Εισαγωγή

Η κεραμική της Κύπρου της Εποχής του Σιδήρου, δηλαδή της κυπρο-γεωμετρικής (ΚΓ), κυπρο-αρχαϊκής (ΚΑ) και κυπρο-κλασικής (ΚΚ) περιόδου, αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο τμήμα από τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα. Τα κεραμικά αγγεία προέρχονται από διάφορους αρχαιολογικούς ορίζοντες (τάφοι, οικισμοί και ιερά) της Εποχής του Σιδήρου, γεγονός που μας παρέχει ενδείξεις σχετικά με την παραγωγή και τη χρήση της κεραμικής κατά την 1η χιλιετία π.Χ..

Τα ανασκαφικά και ερευνητικά προγράμματα του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κύπρου και διαφόρων αρχαιολογικών αποστολών έχουν αποκαλύψει πληροφορίες για το ιστορικό παρελθόν πολλών θέσεων της Εποχής του Σιδήρου. Δημοσιεύσεις που είναι ενδεικτικές του πλούτου του υλικού πολιτισμού αυτών των θέσεων συνδέονται, για παράδειγμα, με νεκροταφεία της Παλαιπάφου, ιδιαίτερα για την ΚΓ περίοδο1, με τους «βασιλικούς» τάφους της Σαλαμίνας για την ΚΑ περίοδο2 και, πιο πρόσφατα, με τις ΚΚ νεκροπόλεις του Κιτίου3. Ωστόσο, το πιο ολοκληρωμένο έργο για την Εποχή του Σιδήρου στην Κύπρο είναι η μονογραφία του E. Gjerstad, Swedish Cyprus Expedition τόμος IV/2 (SCE IV/2), που θέτει τις βάσεις για τη μελέτη του υλικού πολιτισμού αυτής της περιόδου4.

Το ιστορικό πλαίσιο της κεραμικής που θα μας απασχολήσει εδώ είναι αυτό των πολιτειών της Εποχής του Σιδήρου. Αυτές χαρακτηρίζονται από μια αδιάκοπη κατοίκηση από την αρχή της Εποχής του Σιδήρου (ΚΓ περίοδος) και προσδιορίζονται ως βασίλεια από τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και εξής, μέχρι την κατάλυσή τους τον ύστερο 4ο αι. π.Χ., η οποία σηματοδοτεί και το τέλος της Εποχής του Σιδήρου5. Επομένως η κεραμική θα πρέπει να εξεταστεί ως μέρος του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος των πολιτειών της Εποχής του Σιδήρου. Βασισμένο στο τρέχον στάδιο της έρευνας, το παρόν κεφάλαιο παρέχει μια επισκόπηση της εξέλιξης της κυπριακής κεραμικής από τα μέσα του 11ου μέχρι τον ύστερο 4ο αι. π.Χ., υπογραμμίζοντας τις βασικές της τάσεις. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, είναι απαραίτητο να παρουσιαστεί πρώτα το τυπο-χρονολογικό σύστημα, το κύριο δηλαδή εργαλείο ανάγνωσης των κεραμικών δεδομένων της Κύπρου της Εποχής του Σιδήρου.

 

Το τυπο-χρονολογικό σύστημα της δημοσίευσης SCE IV/2

Η ταξινόμηση και χρονολόγηση της κεραμικής της Εποχής του Σιδήρου βασίζεται στο τυπο-χρονολογικό σύστημα που ανέπτυξε ο Gjerstad στο έργο του SCE IV/26. Το σύστημα αυτό το επεξεργάστηκε περαιτέρω ο ίδιος αργότερα7. Η Εποχή του Σιδήρου διαιρέθηκε σε επτά περιόδους, οι οποίες προέκυπταν από τον προσδιορισμό επτά κατηγοριών ή τύπων κεραμικής.

 
Περιοδοποίηση της Εποχής του Σιδήρου στην Κύπρο
Τύποι/Κατηγορίες κεραμικής
Συμβατική απόλυτη χρονολόγηση
Κυπρο-γεωμετρική I (ΚΓ I)
I
1050-950 π.Χ.
Κυπρο-γεωμετρική II (ΚΓ II)
II
950-900 π.Χ.
Κυπρο-γεωμετρική III (ΚΓ III)
III
900-750 π.Χ.
Κυπρο-αρχαϊκή I (ΚΑ I)
IV
750-600 π.Χ.
Κυπρο-αρχαϊκή II (ΚΑ II)
V
600-480 π.Χ.
Κυπρο-κλασική Ι (ΚΚ Ι)
VI
480-400 π.Χ.
Κυπρο-κλασική II (ΚΚ II)
VII
400-310 π.Χ.

