Το προοίμιο των σχέσεων
Η γεωγραφική εγγύτητα της Κύπρου με την Εγγύς Ανατολή υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, ο πρωταρχικός λόγος για τη σύναψη σχέσεων μεταξύ των δύο περιοχών. Η Κύπρος, ευρισκόμενη μεταξύ Αιγαίου πελάγους, Αιγύπτου και Εγγύς Ανατολής, καταφέρνει να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο με τον ορθό χειρισμό των γεωπολιτικών μεταβολών του περίγυρού της1, εκμεταλλευόμενη εκτός από τη γεωγραφική της θέση και το φυσικό της πλούτο2. Ήδη από τον 18ο αι. π.Χ., εξάγει σημαντικές ποσότητες χαλκού διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στα θαλάσσια εμπορικά δίκτυα3.
Το νησί παρουσιάζει σύνθετες πολιτειακές δομές από τον 15ο αι. π.Χ. και αναδεικνύεται σε σημαντική πολιτική δύναμη τον 14ο αι. π.Χ.4. Το νησί εμφανίζεται με το όνομα «Αλασία» σε κείμενα της Εγγύς Ανατολής5 ήδη από το 18ο αι. π.Χ. και, συγκεκριμένα, από το Μάρι, τη Βαβυλώνα και την Αλαλάκ6, σε κείμενα από τη Χαττούσα που χρονολογούνται μεταξύ του ύστερου 15ου και των αρχών του 12ου αι. π.Χ.7, και σε αρχεία της Ουγκαρίτ από τον 14ο μέχρι τις αρχές του 12ου αι. π.Χ.8. Σε αιγυπτιακά αρχεία σε ιερογλυφική γραφή που χρονολογούνται από τα μέσα του 15ου αι. π.Χ., διαβάζουμε δύο ταυτόσημους όρους: Αsija (Isy) και Αlasa (Irs), που προσδιορίζουν την Αλασία (Alashiya)9. Στο αρχείο της πρωτεύουσας του βασιλείου του Ακενατών, Αμάρνα, βρέθηκαν 382 ενεπίγραφες πήλινες πινακίδες σε ακκαδική γλώσσα, που θεωρείται η διπλωματική γλώσσα της εποχής. Ανάμεσά τους εντοπίστηκε και αλληλογραφία του 14ου αι. π.Χ. μεταξύ του βασιλιά της Αλασίας με τον Αιγύπτιο φαραώ, η οποία τεκμηριώνει πως το νησί εκείνη την περίοδο είχε πρωτεύοντα ρόλο στη οικονομία της Ανατολικής Μεσογείου10. Ο μοναδικός – μέχρι στιγμής – επώνυμος βασιλιάς της Αλασίας ονομάζεται Kušmešuša και, σύμφωνα με τον Peltenburg11 πρέπει να ήταν στην εξουσία στο τέλος του 13ου αι. π.Χ.. Ο Kušmešuša προσφωνεί το βασιλιά της Ουγκαρίτ «υιό», τίτλος που τον τοποθετεί σε υψηλότερη ιεραρχικά θέση από το βασιλιά της Ουγκαρίτ. Στο συγκεκριμένο κείμενο διαβάζουμε πως ο Kušmešuša αποστέλλει 33 τάλαντα χαλκού, που ισοδυναμούν με 900 κιλά, στο βασιλιά της Ουγκαρίτ, τεκμηριώνοντας τον φυσικό πλούτο αλλά και τις δυνατότητες εξαγωγής και διανομής του χαλκού στις πολιτείες της ανατολικής Μεσογείου κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία12.
