Εισαγωγή
Οι ανθρώπινες απεικονίσεις στη γλυπτική αποτελούσαν βασική έκφραση της κυπριακής κοινωνίας. Τα πορτραίτα, απεικονίσεις πραγματικών προσώπων των δύο φύλων και διαφόρων ηλικιών, είτε είναι γνωστά σε μας είτε όχι, αποτελούσαν μέρος του τεράστιου συνόλου ανθρωπόμορφων απεικονίσεων στην Κύπρο. Τα συναντούμε με τη μορφή αναθηματικών γλυπτών από ασβεστόλιθο και μάρμαρο, στις βάσεις χαμένων τιμητικών γλυπτών των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων από χαλκό, σε ταφικά αγάλματα και ανάγλυφα από μάρμαρο, ασβεστόλιθο και πηλό, καθώς και σε νομίσματα. Τα πορτραίτα εκθέτονταν σε ιερά μέσα στις πόλεις ή τα εδάφη αυτών (περιαστικά ιερά), την εποχή δε των κυπριακών βασιλείων εκθέτονταν και σε ανακτορικά ιερά. Ταφικά πορτραίτα εκθέτονταν σε ταφικά μνημεία ή τοποθετούνταν σε τάφους. Μέχρι την ελληνιστική περίοδο τα γλυπτά πορτραίτα δεν στήνονταν σε δημόσιους χώρους εκτός των ιερών, όπως γινόταν στην αγορά των ελληνικών πόλεων, τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Η κλασική περίοδος υιοθέτησε ελληνικά πρότυπα για την παραγωγή πορτραίτων, παράλληλα όμως, εξαιτίας των ιδιαίτερων πολιτικών δομών της Κύπρου και των σχέσεών της με τον πολιτισμό της Συροπαλαιστίνης, παρήγαγε πορτραίτα ατόμων υψηλής κοινωνικής στάθμης που δεν ανευρίσκονται ποτέ στην Ελλάδα. Επιπλέον, η Κύπρος των κλασικών χρόνων εισήγαγε το ανθρώπινο πορτραίτο στην ταφική γλυπτική.
Βασιλικά πορτραίτα αρχαϊκής και κλασικής εποχής
Η πολιτική οργάνωση της Κύπρου των κλασικών χρόνων, με τη διαίρεση του νησιού σε περίπου δέκα βασίλεια, οδήγησε στην παραγωγή αναθηματικών και ταφικών πορτραίτων βασιλέων, μελών της αριστοκρατίας και υψηλόβαθμων αξιωματούχων, που φέρουν σύμβολα της εξουσίας τους.
Γλυπτά με διπλό στέμμα και ενδυμασία αιγυπτιακού τύπου ανήκουν στις πλέον ξεχωριστές απεικονίσεις μελών της ελίτ καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου. Γενικά θεωρείται ότι τα κυπριακά διπλά στέμματα δεν αποδίδονται στους φαραώ αλλά στους βασιλείς της Κύπρου. Το στέμμα εμφανίστηκε πιθανώς αρχικά ως σύμβολο εξουσίας για τους Φοίνικες βασιλείς και μέσω του Κιτίου διαδόθηκε στην Κύπρο, όπου υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό από μη-Φοίνικες βασιλείς. Ένα ύστερο αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της σειράς, ένα κεφάλι από τη θέση Μάλλουρα1, χρονολογείται στον ύστερο 5ο αι. π.Χ., όταν η Κύπρος αποτελούσε τμήμα του βασιλείου των Αχαιμενιδών. Καθώς η Μάλλουρα βρίσκεται κοντά στο Ιδάλιο, που περιήλθε υπό τον έλεγχο του βασιλέα του Κιτίου γύρω στο 450 π.Χ., η κεφαλή του Λούβρου ίσως αποτελεί πορτραίτο ενός βασιλέα του Κιτίου.
