Η καταγραφή των γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών δεδομένων από τα τέλη της αρχαϊκής μέχρι τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου (τέλη 6ου-4ος αι. π.Χ.) αποδεικνύει ότι οι δύο αυτοί αιώνες υπήρξαν καθοριστικοί για την εδραίωση του ελληνισμού στην Κύπρο, σε μια δύσκολη χρονική συγκυρία κατά την οποία διαπιστώνεται σκλήρυνση της περσικής κυριαρχίας. Οι Έλληνες Κύπριοι, απόγονοι των Αχαιών που εγκαταστάθηκαν στο νησί στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (12ο αι. π.Χ.), ζώντας μαζί με άλλους λαούς και σε μακρόχρονη απομόνωση από τον μητροπολιτικό χώρο, διαμόρφωσαν έναν ιδιόμορφο ελληνισμό που άφηνε ανοιχτή την επιλογή ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη με άλλες περιοχές της Ανατολής, οι οποίες ήρθαν σε επαφή και επηρεάστηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό, η στενή σχέση των Κυπρίων με τον ελληνικό μητροπολιτικό κορμό που διαπιστώνεται από τα τέλη της αρχαϊκής περιόδου οδήγησε, πέραν των αλλαγών που διαπιστώνονται στα στοιχεία του υλικού πολιτισμού, σε βαθύτατες αλλαγές νοοτροπίας και στη διαμόρφωση της συνείδησης των κατοίκων του νησιού, ανεξαρτήτως καταγωγής των, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η Κύπρος στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου να θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού. Και ο ισχυρότερος εκπρόσωπος του ελληνικού πολιτισμού ήταν βέβαια η πόλις των Αθηνών, η οποία από τα τέλη του 6ου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. κυριαρχεί στην οικονομία και το εμπόριο, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία, αλλά αποτελεί και σύμβολο αγώνα για ανεξαρτησία από τους Πέρσες, επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα στη διεκδίκηση των συμφερόντων των Ελλήνων. Αναπόφευκτα, ο πολιτισμός του νησιού κατά την κλασική περίοδο διαμορφώνεται με πρότυπο την Αθήνα1. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι δεν είναι ο μόνος εκπρόσωπος του ελληνικού πολιτισμού που άσκησε ισχυρή επιρροή στο νησί, αφού προηγήθηκε η επαφή των Κυπρίων με τους Ίωνες, και οι στενές σχέσεις που αναπτύχθηκαν με την Ιωνία επέδρασαν καταλυτικά στην προετοιμασία του εδάφους για την αποδοχή του κλασικού πολιτισμού και τον πλήρη εξελληνισμό του νησιού.
Παρά τη βαρύτητα των εξελίξεων που θα καθορίσουν την ιστορική πορεία του νησιού και την διαμόρφωση της πολιτιστικής του ταυτότητας, τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη μελέτη του υπό εξέταση θέματος είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκή κυρίως σε ότι αφορά τις γραπτές πηγές, οι οποίες περιορίζονται σε σύντομες αναφορές στα ιστορικά κείμενα, στην ποίηση και σε ρητορικούς λόγους. Και η έλλειψη κειμένων είναι ακόμη πιο έντονη ειδικά όταν αναφερόμαστε στην ίδια την Κύπρο και στα στοιχεία που θα αναμέναμε να αντλήσουμε από το εσωτερικό των τοπικών βασιλείων. Αντίθετα, η αρχαιολογική έρευνα, ειδικά των τελευταίων ετών, επιτρέπει σε κάποιο βαθμό την κάλυψη των κενών που δημιουργεί η έλλειψη κειμένων.
Μια σύντομη αναφορά στο νησί που γίνεται στους Πέρσες του Αισχύλου οδηγεί στη διαπίστωση ότι στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. η Κύπρος βρίσκεται ήδη στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Αθηνών. Στην τραγωδία αυτή που διδάχθηκε το 472 π.Χ. γίνεται μνεία της Σαλαμίνας της Κύπρου (Πέρσ. 894) και αναφέρεται η μητρόπολη της, η Σαλαμίνα της Αττικής, ως αιτία στεναγμών για τους ηττημένους2. Η σύνδεση των δύο περιοχών τη δεδομένη χρονική στιγμή, στην μετά τα Μηδικά περίοδο, δεν αποτελεί ασφαλώς απλό λογοτεχνικό σχήμα αλλά σηματοδοτεί την οριστική είσοδο της Κύπρου στη σφαίρα των ελληνικών πολιτικών συμφερόντων και διεκδικήσεων. Είχε βέβαια προηγηθεί η αποτυχημένη Ιωνική επανάσταση το 499 π.Χ., η οποία υποστηρίχθηκε από την Αθήνα και στην οποία έλαβαν μέρος οι ελληνικές πόλεις του νησιού3. Με την συμμετοχή τους στην επανάσταση οι Κύπριοι αναγνώριζαν ότι τα συμφέροντα των Ελλήνων κατά των Περσών ήταν κοινά στην Ιωνία και την Κύπρο και αποκάλυπταν ότι η συναίσθηση της κοινής καταγωγής με τους Έλληνες είχε παγιωθεί στην συνείδηση τους.