Η τελευταία αναφορά στην Αλασία γίνεται τον 11ο αι. π.Χ. με την ιστορία του Ουέν Αμούν13, ενός Αιγύπτιου ιερέα που ταξίδεψε από την Αίγυπτο στη Βύβλο για να προμηθευτεί ξυλεία. Κατά την επιστροφή του, οι άνεμοι παρέσυραν το πλοίο του στην Αλασία. Ο πάπυρος που καταγράφει τις περιπέτειές του στο νησί αποτελεί μια δεύτερη πηγή πληροφόρησης για την ύπαρξη οργανωμένου πολιτειακού συστήματος στην Κύπρο, αφού ο Ουέν Αμούν αναφέρει ότι κατά την άφιξή του στην Αλασία, τον υποδέχτηκε η βασίλισσα Ηatbi14. Τα δύο αυτά ονόματα, της βασίλισσας Hatbi και του βασιλιά Kušmešuša, είναι οι μοναδικές σχετικές αναφορές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το νησί θα ξαναεμφανιστεί σε επιγραφές των Ασσύριων ηγεμόνων Εσσαρχαδόνα και Ασσουρμπανιπάλ μόλις τον 7ο αι. π.Χ., με το όνομα Ιατνάνα, και θα είναι πλέον κατακερματισμένο σε πόλεις-βασίλεια, τα οποία διοικούν τοπικοί επώνυμοι άρχοντες15.
Το νησί επηρεάστηκε από τις αλλαγές που συντελέστηκαν στη Μεσόγειο από τις πρώτες δεκαετίες του 13ου μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 12ου αι. π.Χ.. Οι καταστροφές στα μυκηναϊκά ανακτορικά συγκροτήματα, στη Χαττούσα και στην Ουγκαρίτ, επιφέρουν ουσιαστικά το τέλος του κόσμου της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Οι αιγυπτιακές πηγές αναφέρουν επιδρομές από τους «Λαούς της θάλασσας»16 εναντίον των περιοχών βόρεια και ανατολικά του Δέλτα του Νείλου17. Τα αίτια, ωστόσο, που οδήγησαν στην κατάρρευση των πολιτικών κέντρων της Ύστερης Χαλκοκρατίας δεν έχουν ερμηνευθεί ικανοποιητικά. Οι επιθέσεις φαίνεται να είναι εν τέλει απόρροια μιας βαθύτερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης από την οποία προέκυψαν νέα δεδομένα στο πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι της Ανατολικής Μεσογείου18.
Η κατάρρευση των ανακτορικών συστημάτων σε περιοχές της Μεσογείου συνετέλεσε ώστε να αναδυθεί μια νέα κοινωνική ομάδα ναυτικών, εμπόρων και θαρραλέων εξερευνητών που αναζήτησαν νέες αγορές και πρώτες ύλες, αναδιαμορφώνοντας τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα19.
Στη βόρεια συριακή ακτή, η καταστροφή της Ουγκαρίτ20 θα σημάνει το τέλος των μεγάλων αστικών κέντρων, ενώ οι πόλεις της Αράδου, της Σιδώνας και της Τύρου φαίνεται ότι δεν αποσταθεροποιήθηκαν21, όπως μαρτυρεί και η προαναφερθείσα διήγηση του Ουέν Αμούν. Αντιθέτως, επιβιώνουν και εξελίσσονται σε σημαντικά αστικά κέντρα.
Φοίνικες: Ονομασία, γεωγραφία, πολιτική και κοινωνική οργάνωση
Οι Φοίνικες είναι αυτοί που θα πρωταγωνιστήσουν στο εμπόριο στην περιοχή της συροπαλαιστινιακής ακτής. Οφείλουν την ονομασία τους στα ομηρικά έπη22, τα οποία όμως δεν προσδιορίζουν την ακριβή γεωγραφική τους θέση και εύκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τους ταυτίζουν γενικά με τους ανθρώπους εξ Ανατολής. Η Φοινίκη, λόγω της θέσης της και της εμπορικής της φυσιογνωμίας, συνιστούσε σταυροδρόμι για τους πολιτισμούς της Μικράς Ασίας, της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, της Ερυθράς θάλασσας αλλά και της Μεσογείου.
Η αρχαιολογική και εθνογραφική ανάλυση των Φοινίκων αποτελεί μια δύσκολη ζώνη έρευνας, λόγω της συνεχιζόμενης κατοίκησης της γεωγραφικής κοιτίδας των Φοινίκων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά και της αδιάλειπτα προβληματικής πολιτικής κατάστασης της σύγχρονης ιστορίας της συροπαλαιστινιακής ακτής, που δυσχεραίνει τη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα.