Πριγκιπικά πορτραίτα σε σαρκοφάγους
Οι τάφοι αποτελούν πολύτιμη πηγή πορτραίτων. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου, οι βασιλικοί τάφοι εφοδιάζονταν με πολύτιμα κτερίσματα και με άλογα. Από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και εξής, πορτραίτα βασιλέων και πριγκίπων απεικονίζονται σε σαρκοφάγους, είτε ως τμήματα αφηγηματικών σκηνών είτε ως εξιδανικευμένα πορτραίτα στο κάλυμμα των ανθρωπόμορφων σαρκοφάγων.
Οι σαρκοφάγοι από την Αμαθούντα και τους Γόλγους που βρίσκονται στη Νέα Υόρκη, χρονολογούνται στο β΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. και απεικονίζουν γενειοφόρους άνδρες με ελληνική ενδυμασία. Η σαρκοφάγος από την Αμαθούντα2 απεικονίζει ένα άνδρα σε άρμα, κάτω από αλεξήλιο. Φέρει κάλυμμα στην κεφαλή, ενδεικτικό ατόμων σε υψηλές κοινωνικές θέσεις. Η σαρκοφάγος από τους Γόλγους3 απεικονίζει γενειοφόρο άνδρα με ελληνική ενδυμασία πάνω σε άρμα και, σε δεύτερη ζωφόρο, σκηνή συμποσίου. Αυτές οι απεικονίσεις είναι γνωστές στην ασσυριακή και αχαιμενιδική τέχνη και ανήκουν σε σκηνές τυπικές της πριγκιπικής ζωής στη Λυκία και στην Καρία. Ο πρίγκιπας στη σαρκοφάγο της Αμαθούντας μπορεί εύκολα να ταυτιστεί με το βασιλέα της πόλης. Ο άνδρας της σαρκοφάγου των Γόλγων πιθανώς δεν είναι ο βασιλέα αλλά μπορεί να είναι ένας αριστοκράτης ή υψηλόβαθμος αξιωματούχος από τους Γόλγους, που δεν ήταν πρωτεύουσα κάποιου βασιλείου.
Ανθρωπόμορφες ανδρικές και γυναικείες σαρκοφάγοι βρέθηκαν στις πόλεις του Κιτίου και της Αμαθούντας, στη νότια ακτή της Κύπρου. Ο τύπος είναι φοινικικής προέλευσης και συνδυάζει μια αιγυπτιακή ανθρωπόμορφη σαρκοφάγο με ένα ελληνικού ύφους εξιδανικευμένο πορτραίτο στην καλυπτήριο πλάκα, στο οποίο μερικές φορές αποδίδεται ολόκληρη η μορφή. Χρονολογούνται μεταξύ του πρώιμου 5ου και των μέσων του 4ου αι. π.Χ..
Μια τέτοιου τύπου μαρμάρινη σαρκοφάγος που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στο νεκροταφείο του Κιτίου, διατηρεί ζωηρά χρώματα4. Η κόμη αποδίδεται σε πολλαπλές σειρές κομβιόσχημων βοστρύχων πάνω από το μέτωπο και άλλες που πέφτουν στους ώμους. Το μουστάκι επιβεβαιώνει ότι η μορφή είναι ανδρική, ταύτιση που ενισχύεται από το σκελετό της σαρκοφάγου, που ανήκει σε άνδρα πάνω από 25/30 ετών. Η κόμη, το μουστάκι και τα μάτια αποδίδονται με κίτρινο χρώμα, υποδηλώνοντας πιθανότατα ότι ο νεκρός είχε ξανθά χρώματα, γεγονός που προκαλεί έκπληξη καθώς ο νεκρός ήταν μάλλον φοινικικής καταγωγής ή τουλάχιστον μέλος του πριγκιπικού οίκου του Κιτίου. Περαιτέρω, το πορτραίτο επιβεβαιώνει ότι κεφάλια με μακριούς βοστρύχους που πέφτουν στους ώμους αποδίδουν άνδρες. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα με ανάλογη απόδοση της κόμης, χρονολογημένα στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., ορισμένα από τα οποία είχαν θεωρηθεί γυναικεία.