Εντούτοις, παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης που φαίνεται να διαμορφώθηκε στο νησί, οι ιστορικοί της αρχαιότητος είναι εξαιρετικά φειδωλοί, και τα σημαντικά γεγονότα που συνέβαιναν στο νησί δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα την αρχαία ιστοριογραφία. Στη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ., η Κύπρος εμφανίζεται μέσα από διάσπαρτες πηγές ως πεδίο ανταγωνισμού και πολεμικών αναμετρήσεων στο πλαίσιο της πολιτικής των Αθηναίων για περιορισμό της δύναμης των Περσών4. Μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στο πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ., με αποκορύφωμα εκείνη του Αθηναίου στρατηγού Κίμωνα το 451/450 π.Χ., δεν θα οδηγήσουν στην εδραίωση της ελληνικής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο5, έως ότου η συνθήκη του Καλλία το 449 π.Χ. θα θέσει τέλος στις προσπάθειες των Αθηναίων και θα αφήσει την Κύπρο επίσημα πλέον στη σφαίρα επιρροής των Περσών6.
Πριν το τέλος του αιώνα η τραγική ποίηση και πάλι παρέχει στοιχεία που ερμηνεύονται ως ισχυρές ενδείξεις επαναφοράς στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος των Αθηναίων για την Κύπρο. Στην Ἑλένη του Ευριπίδη, που διδάχθηκε το 412 π.Χ., όπου εμφανίζεται ο οικιστής της Σαλαμίνας Τεύκρος7, προβάλλεται αυτό το ενδιαφέρον των Αθηναίων το οποίο ίσως κρύβει προσδοκίες για αναβάθμιση του ρόλου της πόλης των Αθηνών στη διεθνή σκηνή μέσω της συμμαχίας με τον Ευαγόρα Α΄, τον ισχυρό βασιλέα της Σαλαμίνας8. Μια αναδρομή στην αρχαία γραμματεία αποκαλύπτει ότι η Κύπρος και η σχέση των μυθικών ηρώων της Αττικής με το νησί αποτελούσαν προσφιλές θέμα των ποιητών για να υπενθυμίσουν τις πατροπαράδοτες σχέσεις που συνδέουν τις δύο περιοχές9. Τα έργα με κυπριακά θέματα, και με ειδική αναφορά στη Σαλαμίνα, εξέφραζαν σαφώς πολιτικές θέσεις, εφόσον η στήριξη εκ μέρους των πολιτών ήταν απαραίτητη για την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων αλλά ταυτόχρονα φανερώνουν και την ύπαρξη ενός ένθερμου κοινού στην Αθήνα με ενδιαφέρον για τη μακρινή Κύπρο σε περιόδους δύσκολες για το νησί το οποίο συνέχιζε να είναι υπό περσική κατοχή. Βέβαια, η Σαλαμίνα αυτή την περίοδο είναι η έδρα του ισχυρότερου ίσως βασιλείου στην Κύπρο και μια πόλη με ιδιαίτερη σημασία σε επίπεδο οικονομικών δυνατοτήτων, με τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές και πλεονεκτική γεωγραφική θέση. Η άνοδος στην εξουσία ενός βασιλέα με φιλικά προς τους Αθηναίους αισθήματα ήταν μια ευνοϊκή συγκυρία για την προώθηση των συμφερόντων και των δύο πόλεων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα κείμενα που διαθέτουμε αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα αναφέρονται στην περίοδο της βασιλείας του Ευαγόρα Α΄ (411-374 π.Χ.) και των διαδόχων του, οπότε κορυφώνονται σε όλα τα επίπεδα οι σχέσεις των δύο πόλεων10. Πάντως, οι τρεις λόγοι τους οποίους ο ρήτορας Ισοκράτης αφιερώνει τον 4ο αι. π.Χ. στη βασιλική οικογένεια της Σαλαμίνας, Εὐαγόρας, Πρὸς Νικοκλέα και Νικοκλῆς ή Κύπριοι, απευθυνόμενος στον Νικοκλή, διάδοχο του Ευαγόρα Α΄, περιέχουν περισσότερο θεωρία πολιτικής παρά ιστορικά στοιχεία και ως εκ τούτου αντιμετωπίζονται με προσοχή από τους μελετητές11.
Η διασύνδεση των δύο περιοχών, όπως φαίνεται μέσα στη μυθολογική παράδοση, δεν αποκλείεται πάντως ως ιστορικό γεγονός. Το πλούσιο υλικό ενός τάφου από τη Σαλαμίνα που χρονολογείται στον πρώιμο 11ο αι. π.Χ. αποτελεί μία από τις πρωιμότερες ενδείξεις εμπορικών επαφών της Σαλαμίνας, και της Κύπρου γενικότερα, με το Αιγαίο, την Κρήτη και την Αθήνα, κατά τους χρόνους που ακολούθησαν τον αποικισμό του νησιού από τους Αχαιούς και, ενδεχομένως, να κρύβει την ιστορική αλήθεια της καταγωγής των Σαλαμινίων, και, κατ’ επέκταση, και των άλλων Ελλήνων Κυπρίων, από τους Αχαιούς12. Πέραν όμως των εμπορικών σχέσεων, ορισμένες γραπτές πηγές της ύστερης αρχαιότητας αναφέρουν την επιβίωση αρχαίων λατρειών στην πόλη, με έμφαση σε στοιχεία που τονίζουν την αρχαιότητα των εθίμων, όπως οι ανθρωποθυσίες. Μια από αυτές είναι η λατρεία της Αγλαύρου, της κόρης του μυθικού βασιλέα Κέκροπα, η οποία ενδέχεται όντως να υποκρύπτει διασυνδέσεις της Αττικής με τη Σαλαμίνα ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους και εμπλοκή των Αθηναίων στην ίδρυση της πόλης13. Κι ακόμη, η ύπαρξη κοινών ταφικών εθίμων ανάμεσα στην Αττική και τη Σαλαμίνα, όπως αυτά διαπιστώνονται στην κλασική νεκρόπολη της πόλης, ενδέχεται να αποτελούν επιπρόσθετα στοιχεία για την απόδειξη της ιστορικότητας των σχέσεων ανάμεσα στις δύο περιοχές από τα βάθη του χρόνου14.