Η μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης, των πινακίδων της Ουγκαρίτ, της αλληλογραφίας της Αμάρνας, καθώς και του επιγραφικού υλικού που βρέθηκε στις περιοχές της συροπαλαιστινικής ακτής, τέθηκαν υπό εξέταση στην προσπάθεια να προσδιοριστεί η γεωγραφία και η κοινωνία των Φοινίκων. Οι Φοίνικες σύμφωνα με τις πηγές αυτές, θεωρούνται απόγονοι των Χαναναίων23, και χρησιμοποιούν μια δυτικοσημιτική γλώσσα που διαφοροποιείται από τα εβραϊκά και τα αραμαϊκά, η οποία βοηθά στον προσδιορισμό των γεωγραφικών ορίων της Φοινίκης. «Φοινίκια γράμματα» ονόμασαν τη γραφή τους οι Έλληνες και Φοινίκη την περιοχή καταγωγής τους24. Ο όρος ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από τους ίδιους τους Φοίνικες, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν με βάση την πόλη καταγωγής τους και όχι ως πολίτες ενός ενιαίου πολιτικού χώρου25.
Η έξοδος των Φοινίκων στη Μεσόγειο
Οι φοινικικές πόλεις της Αράδου, της Τύρου, της Σιδώνας, της Βηρυτού και της Βύβλου καλύπτουν μια στενόμακρη λωρίδα γης, η οποία στα δυτικά της αγγίζει τη Μεσόγειο, και στα ανατολικά της οριοθετείται από τα συμπαγή όρη του Λιβάνου. Οι Φοίνικες αντιλαμβανόμενοι τους περιορισμούς της ενδοχώρας τους, στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ., εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στη Μεσόγειο. Η ναυτική τους εξάπλωση ερμηνεύεται μυθοπλαστικά με το ταξίδι των δύο αδελφών, της Ευρώπης και του Κάδμου, της Δύσης και της Ανατολής, όπως μεταφράζονται αντίστοιχα τα σημιτικά τους ονόματα, και εξηγείται ιστορικά έχοντας υπόψη τη γεωγραφία και γεωμορφολογία της περιοχής τους. Η ενδοχώρα της Φοινίκης εκτείνεται σε μήκος 200 περίπου χιλιομέτρων από βορρά προς νότο και διαρρέεται από πλήθος μικρών ποταμών. Το όρος Λίβανος ξεπερνά σε ύψος τα 3.000 μέτρα και παρείχε ξυλεία, την οποία χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή πλοίων, δυσκολεύοντας ωστόσο την επικοινωνία μεταξύ των ακτών και της ασιατικής ενδοχώρας. Η φοινικική ακτογραμμή είναι διαμελισμένη με τρόπο που σχηματίζει όρμους και νησίδες σε ελάχιστη απόσταση από τη στεριά, κάτι που ευνόησε τη δημιουργία λιμένων και ναυστάθμων απαραίτητων για την εμπορική δραστηριότητα.
Φοίνικες και Κύπρος πριν τον 8ο αι. π.Χ.
Η σχέση των Φοινίκων με την Κύπρο στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, αποτελεί τη συνέχεια έντονων εμπορικών δεσμών που, όπως διαφαίνεται, απλά εξελίσσονται και μεταλλάσσονται λόγω των πολιτικών αλλαγών που επηρέασαν και τις δύο περιοχές. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου οι Φοίνικες και οι Κύπριοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την άνοδο δύο αυτοκρατοριών, των Ασσυρίων και έπειτα των Περσών, οι οποίες θα καθορίσουν την πορεία και το είδος των σχέσεών τους.
Το επιγραφικό υλικό της περιόδου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποσαφηνίσει το χαρακτήρα της παρουσίας των Φοινίκων στην Κύπρο. Ο αριθμός των δημοσιευμένων Φοινικικών επιγραφών που βρέθηκαν στην Κύπρο ανέρχεται σε 135, εκ των οποίων επτά χρονολογούνται πριν τον 8ο αι. π.Χ. και οι υπόλοιπες την περίοδο από τον 8ο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.26. Ο αριθμός των επιγραφών τετραπλασιάστηκε με τις πρόσφατες ανασκαφές της Δρος Μαρίας Χατζηκωστή στο αρχαίο Ιδάλιο27.
