Οι αλφαβητικές επιγραφές της Κύπρου στη σύγχρονη έρευνα
Το μέχρι σήμερα γνωστό επιγραφικό υλικό της αρχαίας Κύπρου συνιστούν περισσότερες από 5000 επιγραφές: συλλαβικές, φοινικικές, ελληνικές αλφαβητικές και λατινικές. Οι δύο πρώτες κατηγορίες αποτελούν σημαντικότατα τεκμήρια της γλωσσικής, δημογραφικής και πολιτισμικής ιστορίας των Κύπριων από την Όψιμη Χαλκοκρατία μέχρι την αρχή της ελληνιστικής περιόδου (περ. 15ος-3ος αι. π.Χ.). Οι ελάχιστες λατινικές επιγραφές που χρονολογούνται στη ρωμαϊκή περίοδο (μέσα 1ου αι. π.Χ.-4ο αι. μ.Χ.) δηλώνουν, σε γλωσσικό επίπεδο, τον τρόπο επικοινωνίας και προβολής συγκεκριμένων ατόμων, όπως αυτοκρατόρων, ρωμαίων αξιωματούχων και ιταλιωτών εμπόρων.
Το κεφάλαιο αυτό επιδιώκει να προσεγγίσει με ιστορικά κριτήρια τις αριθμητικά περισσότερες (περίπου 3000) αλφαβητικές επιγραφές της Κύπρου για να εξετάσει με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό τα κείμενα αυτά μπορούν να συμβάλουν στην ανασύνθεση, έστω και μερική, της ιστορίας του νησιού κατά την Αρχαιότητα. Η σύνοψη αυτή αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς επίκειται η κριτική έκδοση των επιγραφών αυτών στον 15o τόμο της σειράς Inscriptiones Graecae (IG XV.2) της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου1. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι από τη δεκαετία 1960 η Ινώ Νικολάου δημοσιεύει συστηματικά στο ετήσιο περιοδικό του Τμήματος Αρχαιοτήτων (Report of the Department of the Antiquities of Cyprus) τις νέες επιγραφές υπό τον τίτλο «Inscriptiones Cypriae Alphabeticae». Παράλληλα, το επιγραφικό υλικό της Σαλαμίνας, του Κουρίου και του Κιτίου, καθώς και η ενεπίγραφη κεραμική του Νυμφαίου στο Καφίζιν έχουν εκδοθεί αντίστοιχα από τους T. Mitford και I. Nicolaou (I.Salamis, 1974), J. Pouilloux, P. Roesch και J. Marcillet-Jaubert (Salamine XIII.2, 1987), T. Mitford (I.Kourion, 1971), Th. Oziol (I.Kition, 2004), Τ. Mitford (Kafizin, 1980)2.
Οι σπάνιες αλφαβητικές επιγραφές της κλασικής περιόδου
Μολονότι ο 4ος αι. π.Χ. αποτελεί την παραγωγικότερη μάλλον περίοδο συλλαβικών επιγραφών, παράλληλα το ελληνικό αλφάβητο γίνεται όλο και περισσότερο δημοφιλές. Φορείς αυτής της διπλής πολιτισμικής πολιτικής – χρήση του ελληνικού αλφάβητου και διατήρηση του κυπριακού συλλαβαρίου – ήταν κυρίως οι βασιλείς. Έτσι η κατασκευή του ιερού της Αρτέμιδος Αγροτέρας από τον τελευταίο βασιλέα της Πάφου, Νικοκλή (325-309 π.Χ.), μνημονεύεται σε δίγραφη επιγραφή3, ενώ παράλληλα σε τρία αλφαβητικά επιγράμματα επαινούνται οι θεϊκοί του πρόγονοι [Εικ. 1], η ευσέβεια του οίκου του και η κατασκευή του επιβλητικού τείχους της Πάφου4. Τις επιγραφικές συνήθειες των βασιλέων φαίνεται να υιοθέτησαν και κάποιοι Κύπριοι ευγενείς, των οποίων τα ταφικά μνημεία διαιώνισαν όχι μόνο τη μνήμη τους αλλά και τις πράξεις τους, όπως μια δίγραφη επιτύμβια επιγραφή από τους Γόλγους που αναφέρεται στις ευεργεσίες του Αριστοκράτη5.
