Το κυπριακό συλλαβάριο: πρώτες ανακαλύψεις και αποκρυπτογράφηση
Περισσότερα από 200 χρόνια έχουν περάσει από τη σύγχρονη εκ νέου ανακάλυψη των επιγραφών σε κυπριακό συλλαβάριο1. Το ταξίδι του Josef von Hammer το 1800, που οδήγησε στον εντοπισμό της πρώτης κυπριακής συλλαβικής επιγραφής, ακολούθησε η δημοσίευση από τον Δούκα του Luynes, το 1852, του θεμελιώδους έργου κυπριακής επιγραφικής, με τίτλο Numismatique et inscriptions cypriotes. Στη μονογραφία του ο Γάλλος συλλέκτης πρότεινε για πρώτη φορά την ύπαρξη ενός ξεχωριστού συστήματος γραφής που ήταν μοναδικό στην Κύπρο· οι παρατηρήσεις του βασίζονταν σε επιγραφές σε νομίσματα και, κυρίως, στη χάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου που ανακαλύφθηκε το 1849.
Την ανάκτηση της πρώτης δίγραφης (σε ελληνικό αλφάβητο και κυπριακό συλλαβάριο) επιγραφής το 1862 από τον Κόμη Melchior de Vogüé (ICS2 260, Γόλγοι), ακολούθησε μια δεύτερη επιγραφή (σε φοινικικό αλφάβητο και κυπριακό συλλαβάριο) το 1869 από τον Robert Hamilton Lang (ICS2 220, Ιδάλιο). Σε μια διάλεξη που έδωσε στην Εταιρεία Βιβλικής Αρχαιολογίας (Society of Biblical Archaeology) στο Λονδίνο το 1871, ο R. Hamilton Lang εξέτασε νομισματικές επιγραφές και συνέβαλε στην αποκρυπτογράφηση με την αναγνώριση της λέξης «βασιλιάς». Συνοδεύτηκε από τον George Smith, ειδικό της σφηνοειδούς γραφής στο Βρετανικό Μουσείο, που πρότεινε μια σειρά ορθών αξιών για τα σύμβολα της κυπριακής συλλαβικής γραφής, βασισμένος στη μεταγραφή του φοινικικού κειμένου και επεσήμανε ότι η κλίση των λέξεων θύμιζε ελληνικά και λατινικά, ενώ τα ονόματα φαίνονταν φοινικικά και ελληνικά. Στην εργασία του αυτή είχε τη συμμετοχή του αιγυπτιολόγου Samuel Birch.
Ο Johannes Brandis, ένας Πρώσος νομισματολόγος, συνέχισε την προσπάθεια το 1873, προτείνοντας ορισμένες ακόμα (φωνητικές) αξίες για τα σύμβολα, ορισμένες από τις οποίες αποδείχθηκαν σωστές. Το 1874, ο Moriz Schmidt ξεκινώντας από την υπόθεση ότι η γλώσσα του κυπριακού συλλαβαρίου ήταν η ελληνική, διόρθωσε ορισμένες εσφαλμένες αναγνώσεις. Η εργασία του κορυφώθηκε με τη συλλογή επιγραφών που δημοσιεύτηκε το 18762, η οποία περιείχε όλες τις έως τότε γνωστές επιγραφές, μεταξύ των οποίων και όσες είχαν μόλις ανακαλυφθεί από τον L. Palma di Cesnola. Ο Schmidt δεν συμπεριέλαβε νομισματικές επιγραφές (εκτός από μία!) και δεν αφομοίωσε τις συμβολές των συναδέλφων του στην αποκρυπτογράφηση. Ταυτόχρονα, δυο άλλοι ερευνητές, ο Wilhelm Deecke και ο Justus Siegismund, δουλεύοντας ανεξάρτητα στο Στρασβούργο, κατέληξαν στα ίδια σχεδόν συμπεράσματα (1874), αλλά η εργασία τους δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα από εκείνη του Schmid. Επομένως, αυτό που ξεκίνησε με την παρουσίαση του R. Hamilton Lang το 1871, οδήγησε μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια σε ένα αίσιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην ολοκληρωμένη αποκρυπτογράφηση της συλλαβικής γραφής της Κύπρου.