Η αρχαιότερη φοινικική επιγραφή χρονολογείται με παλαιογραφικά κριτήρια στον 11o αι. π.Χ. και είναι χαραγμένη σε έναν αμφορίσκο από πράσινο στεατίτη, ο οποίος αγοράστηκε στη Λευκωσία από τον Luigi Palma di Cesnola [Εικ. 1]. Ο ενεπίγραφος αμφορίσκος, ο οποίος χρονολογείται τον 12o αι. π.Χ. και για την προέλευση του οποίου δεν υπάρχουν πληροφορίες28, βρίσκεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Η επιγραφή που εντοπίζεται στη βάση του αγγείου, αποτελείται από τρία γράμματα χαραγμένα μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών. Τα δύο πρώτα γράμματα είναι ίδια – πρόκειται για το γράμμα heth-, το τρίτο γράμμα είναι το he, χωρίς ωστόσο να καθίσταται δυνατή η απόδοση κάποιας έννοιας σε αυτή την ακολουθία. Η δεύτερη επιγραφή διακοσμεί μια επιτύμβια στήλη και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο για τη χρονολόγησή της, που με παλαιογραφικά κριτήρια αποδίδεται στον 9ο αι. π.Χ.29, όσο και για το περιεχόμενό της [Εικ. 2]. Η ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη αφορά κάποιον Φοίνικα, ο οποίος θάφτηκε στο νησί από οικείους του. Ως υπεύθυνοι για την ταφή του, ανέγειραν την επιτύμβια στήλη, ενώ ορισμένα στοιχεία οδηγούν στην υπόθεση της ανώτερης κοινωνικής του θέσης. Το περιεχόμενο της επιγραφής μαρτυρεί επίσης τη σποδαιότητα του νεκρού, αφού πρόκειται για ένα κείμενο επτά γραμμών στο οποίο ο αναγνώστης διαβάζει τι συμφορές τον περιμένουν σε περίπτωση που προσπαθήσει να βεβηλώσει τον τάφο.
Η Σαλαμίνα, το Κίτιο, η Παλαίπαφος και η Χοιροκοιτία είναι οι τέσσερις περιοχές στο νησί στις οποίες βρέθηκαν επιγραφές που χρονολογούνται πριν τον 8ο αι. π.Χ.. Οι επιγραφές αυτές αποτελούνται από δύο ή τρία γράμματα σε όστρακα, με εξαίρεση αυτή της Παλαιπάφου που αθροίζει 23 φοινικικά γράμματα πάνω σε ένα από τα θραύσματα πρωτογεωμετρικής οινοχόης, και που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια εκμάθησης του φοινικικού αλφαβήτου από κάποιο ντόπιο [Εικ. 3]30.
Στο Κίτιο βρέθηκε ακόμα μια επιγραφή σε φιάλη που χρονολογείται στον 9ο αι. π.Χ., από την οποία ταυτίστηκε ο ναός της Αστάρτης [Εικ. 4]31. Η ανάγνωση της επιγραφής αυτής είναι δύσκολη, ωστόσο το όνομα της θεάς μπορεί να διαβαστεί. Μολονότι έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, οι απόψεις των ερευνητών συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για μια αναθηματική επιγραφή προς τη θεά Αστάρτη και ότι ο αναθέτης ήταν από την Ταμασσό32. Η επιγραφή είναι εξαιρετικής σημασίας αλλά θα αρκεστούμε στο να υπογραμμίσουμε τη χρονολογία της, τη θέση που βρέθηκε, το όνομα της Ταμασσού και το όνομα της θεάς Αστάρτης. Η Ταμασσός αποτελεί θέση-κλειδί ως προς τις σχέσεις Φοινίκων και Κυπρίων, λόγω των χαλκοφόρων κοιτασμάτων στην ευρύτερη περιοχή, ενός από τους κυριότερους λόγους παρουσίας των Φοινίκων τον 9ο αι. π.Χ. στο νησί33.
Εισαγωγές από τη συροπαλαιστινιακή ακτή του 11ου και 10ου αι. π.Χ. βρέθηκαν στους τάφους της Παλαιπάφου, στη Σαλαμίνα, την Αμαθούντα και το Κίτιο34. Κατά το παραπάνω διάστημα, οι Φοίνικες δεν επεδίωξαν να εμπλακούν στην εξόρυξη και εκμετάλλευση του χαλκού, γι’ αυτό και δεν τεκμηριώνεται –προς το παρόν τουλάχιστον– η παρουσία τους στο εσωτερικό του νησιού.
