Κατά τη διάρκεια του πολέμου που διεξήγαγε ο Μέγας Αλέξανδρος εναντίον των Περσών, οι κυπριακές πολιτείες, γνωστές στη βιβλιογραφία ως κυπριακά βασίλεια, αποτελούσαν τμήμα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Μολονότι κατέβαλλαν κάποιου είδους φόρο υποτέλειας στον Πέρση μονάρχη και ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν ναυτική στρατιωτική υποστήριξη στους Πέρσες ηγεμόνες, διατηρούσαν την πολιτική τους οντότητα και ανεξαρτησία. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., οι διάδοχοί του χρησιμοποίησαν το νησί ως πεδίο συγκρούσεων. Τελικά, ο Πτολεμαίος Α΄ κυριάρχησε στην Κύπρο και το νησί κατέστη ενοποιημένη επαρχία υπό πτολεμαϊκή διοίκηση1.
Η Ιακώβου επισημαίνει τη σημασία αυτού του γεγονότος: Οι περιφερειακές διοικήσεις εξέλιπαν, πιθανώς για πρώτη φορά από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., και οι Κύπριοι αναγκάστηκαν να γίνουν πολίτες ενός ενοποιημένου αλλά αποικιακού κράτους2. Αυτή η πολιτική αλλαγή είχε μη αναστρέψιμες συνέπειες για τις πολιτείες της Eποχής του Σιδήρου, κάθε μια από τις οποίες είχε τη δική της ιδιαίτερη ιστορία και τοπογραφία. Αυτές οι διοικητικές και κοινωνικο-πολιτιστικές συνέπειες μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο στo πλαίσιo της μακράς διάρκειας (longue durée).
Η παρούσα συμβολή επιχειρεί να κατανοήσει τη μετάβαση από την εποχή των κυπριακών βασιλείων στην ελληνιστική περίοδο, μέσω των αρχαιολογικών δεδομένων. Ειδικότερα, επιχειρεί να κατανοήσει πώς η ιστορία των γεγονότων (histoire événementielle), δηλαδή η πολιτική μετάβαση από την κατακερματισμένη διοίκηση που ασκούσαν πολλοί Κύπριοι βασιλείς, σε μια ενιαία διοίκηση που ασκούσε ένας ξένος πτολεμαϊκός αξιωματούχος, ο στρατηγός, επηρέασε τις κοινωνικο-πολιτιστικές δομές, τη νοοτροπία (mentalité) του νησιού. Αναγνωρίζοντας το θεμελιώδη ρόλο της θρησκείας στις αρχαίες κοινωνίες και τα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα, θεωρήθηκε σωστό να προσεγγίσουμε τον ορίζοντα αυτής της μετάβασης μέσω της κατανόησης τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτισμικών μεταμορφώσεων που σημειώνονται στα καθεστώτα κοινωνικής ισχύος και στην αντίστοιχη θρησκευτική τους υπόσταση.
Η πολιτική «εξελληνισμού» των Κυπρο-κλασικών βασιλέων και η ενσωμάτωση της Κύπρου στο πτολεμαϊκό κράτος
Αν θεωρήσουμε την τελική φάση της Υστεροκυπριακής περιόδου (ιδιαίτερα τον 12ο αι. π.Χ.) ως το αρχικό στάδιο στη μακρά και πολυεπίπεδη διαδικασία «εξελληνισμού» του νησιού – όταν αιγαιακοί πληθυσμοί έφθασαν στην Κύπρο μετά την πτώση του μυκηναϊκού κόσμου –, στον ύστερο 6ο αι. π.Χ., μετά την έναρξη της ελληνοπερσικής σύρραξης, παρατηρούμε μια στροφή προς τον ελληνικό κόσμο της ύστερης αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Ο υλικός πολιτισμός και οι γραπτές μαρτυρίες των περιόδων αυτών σαφώς συνηγορούν υπέρ της παραπάνω άποψης. Αυτές οι εξελίξεις συνδέονται με μια νέα πολιτική εκ μέρους των Κύπριων βασιλέων, η οποία σχετίζεται με μια μετάβαση από ανατολικά σε δυτικά πρότυπα3.