Συλλογές επιγραφών και δημοσιευμένα συντάγματα επιγραφών
Μετά τον πρώιμο θάνατο του Siegismund κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Κύπρο το 1876, ανατέθηκε στον W. Deecke η προετοιμασία της πρώτης συλλογής επιγραφών, ως μέρος ενός μεγαλύτερου ερευνητικού έργου των επιγραφών σε ελληνική διάλεκτο, υπό τη διεύθυνση των Hermann Collitz και Friedrich Bechtel3. Τη σειρά εγκαινίασαν οι επιγραφές σε κυπριακή διάλεκτο (αρ. 1-212). Το υλικό διαιρέθηκε σύμφωνα με τις τέσσερις ρωμαϊκές επικράτειες του νησιού (Λαπηθία, Παφία, Αμαθουσία και Σαλαμινία) και περιελάμβανε και ορισμένες επιγραφές που σήμερα θεωρούνται χαμένες. Ο εκδότης συμπεριέλαβε πολλά νομίσματα (αρ. 151-212), αλλά διέφυγε της προσοχής του η δημοσίευση (την ίδια χρονιά) της θεμελιώδους μελέτης του Six για τη νομισματική της Κύπρου4. Καθώς δεν είχε μεσολαβήσει πολύς χρόνος από την αποκρυπτογράφηση της συλλαβικής γραφής μέχρι τη δημοσίεση, και επειδή η καταγραφή των επιγραφών ήταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο, ο τόμος σύντομα κατέστη ξεπερασμένος. Σε λιγότερο από 10 χρόνια εμφανίστηκε ένας νέος τόμος από τον Otto Hoffmann5, ο οποίος, μαζί με τον τόμο του Deecke του 1883, παρέμεινε σταθερό σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια.
Ιστορία της έρευνας
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Richard Meister ξεκίνησε για λογαριασμό του έργου Inscriptiones Graecae, τη δημιουργία ενός συντάγματος κυπριακών επιγραφών, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ένας χειρόγραφος κατάλογος από τον Howard Slater συγκέντρωσε τις συλλαβικές επιγραφές του Κυπριακού Μουσείου, προφανώς κατά την αναδιοργάνωση του Μουσείου. Μετά από μισό αιώνα στασιμότητας, τα συνεχή ταξίδια του Terence B. Mitford στην Κύπρο, οι ανασκαφές και οι μελέτες του από το 1936 και μετά, είχαν ως αποτέλεσμα νέα ευρήματα και πιο ενδελεχείς μελέτες της συλλαβικής γραφής της Κύπρου. Το 1952, ο Mitford ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός συντάγματος, που όμως επίσης δεν πραγματοποιήθηκε.
Η βασική αναφορά για όλους τους μελετητές της κυπριακής αρχαιολογίας και επιγραφικής, είναι μέχρι σήμερα το έργο Les inscriptions chypriotes syllabiques, το οποίο δεν αποτελεί σύνταγμα επιγραφών αλλά μια συλλογή των κυπριακών συλλαβικών επιγραφών που εμφανίστηκε το 1961 υπό την επιμέλεια του Olivier Masson.