Τον 10ο αι. π.Χ. η παρακμή της Αιγύπτου, η ήττα των Φιλισταίων από το βασίλειο του Δαυίδ, η πολιτική ενοποίηση του Ισραήλ, οι επιδιώξεις της ήδη αναδυόμενης ασσυριακής αυτοκρατορίας για επέκταση προς δυσμάς, καθώς και η άνοδος στην εξουσία του Χιράμ, του πρώτου βασιλιά της Τύρου, θα είναι οι καθοριστικοί λόγοι που η Τύρος θα εισέλθει στη χρυσή εποχή της υπερπόντιας εξάπλωσής της, εκμεταλλευόμενη και την εξάρτηση των Ασσυρίων από το ναυτικό των Φοινίκων35. Η Τύρος κατάφερε να εξασφαλίσει αυτονομία στις εμπορικές της δραστηριότητες, πληρώνοντας ωστόσο βαριά φορολογία στους Ασσύριους ηγεμόνες υπό τη μορφή μετάλλων. Η ανάγκη εξεύρεσης πρώτων υλών θα είναι ο λόγος διείσδυσης των Φοινίκων στο εσωτερικό του νησιού, εκεί όπου εντοπίζονται τα κοιτάσματα χαλκού. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η φοινικική επιγραφή της Αστάρτης στο Κίτιο του 9ου αι. π.Χ., που καταδεικνύει το ενδιαφέρον των Φοινίκων για την χαλκοφόρο περιοχή της Ταμασσού36.
Η φοινικική επιγραφή που βρέθηκε στο Κίτιο, αφιερωμένη πολύ πιθανόνστην Αστάρτη όπως καταδεικνύει και το αρχαιολογικό υλικό που βρέθηκε στην περιοχή και χρονολογημένη στον 9ο αι. π.Χ., θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη αλλαγής του χαρακτήρα της φοινικικής παρουσίας στην Κύπρο. Η αναφορά στην Ταμασσό, αν και δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα, μας οδηγεί στο επισφαλές αλλά πολύ πιθανό συμπέρασμα ότι οι Φοίνικες τον 9ο αι. π.Χ. ενδιαφέρονταν πλέον και για την κυπριακή ενδοχώρα, όπου εντοπίζονται πλούσια κοιτάσματα χαλκού.
Φοίνικες και Κύπριοι την αρχαϊκή περίοδο (750-480/475 π.Χ.)
Κατά την αρχαϊκή περίοδο, οι σχέσεις του νησιού με τη Φοινίκη γίνονται πιο έντονες. Στα λιμάνια της Αμαθούντας37 και του Κιτίου38 βρέθηκε εισηγμένη φοινικική κεραμική. Κατά τον 7ο αι. π.Χ. οι φοινικικές ενδείξεις αυξάνουν: η ταφική αρχιτεκτονική της Ταμασσού παρουσιάζει έντονα φοινικικά χαρακτηριστικά, στο Ιδάλιο βρέθηκε επιγραφή αφιερωμένη στην θεά Ανάτ39 και ένα ενεπίγραφο αγγείο με φοινικικό ανθρωπωνύμιο40, ενώ φοινικικές επιγραφές σε επιτύμβιες στήλες και σαρκοφάγους που βρέθηκαν στους Χύτρους41, στην Αγία Ειρήνη42, στο Κούριο43 και στους Γόλγους44, τεκμηριώνουν την παρουσία των Φοινίκων.