Οι περισσότερες ανθρωπόμορφες σαρκοφάγοι της Κύπρου είχαν εισαχθεί από τη Φοινίκη ή κατασκευάστηκαν στην Κύπρο από γλύπτες που είχαν εκπαιδευθεί στη Φοινίκη. Δύο από τις σαρκοφάγους είναι τοπικής τεχνοτροπίας. Μία εξ αυτών, κατασκευασμένη από ντόπιο ασβεστόλιθο, αποδίδει μια γυναικεία μορφή που το κεφάλι της καλύπτει επίβλημα5. Το επίβλημα, το τριγωνικό σχήμα του προσώπου, τα έντονα μάτια και τα μεγάλα αυτιά με ενώτια σε σχήμα ρόδακα, παραπέμπουν στα πρόσωπα των αθωρικών κιονοκράνων του πρώτου μισού του 5ου αι. π.Χ.. Επομένως, η σαρκοφάγος είχε ίσως παραχθεί σε εργαστήριο εξοικειωμένο με την κατασκευή αυτών των κιονοκράνων και θα πρέπει να χρονολογηθεί στο β΄ τέταρτο ή στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ή αποτελεί προϊόν του πρώιμου 4ου αι. π.Χ., βασισμένο στα αθωρικά κιονόκρανα. Οι κεφαλές της Αθώρ επίσης παριστάνονταν σε εξέχουσα θέση σε ταφικές στήλες των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Η νεκρή είχε ταφεί με αιγυπτιακούς σκαραβαίους, που προφανώς υποδηλώνουν μια προτίμηση για την αιγυπτιακή λατρεία.
Ανδρικά πορτραίτα
Η σαρκοφάγος από τους Γόλγους απεικονίζει έναν άνδρα με τρόπο που είναι χαρακτηριστικός του 5ου αι. π.Χ.. Ο άνδρας αυτός φέρει ανθεμωτό στέμμα με διάφορα είδη φυτών (δάφνη, βελανιδιά, ασφόδελο, κισσό), έχει μακριά γενειάδα, κοντή κόμη και ελληνική ενδυμασία που αποτελείται από μακρύ χιτώνα με κοντές χειρίδες και όμορφα πτυχωμένο ιμάτιο. Νεαροί αγένειοι άνδρες παριστάνονται επίσης ενδεδυμένοι με τον ίδιο τρόπο. Οι τεθλασμένες γραμμές στην κόμη και τη γενειάδα αγαλμάτων του γ΄ τέταρτου του 5ου αι. π.Χ. έχει συχνά ερμηνευθεί ως μίμηση έργων σε χαλκό.
Το τέλος του 5ου αι. π.Χ. σηματοδοτεί το τέλος των προσώπων που μειδιούν, αρκετές δεκαετίες αφότου τα ελληνικά γλυπτά είχαν απωλέσει το δικό τους μειδίαμα. Το γεγονός αυτό δεν αντανακλά τον συντηρητικό χαρακτήρα της κυπριακής τέχνης αλλά μια πολύ συνειδητή επιλογή και τον τρόπο με τον οποίο η κυπριακή κοινωνία επιθυμούσε να απεικονίζεται και να γίνεται αντιληπτή. Αυτός ο προφανώς αρχαϊστικός χαρακτήρας εντοπίζεται και στον τρόπο απόδοσης της κόμης. Οι σπειροειδείς βόστρυχοι ήταν δημοφιλείς κατά την ύστερη αρχαϊκή περίοδο αλλά εμφανίζονται μέχρι και τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. ή ακόμα και στον πρώιμο 3ο αι. π.Χ.. Οι άνδρες που χτενίζονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι βέβαιο πως είχαν μια εξέχουσα θέση στην κοινωνία, ήταν δηλαδή ιερείς, πρίγκιπες ή βασιλείς. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο, με το τέλος των κυπριακών βασιλείων, ο συγκεκριμένος τρόπος απόδοσης της κόμης έπαψε να χρησιμοποιείται στην τέχνη.