 

Σε αυτό το σύστημα ταξινόμησης, τα διάφορα σχήματα ταξινομούνται σύμφωνα με τους κεραμικούς ρυθμούς, δηλαδή σύμφωνα με τις διακοσμητικές τεχνικές που διαπιστώνονται σε κάθε κατηγορία κεραμικής. Για παράδειγμα, Λευκός Γραπτός Ι για την ΚΓ Ι, Λευκός Γραπτός ΙΙ για την ΚΓ ΙΙ, κ. λπ. Οι κεραμικοί ρυθμοί που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου δηλώνονται από τον αριθμό της πρώτης τους εμφάνισης, συνοδευόμενο από τον αριθμό της αντίστοιχης κεραμικής κατηγορίας εντός παρένθεσης. Η Μελανή επί Ερυθρής κεραμική (Black-on-Red) για παράδειγμα, που απαντά για πρώτη φορά στην ΚΓ ΙΙΙ περίοδο, σημειώνεται ως Μελανή επί Ερυθρής I (III) για την ΚΓ ΙΙΙ, Μελανή επί Ερυθρής II (IV) για την ΚΑ Ι, κ. λπ.

 

Πρόσφατες μελέτες για την κεραμική της Κύπρου την Εποχή του Σιδήρου

Τα γενικά στοιχεία της κυπριακής κεραμικής που αφορούν σχήματα, ρυθμούς και διακόσμηση εκτέθηκαν ευκρινώς στο τυπολογικό σύστημα της δημοσίευσης SCE IV/2. Βασικός στόχος του Gjerstad με την καθιέρωση αυτού του συστήματος ήταν πράγματι ο προσδιορισμός «…ενός κοινού Κυπρίου χαρακτῆρος, ο οποίος να διαχωρίζει την κυπριακή κεραμική από εκείνη μη κυπριακής προέλευσης...»8.

Παρά ταύτα, πρόσφατες μελέτες έχουν επιχειρήσει να συμπληρώσουν τον κυπριακό χαρακτήρα της κεραμικής, όπως αυτός είχε προσδιοριστεί από τον Gjerstad. Αυτό έχει επιτευχθεί μέσω μιας προσέγγισης των κεραμικών δεδομένων εντός των τοπικών τους συμφραζομένων. Μια τέτοια μέθοδος έχει στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα την ταύτιση τοπικών κέντρων τον προσδιορισµό των αντίστοιχων τεχνοτροπιών της κεραµικής παραγωγής τους. Μέχρι τώρα, για την ΚΓ περίοδο, μπορούμε να ταυτίσουμε την κεραμική παραγωγή των εργαστηρίων της Πάφου, του Κουρίου, της Αμαθούντας, του Κιτίου, της Λαπήθου, της Σαλαμίνας και της Κυθρέας9· για την ΚΑ περίοδο, των εργαστηρίων της Αμαθούντας και του Κιτίου10. Για την ΚΚ περίοδο όμως, με εξαίρεση μια πρόσφατη μελέτη για την κλασική κεραμική του Κιτίου11, ο προσδιορισµός της παραγωγής των διαφόρων εργαστηρίων παραµένει ζήτηµα ανοιχτό για την έρευνα.

 

Χαρακτηριστικά της κυπριακής κεραμικής της Εποχής του Σιδήρου

Ας περάσουμε τώρα στην παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της κυπριακής κεραμικής της Εποχής του Σιδήρου σύμφωνα με τα τρία στοιχεία που συγκροτούν έναν κεραμικό ρυθμό: το σχήμα, την τεχνική και τη διακόσμηση. Μετά θα προχωρήσουμε σε μια σύνοψη των πιο αντιπροσωπευτικών σειρών για την παραγωγή καθεμιάς περιόδου, με έμφαση σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των τοπικών εργαστηρίων.

Σε γενικές γραμμές, η σύνθεση του ρεπερτορίου των διαφορετικών εργαστηρίων στην Εποχή του Σιδήρου μαρτυρεί τοπικές κεραμικές παραδόσεις συνοδευόμενες από δάνεια από ξένες κεραμικές τάσεις. Οι Κύπριοι κεραμείς ενσωμάτωναν επιλεκτικά στην παραγωγή τους νέα στοιχεία, που αφορούσαν κυρίως νέα σχήματα αλλά και συγκεκριμένα διακοσμητικά θέματα ή ακόμα και τεχνικές. Αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα επηρεάστηκαν από τις εισαγωγές που διαπιστώνονται στο νησί και ακολουθούσαν τις προτιμήσεις της κοσμοπολίτικης κυπριακής κοινωνίας της Εποχής του Σιδήρου. Αναγνωρίζουμε ότι αποτελούν μαρτυρίες των αλλαγών των εμπορικών δεδομένων και των επαφών του νησιού με τις γειτονικές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, κυρίως με το Αιγαίο και τις ακτές της Συροπαλαιστίνης.

Οι περισσότερες κατηγορίες αγγείων είναι, από τεχνολογικής άποψης, κυρίως τροχήλατες, αν και υπάρχουν ενδείξεις κατασκευής χειροποίητων αγγείων, ειδικότερα για μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία (πίθοι) και για ορισμένα µαγειρικά σκεύη12. Οι σειρές αγγείων που παράγονται διαιρούνται με βάση το σχήμα τους σε δυο ευρείες κατηγορίες: στα αγγεία κλειστού σχήματος (αγγεία για αποθήκευση, μεταφορά, επιτραπέζια αγγεία παράθεσης υγρού) και στα αγγεία ανοιχτού σχήματος (επιτραπέζια αγγεία πόσεως, βρώσεως και παράθεσης)· σε αυτές μπορεί να προστεθεί η ειδική κατηγορία τελετουργικών αγγείων.