Το έργο ενός νέου συντάγματος επιγραφών: προβλήματα και μεθοδολογία
Πολυάριθμες είναι οι επιγραφές της 1ης χιλιετίας π.Χ. σε κυπριακό συλλαβάριο, που αποδίδουν την ελληνική και τη λεγόμενη ετεο-κυπριακή γλώσσα, μια βάση δεδομένων που είχε καταρτιστεί από τον J.-P. Olivier (σε συνεργασία με τη Fr. Vandenabeele σε ζητήματα χρονολογίας) και περιείχε 1354 καταχωρήσεις (που τώρα έχουν αυξηθεί σε 1397), κατέστη προσβάσιμη σε ένα πυρήνα τριών ερευνητών (τον Ιταλό Massimo Perna, την Ελληνίδα Αρτέμιδα Καρναβά και τον Γερμανό Markus Egetmeyer), με την υποστήριξη ακόμα δύο ερευνητών (της Σουηδής Hedvig Enegren και της Ελληνίδας Ευαγγελινής Μάρκου).
Ένα αναπόδραστο πρόβλημα είναι η διασπορά των κυπριακών αρχαιοτήτων (συμπεριλαμβανομένων και των ενεπίγραφων αντικειμένων) σε 34 μουσεία σε ολόκληρο τον κόσμο, αποτέλεσμα του εμπορίου αρχαιοτήτων. Επιπλέον, οι αρχαίοι Κύπριοι χρήστες του συγκεκριμένου συστήματος γραφής δεν υπήρξαν βοηθητικοί προς τους σύγχρονους ερευνητές: τον 4ο αι. π.Χ., κυπριακά μισθοφορικά στρατεύματα στην υπηρεσία των φαραώ της Αιγύπτου άφησαν γραπτά ίχνη της παρουσίας τους σε αιγυπτιακούς ναούς στην Άβυδο και στο Καρνάκ. Κάθε υποψήφιος ερευνητής αντιλαμβάνεται ότι αυτή η (αρχαία και σύγχρονη) διασπορά των επιγραφών είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο όλες οι προηγούμενες απόπειρες συγκέντρωσής τους σε μια ενιαία, συνολική δημοσίευση διεκόπησαν. Η προσωπική εποπτεία και η πιστή καταγραφή μέσω της φωτογράφισης, του σχεδιασμού και της μεταγραφής, είναι επιτακτικές προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εσφαλμένων αναγνώσεων αυτών των επιγραφών.
Το έργο χρησιμοποιεί μια μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στην πορεία των χρόνων στο πεδίο των μυκηναϊκών σπουδών (η μελέτη της Γραμμικής Β), η οποία είναι πρωτότυπη για το πεδίο των κυπριακών συστημάτων γραφής. Ένας επιγραφικός χρειάζεται να ξεκινήσει από τη λήψη της καλύτερης δυνατής φωτογραφικής τεκμηρίωσης. Οι φωτογραφίες χρησιμοποιούνται ακολούθως για τη δημιουργία σχεδίων των επιγραφών. Τα σχέδια θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται προς το ενεπίγραφο αντικείμενο, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος παρερμηνείας. Ένα σωστό σχέδιο με τη σειρά του, διαμορφώνει τη βάση για τη μεταγραφή της επιγραφής στο σύγχρονο λατινικό αλφάβητο. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ανάγνωση μιας αρχαίας επιγραφής και παραδίδεται έπειτα στους γλωσσολόγους, στους φιλολόγους και στους ιστορικούς για να τη χρησιμοποιήσουν ως πρωτογενή πηγή πληροφοριών στους αντίστοιχους τομείς τους.
Το ερευνητικό έργο θα δημοσιευτεί στον 15ο τόμο της σειράς Inscriptiones Graecae, με τίτλο Inscriptiones Cypri.
Οι 1397 επιγραφές αναμένεται να εμφανιστούν σε τουλάχιστον τρία τεύχη. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι προηγούμενες προσπάθειες φαίνεται πως απέτυχαν είτε λόγω έλλειψης χρόνου (ο όγκος του έργου είναι πολύ μεγάλος για να τον χειριστεί ένα άτομο) ή λόγω χρηματοδότησης των ταξιδιών (στην περίπτωση της τελευταίας ομάδας που διαφήμισε ένα αντίστοιχο ερευνητικό έργο).
