την κυπρο-αρχαϊκή ΙΙ περίοδο. Αφότου οι περισσότεροι Κύπριοι βασιλείς συσπειρώθηκαν υπό τον Αλέξανδρο Γ΄, κατά την πολιορκία της Τύρου το 332 π.Χ., η Κύπρος βρέθηκε στο επίκεντρο διεκδικήσεων: στα όρια των κρατών των διαδόχων του Αλέξανδρου, είχε ιδιαίτερη στρατηγική και οικονομική αξία λόγω της πλούσιας ξυλείας και των πλοίων της. Αυτό εξηγεί γιατί μεγάλος αριθμός οχυρώσεων κατασκευάστηκαν στην ελληνιστική περίοδο.
Καινούργια τείχη και αμυντικά έργα extra-muros
Στη Λάπηθο, την Κερύνεια και το Ιδάλιο οι παλιές οχυρώσεις παρέμειναν σε χρήση, στην Παλαίπαφο και την Αμαθούντα διαπιστώνονται εκτεταμένες επισκευές, ενώ στη Νέα Πάφο, το Παλαιόκαστρο και τον Κόρνο κατασκευάζονται νέες οχυρώσεις. Κατά συνέπεια, ενώ οι πρωτεύουσες των αρχαίων βασιλείων, κυρίως οι παράκτιες (Αμαθούντα, Νέα Πάφος), δίνουν προτεραιότητα στην επισκευή ή ανακατασκευή των τειχών τους, μια σειρά μικρότερων πόλεων επίσης εφοδιάζονται με τείχη. Παρά το μικρό του μέγεθος, το Παλαιόκαστρο διαθέτει εξελιγμένη οχύρωση και αποτελούσε ίσως το περιφερειακό κέντρο της χερσονήσου του Κορμακίτη, εποπτεύοντας μικρότερους οικισμούς6. Ορισμένοι από τους μικρότερους οικισμούς όπως ο Κόρνος, στη βόρεια ακτή της χερσονήσου, που ενισχύθηκε με φρούριο στη θέση Άγιος Γεώργιος [Εικ. 4], επίσης επιδεικνύουν ιδιαίτερη μέριμνα για την άμυνά τους. Άλλες δευτερεύουσες πόλεις πάντως παρέμειναν ατείχιστες: Οι Χύτροι, η Καρπασία και η Ουρανία ήταν με βεβαιότητα ατείχιστες, καθώς καταστράφηκαν από τα στρατεύματα του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου, χωρίς να προηγηθεί πολιορκία. Είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι η ανακατασκευή των τειχών της Αμαθούντας και η κατασκευή του λιμανιού δεν επιτεύχθηκαν. Λιθόπλινθοι είχαν εγκαταλειφθεί στον φυσικό βράχο κατά την κατασκευή του θαλάσσιου τείχους [Εικ. 5]7.
Συγκριτικά με τις προγενέστερες περιόδους, διαθέτουμε, επομένως, περισσότερες μαρτυρίες σχετικά με τα αμυντικά δίκτυα των περιφερειών διαφόρων πόλεων της Κύπρου. Συγκεκριμένα, μπορεί να διακρίνει κανείς τρεις διαφορετικούς τύπους περιφερειακών αμυντικών έργων: οχυρώσεις / οχυρωματικά έργα που συνδέονται με πόλεις (όπως στον Κόρνο) και μικρά φρούρια (όπως στο Αλακάτι, στην οροσειρά της Κερύνειας, ή της Σάβενας, στην πεδιάδα της Μεσαορίας, 25 χιλιόμετρα δυτικά της Λευκωσίας και περίπου 20 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μύρτου), τα οποία φαίνεται πως προστάτευαν τις δευτερεύουσες πόλεις ή τις περιφέρειές τους, είτε χρησίμευαν για τηνα αποτροπή επιθέσεων, είτε ως καταφύγια. Αυτό το αμυντικό δίκτυο συμπλήρωναν μεμονωμένοι πύργοι, όπως αυτοί που εντοπίζονται στο δυτικό μέρος της χερσονήσου του Κορμακίτη. Μομονωμένα, οι δομές αυτές είχαν περιορισμένη αμυντική αξία, ενταγμένες όμως σε ένα ευρύτερο αμυντικό δίκτυο, αποτελούσαν δομικά στοιχεία που συγκροτούσαν μια αλυσίδα αμυντικών μονάδων. Αυτό αποτελεί την κύρια αλλαγή σε σχέση με ό, τι παρατηρείται κατά την κυπρο-αρχαϊκή και κυπρο-κλασική περίοδο.
Τίνος πρωτοβουλία ήταν το νέο αμυντικό δίκτυο της Κύπρου; Των Πτολεμαίων ή των Αντιγονιδών;
Αν και η Κύπρος βρέθηκε σταδιακά υπό τον απόλυτο έλεγχο των Πτολεμαίων, αυτοί ωστόσο δεν διέθεταν, αρχικά, συγκεκριμένη αμυντική πολιτική για το νησί. Αντιθέτως, φαίνεται πως για τον Πτολεμαίο Α΄ η Κύπρος δεν αποτελούσε τόπο που έχρηζε προστασίας αλλά έδρα από την οποία θα διευκολύνονταν οι επεμβάσεις στη νότια Συρία. Η Κύπρος αποτέλεσε εξάλλου τη βάση από την οποία εξαπέλυσε ναυτική επίθεση εναντίον του Δημητρίου στη Συρία, το 312 π.Χ..