Οι διακοσμητικές τεχνικές συγκροτούν ακόμη ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα. Το ευρύ πεδίο λεπτής, διακοσμημένης κεραμικής που κατασκεύαζαν οι Κύπριοι κεραμείς την Εποχή του Σιδήρου μαρτυρεί την προτίμησή τους για πολύχρωμες διακοσμήσεις στα αγγεία13. Παρ’ όλα αυτά, είναι στο πλαίσιο των τοπικών εργαστηρίων που μπορούμε να αντιληφθούμε πληρέστερα τη δημοτικότητα κάθε ρυθμού, που στην πραγματικότητα αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο σχημάτων. Τα διακοσμητικά θέματα με τη σειρά τους είναι στενά συνδεδεμένα με τους κεραμικούς ρυθμούς και κάθε εργαστήριο εφαρμόζει συγκεκριμένη σειρά διακοσμητικών θεμάτων.

Τέλος, αν και η διακόσμηση των αγγείων είναι κυρίως αφηρημένη, οι εικονιστικές παραστάσεις συνθέτουν μια διακριτή κατηγορία για την κυπριακή κεραμική της Εποχής του Σιδήρου, η οποία δεν είναι συγκρίσιμη με τους εικονιστικούς ρυθμούς που ίσχυαν στην ελληνική γεωμετρική, αρχαϊκή και κλασική κεραμική. Πράγματι, η ιδιαιτερότητα των εικονογραφικών σκηνών της κυπριακής κεραμικής έγκειται στην εικονογραφική και τεχνοτροπική της βάση (γενικές σχεδιαστικές και διακοσμητικές αρχές) αλλά και στο επιλεγμένο ρεπερτόριο σχημάτων των αγγείων14. Η εικονιστική παράδοση της κυπριακής κεραμικής, επομένως, εξετάζεται καλύτερα ξεχωριστά για κάθε περίοδο και στο πλαίσιο των τοπικών εργαστηρίων.

 

Κυπρο-γεωμετρική περίοδος (11ος-8ος αι. π.Χ. περίπου)

Κατά την ΚΓ περίοδο αποκρυσταλλώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά της κεραμικής της Εποχής του Σιδήρου. Οι Κύπριοι κεραμείς αναπτύσσουν στο ρεπερτόριο των σχημάτων τους, τοπικές παραδόσεις από την ΄Υστερη Εποχή του Χαλκού και ενσωματώνουν στοιχεία αιγαιακής και συροπαλαιστινιακής προέλευσης. Τα αγγεία της ΚΓ περιόδου που εμπνέονται από αιγαιακούς ρυθμούς συνδέονται με κεραμικούς τύπους που τεκμηριώνονται ήδη στην Ύστερη Κυπριακή ΙΙΙΑ (12ος αι. π.Χ.) κεραμική, αλλά και με νέα σχήματα που διαπιστώνονται για πρώτη φορά στην Ύστερη Κυπριακή ΙΙΙΒ (α΄ μισό 11ου αι. π.Χ.)15. Η τελευταία είναι μια σύντομη μεταβατική περίοδος που προαναγγέλει την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου16.

Για τα κλειστά σχήματα του ΚΓ ρεπερτορίου, ένα αντιπροσωπευτικό αγγείο αιγαιακής έμπνευσης είναι ο επιγάστριος αμφορέας. Αυτό το αγγείο ξεχωρίζει επίσης και λόγω της μακράς παραγωγής του που καλύπτει ολόκληρη την Εποχή του Σιδήρου. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι κατά τη διάρκεια της ΚΓ περίοδου, τα «αιγαιάζοντα» στοιχεία που ενσωματώθηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω στην κυπριακή παραγωγή, εντοπίζονται μόνο ως ανάμνηση, χωρίς ενδείξεις νέων υιοθετημένων στοιχείων στην ΚΓ κεραμική. Όσον αφορά τα σχήματα συροπαλαιστινιακής έμπνευσης, το φλασκί και η σφαιρική λήκυθος ξεχωρίζουν ως οι πλέον άφθονες εισαγωγές της ΚΓ περιόδου και προσαρμόστηκαν αναλόγως στο κυπριακό ρεπερτόριο17. Ουσιαστικά, η σφαιρική λήκυθος, που μετατράπηκε στο κυπριακό ρεπερτόριο σε βαρελοειδή λήκυθο, αποτελεί ένα πολύ τυπικό σχήμα της ΚΓ κεραμικής [Εικ. 1]. Μεταξύ των ανοιχτών σχημάτων, δημοφιλές είναι το πινάκιο. Αποτελεί ένα ιδιαίτερο σχήμα της κυπριακής κεραμικής που παραγόταν μόνο κατά την ΚΓ περίοδο [Εικ. 2]. Το πινάκιο χαρακτηρίζεται από περίτεχνη διακόσμηση στην εξωτερική επιφάνεια της βάσης του.