Τα κυπριακά νομίσματα παρέχουν σαφείς ενδείξεις για τη μετάβαση της έκφρασης της κυπριακής βασιλικής ιδεολογίας από ανατολικά σε δυτικά πρότυπα. Τον 5ο αι. π.Χ. οι Κύπριοι βασιλείς εξέδωσαν νομίσματα που έφεραν επιγραφές σε αλφάβητο (οι οποίες αρχικά συνυπήρχαν με επιγραφές σε συλλαβική γραφή) και εικονογραφικά μοτίβα επηρεασμένα από την Ελλάδα4. Επιπρόσθετα, η εικονογραφία εκφράζει την προσπάθεια των περισσότερων κυπρο-κλασικών δυναστειών να συνδέσουν τον οίκο τους με ελληνικές θεότητες ή ήρωες. Ελληνικές ή «εξελληνισμένες» θεότητες απαντούν στα νομίσματα που εκδίδουν τα κυπριακά βασίλεια κατά τον 5ο και, ακόμη περισσότερο, κατά τον 4ο αι. π.Χ.: οι μορφές του Ηρακλή, του Απόλλωνα, της Αρτέμιδος και της Αθηνάς, για παράδειγμα, εμφανίζονται στα νομίσματα της βασιλικής δυναστείας της Σαλαμίνας του 5ου και 4ου αι. π.Χ..
Την ίδια επίσης περίοδο ελληνικές θεότητες όπως η Ήρα, η Άρτεμις, η Αθηνά, η Δήμητρα και ο Απόλλων, εμφανίζονται για πρώτη φορά στις επιγραφές5. Επίσης, οι Κύπριοι βασιλείς, μαζί με άλλους Κύπριους, εμφανίζονται ως αναθέτες στα μεγάλα πανελλήνια ιερά6. Ο Πνυταγόρας της Σαλαμίνας, για παράδειγμα, εμφανίζεται να προσφέρει χρυσά στεφάνια δάφνης και μυρτιάς στο ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο.
Φιλολογικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες σχετικές με το θέατρο διαφωτίζουν περαιτέρω το χαρακτήρα της πολιτικής του «εξελληνισμού» που ακολούθησαν οι Κύπριοι βασιλείς προς το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.. Πριν από τον Αλέξανδρο, η θεατρική εικονογραφία είναι περιορισμένη και αποτελείται κυρίως από ειδώλια τα οποία, ωστόσο, καθώς δεν γνωρίζουμε τα αρχαιολογικά τους συμφραζόμενα, χρονολογούνται με τεχνοτροπικά κυρίως κριτήρια [Εικ. 1]. Αυτό το υλικό θα πρέπει πιθανότατα να εξεταστεί στο πλαίσιο των στενότερων δεσμών μεταξύ του ελλαδικού χώρου και των κυπριακών βασιλείων. Στη μητροπολιτική Ελλάδα το θέατρο αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής ζωής και της πολιτισμικής ταυτότητας. Το τέλος του 4ου αι. π.Χ. είναι πιθανώς η περίοδος κατά την οποία οικοδομήθηκε και το θέατρο της Νέας Πάφου [Εικ. 2]7.
Αυτή η μετάβαση προς μια πιο «ελληνίζουσα» νοοτροπία και ο αντίκτυπος της κυπρο-κλασικής βασιλικής ιδεολογίας στον υλικό πολιτισμό της Κύπρου διαπιστώνεται επίσης στην εξέλιξη των κυπριακών ταφικών πρακτικών και της γλυπτικής. Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η χρήση σαρκοφάγων γίνεται αρκετά συχνή και, τελικά, στον βαθμό που κάτι τέτοιο μπορεί να διαπιστωθεί, τον 4ο αι. π.Χ., παύει η κατασκευή κτιστών τάφων με δρόμο. Αυτή είναι επίσης η περίοδος κατά την οποία θεματικές από την ελλαδική εικονογραφία κατακλύζουν τη μνημειακή τέχνη της Κύπρου8. Ενώ τα ανδρικά γλυπτά – ορισμένα από τα οποία θα πρέπει να συνδεθούν με το βασιλικό αξίωμα – εμφανίζουν κατά την κυπρο-αρχαϊκή περίοδο σύμβολα εξουσίας δανεισμένα από την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή9, καθώς προχωρούμε στην κυπρο-κλασική περίοδο υπερισχύουν σαφώς οι «ελληνίζουσες» μορφές.