Η ελληνιστική επιγραφική και η επικράτηση του ελληνικού αλφάβητου
Η γλωσσική και επιγραφική ποικιλία που τουλάχιστον από την Ύστερη Χαλκοκρατία απηχεί τόσο την πληθυσμιακή διαφορετικότητα της Κύπρου όσο και τον πολιτικό κατακερματισμό του νησιού σε αυτόνομα βασίλεια έπαψε σταδιακά να υφίσταται στην αυγή της ελληνιστικής εποχής6. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., οι κυπριακές πόλεις καταλύθηκαν ως συνέπεια των συγκρούσεων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Γ´) για επικράτηση στην ανατολική Μεσόγειο και το νησί έγινε οριστικά το 294 π.Χ. τμήμα του πτολεμαϊκού βασιλείου για περίπου 3 αιώνες7.
Το επιγραφικό υλικό της ελληνιστικής περιόδου αντανακλά αυτές τις δραματικές αλλαγές. Οι νέοι κυρίαρχοι μετέτρεψαν την Κύπρο σε υπερπόντια κτήση τους και συνακόλουθα έστελναν στο νησί υψηλόβαθμα μέλη της βασιλικής αυλής ως διοικητές, οι οποίοι φέρουν στις επιγραφές τον τίτλο «στρατηγὸς καὶ ἀρχιερεὺς τῆς νήσου», και, από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., επιπλέον και αυτόν του «ναυάρχου». Η γραφειοκρατία του πτολεμαϊκού κράτους και η εγκατάσταση στην Κύπρο μισθοφορικών στρατευμάτων σε συνδυασμό με την αποχώρηση από την πολιτική σκηνή των εντόπιων βασιλικών οικογενειών φαίνεται ότι ευνόησαν την επιβολή της ελληνιστικής κοινής, και, κατά συνέπεια, η οριστική επικράτηση του ελληνικού αλφάβητου οδήγησε στην εξάλειψη της παλαιάς συλλαβικής γραφής (όπως εξάλλου και της φοινικικής) από τα επίσημα έγγραφα.
Τα ελληνιστικά ενεπίγραφα μνημεία της Κύπρου είναι κυρίως αφιερώσεις σε θεότητες, βάσεις αγαλμάτων προς τιμή των Πτολεμαίων και επιτύμβιοι κιονίσκοι. Ενδιαφέρουσα συλλογή της πρώτης κατηγορίας αποτελούν περισσότερα από 300 ενεπίγραφα αγγεία διαφορετικών μεγεθών και σχημάτων (από κύπελλα και λεκανίδες μέχρι αμφορείς και πολύλυχνα) που προέχονται από ένα φυσικό Νυμφαίο στην κορυφή του λόφου Καφίζιν, επτά περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λευκωσίας8. Τα περισσότερα από τα αγγεία αυτά, που αφιερώθηκαν από κάποιον Ονησαγόρα γιο του Φιλουνίου, «κουρέα δεκατηφόρο», πιθανότατα στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., φέρουν στερεότυπες και, κατ’ επέκταση, επαναλαμβανόμενες ελληνικές αλφαβητικές και κάποιες συλλαβικές και δίγραφες αφιερώσεις στη Νύμφη του ιερού σπηλαίου [Εικ. 2].