Το διακοσμητικό ρεπερτόριο αποτελείται από ένα ευρύ πεδίο αφηρημένων, γραμμικών και κυκλικών θεμάτων σε διαφορετικούς συνδυασμούς, τα οποία προσδιορίζουν το διακοσμητικό ύφος της ΚΓ κεραμικής. Οι περιορισμένες εικονιστικές παραστάσεις εμπνέονται από την πανίδα και τη χλωρίδα, ενώ η ανθρώπινη μορφή και οι αφηγηματικές σκηνές γενικότερα είναι εξαιρετικά σπάνιες18. Παρ’ όλα αυτά, ένα σημαντικό σύνολο εικονιστικών παραστάσεων προέρχεται από τις περιοχές της Πάφου και του Κουρίου. Όσον αφορά τους κεραμικούς ρυθμούς που χρησιμοποιούνταν στη διακόσμηση των αγγείων, ο Λευκός Γραπτός (διακόσμηση εκτελεσμένη με μελανή βαφή σε ανοιχτόχρωμο πεδίο) και ο ρυθμός Διχρωμίας (διακόσμηση εκτελεσμένη με μελανή και ερυθρή βαφή σε ανοιχτόχρωμο πεδίο) αποτελούν πολύ κοινές τεχνικές της ΚΓ κεραμικής. Επιπλέον, και οι δυο αυτοί ρυθμοί υποδεικνύουν μια μακρά παραγωγή καθόλη τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου. Η Δίχρωμη τεχνική, με συροπαλαιστινιακές ρίζες, άνθισε ιδιαίτερα στα εργαστήρια του ανατολικού τμήματος της Κύπρου, ειδικά στη Σαλαμίνα, αλλά και στα εργαστήρια της Αμαθούντας19.

Προς το ύστερο στάδιο της γεωμετρικής περιόδου, την ΚΓ ΙΙΙ περίοδο, δυο νέοι ρυθμοί εμφανίστηκαν στην κυπριακή παραγωγή: ο Ερυθροβαφής (ερυθρό επίχρισμα σε ολόκληρη την επιφάνεια του αγγείου) και η Μελανή επί Ερυθρής κεραμική (Black-on-Red, μελανός διάκοσμος επί ερυθρού επιχρίσματος). Μολονότι η Μελανή επί Ερυθρής κεραμική αποτελεί έναν από τους πιο πολυσυζητημένους ρυθμούς όσον αφορά την προέλευση και χρονολόγησή του, η σύγχρονη έρευνα δεν αφήνει αμφιβολίες σχετικά με την κυπριακή του προέλευση20. Επιπλέον, πρόσφατα υποστηρίχθηκε ότι ο ρυθμός αυτός αποτελεί μια επινόηση των εργαστηρίων της Πάφου στην ΚΓ ΙΙΙ περίοδο, όπου επίσης παρουσιάζει υψηλή ποιότητα κατασκευής [Εικ. 3]21. Η Μελανή επί Ερυθρής τεχνική απαντά σε μια ποικιλία σχημάτων (ανοικτών και κλειστών), πολλά εκ των οποίων διανέμονταν στην ανατολική Μεσόγειο, όπως θα δούµε και στη συνέχεια.

 

Κυπρο-αρχαϊκή περίοδος (8ος-6ος αι. π.Χ. περίπου)

Η κεραμική παραγωγή της ΚΑ περιόδου σηματοδοτείται από καινοτομίες, όπως αποδεικνύεται από τα διαφορετικά κέντρα παραγωγής. Είναι κυρίως στην όψιμη φάση της περιόδου, την ΚΑ ΙΙ, που οι τεχνοτροπικές αποκλίσεις μεταξύ των κέντρων παραγωγής έγιναν πιο έντονες. Επιπλέον, κατά την ΚΑ περίοδο, η παραγωγή των διαφορετικών εργαστηρίων χαρακτηρίζεται και από την ενίσχυση της χρήσης εικονογραφικών σκηνών. Στο ρεπερτόριο των σχημάτων, παρατηρούμε την τεχνοτροπική εξέλιξη κεραμικών σχημάτων που βρίσκονταν ήδη σε κυκλοφορία κατά την προηγούμενη περίοδο (ΚΓ ΙΙΙ) καθώς επίσης και την εξαφάνιση άλλων.

Μια βασική αλλαγή πάντως τεκμηριώνεται από την υιοθέτηση νέων ανοιχτών σχημάτων. Διαφορετικοί τύποι άωτων φιαλών του Απλού Λευκού ή του Ερυθροβαφούς ρυθµού αποτελούν σχήματα φοινικής προέλευσης και τεκµηριώνονται ευρέως στην παραγωγή των εργαστηρίων του Κιτίου22. Επιπλέον, ένας νέος τύπος αγγείου πόσεως αιγαιακής προέλευσης επίσης αφομοιώνεται στην κυπριακή κεραμική. Πρόκειται για αναπαραγωγή σε Λευκό Γραπτό και ρυθμό Διχρωμίας του σχήματος του σκύφου, που κατά τον 8ο αι. π.Χ. εισαγόταν στην Κύπρο κυρίως από την Εύβοια και την Αττική, ενώ από τον 7ο αι. π.Χ. και εξής από την ανατολική Ελλάδα23. Το συγκεκριμένο αγγείο συνδέεται στενά με συμποτικές πρακτικές [Εικ. 4].