Η εμπλοκή των Αθηναίων στον αποικισμό της Κύπρου ίσως να μην περιορίζεται στα ανατολικά παράλια του νησιού αν κρίνουμε από την σχέση των Αθηνών με τη βορειοδυτική Κύπρο, και ειδικά με το βασίλειο των Σόλων, όπως αυτή παρουσιάζεται στην παράδοση15. Οι Αθηναίοι ήρωες, οι Θησεΐδες Ακάμας και Δημοφών, φέρονται ως ήρωες οικιστές και πρωτοστατούν στην ελληνική διείσδυση στην περιοχή αυτή. Μια ολόκληρη χερσόνησος πιστεύεται ότι έχει ονομαστεί από τον ήρωα Ακάμα και η πόλις των Σόλων φέρεται επίσης να έχει ιδρυθεί από τον Ακάμα και τον αδελφό του Δημοφώντα16. Η πόλις των Σόλων έχει κι ένα δεύτερο ιδρυτικό μύθο, και πάλι αθηναϊκό, σύμφωνα με τον οποίο ο νομοθέτης Σόλων ήταν ο εισηγητής της μεταφοράς της αρχαιότερης πόλης Αίπειας σε πλεονεκτικότερη θέση, γεγονός που οδήγησε στη μετονομασία της πόλης προς τιμήν του Αθηναίου νομοθέτη. Η ιστορικότητα αυτών των παραδόσεων δεν επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά, ωστόσο δεν αποκλείεται οι Αθηναίοι να είχαν από νωρίς αναπτύξει μια ιδιαίτερη δραστηριότητα στην περιοχή, λόγω της ύπαρξης πλούσιων χαλκοφόρων κοιτασμάτων. Η ευρύτατη διάδοση της λατρείας της Αθηνάς στην περιοχή των Σόλων [Εικ. 1], αν και τα μέχρι σήμερα δεδομένα δεν επιτρέπουν τη σύνδεσή της με την περίοδο του μυκηναϊκού αποικισμού, αποτελεί ένα ισχυρό στοιχείο του ιδεολογικού προσανατολισμού της περιοχής προς την Αθήνα17.
Πέραν της βοήθειας στην προσπάθεια αναζήτησης της ιστορικότητας των μυθολογικών παραδόσεων, η αρχαιολογική έρευνα αποτυπώνει τη διαχρονικότητα και τις διαβαθμίσεις των σχέσεων ανάμεσα στις δύο περιοχές. Οι οικονομικές συναλλαγές οδηγούν σε καλύτερη γνωριμία των λαών και σταδιακά σε αλληλεπιδράσεις στην καλλιτεχνική δημιουργία των τοπικών εργαστηρίων αλλά και σε αλλαγές σε θέματα που αφορούν τον τρόπο ζωής των κατοίκων του νησιού αλλά και τη σκέψη και τη συμπεριφορά.
Η έξοδος της Ελλάδας από την πολιτιστική οπισθοδρόμηση που προκάλεσε η πτώση των βασιλείων της μυκηναϊκής περιόδου συνδέεται με το άνοιγμα ελεύθερων οδών επικοινωνίας με την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Τα λιμάνια του νησιού, ιδιαίτερα εκείνα της νότιας και της ανατολικής ακτής, έπαιξαν αναμφίβολα έναν σημαίνοντα ρόλο λόγω της πλεονεκτικής θέσης τους πάνω στους εμπορικούς δρόμους προς τη Συροπαλαιστίνη. Ένας σταθμός στην Κύπρο θα ήταν απαραίτητος για λόγους ανεφοδιασμού αλλά και για προμήθεια πρώτων υλών, όπως χαλκό. Επιπλέον, το νησί προσέφερε ιδανικό χώρο συνάντησης των Ελλήνων με λαούς της Ανατολής και βάσεις για εξορμήσεις. Η Κύπρος παράλληλα θα έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού και της τέχνης βοηθώντας στη μετάδοση προς τη Δύση των τεχνολογικών κατακτήσεων και του δημιουργικού πνεύματος της Ανατολής18. Οι πρώτοι ναυτικοί που ανοίγονται στην Ανατολή κατά τη γεωμετρική περίοδο είναι οι Ευβοείς και τους ακολουθούν οι Αθηναίοι19. Τα λιμάνια της Κύπρου έχουν δώσει αρκετά αττικά αγγεία αυτής της περιόδου20 με σημαντικότερο το σύνολο από τον Τάφο 1 της βασιλικής νεκρόπολης της Σαλαμίνας (8ος αι. π.Χ.), το οποίο περιελάμβανε ένα μεγάλο αριθμό αττικών συμποτικών αγγείων της Μέσης Γεωμετρικής περιόδου [Εικ. 2]. Το εύρημα αυτό έχει ερμηνευθεί ως η ταφή κάποιας γυναίκας ευγενούς καταγωγής από την Αθήνα, ίσως πριγκίπισσας, η οποία παντρεύτηκε στην Σαλαμίνα και τη συνόδευσαν στο τάφο αντικείμενα από την πατρίδα της21.