Η «αθωρική» εικονογραφία αποτελεί μια ενδεικτική περίπτωση στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε τις μεταλλαγές της βασιλικής ιδεολογίας από την κυπρο-αρχαϊκή στην κυπρο-κλασική περίοδο [Εικ. 3]. Η επιλεκτική χρήση των αθωρικών κιονοκράνων και το αρχαιολογικό πλαίσιο εύρεσής τους («ανακτορικό» κτήριο ή αστικό ιερό) υποδηλώνουν ότι αυτά λειτουργούσαν ως σύμβολα εξουσίας μάλλον παρά ως στοιχεία του εικονογραφικού συρμού της εποχής. Μια κυπριακή θεότητα που αποκαλείται, τουλάχιστον από τον ύστερο 4ο αι. π.Χ., Αφροδίτη, όπως τεκμηριώνεται στις δίγλωσσες επιγραφές από την Αμαθούντα που θα συζητηθούν παρακάτω, εξακολουθεί να επιδεικνύει εικονογραφικές ενδείξεις της αφομοίωσής της με την προγενέστερη θεότητα της οικογένειας της Αστάρτης10. Στον 4ο αι. π.Χ., όταν πια η Κυπριακή θεότητα που προσομοίαζε στην Αστάρτη αφομοιώθηκε από την Αφροδίτη, η παρουσία της Αθώρ είναι σαφώς πιο περιορισμένη. Μπορούμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι η αθωρική μορφή ήταν σημαντική για την κυπριακή ιδεολογία μόνο μέχρι την πρώιμη κυπρο-κλασική περίοδο.
Στο ίδιο πλαίσιο της «ελληνίζουσας» πολιτικής που ακολούθησαν οι Κύπριοι βασιλείς, ξεκίνησε, κατά την κυπρο-κλασική περίοδο, ο «εξελληνισμός» της λεγόμενης «Κυπρίας θεάς». Ο «εξελληνισμός» της θεάς απεικονίζεται ξεκάθαρα σε ένα μοναδικό ύστερο κύπρο-κλασικό / πρώιμο ελληνιστικό ασβεστολιθικό άγαλμα από τους Γόλγους που βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης11. Το γλυπτό απεικονίζει τη θεά με ευανάγνωστα διακριτικά γνωρίσματα: ενδεδυμένη πλέον κατά τον ελληνικό τρόπο, φέρει ψηλό διάδημα διακοσμημένο με ανθέμια που εναλλάσσονται με γυμνές μορφές που ομοιάζουν στην Αστάρτη. Το γλυπτό φέρει επίσης περιδέραιο διακοσμημένο με άνθη λωτού και στον αριστερό βραχίονα κρατά έναν αποσμασματικά σωζόμενο Έρωτα, τον κατ’εξοχήν ελληνικό αρσενικό πάρεδρο της Αφροδίτης.
Οι επιγραφές τεκμηριώνουν περαιτέρω αυτό το στάδιο αφομοίωσης μεταξύ μιας Κυπρίας θεάς και της Αφροδίτης. Μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. για παράδειγμα, η ταυτότητα της θεάς που λατρευόταν στην Αμαθούντα καθίσταται πλέον σαφής. Δύο αναθηματικές επιγραφές του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκαν στο ιερό στην κορυφή του λόφου της Αμαθούντας παρέχουν καθοριστικά στοιχεία όχι μόνο για την ταυτότητα της θεάς αλλά και για το σύνδεσμό της με τη βασιλική εξουσία και ιδεολογία: ο τελευταίος βασιλιάς της Αμαθούντας, ο Ανδροκλής, αφιέρωσε στη θεά, η οποία αποκαλείται σαφώς Αφροδίτη, αγάλματα των δύο γιων του12.