Στην κατηγορία των κλειστών σχημάτων, η παραγωγή ληκυθίων με κυκλικό στόμιο αντιπροσωπεύεται από μια σειρά μορφολογικών παραλλαγών. Παράγονται είτε σε συνέχεια του τύπου της ΚΓ ΙΙΙ περιόδου ή υπό την επίδραση ληκυθίων του Δίχρωμου και Ερυθροβαφούς ρυθμού που εισάγονταν από τη Φοινίκη24. Τα κυπριακά δείγματα είναι ιδιαίτερα συνήθη στο ρυθμό Μελανού επί Ερυθρού, αλλά και Διχρωµίας [Εικ. 5]. Αυτά τα μικρά δοχεία συνδέονται με την παραγωγή αρωματικών ελαίων ή αλοιφών. Κατά την ΚΑ περίοδο, η παραγωγή αγγείων Μελανής επί Ερυθρής κεραμικής είναι εμφανώς αυξημένη σε διάφορα κυπριακά κέντρα, μετά από την εμφάνιση του συγκεκριμένου ρυθμού στην ύστερη ΚΓ περίοδο. Πολυάριθμα αγγεία του Μελανού επί Ερυθρού ρυθμού εξάγονταν στην ανατολική Μεσόγειο, όχι μόνο στις ακτές της Συροπαλαιστίνης αλλά και στο Αιγαίο (Κρήτη, Κώς, Ρόδος)25. Στην κατηγορία των μεγάλων αγγείων για τη μεταφορά αγαθών, που εκτελούνταν στον Απλό Λευκό ρυθμό (χωρίς γραπτή διακόσμηση), ο αμφορέας με τις υπερυψωμένες λαβές (basket handle amphora) αποτελεί ακόμα ένα χαρακτηριστικό κυπριακό προϊόν που επίσης εξαγόταν ευρέως στην ανατολική Μεσόγειο, κυρίως από την όψιμη ΚΑ περίοδο26.

Επιστρέφοντας στις μαρτυρίες της λεπτής κεραμικής με γραπτή διακόσμηση, μια νέα διακοσμητική τεχνική, ο Δίχρωμος Ερυθρός ρυθμός (μελανή και πρόσθετη λευκή βαφή σε ερυθρό πεδίο) εμφανίζεται στην αρχή της ΚΑ περιόδου. Ο ρυθμός αυτός αποδεικνύει την προτίμηση των Κυπρίων κεραμέων για μια πιο ζωηρή διακόσμηση. Επιπλέον, το διακοσμητικό ρεπερτόριο της ΚΑ περιόδου εμπλουτίζεται με τη δημιουργία νέων διακοσμητικών συνθέσεων όχι μόνο αφηρημένων αλλά και εικονιστικών που αποδίδουν μια τεχνοτροπία πληθωρική σε φαντασία. Επιπρόσθετα προς τις δύο τεχνοτροπικές παραδόσεις που είχε ήδη διακρίνει ο Gjerstad, οι οποίες αφορούν το δυτικό και ανατολικό τμήμα του νησιού αντίστοιχα27, μπορούμε να προσθέσουμε επίσης τις μαρτυρίες από το κέντρο της Αμαθούντας28. Τα κεραμικά εργαστήρια της δυτικής ακτής προτιμούσαν αφηρημένες γεωμετρικές συνθέσεις με εκτεταμένη χρήση ομόκεντρων κύκλων, ενώ τα εργαστήρια της ανατολικής ακτής προτιμούσαν κυρίως φυτικά αλλά και εικονιστικά θέματα, ζώα και ενίοτε ανθρώπους29. Οι εικονιστικές παραστάσεις ακολουθούν τη λεγόμενη τεχνοτροπία Ελεύθερου Πεδίου (free field style) και εκτελούνται στη Δίχρωμη τεχνική [Εικ. 6]. Τέλος, ο γνωστός «ρυθμός Αμαθούντας», που κυρίως εκτελείται στη Δίχρωμη τεχνική, αποδίδεται στην ΚΑ ΙΙ παραγωγή της Αμαθούντας και έκανε χρήση ενός συγκεκριμένου ρεπερτορίου σχημάτων και διακοσμητικών θεμάτων, με περιστασιακή χρήση της ανθρώπινης μορφής30.

 

Κυπρο-κλασική περίοδος (5ος-4ος αι. π.Χ. περίπου)

Στην κεραμική της κυπρο-κλασικής περιόδου, οι τάσεις που ήταν ήδη εμφανείς στα όψιμα στάδια της ΚΑ ΙΙ περιόδου, εξακολουθούν και ενισχύονται. Ορισµένες σειρές στην κεραµική παραγωγή υποδεικνύουν ανάπτυξη κεραµικών τύπων µε στυλιστικά δάνεια από τη Συροπαλαιστίνη και το Αιγαίο (Αττική και ανατολική Ελλάδα). Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των διαφόρων κέντρων παραγωγής, ζήτημα που παραμένει ανοιχτό για ενδελεχή έρευνα.