Η ανεύρεση αθηναϊκών εμπορικών αμφορέων τύπου SOS του 7ου αι. π.Χ. στα σημαντικά λιμάνια του νησιού, Σαλαμίνα, Αμαθούντα, αλλά και στο φοινικικό Κίτιο, αποδεικνύουν τις επαφές Αθηνών - Κύπρου σε μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις με το νησί δεν εμφανίζονται πυκνές22. Σταδιακά, και με μεγαλύτερη πρόοδο από το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. οι επαφές του νησιού με τις ελληνικές πόλεις πυκνώνουν και η ελληνική κεραμική αυξάνει σε ποσότητα23. Η Αττική κατέχει σημαίνοντα ρόλο στο εμπόριο και τη διακίνηση των αγαθών αλλά μεγάλη είναι και η συμμετοχή των πόλεων της ανατολικής Ελλάδας, κυρίως των νησιών. Τα εμπορικά πλοία που μεταφέρουν τα αγαθά πιθανόν να είναι ιωνικά ή και άλλων προελεύσεων και το εμπόριο διευκολύνεται από το γεγονός ότι η Ιωνία και η Κύπρος αποτελούν τμήματα της περσικής αυτοκρατορίας24. Στο α΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. η αττική κεραμική αυξάνει σταδιακά στην Κύπρο και μέχρι το τέλος του αιώνα βρίσκεται στα σημαντικότερα κέντρα του νησιού, Μάριο, Κίτιο, Αμαθούντα και Σαλαμίνα25. Παράλληλα, κυπριακά έργα τέχνης, κυρίως γλυπτά και πήλινα ειδώλια, ταξιδεύουν στο Αιγαίο, με τα ιερά των πόλεων της Μικρασιατικής ακτής και των νησιών, όπως της Ρόδου, της Κνίδου, της Μιλήτου, της Σάμου και πολλών άλλων, να δέχονται εκατοντάδες αναθήματα από την Κύπρο26. Η προσέγγιση της Κύπρου με τις ελληνικές πόλεις ήταν πρωτίστως οικονομική, ωστόσο οδηγεί σε πολιτιστικές επαφές, σε ανταλλαγές ιδεών και αναμφίβολα στην αναγνώριση της κοινής καταγωγής των Κυπρίων με τους υπόλοιπους Έλληνες. Οι σχέσεις αυτές επηρέασαν βαθιά τους Κυπρίους και η αλλαγή της αισθητικής που διαπιστώνεται στην καλλιτεχνική παραγωγή του νησιού είναι το προοίμιο των μεγάλων αλλαγών που θα ακολουθήσουν στην τέχνη αλλά και στην κοινωνία γενικότερα27.
Στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. η κυπριακή τέχνη εμφανίζει σαφείς επιρροές από την ελληνική τέχνη με την εμφάνιση του λεγόμενου Κυπρο-ελληνικού ρυθμού28. Οι καλλιτεχνικοί δεσμοί των κυπριακών εργαστηρίων φαίνεται να αναπτύσσονται ιδιαίτερα με την Ιωνία και είναι καταφανές ότι το πρόσωπο του ελληνισμού που δελεάζει τους Κύπριους αυτή την περίοδο είναι εκείνο της Ιωνίας. Παράλληλα όμως γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής στην γλυπτική η επιρροή των νησιωτικών και αττικών εργαστηρίων. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του αρχαϊκού ιερού στον Απόστολο Βαρνάβα, κοντά στη Σαλαμίνα [Εικ. 3], όπου βρέθηκε μια σειρά από κόρες, στις οποίες αποτυπώνονται τα γνωρίσματα της αρχαϊκής γλυπτικής και εμφανίζουν μεγάλες ομοιότητες με τις κόρες της Ακρόπολης των Αθηνών29. Αλλά και η κόρη από το ανάκτορο στο Βουνί30 και μια ακόμη κόρη από τη Σαλαμίνα31 παραπέμπουν σε κυκλαδικά και αττικά πρότυπα, όπως και η κεφαλή ενός κούρου, επίσης από τη Σαλαμίνα, όπου είναι εμφανής η επίδραση της αττικής γλυπτικής του τέλους της αρχαϊκής περιόδου (490 π.Χ.)32. Τα πρότυπα της ελληνικής τέχνης δεν είναι ωστόσο αποδεκτά στο σύνολό τους από τις συντηρητικές κοινωνίες των κυπριακών πόλεων. Έτσι το γυμνό αθλητικό σώμα των κούρων, συνώνυμο της δύναμης της πόλης και των πολιτών στον ελληνικό κόσμο, δεν απεικονίζεται παρά σε ελάχιστα έργα, γεγονός που μαρτυρεί τη διαφοροποίηση των Κυπρίων σε σχέση με άλλους Έλληνες όταν έρχονται σε επαφή με μια εικονογραφία που αντίκειται στην τοπική ιδεολογία. Δεν είναι όμως άγνωστα έργα που απεικονίζουν το γυμνό ανδρικό σώμα, γεγονός που μαρτυρεί τη διείσδυση και την αποδοχή από ορισμένους κύκλους της νέας νοοτροπίας. Ένα από τα παραδείγματα είναι ένας γυμνός κούρος, προφανώς επιτύμβιο άγαλμα, στον οποίο αποτυπώνονται χαρακτηριστικά δημιουργιών αττικού εργαστηρίου33 αλλά και ο κούρος από το ιερό στο Μερσινάκι, όπου επίσης αποτυπώνονται χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αττικής γλυπτικής34.