Στα ανδρικά αναθηματικά κεφάλια του 4ου αι. π.Χ. από ασβεστόλιθο και πηλό, τα πρόσωπα αποδίδονται σταδιακά με ρεαλιστικότερο τρόπο, αν και τα σώματα από πηλό πλάθονταν αδρομερώς, όπως στην περίπτωση των πήλινων αγαλμάτων του Μαρίου6.
Οι γενειάδες αποτελούσαν χαρακτηριστικό εικονογραφικό γνώρισμα των ώριμων ανδρών καθ’ όλη τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ.. Στην αναθηματική πλαστική του 4ου αι. π.Χ., οι γενειάδες γίνονται βραχύτερες και λιγότερο πυκνές. Ορισμένα αναθηματικά γλυπτά7, που φέρουν σπειροειδείς βοστρύχους πάνω από το μέτωπο, διαθέτουν πολύ λεπτοδουλεμένη γενειάδα, η οποία ελάχιστα διακρίνεται σήμερα και που στην αρχαιότητα θα ήταν πιθανώς επιζωγραφισμένη [Εικ. 1]. Οι γενειάδες φαίνεται πως εξαφανίζονται από την αναθηματική γλυπτική των ελληνιστικών χρόνων, οπόταν γίνονται δημοφιλείς οι φαβορίτες μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες, όπως η γενειοφόρος κεφαλή από τους Γόλγους, για την οποία έχει προταθεί μια χρονολόγηση στους πρώιμους ελληνιστικούς ή στους ύστερους κλασικούς χρόνους8.
Στην ταφική γλυπτική, γενειάδες και ενδεικτικά γνωρίσματα προχωρημένης ηλικίας, όπως γραμμές έκφρασης και ρυτίδες στο μέτωπο, ανήκουν στα σταθερά γνωρίσματα του ρεπερτορίου της εποχής9 [Εικ. 2]. Η εισαγωγή επιτύμβιων στηλών από την Αττική και από άλλες περιοχές της Ελλάδας αλλά και η εξοικείωση με τα ελληνικά ήθη και την ελληνική τέχνη - Κύπριοι ζούσαν στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις - οδήγησαν στην παραγωγή νεκρικών πορτραίτων πολύ κοντά στα αττικά πρότυπα10, αν και ο ενδυματολογικός κώδικας, που περιελάμβανε χιτώνα και ιμάτιο, βρισκόταν πλησιέστερα σε εκείνον της ανατολικής Ελλάδας. Στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. το ιμάτιο συχνά φοριέται κατά τον κωακό τρόπο, όπως στο άγαλμα του «Ιπποκράτη της Κω» και σε αυτό του «φιλοσόφου των Δελφών». Αυτός ο νέος ενδυματολογικός τύπος συνεχίζει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Ο «Σοφοκλής» με τον αγκώνα λυγισμένο και τον βραχίονα του ενός χεριού μέσα στο ιμάτιο, παρότι εμφανίζεται ήδη σε εισηγμένα ταφικά ανάγλυφα του 4ου αι. π.Χ., καθίσταται δημοφιλής μόλις στην (ύστερη) ελληνιστική και στη ρωμαϊκή περίοδο. Τα αγάλματα αυτά παριστάνονται με χιτώνα κάτω από το ιμάτιο, κατά τον τρόπο της ανατολικής Ελλάδας. Εύσαρκα σώματα, όπως στην περίπτωση του Σοφοκλή στο Λατερανό, είναι χαρακτηριστικά των κυπριακών πορτραίτων από τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. και εξής.