Ο Αλέξανδρος επενέβη στα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου όχι μέσω ενός προσωπικού διοικητικού σχεδίου αλλά μόνο ως αποτέλεσμα της διπλωματικής παρέμβασης ορισμένων Κυπρίων βασιλέων13. Κατά τις συγκρούσεις των διαδόχων του Αλέξανδρου, ωστόσο, οι Κύπριοι βασιλείς ήταν πολιτικά διαιρεμένοι. Ορισμένοι από αυτούς προσχώρησαν στους Αντιγονίδες και άλλοι στους Πτολεμαίους, ευελπιστώντας προφανώς η συμμαχία τους με καθεμιά από τις δύο αυτές παρατάξεις να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία τους. Οι επιγραφικές, φιλολογικές και – τουλάχιστον στην περίπτωση του Κιτίου και του Μαρίου (βλ. παρακάτω) – αρχαιολογικές ενδείξεις επιτρέπουν να διακρίνει κανείς την αλλαγή και απλοποίηση του πολιτικού χάρτη του νησιού ήδη πριν και από την τελική κατάργηση των βασιλείων.
Ο Διόδωρος (19.79.4–5) μας πληροφορεί ότι ο Πτολεμαίος, αφού εκτέλεσε τους βασιλείς που είχαν συμμαχήσει εναντίον του, αναγόρευσε τον Νικοκρέοντα, βασιλιά της Σαλαμίνας, στρατηγό της νήσου, προσφέροντάς του τόσο τα βασίλεια όσο και τα έσοδα των βασιλέων που είχαν εκτοπιστεί. Το περιεχόμενο της στρατηγίας του Νικοκρέοντα παραμένει ανοιχτό σε διαφορετικές εμηνείες14. Ο σύγχρονος ερευνητής πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι ακριβείς πληροφορίες που μας παραδίδουν οι αρχαίοι ιστορικοί, ιδίως ο Διόρωρος, είναι ανεπαρκείς και ότι μόνο νέες ενδείξεις είναι πιθανό να μας επιτρέψουν να μιλήσουμε με κάποια βεβαιότητα για την πτολεμαϊκή στρατηγία στο νησί πριν από το τέλος του 3ου αι. π.Χ. και, ειδικότερα, πριν το 217 π.Χ., οπότε έχουμε τις πρώτες σαφείς ενδείξεις για πτολεμαϊκό στρατηγό.
Ιερή τοπογραφία: από τους βασιλείς στο στρατηγό
Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα των μελετών του τοπίου να αποτελέσουν σημαντική πηγή νέων ερμηνειών στο πλαίσιο της μακράς διάρκειας, ας επιχειρήσουμε να μελετήσουμε εκ νέου την ιερή τοπογραφία της Κύπρου κατά τη μετάβαση από τους βασιλείς στο στρατηγό, αλλά και να διαφωτίσουμε περαιτέρω την πολιτική και κοινωνικο-πολιτισμική ιστορία αυτών των δύο περιόδων. Αυτή η προσέγγιση εντάσσεται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Unlocking Sacred Landscapes: A Holistic Approach to Cypriot Sanctuaries and Religion)»15.
Η συνέχεια της λατρείας από την κυπρο-κλασική στην πτολεμαϊκή περίοδο επιβεβαιώνεται από τον τεράστιο αριθμό των ιερών που επιβίωσαν στην ελληνιστική περίοδο και, ιδιαίτερα, από τις θέσεις που επιβιώνουν μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους [Εικ. 4]. Παρά ταύτα, καθώς ο αριθμός των κυπριακών ιερών που δεν επιβίωσαν εντός της ελληνιστικής περιόδου (ή που εγκαταλείφθηκαν κατά τη διάρκειά της) είναι σημαντικός, η άποψη ότι δεν διαπιστώνεται πουθενά ασυνέχεια στη θρησκευτική δραστηριότητα δεν ευσταθεί. Θα πρέπει να αποδώσουμε την εγκατάλειψη πολλών χώρων λατρείας κυρίως σε πολιτικές ενέργειες των βασιλέων της κυπρο-κλασικής περιόδου και, δευτερευόντως στις ακόλουθες κοινωνικές εξελίξεις των ελληνιστικών χρόνων16.