Αυτή τη στιγμή η προτεινόμενη διαίρεση του υλικού είναι η εξής:
Τόμος 1. Μάριο (302), Κούριο (43), Αμαθούντα (41) = 386 επιγραφές.
Τόμος 2. Πάφος και η ευρύτερη περιοχή = 464 επιγραφές.
Τόμος 3. Άλλες θέσεις = 547 επιγραφές.
Η δημοσίευση των επιγραφών θα συνοδεύεται από πίνακες αντιστοιχιών και ευρετήρια.
Αναμενόμενα αποτελέσματα
Το βασικό όφελος του συγκεκριμένου έργου είναι η μελέτη της ελληνικής γλώσσας, στην παραλλαγή με την οποία χρησιμοποιούνταν στην Κύπρο (η αποκαλούμενη αρκαδο-κυπριακή διάλεκτος). Ταυτόχρονα, το σύνταγμα επιγραφών πρόκειται να βοηθήσει στη μελέτη του συστήματος γραφής καθεαυτού. Ένα σύστημα γραφής εγκαινιάζεται και διαδίδεται από τις οργανωμένες αρχές μιας συγκεκριμένης περιοχής και οι τοπικές, ατελώς μελετημένες παραλλαγές αυτού του συστήματος καταδεικνύουν σύνθετους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Η εις βάθος μελέτη ενός συστήματος γραφής στόχο έχει να διαφωτίσει αυτούς ακριβώς τους συσχετισμούς και, εν τέλει, να παράξει γραπτή ιστορία.
Το σύνταγμα επιγραφών στοχεύει επίσης στην προώθηση της μελέτης των αρχαίων γραφών. Η κυπρο-μινωική γραφή της 2ης χιλιετίας π.Χ. θεωρείται πρόδρομος της γραφής που μας απασχολεί εδώ.
Το 2007 δημοσιεύτηκε μια έκδοση των κυπρο-μινωικών επιγραφών από τον J.-P. Olivier. Στο πλαίσιο απουσίας δίγραφων δειγμάτων, που είναι τεράστιας σημασίας για την αποκρυπτογράφηση, το σύνταγμα των επιγραφών της 1ης χιλιετίας π.Χ. αναμφίβολα θα προωθήσει την αποκρυπτογράφηση όψεων του κυπρο-μινωικού συστήματος γραφής.
Απολογισμός
Μέχρι στιγμής, όλες οι επιγραφές από το Μάριο, το Κούριο και την Αμαθούντα έχουν φωτογραφηθεί και σχεδιαστεί μετά από πολλές ερευνητικές αποστολές σε Η.Π.Α. (Μητροπολιτικό Μουσείο, Μουσείο Φιλαδέλφειας), Αγγλία (Βρετανικό Μουσείο, Μουσείο Fitzwilliam), Γαλλία (Λούβρο και Cabinet des Médailles), Γερμανία (Μουσείο Βερολίνου), Ιταλία (Museo di Antichità di Torino, Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης, Museo di Policoro), Ελλάδα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών, Μουσείο Δελφών, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης), Σουηδία (Medelhavsmuseet), Κύπρο (Κυπριακό Μουσείο, Επαρχιακό Μουσείο Πόλης) και Πολωνία (Goluchów Castle).
Το 2015 θα ολοκληρωθεί η τελική διόρθωση των 386 σχεδίων καθώς επίσης και ο τόμος που θα παρουσιαστεί στο επόμενο διεθνές συνέδριο αιγαιακών γραφών στην Κοπεγχάγη, το Σεπτέμβριο του 2015, όπως είχε ανακοινωθεί στο Παρίσι το Σεπτέμβριο του 2010, κατά τη διάρκεια του τελευταίου διεθνούς συνεδρίου.
Το ερευνητικό έργο υποστηρίζεται από το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας της Φιλαδέλφειας (INSTAP) και από το ελληνικό Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Τομέας Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας (ΚΕΡΑ).