Γυναικεία πορτραίτα
Οι γυναίκες της αρχαϊκής και κλασικής Κύπρου δε φορούσαν διπλό στέμμα όμως, στους αρχαϊκούς χρόνους, έφεραν σε ορισμένες περιπτώσεις στροφίον. Φορούσαν επίσης σφραγιδόλιθους τους οποίους κρεμούσαν σε περιδέραια, και οι οποίοι υποδήλωναν ότι αυτές οι γυναίκες διέθεταν οικονομική ή ακόμα και πολιτική δύναμη. Πριν από την ελληνιστική περίοδο δεν υπάρχουν επιγραφικές ενδείξεις για γυναίκες με ιερατικό αξιώμα, οι φιλολογικές πηγές όμως αναφέρουν περιπτώσεις δυναμικών γυναικών όπως η Jezebel, κόρη του Ittobaal της Τύρου και σύζυγος του Ahad του Ισραήλ, ή η Amastart από τη Σιδώνα, ή Κύπριες βασίλισσες του ύστερου 4ου αι. π.Χ., την Αξιοθέα της Πάφου και τη Βιοθέα της Σαλαμίνας, για να μην αναφέρουμε τη πριγκίπισσα Hatiba της Αλασίας, του 11ου αι. π.Χ.. Οι γυναικείες ανθρωπόμορφοι σαρκοφάγοι υποστηρίζουν την προνομιούχο θέση ορισμένων γυναικών από τη Φοινίκη.
Τα πορτραίτα γυναικών δηλώνουν καθαρά την κοινωνική τους θέση και την ηλικία τους μέσα από τα ενδύματα, την κόμη, το κάλυμμα της κεφαλής και τα κοσμήματα. Η ύστερη αρχαϊκή περίοδος συνοδεύεται από την εισαγωγή του ελληνικού ενδύματος. Η νεαρή κόρη από το Βουνί11 ακολουθεί πιστά τα ελληνικά εικονογραφικά πρότυπα αλλά με κυπριακού τύπου ενδύματα, χωρίς κάλυμμα κεφαλής εκτός από ένα στεφάνι ανθέων, σε αντίθεση με τις κατά πάσα πιθανότητα παντρεμένες γυναίκες που το κεφάλι τους ήταν καλυμμένο ή έφερε κεκρύφαλο. Το κάλυμμα της κεφαλής αποτελούνταν από υφασμάτινες ταινίες τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι, με ένα μικρό τμήμα της κόμης να ξεπροβάλλει στην κορυφή.
Ορισμένες γυναικείες απεικονίσεις επιδεικνύουν έναν περίτεχνα φιλοτεχνημένο κάλαθο, διακοσμημένο με άνθη ή ακόμα και με εικονιστικό διάκοσμο. Μέχρι πρόσφατα, αυτές οι γυναικείες μορφές ερμηνεύονταν ως θεότητες αλλά δεδομένου ότι οι κάλαθοι αποτελούσαν νυφικό γνώρισμα στην Ελλάδα, έχει εύλογα προταθεί πως τα γυναικεία γλυπτά που φέρουν κάλαθο ίσως απεικονίζουν θνητές γυναίκες. Μεγάλες κεφαλές που φέρουν κάλαθο με σύνθετη διακόσμηση ίσως απεικονίζουν βασίλισσες, πριγκίπισσες ή γυναίκες υψηλής κοινωνικής στάθμης. Αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή αιτία της ανάθεσης των εν λόγω γλυπτών, μπορεί η αναθέτρια να ήταν ιέρεια ή χορηγός θρησκευτικών εορτών, ή να αποτελούσαν ανάθεση για το γάμο τους ή για τη διατήρηση της μνήμης μετά το θάνατό τους. Ένα ύστερο αντιπροσωπευτικό δείγμα, ένα κεφάλι του 4ου αι. π.Χ. με στέφανο ανθέων και σπειροειδείς βοστρύχους από το Ιδάλιο12 [Εικ. 3], που τότε ανήκε στην επικράτεια του Κιτίου, απεικονίζει ίσως την πριγκίπισσα του Κιτίου. Τα αρχαϊστικά χαρακτηριστικά της κόμης της απαντούν και σε γυναικεία πορτραίτα του 4ου αι. π.Χ. από την Καρία.