Στην περίπτωση του «ανακτόρου» της Αμαθούντας, είναι πιθανό να αξιολογήσουμε την απευθείας σχέση μεταξύ της πολιτικής άρχουσας τάξης, της οικονομικής δραστηριότητας και της θρησκείας για την περίοδο των κυπριακών βασιλείων17. Το «ανάκτορο» μαζί με τα ιερά του καταστράφηκε ή εγκαταλείφθηκε στο τέλος της κυπρο-κλασικής περιόδου18. Αυτή η καταστροφή/εγκατάλειψη φαίνεται να αποτελεί επεισόδιο που συνδέεται με την κατάργηση των βασιλείων και, συνεπώς, με τις στρατιωτικές και πολιτικές ενέργειες των διαδόχων της ελληνιστικής περιόδου. Τα μόνα άλλα ιερά των οποίων η καταστροφή, βάσει των φιλολογικών και ανασκαφικών δεδομένων, αποδίδεται στους Πτολεμαίους, είναι αυτά του Κιτίου, της Ταμασσού και του Μαρίου19. Εάν λάβουμε υπόψη τα επιγραφικά και φιλολογικά δεδομένα που σχετίζονται με τη στάση των Κυπρίων βασιλέων κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων των διαδόχων – δηλαδή τη συμμαχία του Κιτίου και του Μαρίου με τους Αντιγονίδες εναντίον των Πτολεμαίων – η καταστροφή αυτών των ιερών θα πρέπει να αποδοθεί σε έναν πολιτικό μάλλον, παρά θρησκευτικό, πολιτισμικό ή «εθνικό» πόλεμο20. Από την άλλη πλευρά, τα κύρια ιερά που βρίσκονταν εντός ή πλησίον συγκεκριμένων αστικών κέντρων, όπως εκείνα της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο και στην Αμαθούντα, και του ιερό του Απόλλωνος Ὑλάτη στο Κούριο, εξακολούθησαν να ακμάζουν χωρίς διακοπή και κατά την ελληνιστική περίοδο. Ομοίως, σημαντικός αριθμός περιφερειακών ιερών επιβίωσαν στην ελληνιστική περίοδο.
Η ακμή των περιφερειακών ιερών έλαβε χώρα στην κυπρο-αρχαϊκή περίοδο21. Η Ιακώβου, επιχειρώντας να ανασυστήσει τον πολιτικό χάρτη του νησιού στην Eποχή του Σιδήρου, υποστήριξε πως ο αριθμός των βασιλείων και, ακολούθως, οι επικράτειές τους, υφίσταντο διακυμάνσεις, όμως ο αριθμός των βασιλείων σταδιακά μειωνόταν22. Συνεπώς, η επικράτεια ορισμένων κυπριακών βασιλείων επεκτεινόταν. Επομένως, η ασυνέχεια ορισμένων περιφερειακών ιερών ίσως συνδέεται με εδαφικές διεκδικήσεις, όπως στην περίπτωση των πολιτικών ενεργειών των βασιλέων της Σαλαμίνας και του Κιτίου οι οποίες οδήγησαν στην αύξηση των εδαφών τους κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ..
Οι αναλύσεις Γεωγραφικών Πληροφοριακών Συστημάτων (GIS) συμπληρώνουν τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία παρέχουν πληροφορίες σχετικές με την επικράτεια στην οποία ανήκαν ορισμένα περι-αστικά ιερά της Eποχής του Σιδήρου. Για παράδειγμα, οι αναλύσεις GIS υποδεικνύουν ότι το ιερό στη θέση Βάβλα-Καψάλες ανήκε στην επικράτεια της Αμαθούντας [Εικ. 5]. Σε συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης του θέματος23, το ιερό θα πρέπει να θεωρηθεί «συνοριακό ιερό» μεταξύ Αμαθούντας, Ιδαλίου, Κιτίου και Ταμασσού. Το ιερό είχε μια σημαντική ιεραρχική θέση στην οικονομική ζωή της περιοχής: η τοπογραφία του συνδέεται με τα μεταλλεία χαλκού και τις γύρω περιοχές αγροτικής παραγωγής24.