Η ανανέωση της κυπριακής τέχνης φαίνεται να αναστέλλεται με την είσοδο στην κλασική περίοδο. Παρά τα σημαντικά έργα γλυπτικής που παράγονται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., όπως οι σαρκοφάγοι από τους Γόλγους και την Αμαθούντα35, ο δυναμισμός που διέκρινε τα τοπικά εργαστήρια στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου στην αφομοίωση της ελληνικής τέχνης παραχωρεί τη θέση του σε μια φάση ύφεσης με παράλληλη μείωση των παραγόμενων έργων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σαρκοφάγος από την Παλαίπαφο, η οποία πιθανότατα τοποθετείται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της τάσης του τέλους της αρχαϊκής περιόδου [Εικ. 4]. Η σαρκοφάγος κοσμείται με ανάγλυφα που παραπέμπουν στην ηρωική παράδοση των Ελλήνων μέσω όμως μιας τεχνοτροπίας και εικονογραφικών επιλογών που αποτυπώνουν την αδυναμία του εργαστηρίου να ακολουθήσει τις σημαντικές εξελίξεις που συντελούνται στην ελληνική τέχνη στην αυγή της κλασικής περιόδου. Ωστόσο, το έργο αυτό έχει μεγάλη ιστορική αξία αφού εκφράζει, κατά την πολύ κρίσιμη χρονική περίοδο του 5ου αι. π.Χ., την επικρατούσα πολιτική ιδεολογία των Παφίων που αποκαλύπτει την σαφή πρόσδεση της Πάφου στον ελληνισμό36.
Το ενδιαφέρον πάντως για ανανέωση δεν χάνεται και υποστηρίζεται από σημαντικά έργα της κλασικής τέχνης, του αυστηρού ρυθμού, τα οποία, παρά τις αντίξοες συνθήκες που διαμορφώνει η πολιτική κατάσταση, συνεχίζουν να καταφθάνουν στο νησί37. Φαίνεται ότι τα εισηγμένα έργα, αν και λιγοστά, ωθούν τα τοπικά εργαστήρια να επιχειρήσουν καινοτόμα μικρά βήματα προς την εξέλιξη έχοντας ως πρότυπα κυρίως αττικές δημιουργίες. Μια μαρμάρινη κεφαλή νέου, ίσως από τη Λάπηθο, θυμίζει τον ξανθό έφηβο από την Ακρόπολη των Αθηνών αλλά και τον Απόλλωνα από το αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία38.
Πριν τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. φαίνεται ότι συντελούνται σημαντικές διεργασίες που οδηγούν προς την εδραίωση του ελληνικού πολιτισμού και στην παγίωση του ελληνισμού στο νησί. Εκτός όμως από τις εισαγωγές αττικής κεραμικής, οι οποίες επιβεβαιώνουν τις εμπορικές επαφές, δεν υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα που να αποτυπώνουν το μέγεθος των αλλαγών. Φαίνεται όμως ότι σταδιακά συντελείται μια θεαματική στροφή του τοπικού πολιτισμού προς την κλασική τέχνη όπως αυτή εκπροσωπείται από την Αθήνα, η οποία παρά τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ασκεί καταλυτική επιρροή στον τομέα του πολιτισμού σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την εμφάνιση στο προσκήνιο του Ευαγόρα Α΄ που παίρνει την εξουσία στη Σαλαμίνα το 411 π.Χ. και φαίνεται ότι η πόλη αυτή γνωρίζει πρωτοφανείς αλλαγές. Ο Ισοκράτης τονίζει την πολιτιστική αλλαγή στην πόλη με την συμμετοχή Αθηναίων καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων39. Η αρχαιολογική έρευνα, παρά το πολύ σύντομο διάστημα που διήρκησαν οι ανασκαφές στην πόλη εξαιτίας της τουρκικής εισβολής, αποκαλύπτει ότι η αναφορά του Αθηναίου ρήτορα δεν απέχει από την πραγματικότητα [Εικ. 5]. Η μεγάλη στροφή της Κύπρου προς τον κλασικό πολιτισμό και τον ελληνισμό φαίνεται όμως ότι αγγίζει, εκτός από τη Σαλαμίνα, και όλα τα αστικά κέντρα του νησιού, με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση το Μάριο, τους Σόλους αλλά και το φοινικικό Κίτιο και την ετεοκυπριακή Αμαθούντα. Οι αλλαγές αποτυπώνονται καλύτερα τον 4ο αι. π.Χ., οπότε η αρχαιολογική έρευνα παρέχει περισσότερα στοιχεία που αποκαλύπτουν την πρόοδο των εξελίξεων προς την πολιτιστική αφομοίωση.