Γυναικεία ενδύματα και κοσμήματα
Το γυναικείο ένδυμα προσαρμόστηκε σταδιακά στην ελληνική ενδυμασία, με το χιτώνα και το ιμάτιο να αποτελούν τα βασικά ενδύματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις διακρίνονται τρεις, αντί για δύο, σειρές ενδυμάτων (χιτώνας, πέπλος, ιμάτιο). Ο ύστερος 5ος αι. π.Χ. έφερε στοιχεία που συνδέονταν με τον «Πλούσιο Ρυθμό» της Αττικής, εμφανή στην αναθηματική πλαστική από ασβεστόλιθο αλλά και στην κοροπλαστική της δυτικής Κύπρου. Ο 4ος αι. π.Χ. προχώρησε ένα βήμα ακόμη στην απόδοση του γυναικείου σώματος, καθώς οι μαστοί και η κοιλιά διακρίνονται καθαρά πλέον κάτω από το ένδυμα. Κουμπιά συγκρατούσαν τις πλούσιες πτυχές των χιτώνων πάνω στους βραχίονες. Πάνω από αυτά τα λεπτά ενδύματα φέρονταν ζωστήρες χιαστί (μασχαλιστήρες ή περιάμματα)13 [Εικ. 4]. Ορισμένα τοπικά ενδύματα ωστόσο, επιβιώνουν. Οι γυναίκες φορούσαν ένα κοντό ιμάτιο που περνούσε ημικυκλικά πάνω από τον ώμο και το στήθος. Ένα ανάλογο ένδυμα διακρίνεται και στις ανδρικές μορφές της αρχαϊκής και πρώιμης κλασικής περιόδου.
Τα πλούσια κοσμήματα ήταν χαρακτηριστικά των αρχαϊκών χρόνων. Στην κλασική περίοδο όμως περιορίζονται, οπότε εκλείπουν τα βαριά επιστήθια κοσμήματα και τα καλύμματα των αυτιών, ενώ συχνή είναι η χρήση περιδέραιων. Η απουσία σφραγιδόλιθων που κοσμούν το στήθος δε σημαίνει πως οι γυναίκες δεν διέθεταν πλέον σφραγίδα καθώς και τη δύναμη που απέρρεε από αυτή, καθώς οι σφραγίδες φαίνεται πως φέρονταν πλέον στους δακτύλιους.
Εθνικά πορτραίτα
Σε ποιο βαθμό τα πορτραίτα μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε διαφορετικές εθνότητες; Επιγραφές σε βάσεις αγαλμάτων ή σε επιτύμβιες στήλες μάς πληροφορούν σχετικά με την εθνική ταυτότητα του τιμώμενου προσώπου ή του νεκρού. Εδώ χρειάζεται να σημειωθούν οι πολύ πιο εκτεταμένες γενεαλογίες των Φοινίκων σε σχέση με αυτές των Ελλήνων. Δίγλωσσες επιγραφές σε φοινικική και ελληνική γλώσσα δείχνουν ότι οι Φοίνικες απέδιδαν το όνομά τους στα ελληνικά το οποίο ακολούθως κατέγραφαν στο ελληνικό τμήμα της επιγραφής, ως δείγμα αφομοίωσης προς τον ελληνικό πολιτισμό. Εκ πρώτης όψεως, ούτε τα αναθηματικά ούτε τα νεκρικά πορτραίτα αντανακλούν εθνικές διαφοροποιήσεις. Αντιθέτως, δείχνουν να ακολουθούν τα πρότυπα που είχαν γίνει αποδεκτά σε ολόκληρο το νησί. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις η φοινικική ενδυμασία αποδίδεται με περισσότερη σαφήνεια, όπως στην περίπτωση της ανθρωποειδούς σαρκοφάγου από το Κίτιο που ανακαλύφθηκε πρόσφατα14, ή στην κόμμωση ενός ανδρικού κεφαλιού σε μια επιτύμβια στήλη από την Πέργαμο (κοντά στη Λάρνακα)15, ή στο χαρακτηριστικό ψηλό κάλυμμα της κεφαλής ενός ιερέα16.