Η μεταμόρφωση της πολιτικής τοπογραφίας της Κύπρου κατά την ελληνιστική περίοδο έφερε σημαντικές αλλαγές τόσο σε αστικό όσο και σε εξω-αστικό πλαίσιο. Η αλλαγή του ρόλου των αστικών κέντρων, από πρωτεύουσες σε επαρχιακές πόλεις, ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, από αστικά κέντρα σε μικρές κώμες ή χωριά, είχε συνέπειες και για την ιερή τοπογραφία. Όπως αποκαλύπτουν τα επιγραφικά δεδομένα, οι νέες κοινωνικές ομάδες του συνόλου της κυπριακής κοινωνίας, προωθήθηκαν μέσω της λατρείας. Κατά την ελληνιστική περίοδο όμως, η ανάγκη της άρχουσας τάξης να προσδιορίσει τις σχέσεις μεταξύ πόλης και επικράτειας, για λόγους πέραν των αμιγώς διοικητικών ή οικονομικών, καθίστατο ολοένα και μικρότερης σημασίας. Το πώς λειτούργησαν οι πόλεις στην Κύπρο στα πρώτα χρόνια της πτολεμαϊκής κυριαρχίας (χονδρικά κατά τον 3ο αι. π.Χ.) παραμένει αδιευκρίνιστο. Εντός του νέου, πολιτικά ενοποιημένου οργανισμού που πιθανότατα δεν εγκαθιδρύθηκε πλήρως πριν από το 2ο αι. π.Χ. (μετά το διορισμό του στρατηγού στο νησί), τα περιφερειακά ιερά απώλεσαν, τελικά, μια από τις βασικότερες λειτουργίες τους: την εμπλοκή τους σε εδαφικές διεκδικήσεις.
Η εκ νέου ίδρυση ελληνιστικών ιερών στο νησί υπήρξε μάλλον περιορισμένη. Αυτά τα νέα ιερά θα πρέπει να συσχετισθούν είτε με τη δημιουργία νέων κοινοτήτων και την ίδρυση νέων πόλεων και οικισμών, είτε με τη διάδοση της πτολεμαϊκής ιδεολογίας25. Οι φιλολογικές πηγές αναφέρονται στην ανοικοδόμηση ναών, τα ίχνη τους όμως σπάνια διασώζονται. Εξαίρεση αποτελεί ο ναός του Δία στη Σαλαμίνα, που κτίστηκε σε κρηπίδωμα στα τέλη του 2ου αι. π.Χ.. Μολονότι οι ερευνητές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη ζητήματα αρχαιολογικής ορατότητας, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι ακόμα και σε βασίλεια στα οποία ασκήθηκε ισχυρή «ελληνίζουσα» πολιτική, ο κλασικός τύπος του ελληνικού ναού δεν εμφανίζεται στην Κύπρο πριν από την ελληνιστική περίοδο και ακόμη και τότε δεν υπερίσχυσε αλλά η παρουσία του περιορίζεται σε παράκτια αστικά κέντρα.
Η κατασκευή μνημειακής αρχιτεκτονικής συνήθως σχετίζεται με την διάδοση συγκεκριμένης ιδεολογίας ή συμβολισμών. Συμπληρωματικά προς την επίσημη πτολεμαϊκή μέριμνα για τα παλιά, παραδοσιακά αστικά ιερά, για παράδειγμα από την Παλαίπαφο και την Αμαθούντα26, παρατηρείται ότι η ελληνικού τύπου ναοδομία προστέθηκε στην ιερή τοπογραφία της Κύπρου, όχι στο έξω-αστικό περιβάλλον του νησιού αλλά εντός ή πλησίον των μεγάλων αστικών κέντρων όπου η πτολεμαϊκή εξουσία και λατρεία ασκούνταν πιο επισταμένα. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου, τα νέα ιερά, όπως αυτό στους Σόλους-Χολάδες, με ισχυρές αναφορές στην πτολεμαϊκή λατρεία, οικοδομήθηκαν σύμφωνα με την τοπική αρχιτεκτονική του τεμένους της Εποχής του Σιδήρου, αντλώντας πιθανότατα από το υπάρχον θρησκευτικό αίσθημα και τις λατρευτικές πρακτικές27.
Τα επιγραφικά δεδομένα του 2ου και 1ου αι. π.Χ. υποδηλώνουν ότι το πολιτειακό ιδεολόγημα συνδεόταν στενά με τελετουργίες που υποστηρίζονταν από κρατικά ιδρύματα, ομάδες και πολιτικο-θρησκευτικούς συνασπισμούς, όπως θέατρα και γυμνάσια, τους βασιλιστές, διαφόρους θιάσους και κοινά28. Ωστόσο, ο κύριος φορέας της ενοποιητικής ιδεολογίας ήταν πιθανότατα το Κοινόν Κυπρίων. Μια παρόμοια θρησκευτική λειτουργία ασκούνταν πιθανώς από το κοινόν των περί των Διόνυσον τεχνιτών. Η συντεχνία αποτελούνταν από περιοδεύοντες καλλιτέχνες που οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις και απολάμβαναν την προστασία ευυπόληπτων αξιωματούχων, καθώς και των ίδιων των βασιλέων. Ο έλεγχος του τελετουργικού συστήματος αποτελούσε ασφαλώς βασική πηγή εξουσίας. Εξειδικευμένοι ρόλοι, όπως αυτός του αρχιερέα, ο οποίος αποδόθηκε στο στρατηγό, ιερατεία που προέρχονταν από το στενό κύκλο των φίλων του βασιλέα, και οι συμβολικοί δεσμοί των βασιλέων με ορισμένες θεότητες, δημιουργούσαν ένα πολιτικό-θρησκευτικό πεδίο, διαμορφωμένο μέσα από ποικίλες σχέσεις ισχύος.