Εκτός από λίθινους βωμούς που φέρουν το όνομα της βασίλισσας Αρσινόης Β´ σε γενική πτώση και βρέθηκαν σχεδόν παντού στο νησί [Εικ. 3]9, οι Πτολεμαίοι τιμώνταν συνήθως με αγάλματα, των οποίων οι βάσεις σώζουν επίσημα και λατρευτικά επίθετα, που στήνονταν σε αγορές και ιερά κυρίως από βασιλικούς αξιωματούχους με διοικητικά και στρατιωτικά καθήκοντα στο νησί. Και οι άνδρες αυτοί, όπως εξάλλου οι βασιλείς και βασίλισσες, τιμώνταν για την εύνοια και τις ευεργεσίες τους όχι τόσο από τις πόλεις της Κύπρου όσο από τους Διονυσιακούς τεχνίτες, δηλ. τους ηθοποιούς και μουσικούς που παράλληλα με τη λατρεία του θεού Διονύσου υπηρετούσαν και αυτή των θεών Πτολεμαίων10, και επίσης από τα μισθοφορικά στρατεύματα (Κιλίκων, Παμφύλων, Κρητών, Θρακών και άλλων) που ήταν σταθμευμένα στο νησί και οργανωμένα σε «εθνικά κοινά»11. Η συχνή επιγραφική τους μαρτυρία και η χρησιμοποίηση ενός είδους πρωτοκόλλου, σύμφωνα με το οποίο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας δέχονταν τιμές από υψηλόβαθμους αξιωματούχους και αυτοί από τα στρατιωτικά κοινά απηχούν την κεντρική οργάνωση και πυραμιδοειδή ιεραρχική δομή του πτολεμαϊκού κράτους, όπου σχεδόν κάθε δικαίωμα προβολής και αυτοπαρουσίασης περιοριζόταν στους βασιλείς της Αλεξάνδρειας και σε άτομα στην υπηρεσία τους.
Η διαπίστωση αυτή γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα εάν αναλογιστεί κάποιος ότι όχι λιγότερες από 200 επιγραφές αφορούν τα πρόσωπα αυτά, ενώ κατά την ίδια περίοδο οι επιγραφές που αναφέρονται σε Κύπριους δεν ξεπερνούν τις 50, εκτός βέβαια από τους επιτύμβιους κιονίσκους. Οι περισσότερες είναι αφιερώσεις σε θεότητες από αναθέτες που είτε ευχαριστούν τους θεούς είτε ζητούν τη θεϊκή εύνοια για τον εαυτό τους και τα παιδιά τους, ενώ το αντικείμενο της προσφοράς αναφέρεται σπάνια. Έτσι, οι επιγραφές αυτές μαζί με τις σαφώς πολυαριθμότερες επιτύμβιες δίνουν μια σχετικά καλή εικόνα για τα γραπτά μνημεία των Κυπρίων κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Πρέπει να σημειωθεί ότι μολονότι οι πόλεις ως διοικητικά κέντρα διατηρήθηκαν12, οι μάλλον ελάχιστες αναφορές σε τοπικές αρχές στα κείμενα της Κύπρου φανερώνει τις κεντρομόλους τάσεις της πτολεμαϊκής εξουσίας και το γραφειοκρατικό χαρακτήρα της αλεξανδρινής διοίκησης.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της ελληνιστικής περιόδου, μια νέα κυπριακή αριστοκρατία φαίνεται να αναδύεται στην πολιτική σκηνή και συνακόλουθα στις επιγραφές ως ἄρχοντες, γραμματεῖς, γυμνασίαρχοι, ἀγορανόμοι και ἱερεῖς. Η εμφάνισή τους ίσως να είναι απόρροια της μετατροπής του νησιού, από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., σε τόπο (αυτο)εξορίας για personae non gratae της βασιλικής οικογένειας στην Αλεξάνδρεια. Αρχικά ο Πτολεμαίος Η´ Φύσκων και ο αδελφός του Πτολεμαίος ΣΤ´, στη συνέχεια ο Πτολεμαίος Θ´ Σωτήρ Β´ και ο αδελφός του Πτολεμαίος Ι´ νέος Αλέξανδρος μετέτρεψαν την παραδοσιακή υπεράκτια κτήση σε ένα είδος προσωπικού κρατιδίου. Το προσωρινό αυτό καθεστώς ευνόησε την κοινωνική ανάδειξη Κύπριων νομιμόφρονων στους νέους ηγέτες τους και ικανών να αναλάβουν κάποια καθήκοντα. Στην καμπή του 2ου αι. π.