Βασιλικά πορτραίτα του 4ου αι. π.χ.
Οι βασιλικοί οίκοι εξακολούθησαν να αφιερώνουν αναθηματικά γλυπτά αλλά με λιγότερο πομπώδη χαρακτηριστικά από εκείνα των αρχαϊκών χρόνων. Ένα ακέφαλο ανδρικό άγαλμα από τους Γόλγους κρατά προσωπείο ταύρου17 και φέρει επιγραφή με το όνομα «Πνυταγόρας». Απεικονίζει κάποιο μέλος, πιθανώς, του βασιλικού οίκου της Σαλαμίνας ή ακόμα και τον ίδιο το βασιλιά Πνυταγόρα (361-331 π.Χ.), όπως υποστήριξε ο Antoine Hermary. Αν δεχτούμε αυτήν την ερμηνεία, τότε το συγκεκριμένο γλυπτό, με τον ιδιαίτερο τρόπο απόδοσης του χιτώνα και του ιματίου και τα χαρακτηριστικά υποδήματα, είναι ένα σταθερό σημείο αναφοράς στη χρονολόγηση της κυπριακής πλαστικής των ύστερων κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων.
Μια γενειοφόρος κεφαλή σε μέγεθος μεγαλύτερο του φυσικού που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης, φέρει κάλυμμα φρυγικού τύπου18. Τα μαλλιά και τα γένια της μορφής αποδίδονται με σπειροειδείς βοστρύχους ενώ τα αυτιά, εν μέρει καλυμμένα, φέρουν δισκοειδή ενώτια. Το κάλυμμα της κεφαλής παραπέμπει στο αχαιμενιδικό στέμμα, που στην Κύπρο φοριόταν από άνδρες, πιθανόν σε ένδειξη αφοσίωσης προς την αχαιμενιδική εξουσία. Το κεφάλι της Κωνσταντινούπολης, που πιθανώς χρονολογείται γύρω στα 350 π.Χ., ίσως απεικονίζει κάποιον βασιλιά, πιθανώς του βασιλικού οίκου της Σαλαμίνας, ίσως τον Πνυταγόρα (361-331 π.Χ.) ή τον Ευαγόρα Β΄ (361-351 π.Χ.). Ο τελευταίος υπήρξε επίσης σατράπης της Σιδώνας και, με αυτήν την ιδιότητα, έκοψε νομίσματα στα οποία εικονιζόταν να φέρει κυρβασία. Στα νομίσματα αυτής της σειράς το πορτραίτο του εικονίζεται κατά τομή ή κατά μέτωπον. Το κεφάλι είχε ερμηνευθεί ως Αφροδίτη αλλά σύμφωνα με την έρευνα της Ευαγγελινής Μάρκου19, θεωρείται πλέον ανδρικό, απεικόνιση ίσως του ήρωα κτίστη της Σαλαμίνας, Τεύκρου, ή του ίδιου του βασιλιά. Ο Ευαγόρας ο Β΄ επομένως απαντά τόσο στην Σαλαμίνα όσο και στην Σιδώνα. Αυτά τα κεφάλια κοσμούνταν με φύλλινα στεφάνια, δισκοειδή ενώτια, περιδέραια και πρόσθετη κόμη. Τα νομίσματα αυτά εκδόθηκαν από την εποχή της βασιλείας του Ευαγόρα Β΄ μέχρι τον διάδοχο του Νικοκρέοντα, Μενέλαο, αδελφό του Πτολεμαίου Α’, που ήταν βασιλέας της Σαλαμίνας και στρατηγός της Κύπρου. Τα χαρακτηριστικά του κεφαλιού παραμένουν σταθερά, αποτελούν επομένως εξιδανικευμένο πορτραίτο που ίσως απεικονίζει το βασιλιά ως ιερέα σε κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική λειτουργία ή σε γιορτή προς τιμή της Αφροδίτης ή του παρέδρου της.