Ο Ευαγόρας Α΄ και η εποχή του αποτελούν αναμφίβολα σταθμό στις σχέσεις Αθηνών - Κύπρου, κι αυτό αποδεικνύεται από την ύπαρξη των φιλολογικών κειμένων και των επιγραφών που αναφέρονται στον Σαλαμίνιο βασιλέα και στην οικογένειά του40. Οι ρητορικοί λόγοι που γράφτηκαν από τον Ισοκράτη αλλά και τον Λυσία και τον Ανδοκίδη φανερώνουν την ξεχωριστή σχέση των δύο πόλεων. Ο Ευαγόρας Α΄, από την αρχή της βασιλείας του ένιωθε τους δεσμούς του με την Αθήνα ισχυρούς, στο πλαίσιο της πολιτικής του ενάντια στην περσική κυριαρχία. Οι Αθηναίοι τίμησαν τον Ευαγόρα Α΄ σύντομα μετά την άνοδό του στην εξουσία με ένα τιμητικό ψήφισμα, διὰ πολλὰς καὶ μεγάλας εὐεργεσίας, προς την πόλη τους και μάλιστα του απενεμήθη, στον ίδιο και στα παιδιά του, η αθηναϊκή πολιτεία (IG I2 113, 411/410 π.Χ.)41. Η βασιλεία του είναι μια περίοδος κατά την οποία διαπιστώνεται η φυσική παρουσία και η ενεργός δράση Αθηναίων στο νησί. Ένας από αυτούς, ο ρήτορας Ανδοκίδης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αθήνα, καταφεύγει στη Σαλαμίνα, όπου υπήρξε μάλλον προστατευόμενος του Ευαγόρα Α΄, κι από εκεί φαίνεται να διευθετεί αποστολές σίτου στην Αθήνα. Επίσης στη Σαλαμίνα κατέφυγε ο Αθηναίος ναύαρχος Κόνων μαζί με τον στρατηγό του Νικόφημο, μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς42. Ο Κόνων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο να πείσει τον Ευαγόρα Α΄ να θέσει το στόλο του στην υπηρεσία των Αθηναίων κι έτσι κατάφεραν να νικήσουν στη ναυμαχία της Κνίδου (394 π.Χ.). Η νίκη αυτή επέτρεψε στον Κόνωνα να γυρίσει πανηγυρικά στην Αθήνα αλλά και να τιμηθεί μαζί με τον Ευαγόρα Α΄ το 394/393 π.Χ. για την προσφορά του στην πόλη των Αθηνών με δεύτερο τιμητικό ψήφισμα (IG II2 20c)43. Προς τιμήν τους στήθηκαν τα αγάλματά τους στην Αγορά των Αθηνών μπροστά στη Στοά του Ἐλευθερίου Διός και στο άγαλμα του Διός Σωτήρος. Τελικώς, μετά την σύναψη της ειρήνης του Ανταλκίδα το 387/386 π.Χ., και παρά τη βοήθεια που προσέφερε ο Ευαγόρας Α΄ στην Αθήνα, ο βασιλεύς της Σαλαμίνας απομονώνεται και η Κύπρος περιέρχεται και πάλι στα χέρια των Περσών44.
Τα διαδραματιζόμενα στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο παρά τη σημασία τους για το μέλλον του νησιού φαίνονται ανεξάρτητα από την πρόοδο του κλασικού πολιτισμού και της ελληνικής παιδείας και την δυναμική που αναπτύσσεται προς την οριστική πολιτιστική αφομοίωση. Η προσήλωση των Κυπρίων βασιλέων και αξιωματούχων στον ελληνικό πολιτισμό είναι πρόδηλη αφού τα σημαντικότερα έργα τέχνης απευθύνονται στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Μια σειρά γλυπτών που θεωρείται ότι απεικονίζουν αξιωματούχους των κυπριακών βασιλείων φανερώνει την προσήλωση της άρχουσας τάξης στον ελληνικό τρόπο απεικόνισης που μαρτυρεί και τον βαθμό επιρροής του ελληνικού πολιτισμού45. H επικρατούσα τάση του 5ου αι. π.Χ. για απεικόνιση θεμάτων από την ελληνική κλασική εικονογραφία αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στις κοπές των νομισμάτων των βασιλείων, ειδικά της Σαλαμίνας, του Μαρίου, της Λαπήθου46. Ο Ευαγόρας Α΄ πρώτος από τους βασιλείς της Σαλαμίνας έκοψε νόμισμα όπου απεικονίζεται ο πανελλήνιος ήρωας Ηρακλής47. Ο ίδιος βασιλέας εισήγαγε επίσης το ελληνικό αλφάβητο στα νομίσματα της πόλης του, ενέργεια που σηματοδοτεί μια ουσιαστική αλλαγή προς την ένταξη της Κύπρου στον κλασικό πολιτισμό με την αναγνώριση της σημασίας του αλφαβήτου για την πρόοδο των γραμμάτων48.