Χ., ο Ονήσανδρος, γιος του Ναυσικράτη, διετέλεσε γραμματεὺς της Πάφου, ενώ ως ισόβιος ιερέας του Πτολεμαίου Θ´ Σωτήρος Β´ ίδρυσε ένα Πτολεμαείο στη γενέτειρά του. Η κοινωνική του ανέλιξη ολοκληρώθηκε με την είσοδό του στην πτολεμαϊκή αυλή ως «συγγενὴς τοῦ βασιλέως» και ιδιαίτερα με το διορισμό του ως διευθυντή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όταν ο πάτρωνάς του επανέκτησε το θρόνο του στην Αίγυπτο το 88 π.Χ., δέκα χρόνια μετά την παραμονή του στην Κύπρο13. Η περίπτωση του ισχυρού Σαλαμίνιου εμπόρου Σίμαλου, γιου του Τίμαρχου, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ενδεικτική των διεθνών επαφών κάποιων Κύπριων την περίοδο που η Ρώμη άρχιζε να αναδεικνύεται σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα στην ανατολική Μεσόγειο. Εγκατεστημένος για εμπορικούς λόγους στη Δήλο, έλαβε αυτός και τα παιδιά του την πολιτεία του Τάραντος (Ν. Ιταλία), ενώ επιγραφικές μαρτυρίες από την Κύπρο φανερώνουν ότι στην πατρίδα του κατόρθωσε να διατηρήσει μια εύθραυστη και ριψοκίνδυνη ισορροπία τόσο ανάμεσα στους εχθρικούς μεταξύ τους αδελφούς Πτολεμαίο Θ´ Σωτήρα Β´ και Πτολεμαίο Ι´ νέο Αλέξανδρο όσο και με Ρωμαίους απεσταλμένους14.
Η ρωμαϊκή επιγραφική
Η οριστική ένταξη της Κύπρου ως επαρχίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετά την κατάλυση του πτολεμαϊκού κράτους (30 π.Χ.)15 επέφερε αλλαγές στις επιγραφικές συνήθειες του νησιού. Οι Κύπριοι ορκίζονται πλέον πίστη και αφοσιώση στους αυτοκράτορες16, οι οποίοι εμφανίζονται ως ευεργέτες17 και «κτίστες» υδραγωγείων18, οδών19, αλλά και περισσότερο συμβολικών μνημείων, όπως κτήρια σε ιερά20. H πιο σημαντική συλλογή οικοδομικών επιγραφών που απηχούν τη χαρακτηριστική ρωμαϊκή τάση για τη μνημειακότητα και εξυμνούν τον Τραϊανό ως ιδρυτή – δεδομένου ότι το όνομά του εμφανίζεται πάντα σε ονομαστική πτώση ανεξάρτητα εάν το κόστος της κατασκευής ή επισκευής καλυπτόταν από αυτοκρατορική δωρεά ή από το ταμείο της πόλης – προέρχεται από το ιερό του Απόλλωνα Υλάτη κοντά στο Κούριο, το οποίο στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. γνώρισε μιας μεγάλης κλίμακας αρχιτεκτονική φάση [Εικ. 4]21. Επιγραφές από τη ρωμαϊκή Κύπρο φανερώνουν μια έντονη αθλητική και καλλιτεχνική ζωή που συνδέθηκε ιδιαίτερα με την αυτοκρατορική λατρεία22 και την εισαγωγή στο νησί ρωμαϊκού τύπου αγώνων, όπως οι μονομαχίες23.