Ο τύμβος 77 στη Σαλαμίνα, γνωστός ως «κενοτάφιο του Νικοκρέοντα», δεν περιείχε ανθρώπινα λείψανα αλλά κεφάλια από πηλό που ίσως αντιπροσώπευαν μια οικογένεια20. Τα πέντε κεφάλια ανδρικών και γυναικείων μορφών αντιπροσωπεύουν διάφορες ηλικίες, ακολουθούν ελληνικά πρότυπα του ύστερου 4ου αι. π.Χ., και θυμίζουν τα κεφάλια από ελεφαντόδοντο στις κλίνες των μακεδονικών τάφων στη Βεργίνα και στα Λευκάδια. Οι πολλαπλοί σύνδεσμοι με τη Μακεδονία, όπως το είδος της ταφής, τα αλάβαστρα, τα στεφάνια ή τα τμήματα σαρισών και τα μακριά μακεδονικά δόρατα, παραπέμπουν σε πρόσωπο βασιλικής καταγωγής κατά την περίοδο της μακεδονικής κυριαρχίας. Ένοικος του τάφου θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με τη λαμπρή ερμηνεία του Βάσου Καραγιώργη, ο βασιλιάς Νικοκρέοντας, ο οποίος εξωθήθηκε σε αυτοκτονία και κάηκε μέσα στο ίδιο του το ανάκτορο. Ο τάφος θα μπορούσε επίσης να ανήκει στον αδελφό του Νικοκρέοντα, Νιταφώνα, που ίσως πέθανε και θάφτηκε μακριά από την πατρίδα του σε κάποια από τις εκστρατείες του Αλέξανδρου, ή ακόμα και στο Μενέλαο, αδελφό του Πτολεμαίου Α΄, διάδοχο του Νικοκρέοντα και τελευταίο βασιλιά της Σαλαμίνας.
Μαρμάρινα και χάλκινα πορτραίτα
Τα γλυπτά από μάρμαρο και χαλκό εμφανίζονται στον 4ο αι. π.Χ., αν και τα μαρμάρινα έργα καθώς και οι μαρμάρινες βάσεις χάλκινων αγαλμάτων διασώζονται σε μικρούς αριθμούς. Ωστόσο, τα χάλκινα γλυπτά είχαν αποτελέσει αντικείμενο απομίμησης σε ασβεστόλιθο ήδη από το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., όπως μαρτυρούν οι λεπτομέρειες στην απόδοση της κόμης και της γενειάδας. Τα χάλκινα γλυπτά επομένως φαίνεται πως συγκροτούσαν μια ευρύτερη ομάδα από εκείνη των μαρμάρινων έργων.
Τα γλυπτά από μάρμαρο περιορίζονταν σε παράκτιες πόλεις. Πολλά από αυτά προέρχονται από την Αμαθούντα, όπως ένα γυναικείο κεφάλι του ύστερου 4ου αι. π.Χ. με πεπονοειδή κόμμωση, που πιθανώς αποτελεί το πορτραίτο γυναίκας υψηλής κοινωνικής στάθμης, καθώς και το κεφάλι ενός αγοριού21. Η βάση ενός αγάλματος και ο θησαυρός στο ιερό της Αφροδίτης στην Αμαθούντα φαίνεται πως συνδέονται με τα χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα των γιων του βασιλιά Ανδροκλή, ενώ ο Antoine Hermary ταύτισε ένα μαρμάρινο κεφάλι με τον γιο του βασιλιά, Ορεσθέα. Παιδικά πορτραίτα της ύστερης κλασικής περιόδου είναι γνωστά από το Κούριο και την Πάφο22 [Εικ. 5]. Ακολουθούν πιστά τα ελληνικά, πρωτίστως αττικά πρότυπα, ή μπορεί να αποτελούν έργα Αθηναίων γλυπτών. Επηρέασαν τα τοπικά εργαστήρια τα οποία αναπαρήγαγαν σε ασβεστόλιθο τα αντίστοιχα αττικά έργα.