Στην κατηγορία της λεπτής κεραμικής, η τεχνική του Απλού Λευκού ρυθμού καθίσταται πολύ δημοφιλής. Η τεχνική αυτή αντιπροσωπεύται από ποικιλία πρόχων, ιδιαίτερα εκείνων που εξελίσσουν τον τύπο σακκοειδούς σχήµατος µε συροπαλαιστινιακή προέλευση, καθώς επίσης και από διαφορετικές παραλλαγές άωτων φιαλών [Εικ. 7]. Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η αυξανόμενη τάση για παραγωγή τέτοιων σχημάτων σε μικρογραφική εκδοχή, πάντα σε Απλό Λευκό ρυθμό. Παρά τη μειωμένη χρήση των τεχνικών γραπτής διακόσμησης συγκριτικά με την ΚΑ περίοδο, αξίζει να σημειωθεί ότι η Δίχρωµη Ερυθρή κεραµική ξεχωρίζει ως η χαρακτηριστική διακοσµητική τεχνική µιας ιδιαίτερης σειράς ληκύθων. Αυτές οι λήκυθοι κοσμούνται από την προτομή ενός ζώου ή από μια πήλινη γυναικεία μορφή που βαστά μικρογραφική οινοχόη και άνθισαν ιδιαίτερα στα εργαστήρια της δυτικής Κύπρου κατά την όψιμη ΚΑ και ιδιαίτερα κατά την ΚΚ περίοδο [Εικ. 8]31. Πολλά δείγματα του συγκεκριμένου τύπου παραγωγής τεκμηριώνονται στις περιοχές του Μαρίου και της Πάφου. Επιπλέον, στην αρχή της ΚΚ περιόδου εμφανίζεται ένας νέος κεραμικός ρυθμός: Έντριπτη Στιλβωτή Κεραμική υπό αιγαιακή επίδραση32. Δεν είναι διαδεδομένη τεχνική και η χρήση της περιορίζεται στην πραγματικότητα σε μια σειρά σχημάτων που έχουν ελληνικά παράλληλα. Φαίνεται πως η τεχνική αυτή εκπροσωπείται καλύτερα στο δυτικό τμήμα της Κύπρου.

Για τους ρυθµούς µε γραπτή διακόσµηση, η θεµατολογία ενσωµατώνει επιλεγµένα στοιχεία εµπνευσµένα από την ελληνική κεραμική, όπως για παράδειγμα φύλλα ελιάς ή κισσού από την αττική κεραμική33. Σε αντίθεση με την ΚΑ περίοδο, οι παραστάσεις ανθρώπινων ή ζωικών μορφών καθίστανται πολύ σπάνιες στη γραπτή διακόσμηση της ΚΚ κεραµικής.

Τέλος, στην κατηγορία των μεταγωγικών αµφορέων, παρατηρούμε την εξέλιξη του τύπου του κυπριακού αμφορέα με υπερυψωμένες λαβές (basket handled) παράλληλα με την παραγωγή μιας ποικιλίας αμφορέων με κομβιόσχημη βάση, οι οποίοι ακολουθούν ελληνικά πρότυπα από διαφορετικές προελεύσεις34. Ο παραπάνω τύπος αμφορέα πρωτοεμφανίστηκε στην κυπριακή παραγωγή την ΚΑ ΙΙ περίοδο. Αν και ο μεταγωγικός αµφορέας συροπαλαιστινιακής προέλευσης, γνωστός ως «χαναανιτικός» (Canaanite jar) ο οποίος εισάγεται αδιάκοπα στην Κύπρο από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, παρουσιάζει διάφορες τυπολογικές παραλλαγές κατά την Εποχή του Σιδήρου, χαρακτηριστικός τύπος της ΚΚ περιόδου είναι εκείνος με επίμηκες στενό σώμα, ο οποίος πολύ πιθανώς ενσωματώθηκε στην τοπική παραγωγή35.

Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη επισκόπηση των οκτώ αιώνων εξέλιξης της κυπριακής κεραμικής παραγωγής την Εποχή του Σιδήρου, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι νέες μελέτες απαιτούνται προκειμένου να προσδιοριστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συνεχώς αυξανόμενων κεραμικών δεδομένων. Είναι ωστόσο σαφές ότι η κυπριακή πολιτισμική ταυτότητα, όπως εκδηλώνεται μέσω της κεραμικής, μπορεί να διαφωτιστεί μόνο στo πλαίσιo των τοπικών εργαστηρίων των πολιτειών της Εποχής του Σιδήρου και είναι εντός αυτής της καίριας περιοχής που θα πρέπει να βασιστούν οι νέες μελέτες.