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη ελληνιστική περίοδο, αυτό που χαρακτήρισε ιδιαίτερα το επιγραφικό υλικό της ρωμαϊκής Κύπρου δεν είναι τόσο πολύ η εμφάνιση των Ρωμαίων αξιωματούχων που στέλνονταν να διοικήσουν την επαρχία για λογαριασμό της συγκλήτου – είναι αξιοσημείωτο ότι μολονότι περισσότεροι από 50 ανθύπατοι (proconsules) μαρτυρούνται επιγραφικά, ελάχιστες είναι οι βάσεις αγαλμάτων που διασώζουν τη σταδιοδρομία τους (cursus honorum)24 –, αλλά η παρουσία μελών της τοπικής άρχουσας τάξης. Παρόμοιες ως προς το περιεχόμενο με αυτές άλλων ανατολικών επαρχιών, οι αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές της Κύπρου αντανακλούν τα συνήθη ελληνο-ρωμαϊκά ιδεώδη της πολιτικής συμπεριφοράς – φιλοτιμία, ευσέβεια, γενναιοδωρία, φιλοπατρία –, όπως μια βάση αγάλματος προς τιμή του πλούσιου Ρωμαίου πολίτη Σερουίου Σουλπικίου Παγλέως Ουηρανιανού, η οποία απαριθμεί τις ευεργεσίες του στη Σαλαμίνα25. Προσωπογραφικές μελέτες που βασίζονται κατεξοχήν σε επιγραφές μαρτυρούν τις πολιτικές και θρησκευτικές δραστηριότητες εύπορων Κύπριων που συχνά συνδέονταν μεταξύ τους με γάμους, διετέλεσαν ιερείς της αυτοκρατορικής λατρείας, έλαβαν τη ρωμαϊκή πολιτεία26, και ίσως κάποιοι από αυτούς, τον 3ο αι. μ.Χ., να ανήκαν και στη συγκλητική τάξη27.
Όχι περισσότερες από 80 λατινικές επιγραφές έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στην Κύπρο. Πρόκειται για αφιερώσεις αυτοκρατόρων, Ρωμαίων αξιωματούχων, Ιταλιωτών επιχειρηματιών (πραγματευόμενοι ή negotiatores) και στρατιωτών, καθώς επίσης και για μερικούς δίγλωσσους μιλιοδείκτες (miliaria)28. Ο μικρός αριθμός αυτών των κειμένων αποδεικνύει, όπως εξάλλου ήταν αναμενόμενο, τη σχετικά περιορισμένη διάδοση της λατινικής γλώσσας σε μια ελληνόφωνη ρωμαϊκή επαρχία της Ανατολής.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων της Κύπρου: οι επιτύμβιοι ενεπίγραφοι κιονίσκοι
Μερικές εκατοντάδες επιτύμβιες επιγραφές αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό του συντάγματος των ελληνικών αλφαβητικών κειμένων [Εικ. 5]. Τα μνημεία αυτά είναι μάλλον ομοιόμορφα όσον αφορά το φορέα της επιγραφής, δηλαδή το λίθο, και το κείμενο. Σχεδόν όλα είναι γραμμένα σε κυλινδρικούς κιονίσκους, η ομοιομορφία των οποίων φαίνεται να οφείλεται στη συστηματική παραγωγή τους με τη βοήθεια τόρνου, και φέρουν μια μάλλον στερεότυπη και επαναλαμβανόμενη φράση που αποτελείται από το όνομα του νεκρού σε κλητική ή ονομαστική πτώση και το γνωστό επιτάφιο αποχαιρετισμό «χαῖρε». Ενώ κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου τα επιτύμβια κείμενα γράφονταν συνήθως σε πλάκες και στήλες, ενίοτε διακοσμημένες με αετώματα και ανάγλυφα, από την αρχή της ελληνιστικής εποχής ο νέος τύπος αυτών των cippi υιοθετήθηκε στην Κύπρο, αλλαγή που μάλλον μαρτυρεί κοινωνικές αλλαγές. Τέτοια μνημεία είναι γνωστά από πολλές περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, αλλά παραμένει αβέβαιο εάν η εισαγωγή τους στην Κύπρο έγινε κατευθείαν από τη Μακεδονία ή πιο πιθανό από την Αίγυπτο, ιδαίτερα από την Αλεξάνδρεια. Δεδομένης της απουσίας κάθε σχετικού κριτηρίου στο κείμενο των επιγραφών, είναι πρακτικά αδύνατο να χρονολογηθούν με μεγάλη ακρίβεια, τουλάχιστον πριν ολοκληρωθεί η γλωσσική και τυπολογική εξέταση του συνόλου αυτών των λίθων29.