Το Κίτιο ειδικότερα θα αποτελέσει συνδετικό κρίκο μεταξύ της Φοινίκης και της Κύπρου και κατ’ επέκταση μεταξύ της ασσυριακής ηγεμονίας και της Ιατνάνας, υπό ασσυριακή υποτέλεια. Η ενεπίγραφη στήλη με την οποία οι Ασσύριοι κοινοποιούν την κυριαρχία τους στο νησί, βρέθηκε στο Κίτιο45 και αποτελεί μια σημαντική πρωτογενή πηγή για την πολιτική κατάσταση της Κύπρου κατά την αρχαϊκή περίοδο, καθώς αναφέρεται σε επτά πολιτείες που διοικούνται από ένα sharu, δηλαδή βασιλιά. Η υποταγή των Κυπρίων ηγεμόνων στην Ασσυρία δεν ήταν αποτέλεσμα πολεμικής εκστρατείας, αφού απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ή σε νίκη των Ασσυρίων εναντίον της Ία ή Ιατνάνας, σε αντίθεση με αντίστοιχες αναφορές για άλλες περιοχές46. Στην περίπτωση της Κύπρου, η ασσυριακή κυριαρχία φαίνεται πως εκδηλώθηκε ως φόρου υποτέλεια. Η Τύρος, η οποία βρισκόταν σε μεγάλη πίεση για εξεύρεση πρώτων υλών, που προορίζονταν για τον εμπλουτισμό των ταμείων του Ασσύριου βασιλιά, θα διατηρήσει καλές σχέσεις με το Κίτιο, μέσω του οποίου εξασφάλιζε πρόσβαση στα μεταλλεία χαλκού στην Ταμασσό47. Οι φοινικικές επιρροές από τον 7ο αι. π.Χ. αυξάνονται και το επιγραφικό υλικό πολλαπλασιάζεται στο Κίτιο, χωρίς να υπάρχει ένδειξη για πολιτική υποταγή του Κιτίου στην Τύρο. Αντιθέτως, το Κίτιο, που πιθανότατα ταυτίζεται με την πόλη που φέρει το όνομα «Qartihadast» στις Ασσυριακές πηγές, είχε δικό του βασιλιά. Η αντίδραση των Κιτιέων απέναντι στην έντονη παρουσία των Φοινίκων της Τύρου, απαντά στο απόσπασμα του Μενάνδρου (Φλάβιος Ιώσηπος 9.284), ο οποίος παρουσιάζει την εξέγερση των Κιτιέων απέναντι στους Φοίνικες και συγκεκριμένα στον Τύριο βασιλιά Ελουλαίο. Η αντίδραση αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί ως μια συλλογική προσπάθεια των κατοίκων του Κιτίου, είτε είναι φοινικικής καταγωγής είτε όχι, εναντίον της Τύρου.
Το Κίτιο της αρχαϊκής περιόδου θα πρέπει να θεωρηθεί ακόμα μια πόλη-βασίλειο της Κύπρου, η οποία καθίσταται υποτελής στους Ασσύριους. Η επεκτατική πολιτική των Ασσυρίων στην Κύπρο είχε πρωτίστως οικονομικό χαρακτήρα, αντίθετα με τη Φοινίκη που ενσωματώθηκε στην Ασσυρία στα μέσα του 8ου αι. π.Χ.. Η Τύρος ήταν η μόνη που διατήρησε την αυτονομία της και απείχε από τις επαναστατικές ενέργειες των λοιπών φοινικικών πόλεων καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Τύριου Ελουλαίου και του Ασσύριου Σαργώνα του Β΄. Την ίδια περίοδο η παρουσία της Τύρου στο Κίτιο καθίσταται πιεστικότερη, γιατί το Κίτιο είναι πλέον η μόνη κοντινή της διέξοδος, εφόσον η Τύρος περιορίζεται πλέον στο να εκμεταλλεύεται τις χαλκοφόρες περιοχές της βόρειας Συρίας και Κιλικίας.
Φοίνικες και Κύπριοι την κλασική περίοδο (480/475-312 π.Χ.)