Αναρτήθηκε: 2 Φεβρουαρίου 2016 Ενημερώθηκε: 2 Φεβρουαρίου 2016 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

 

Εικ. 1: Βαρελόσχημη λήκυθος Δίχρωμου ΙΙ ρυθμού (Georgiadou 2014, εικ. 2).

Εικ. 2: Πινάκιο Δίχρωμου ΙΙΙ ρυθμού (Georgiadou 2011, 178, εικ. 21b).

Εικ. 3: Βαρελόσχημο ληκύθιο Μελανού επί Ερυθρού ρυθμού Ι (ΙΙΙ) (Georgiadou 2014, εικ. 3).

Εικ. 4: Σκύφος Δίχρωμου ΙV ρυθμού, Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο 74.51.590. Συλλογή Cesnola, αγοράστηκε με δημόσια δαπάνη 1874-76.

Εικ. 5: Ληκύθιο Μελανού επί Ερυθρού ρυθμού ΙΙ (ΙV) ρυθμού. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο 1880,0710.86Προέλευση φωτογραφίας: © Trustees of the British Museum.

Εικ. 6: Τριφυλλόσχημη οινοχόη Δίχρωμου ΙV ρυθμού. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο 74.51.527, Συλλογή Cesnola, αγοράστηκε με δημόσια δαπάνη 1874-76.

Εικ. 7: Προχοΐσκη Απλού Λευκού V/VI ρυθμού. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο 1887,0801.51. Προέλευση φωτογραφίας: © Trustees of the British Museum.

Εικ. 8: Λήκυθος Δίχρωμου Ερυθρού VI ρυθμού. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο 74.51.563. Συλλογή Cesnola, αγοράστηκε με δημόσια δαπάνη 1874-76.

 

Σημειώσεις τέλους

1Όπως η νεκρόπολη Σκάλες (Karageorghis 1983) · η νεκρόπολη Πλάκες (Karageorghis & Raptou 2014).

2 Για παράδειγμα Karageorghis 1973.

3Hadjisavvas 2012· Hadjisavvas 2014.

4Gjerstad 1948.

5Satraki 2012· Iacovou 2013.

6 Gjerstad 1948, 184-206.

7Gjerstad 1960.

8 Gjerstad 1960, 107.

9 Georgiadou 2013.

10Αμαθούντα: Fourrier 2006· 2009· Κίτιον: Fourrier 2015.

11 Bλ. Fourrier 2014.

12 Για τα μαγειρικά σκεύη: Βλ. Fourrier 2007.

13Για τον προσδιορισμό και την εξέλιξη των διαφόρων κεραμικών ρυθμών: Gjerstad 1948, 48-91.

14Για το σύνολο των εικονογραφικών σκηνών στην κυπριακή κεραμική της Εποχής του Σιδήρου: Karageorghis, des Gagniers 1974 και 1979.

15 Pieridou 1973· Iacovou 1988. 

16 Iacovou 2006, 191.

17 Για τις φοινικικές εισαγωγές: Bikai 1987. 

18 Iacovou 2006.

19 Georgiadou 2011.

20 Schreiber 2003.

21Georgiadou 2014.

22 Για παράδειγμα: Fourrier 2015, 131-132, 135-136.

23 Coldstream 1979· Coldstream 1987. 

24 Για παράδειγμα: Bikai 1987, πίν. Χ, ΧΙ.

25 Schreiber 2003· Bourogiannis 2012. 

26 Για το σχήμα: Gjerstad 1948, εικ. LXIII, 10)2, εικ. LXIX,3)2· βλ. επίσης Gjerstad 1960, 120-121, εικ. 15.

27 Gjerstad 1960, 105-107.

28 Fourrier 2006. 

29 Για τη φυτική διακόσμηση στην κεραμική και κοροπλαστική της Σαλαμίνας: Yon 2005.

30 Fourrier 2008, με προηγούμενη βιβλιογραφία. 

31 Vandenabeele 1998. 

32 Gjerstad 1948, 84, εικ. LXI: Stroke Polished I (VI), εικ. LXVII: Stroke Polished II (VII).

33 Gjerstad 1948, 307, 310-311.

34 Βλ. για παράδειγμα Georgiou, Karageorghis 2013, 45-47.

35 Για το σχήμα: Gjerstad 1948, εικ. LXII, 4)4a, 5)4b, επίσης Fourrier 2014, 135.

 

Βιβλιογραφία

Bikai, P.M. 1987: The Phoenician Pottery of Cyprus, Λευκωσία.

Bourogiannis, G. 2012: «Pondering the Cypro‐Phoenician conundrum. The Aegean view of a bewildering term», στο M. Iacovou (επιμ.), Cyprus and the Aegean in the Early Iron Age. The legacy of Nicolas Coldstream, Λευκωσία, 183‐205.

Coldstream, J.N. 1979: «Geometric Skyphoi in Cyprus», RDAC, 255‐269.

Coldstream, J.N. 1987: «The Greek Geometric and Archaic imports», στο V. Karageorghis, O. Picard, C. Tytgat (επιμ.), La nécropole d’Amathonte Tombes 113367, II. Céramique nonChypriote (Études Chypriotes VIII), Λευκωσία, 2131.