Η επιγραφική της Ύστερης Αυτοκρατορίας και οι παλαιοχριστιανικές επιγραφές
Ως σύνολο, οι επιγραφές που ανήκουν στους τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (4ος-6ος αι. μ.Χ.) αντανακλούν την επίτευξη του εκρωμαϊσμού και εκχριστιανισμού του νησιού υπό την πολιτισμική επιρροή της γειτονικής Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα της Συρίας, κυρίως μετά την επαρχιακή αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας από τον Διοκλητιανό και τη διοικητική υπαγωγή της Κύπρου στη Διοίκηση της Ανατολής με κέντρο την Αντιόχεια του Ορόντη.
Η προτίμηση για τη μνημειακότητα και η καθιερωμένη πλέον ρωμαϊκή συνήθεια της ανακοίνωσης των οικοδομικών προγραμμάτων επιβεβαιώνονται σε επιγραφές, όπως αυτές που αναφέρονται στην ανακατασκευή και τον εξωραϊσμό των λουτρών της Σαλαμίνας-Κωνστάντιας (5ος-6ος αι. μ.Χ.)30, στην κατασκευή ενός υδραγωγού από τον επίσκοπο Πλούταρχο στην ίδια πόλη (α΄ μισό 7ου αι. μ.Χ.)31, και ιδιαίτερα στην ίδρυση εκκλησιών και στη διακόσμησή τους με μωσαϊκά.
Συνοδευόμενα από σαφείς επιγραφές, τα εικονογραφικά θέματα σε ψηφιδωτά δάπεδα πολυτελών ιδιωτικών και ημι-δημόσιων οικιών στην Πάφο [Εικ. 6] και στο Κούριο αντανακλούν τον πνευματικό κόσμο της κυπριακής άρχουσας τάξης – κοσμικής και εκκλησιαστικής – και αποκαλύπτουν επιδράσεις του πολύ χαρακτηριστικού αυτή την περίοδο θρησκευτικού συγκρητισμού και της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Επιρροές από τη Συρία παρατηρούνται επίσης και στην επιγραφική συνήθεια της παράθεσης βιβλικών περικοπών, ιδιαίτερα από το βιβλίο των Ψαλμών, και αποσπασμάτων Ευαγγελίων, ύμνων και λειτουργικών κειμένων σε μωσαϊκά δάπεδα και τοιχογραφίες, όσο και σε αφιερώσεις που γίνονται για την εκπλήρωση ευχής ή απευθύνονται στο Θεό για βοήθεια32.
Οι ελάχιστες επιτύμβιες επιγραφές αυτής της περιόδου φαίνεται να διατηρούν την ίδια φρασεολογία με ανάλογα παγανιστικά κείμενα. Διακριτικά σημεία φαίνεται να είναι η χρησιμοποίηση του σταυρού (†) στη θέση του γράμματος Χ στο γνωστό χαιρετισμό «χαῖρε» και ίσως η αντικατάσταση της επίκλησης «χρηστέ» με τη λέξη «Χριστέ». Ως σύνολο πάντως, οι χριστιανικές επιγραφές πριν από τον 5ο αι. μ.Χ., όταν η εκκλησία της Κύπρου θα αποσπαστεί από την επισκοπή της Αντιόχειας και θα αναδειχθεί σε αυτόνομη (431 μ.Χ.), παραμένουν σχετικά λίγες, ίσως και λόγω αδυναμίας μιας πιο βέβαιης χρονολόγησης33.
Ίσως είναι τυχαίο, αλλά μια από τις τελευταίες, εάν όχι η τελευταία αρχαία επιγραφή της Κύπρου (βρέθηκε σε βασιλική των Σόλων) αποτελεί την πλέον άμεση ιστορική πηγή για τις αραβικές επιδρομές στα μέσα του 7ου αι. μ.Χ.34, ένα κρίσιμο επεισόδιο που σηματοδότησε το τέλος της Αρχαιότητας στο νησί και συνδέθηκε αναπόφευκτα με τον ανατολικό γεωγραφικό και πολιτισμικό του ορίζοντα.