Η πτώση της ασσυριακής αυτοκρατορίας έδωσε τη θέση της στην περσική. Η ανεπάρκεια των γραπτών πηγών και η υποκειμενικότητα που χαρακτηρίζει τις υπάρχουσες, καθιστούν δύσκολη την αποτίμηση της ιστορίας του νησιού κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ.. O Ηρόδοτος μας πληροφορεί για την ενσωμάτωση της Κύπρου στον πέμπτο νομό της περσικής αυτοκρατορίας. Η νέα «υπερδύναμη» σε αντίθεση με την Ασσυρία, δεν αποσκοπούσε μόνο στην οικονομική εκμετάλλευση του νησιού, αλλά και στην εξυπηρέτηση των επεκτατικών της προσδοκιών48. Ωστόσο το πολιτικό καθεστώς των Περσών θυμίζει αυτό των Ασσυρίων, αφού σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Κύρου Παιδεία 7.4.1) δεν υπήρξε επιβολή σατράπη στην Κύπρο και οι Κύπριοι βασιλείς λειτουργούσαν αυτόνομα49. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα αρχεία των Αχαιμενιδών αναφέρονται πολύ σπάνια στην Κύπρο, ενώ η ελληνική λυρική και επική ποίηση καθώς και ιστοριογραφία των κλασικών χρόνων, προσθέτουν στο θεματολόγιό τους όλο και συχνότερα την Κύπρο, λόγω κυρίως των πολιτικών εξελίξεων που έχουν ως κοινό παρονομαστή την επεκτατική πολιτική των Περσών προς τη δύση, αλλά και των Αθηναίων προς την ανατολή50.
Αναμφισβήτητα, η Κύπρος ήταν η σημαντικότερη ναυτική βάση για τους Πέρσες51, οι οποίοι θα εκμεταλλευτούν τη ναυτική υπεροχή των Κυπρίων, αλλά και των Φοινίκων στις εκστρατείες τους στην Αίγυπτο (Ηρόδοτος 3.19.3 και Διόδωρος 11.75.1-2), στη Λάδη (Ηρόδοτος 6.6-18), στη Σαλαμίνα (Ηρόδοτος V7.89-90· 8.10-11, 67-68 και 85· Διόδωρος 11.2,1, 3,7 και 18-19), στον Ευρυμέδοντα (Διόδωρος 11.60-61), στην Κύπρο (Διόδωρος 12.3.1-4), και τέλος στην Κνίδο (Διόδωρος 14.39.1-2· Ισοκράτης, Εὐαγόρας 54-56, 68).
Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ονήσιλος, ο Αριστόκυπρος των Σόλων, ο Στησήνορας του Κουρίου, θα συνταχθούν με τους Ίωνες κατά την περίοδο της Ιωνικής επανάστασης στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. (Ηρόδοτος 5.106-115)52. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Σαλαμίνα με τον Ονήσιλο πρωτοστατεί στα γεγονότα και διαπραγματεύεται με τους Ίωνες τον τρόπο εξέγερσης εναντίον των Περσών και των Φοινίκων. Το σχέδιο του Ονήσιλου δεν τελεσφόρησε και η επανάσταση έληξε με τη νίκη των Περσών. Η ελληνική ποίηση θα γίνει το μέσο προβολής και επιβεβαίωσης της νέας σχέσης της Σαλαμίνας με τον ελληνικό κόσμο στην οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά, αρχικά στους Νεμεονίκες του Πινδάρου (4.44-48), αλλά και στους Πέρσες του Αισχύλου (891-896)53. Η εικόνα που συνέθεσε η ελληνική λυρική και τραγική ποίηση για τις σχέσεις μεταξύ της Σαλαμίνας πρωτίστως, και έπειτα ενός μεγάλου τμήματος του νησιού με τον ελληνικό κόσμο, θα είναι το υπόβαθρο για να οικοδομηθεί η νέα πολιτική πραγματικότητα την περίοδο που ακολουθεί την επανάσταση. Το νησί θα γίνει πεδίο ανταγωνισμού των ελληνικών και φοινικικών συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μετά την Ιωνική Επανάσταση, πραγματοποιείται η επίθεση των Μήδων και των Κιτιέων εναντίον του Ιδαλίου, όπως μαρτυρεί και η πινακίδα του Ιδαλίου, η υποταγή του οποίου άνοιγε το δρόμο προς την Ταμασσό και τις χαλκοφόρες περιοχές. Η αλλαγή στην πολιτική κατάσταση δηλώνεται και μέσα από τη νομισματική παραγωγή των βασιλέων της Κύπρου: οι βασιλείς του Ιδαλίου σταματούν να εκδίδουν νόμισμα τη στιγμή που οι βασιλείς του Κιτίου θα καταλάβουν το Ιδάλιο και θα του στερήσουν την αυτονομία του54.