Είναι αρχαιολογικά αποδεδειγμένο ότι στο β΄ μισό του 5ου και τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. υπάρχει αύξηση των εισηγμένων ειδών στο νησί, πρωτίστως ειδών πολυτελείας, όπως η αττική κεραμική, η οποία συναντάται σε όλο το νησί αλλά σε μεγαλύτερες ποσότητες στα σημαντικότερα αστικά κέντρα. Τα αττικά αγγεία προτιμώνται λόγω υψηλής ποιότητος και αισθητικής ως σκεύη των ανακτόρων, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα από τα ανάκτορα στο Βουνί και την Αμαθούντα. Προτιμώνται επίσης ως αφιερώματα σε ορισμένα ιερά, όπως στο Κίτιο και τη Σαλαμίνα, ενώ στο Μάριο το μεγαλύτερο μέρος της αττικής κεραμικής προέρχεται από τάφους49. Η αύξηση της αττικής κεραμικής στο νησί ενδέχεται να οφείλεται στην περαιτέρω ώθηση του εμπορίου, το οποίο ουδέποτε διακόπηκε πραγματικά κατά τη διάρκεια του αιώνα παρά την δύσκολη πολιτική κατάσταση. Η Αθήνα είχε ανάγκη πρώτων υλών, όπως ο χαλκός, αλλά και σιτηρών, δύο είδη τα οποία η Κύπρος διέθετε σε αφθονία. Είδαμε ότι οι αποστολές σίτου από τον Ευαγόρα ήταν βασικός λόγος για αποδοθούν τιμές στον Σαλαμίνιο βασιλέα50. Το εμπόριο χαλκού μεταξύ Αθηνών και Κύπρου επιβεβαιώνεται επιγραφικά, όπως μαρτυρεί μια επιγραφή από την Ελευσίνα, στην οποία προσδιορίζεται η χρήση χαλκού από το Μάριο51.
Το βασίλειο του Μαρίου στη βορειοδυτική Κύπρο, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του κλασικού πολιτισμού στο νησί, προφανώς λόγω των στενών εμπορικών επαφών με την Αθήνα αλλά και με άλλες ελληνικές πόλεις52. Η αρχαιολογική έρευνα αποκαλύπτει ότι η αττική κεραμική εισάγεται στην πόλη από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. αλλά η ακμή των εισαγωγών τοποθετείται στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Τα εισηγμένα είδη στην πόλη, ακόμη κι αν δεν αποτελούν το αντίτιμο απ’ ευθείας ανταλλαγών μεταξύ των δύο πόλεων και ίσως να προέρχονται από διαφορετικές πηγές του εμπορίου, αποκαλύπτουν μια κοινωνία εκλεπτυσμένη με συνήθειες πολυτελούς διαβίωσης, η οποία αναζητά την απόκτηση έργων της κλασικής τέχνης για χρήση σε κάθε σημαντική στιγμή της ζωής, κι αυτό οφείλεται σαφώς στην επαφή και τη γνωριμία του τρόπου ζωής των ελληνικών πόλεων53.
Το Μάριο αυτή την περίοδο εμφανίζεται ως η πόλη που αφομοιώνει με τον καλύτερο τρόπο τις επιδράσεις της κλασικής τέχνης και τις μετατρέπει σε έργα τέχνης με όρους τοπικούς [Εικ. 6]. Τα εργαστήρια της πόλης είναι ίσως τα πλέον δυναμικά στην Κύπρο σε ότι αφορά την πρόσληψη ιδεών από τον ελληνικό χώρο, οι οποίες αποτυπώνονται στην κεραμική, την κοροπλαστική αλλά και στη γλυπτική. Το αντιπροσωπευτικότερο σχήμα της τοπικής κεραμικής, οι ραδινές οινοχόες με ειδώλιο κόρης στον ώμο, ίσως απεικόνιση της Μεγάλης θεάς, εξελίσσεται κάτω από την επίδραση της αττικής τέχνης και τα έργα αυτά αποτελούν ίσως τις πιο ενδιαφέρουσες δημιουργίες του συνόλου της κυπριακής κεραμικής κατά την κλασική περίοδο. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν υιοθετείται η εικονιστική παράδοση της ελληνικής και ειδικά της αττικής κεραμικής και οι προσλήψεις στοιχείων περιορίζονται σε διακοσμητικά στοιχεία, όπως ανθέμια, έλικες, μαιάνδρους και άλλα. Διαπιστώνεται όμως αλλαγή στα ειδώλια που κοσμούν τον ώμο των αγγείων, τα οποία ακολουθούν πλέον τα ελληνικά πρότυπα54.