Συμπεράσματα
Όπως φάνηκε από τις προηγούμενες ενότητες, η μετάβαση προς ένα πιο «εξελληνισμένο» περιβάλλον ήδη κατά την κυπρο-κλασική περίοδο, συνδέεται με τις βασιλικές ιδεολογίες και την επιθυμία των Κυπρίων βασιλέων να αποτελέσουν τμήμα των υπαρχόντων μεσογειακών οικονομικών δικτύων, προκειμένου να διασφαλίσουν την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική σταθερότητα. Οι διάφορες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη Μεσόγειο και την Κύπρο ειδικότερα, λειτούργησαν ως καταλύτης και το τέλος των κυπριακών βασιλείων δεν ήταν παρά μόνο η φυσική κατάληξη των πραγμάτων: η αλλαγή στη γεωπολιτική θέση της Κύπρου, η αλλαγή στον τρόπο διοίκησης μεγάλων αυτοκρατοριών και οι εσωτερικές έριδες των τοπικών βασιλέων στάθηκαν εμπόδιο στην επιβίωση των κυπριακών πολιτειών29.
Δεδομένου ότι η λατρεία και οι λατρευτικές πρακτικές έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν αλλά και να μορφοποιούν αλλαγές στις δομές της εξουσίας, η διερεύνηση της ιερής τοπογραφίας παρέχει ένα μεθοδολογικό εργαλείο για την προσέγγιση των διαφορετικών σταδίων πριν και μετά τη μετάβαση από τους κλασικούς στους ελληνιστικούς χρόνους. Η παραμέληση του έξω-αστικού ιερού τοπίου εκ μέρους των κρατικών μηχανισμών της ελληνιστικής περιόδου ίσως σηματοδοτεί μια θεμελιώδη (ωστόσο αργή και συνήθως μη βίαιη) μεταμόρφωση της αντίληψης του πολιτικού χώρου – δηλαδή την έλλειψη ανάγκης προσδιορισμού εδαφικών συνόρων. Με το τέλος των βασιλείων, η επιβίωση των περιφερειακών ιερών εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τους τοπικούς πληθυσμούς. Όταν η κοινωνική μνήμη, που συντηρούσε τα ιερά, ξεθώριασε, πολλά από αυτά εγκαταλείφθηκαν επίσης.
Το γεγονός αυτό ίσως εξηγεί γιατί, στη ρωμαϊκή περίοδο, η μεγάλη πλειονότητα των ελληνιστικών περιφερειακών ιερών της Κύπρου εγκαταλείφθηκε. Η κυπριακή πραγματικότητα τείνει να επιβεβαιώσει αυτό που έχει παρατηρήσει η Alcock στην περίπτωση των ελληνιστικών και ρωμαϊκών ιερών της Ελλάδας30: ότι αυτό που συνήθως διαχωρίζει τις θέσεις-ιερά που επιβίωσαν από όσες εξέλιπαν είναι τα εξής: η πολιτική κλίμακα και η εξέχουσα σημασία. Η προσάρτηση της Κύπρου και η μετατροπή της σε επαρχία, με όλες τις συνακόλουθες εξελίξεις, συνοδεύτηκαν από μεταμορφώσεις στις δομές της συλλογικής μνήμης, με λιγότερη πλέον έμφαση σε τοπικές δομές και μεγαλύτερη έμφαση στην ιδεολογία που θα δημιουργούσε μια νέα, αναγνωρίσιμη παγκύπρια ιστορία και ταυτότητα.