Fourrier, S. 2006: «Les deux dépôts archaïques», στο S. Fourrier, A. Hermary (επιμ.), Amathonte VI. Le sanctuaire d’Aphrodite. Des origines au début de l’époque impériale (Études Chypriotes 17), Αθήνα, 49-126.

Fourrier, S. 2007: «Le dépôt archaïque du Rempart Nord d’Amathonte V. Céramiques culinaires», BCH 131, 6793.

Fourrier, S. 2008: «Le dépôt archaïque du Rempart Nord d’Amathonte. VI. Vases du style d’Amathonte», BCH 132, 555585.

Fourrier, S. 2009: «Le dépôt archaïque du Rempart Nord d’Amathonte VII. Autres productions chypriotes et importations levantines», BCH 133, 198.

Fourrier, S. 2014: «Appendix II. The Ceramic Repertoire of the Classical Period Necropolis of Kition», στο S. Hadjisavvas, The Phoenician Period Necropolis of Kition, II, Λευκωσία, 135-181.

Fourrier, S. 2015: «La céramique chypriote et levantine des époques Géométrique et Archaïque», στο A. Caubet, S. Fourrier and M. Yon, Kition-Bamboula VI, Le Sanctuaire sous la colline, TMO, Λυών, 111-172.

Georgiadou, A. 2011: «À propos de la production céramique Chyprogéométrique d’Amathonte: essai de caractérisation», CCΕC 41, 167182.

Georgiadou, A. 2013: La céramique de Chypre à l’époque géométrique: étude des ateliers régionaux (XIe-VIIIe s. av. J.-C.) (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Aix-Marseille και Πανεπιστήμιο Αθηνών).

Georgiadou, A. 2014: «Productions et styles régionaux dans l’artisanat céramique de Chypre à l’époque géométrique (XIe-VIIIe s. av. J.-C.) », BCH 138, 361-385.

Georgiou, G., Karageorghis, V. 2013: A Cypro-Archaic Tomb at Xylotymbou and three Cypro-Classical tombs at Phlasou: From exuberance to recession (SIMA CXL), Ουψάλα.

Gjerstad, E. 1948: The Swedish Cyprus Expedition, The CyproGeometric, CyproArchaic and CyproClassical Periods, IV/2, Στοκχόλμη.

Gjerstad, E. 1960: «Pottery Types: Cypro‐Geometric to Cypro‐Classical», OpAth III, 105‐122.

Hadjisavvas, S. 2012: The Phoenician Period Necropolis of Kition, I, Λευκωσία.

Hadjisavvas, S. 2014: The Phoenician Period Necropolis of Kition, II, Λευκωσία.

Iacovou, M. 1988: The Pictorial Pottery of the Eleventh Century B.C. Cyprus (SIMA LXXIX)Γκέτεμποργκ.

Iacovou, M. 2006«À contretemps. Late Helladic IIIC Syntax and Context of Early Iron Age Pictorial Pottery in Cyprus», στο E. Rystedt, B. Wells (επιμ.), Pictorial Pursuits. Figurative Painting on Mycenaean and Geometric Pottery, Στοκχόλμη, 191‐203.

Iacovou, M. 2013: «Historically Elusive and Internally Fragile Island Polities: The Intricacies of Cyprus’s Political Geography in the Iron Age», στο M. Iacovou, D.B. Counts (επιμ.), New Approaches to the Elusive Iron Age Polities of Ancient Cyprus (BASOR 370), 15-47.

Karageorghis, V. 1973Excavations in the Necropolis of Salamis, III, Λευκωσία.

Karageorghis, V. 1983: PalaepaphosSkales. An Iron Age Cemetery in Cyprus (Ausgrabungen in AltPaphos auf Cypern 3), Κωνσταντία.

Karageorghis, V., des Gagniers, J. 1974: La Céramique Chypriote de Style Figuré: Âge du Fer 1050500 av. J.C., Ρώμη.

Karageorghis, V., des Gagniers, J. 1979: La Céramique Chypriote de Style Figuré: Âge du Fer 1050500 av. J.C.: Supplément, Ρώμη.

Karageorghis, V. and Raptou, E. 2014: Necropoleis at Palaepaphos from the End of the Late Bronze Age to the Cypro-Archaïc Period, Λευκωσία.

Pieridou, A. 1973: Ο πρωτογεωμετρικός ρυθμός εν Κύπρω, Αθήνα.

Satraki, A. 2012: Κύπριοι βασιλείς από τον Κόσμασο μέχρι το Νικοκρέοντα (Αρχαιογνωσία Suppl. 9), Αθήνα.

Schreiber, N. 2003: The CyproPhoenician Pottery of the Iron Age, Λέιντεν, Βοστώνη.

Vandenabeele, F. 1998Figurines on Cypriote Jugs Holding an Oenochoe (SIMA CXX), Jonsered.

Yon, M. 2005: «Peintres, potiers et coroplathes à Salamine. À propos d’une tête de statue archaïque en terre cuite», CCΕ35: 3554.