Οι ανασκαφές της Χατζηκωστή στο Ιδάλιο, επιβεβαιώνουν ότι κατά τη διάρκεια των κλασικών χρόνων οι Φοίνικες θα μετατρέψουν το βασίλειο του Ιδαλίου σε διοικητικό τους κέντρο, στο οποίο εντοπίστηκαν πάνω από 1.200 ενεπίγραφα όστρακα γραμμένα στο φοινικικό αλφάβητο, όλα οικονομικού περιεχομένου55. Παράλληλα, οι Φοίνικες θα προσπαθήσουν να διαφυλάξουν τους εμπορικούς τους σταθμούς, κυρίως στη Δύση56: την εποχή όπου οι Φοίνικες συμμετέχουν σε εκστρατείες των Περσών εναντίον των Ελλήνων στον ελληνικό χώρο, συγκρούονται παράλληλα και με τους Έλληνες της Σικελίας (Ηρόδοτος 7.165-167). Η κατάσταση αυτή, ιδίως μετά την αποτυχημένη εξέγερση των Κυπρίων των αρχών του 4ου αι. π.Χ., θα διαφοροποιήσει και την πολιτική των Φοινίκων στο νησί. Έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε αν κατά την κλασική περίοδο οι Φοίνικες που ασκούν πολιτικό έλεγχο τόσο στο Κίτιο και το Ιδάλιο, όσο και στην Ταμασσό, προέρχονται από την μεικτή κοινωνία του Κιτίου ή αν είναι νεόφερτοι. Μια ενεπίγραφη στήλη που βρέθηκε στο Κίτιο και χρονολογείται στους κλασικούς χρόνους θα μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα αυτό [Εικ. 5]. Η στήλη φέρει δύο επιγραφές που έχουν ως αντικείμενο το ναό της θεάς Αστάρτης και αναφέρονται στη λειτουργία του ναού57. Στην πρόσθια όψη διαβάζουμε τον τίτλο «Αστάρτη Κιτίου», ενώ στην πίσω όψη της στήλης παρουσιάζεται η καταγωγή του αναθέτη, που φέρει το επίθετο Καρχηδόνιος, «άπαξ λεγόμενον» για την κοινωνία του Κιτίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο αυτές επιγραφές δεν είναι γραμμένες από το ίδιο χέρι, και ότι η πίσω πλευρά θεωρείται ελαφρώς μεταγενέστερη, αν και οι δύο τους χρονολογούνται γύρω στο 400 π.Χ.58. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι ο δεύτερος αναθέτης ενδέχεται να προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον που είναι στην εξουσία στο Κίτιο, να έχει αφιχθεί από τη συροπαλαιστινιακή ακτή, και ως εκ τούτου, να θεωρεί την πόλη του Κιτίου ως μια νέα φοινικική πόλη, μια «Καρχηδόνα», όπως μεταφράζεται στα φοινικικά η λέξη Qartihadast, συνιστώντας έτσι ένα ακόμη στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της ταύτισης της πόλης της Καρχηδόνας των ασσυριακών επιγραφών με το Κίτιο59.
Οι Κιτιείς, ακόμα και όσοι έχουν φοινικικά ονόματα, ουδέποτε χρησιμοποίησαν τον όρο Φοίνικας ως εθνικό επίθετο ούτε εντός της Κύπρου, ούτε όταν μετανάστευαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, όπου επιτύμβιες στήλες που έχουν εντοπιστεί φέρουν το επίθετο «Κιτιεύς», αλλά ουδέποτε «Φοίνικας» ή «Καρχηδόνιος»60.
Η βασιλική φοινικική δυναστεία θα εγκαινιάσει μια νέα πολιτική περίοδο στο Κίτιο κατά την κλασική περίοδο και θα σηματοδοτήσει την εξέλιξη της παρουσίας των Φοινίκων στο νησί. Η παρουσία αυτή θα αποδεχτεί τις επιρροές που προέρχονται και από τoν ελληνικό χώρο, όπως και οι υπόλοιπες πόλεις-βασίλεια του νησιού, και θα χαρακτηριστεί επιπλέον και από έναν ιδιαίτερο κοσμοπολίτικο υλικό βίο.