Μετά την νίκη του Δημητρίου στη Σαλαμίνα το 306 π.Χ., οι Αντιγονίδες επικεντρώθηκαν στην αναδιοργάνωση των κυπριακών ακτών και της άμυνάς τους: η μικρή πόλη του Παλαιόκαστρου τειχίστηκε στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου και η κατασκευή του λιμένος και των νέων τειχών της Αμαθούντας ξεκίνησαν το 300 π.Χ. αλλά δεν ολοκληρώθηκαν. Φαίνεται πως τόσο τα προαναφερθέντα έργα όσο και το λιμάνι της Νέας Πάφου οργανώθηκαν από τον Αντίγονο και τον Δημήτριο. Οι Αντιγονίδες είχαν υπό τον έλεγχό τους το Αιγαίο ως προστάτες του Κοινού των Νησιωτών από το 315 π.Χ. αλλά καθώς είχαν ανάγκη ενός στόλου, η κατοχή της Κύπρου τους εξασφάλιζε την απαραίτητη ξυλεία για τα ναυπηγεία υπό τον έλεγχό τους στην Φοινίκη, την Κιλικία και τη Ρόδο. Το 305 π.Χ., μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Δημητρίου να καταλάβει τη Ρόδο με πολιορκία, οι Αντιγονίδες έπαψαν να έχουν τον έλεγχο του νησιού και έχασαν και τα φοινικικά λιμάνια μετά το 301 π.Χ..
Μετά την επανάκτηση της Κύπρου από τον Πτολεμαίο το 294 π.Χ., ούτε ο ίδιος ούτε οι δύο πρώτοι διάδοχοί του ενδιαφέρθηκαν για την άμυνα του νησιού. Καθώς είχαν υπό τον έλεγχό τους ισχυρές ναυτικές βάσεις στο Αιγαίο, η Κύπρος αποτελούσε γι’ αυτούς απλά και μόνο ένα παρατηρητήριο των θέσεων των Σελευκιδών ή ναυτική βάση προς τη Συρία κατά τον τρίτο Συριακό Πόλεμο (246-241 π.Χ.). Η σύναψη ειρήνης βοήθησε τον Πτολεμαίο να αποκαταστήσει τα βόρεια σύνορά του στη Συρία, να διατηρήσει το λιμάνι της Σελεύκειας και να αποκτήσει την τραχεία Κιλικία. Με την ενίσχυση των πτολεμαϊκών κτήσεων, η Κύπρος δεν είχε πια ανάγκη αμυντικής προστασίας.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Δ΄ Φιλοπάτωρος (221-204 π.Χ.), όταν η ειρήνη στην Αίγυπτο απειλήθηκε από εσωτερικές έριδες και εξωτερικούς εχθρούς, η Κύπρος έγινε θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, γεγονός που ενίσχυσε τη στρατηγική της σημασία για τους Πτολεμαίους. Υπό τον Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα, το νησί βρέθηκε και πάλι υπό την απειλή πολέμων (163-154 π.Χ.) και των πειρατών από την Κιλικία, γεγονός που πιθανότατα εξηγεί την κατασκευή πύργων κατά μήκος της δυτικής ακτής της χερσονήσου του Κορμακίτη. Ο βασιλιάς έπρεπε να ενισχύσει τη θέση του στην Κύπρο, τόσο εναντίον του Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς όσο και του ίδιου του αδελφού του, Πτολεμαίου Η΄ Ευεργέτου Β΄ Φύσκωνος που ήταν εξόριστος στην Κύπρο (143-116 π.Χ.). Δεδομένης της τεράστιας στρατηγικής σημασίας της Κύπρου γι’ αυτούς τους βασιλείς, η αμυντική οργάνωση του νησιού τέθηκε ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Από επιγραφές γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον στην Αμαθούντα8. διορίστηκε διοίκηση στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων καθώς και φρουρές και κληρούχοι. Οι τειχισμένες πόλεις βρίσκονταν κατά μήκος των ακτών, ειδικά των νότιων και δυτικών. Η νέα πρωτεύουσα του νησιού, η (Νέα) Πάφος, έγινε έδρα του στρατηγοῦ και του ναυάρχου. Πρέπει να τειχίστηκε για πρώτη φορά περί το 200 π.Χ. ενώ στο λιμάνι της θα πρέπει να κατασκευάστηκε τότε τρίτος τομέας, κατά πάσα πιθανότητα για στρατιωτικούς λόγους9. Αυτά τα νέα στοιχεία θα πρέπει να συσχετισθούν με τον ενισχυμένο ναυτικό ρόλο της Κύπρου και της Πάφου ειδικότερα, η οποία κατέστη βάση του πτολεμαϊκού στόλου από το 146 π.Χ., όταν οι Πτολεμαίοι απώλεσαν τις θέσεις τους στο Αιγαίο.
Συμπέρασμα
Κατά την κυπρο-αρχαϊκή και κυπρο-κλασική περίοδο, η άμυνα των πόλεων-βασιλείων στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στα τείχη των σημαντικότερων πόλεων (των πρωτευουσών τους). Στην ελληνιστική περίοδο διαπιστώνεται σημαντική διαφοροποίηση στην αντίληψη των αμυντικών αναγκών του νησιού. Κατά την περίοδο αυτή η προστασία των αρχαίων βασιλείων δε βασιζόταν μόνο στα τείχη των κυρίων πόλεων αλλά και σε ένα ιεραρχικό δίκτυο αμυντικών έργων: τείχη μεγάλων και μικρότερων πόλεων, φρούρια, καταφύγια και πύργοι-παρατηρητήρια.