Τα νεκροταφεία των πόλεων του νησιού αποτελούν αυτή την περίοδο χώρους επίδειξης κύρους και ισχύος των πλουσίων και εν γένει της άρχουσας τάξης. Αν και η ταφική αρχιτεκτονική δεν αλλάζει σημαντικά σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, τα επιτύμβια μνημεία αποτελούν ορισμένους από τους καλύτερους εκπροσώπους της κλασικής τέχνης στην Κύπρο. Τα γλυπτά είτε εισάγονται από τα νησιά ή την Αττική είτε κατασκευάζονται επί τόπου από καλλιτέχνες που έχουν μεταναστεύσει στο νησί ή από Κύπριους γνώστες της ελληνικής γλυπτικής. Το Μάριο έχει δώσει μια ενδιαφέρουσα σειρά επιτύμβιων στηλών εισηγμένων από την Αττική και από νησιωτικά εργαστήρια, αλλά και τοπικών κατασκευασμένων μέσα στο κλασικό πνεύμα που διακατέχει την καλλιτεχνική δημιουργία στην πόλη55. Στην ίδια πόλη εμφανίζεται επίσης μια ειδική κατηγορία μεγάλων πήλινων ειδωλίων με αποκλειστική ταφική χρήση, τα οποία εμπνέονται από τα αττικά επιτύμβια ανάγλυφα. Πρόκειται για πρωτότυπες τοπικές δημιουργίες, οι οποίες μεταφέρουν σε ολόγλυφα μορφές γνώριμες από παραστάσεις επιτύμβιων στηλών κυρίως της Αττικής, απεικονίζουν, όμως, σκηνές σύμφωνες με την τοπική ιδεολογία56. Το σύνολο των ευρημάτων από το Μάριο αναδεικνύει μια πόλη όπου η κλασική τέχνη έχει εισχωρήσει σε κάθε καλλιτεχνική έκφραση και γενικά εμφανίζεται μια κοινωνία με ιδιαίτερη ευαισθησία και εκλεπτυσμό. Η γνωστή στήλη της Σαλαμινίας Αριστίλας, επίσης από το Μάριο, αποτελεί ένα κορυφαίο δείγμα αφομοίωσης του κλασικού πνεύματος από την κυπριακή τέχνη και σηματοδοτεί την μεγάλη αλλαγή στην τέχνη και την ιδεολογία της Κύπρου. Παράλληλα, συνδέει μέσω της τέχνης τις δύο πρωτοπόρες του κλασικού πολιτισμού πόλεις της Κύπρου57.
Όπως αναφέρθηκε, τα νεκροταφεία αποτελούν χώρους προβολής της νέας πολιτιστικής ιδεολογίας και οι δημιουργίες της κλασικής τέχνης είναι εκείνες που δελεάζουν τους βασιλείς και τους αξιωματούχους για να περιβάλλουν την τελευταία κατοικία τους. Οι πολυτελείς σαρκοφάγοι, όπως εκείνες του Κιτίου, αποτελούν ενδείξεις της νέας τάσης που επικρατεί για ταφή των μελών της ανώτερης τάξης ακόμη και στο φοινικικό περιβάλλον58. Από το Κίτιο προέρχεται και μια σειρά επιτύμβιων στηλών, οι οποίες εκφράζουν το ενδιαφέρον των Φοινίκων αξιωματούχων να δηλώσουν το κύρος της κοινωνικής τους θέσης μέσα από έργα της κλασικής τέχνης59. Η ίδια τάση κυριαρχεί βέβαια και στο εσωτερικό των ελληνόφωνων βασιλείων. Οι Σόλοι είναι ένα κέντρο που έχει δώσει σημαντικά επιτύμβια μνημεία, εισηγμένα από την Αττική ή τοπικής κατασκευής αλλά πλήρως ενταγμένα στο κλασικό πνεύμα60. Από την ίδια πόλη προέρχεται και μια μαρμάρινη σαρκοφάγος όπου εικονίζονται ανάγλυφες παραστάσεις μαχών μεταξύ Αθηναίων και Αμαζόνων. Πρόκειται για ένα θέμα με σαφείς αναφορές στους ηρωικούς αγώνες των Αθηναίων όπου ενδέχεται να υποκρύπτεται ο συμβολισμός της νίκης των Σολίων επί των εχθρών, πιθανότατα των Περσών αλλά και η σύνδεση των δύο πόλεων μέσω των αγώνων τους61.Τα πρότυπα της κλασικής τέχνης διαδίδονται με ταχύτητα σε ολόκληρο το νησί, ακόμη και σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως αποδεικνύουν ορισμένα ευρήματα, τα οποία πολλές φορές εντυπωσιάζουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι μια επιτύμβια στήλη από τη Μοσφιλωτή, λαξευμένη σε ασβεστόλιθο, η οποία είναι ισάξια των καλύτερων μαρμάρινων δημιουργιών ενός μεγάλου καλλιτεχνικού κέντρου62.
Οι νέες αντιλήψεις περί πολεοδομίας όπως αποτυπώνονται στα ευρήματα του Κιτίου με την κατασκευή αποχετευτικών αγωγών, αλλά και η δημιουργία πολεμικού ναυστάθμου στην ίδια πόλη, αντίγραφου του ναυστάθμου του Πειραιώς, δεν εμπνέονται από σχεδιασμούς ανατολικών πόλεων63. Στην Σαλαμίνα ενδεχομένως να είχαν αναληφθεί σημαντικά έργα υποδομής αν και τα λεγόμενα του Ισοκράτη δεν έχουν ακόμη επαληθευθεί από την αρχαιολογική έρευνα στην πόλη64.
Οι αλλαγές είναι καταιγιστικές και σε μερικές δεκαετίες το νησί απομακρύνεται σταθερά από τις ανατολικές καταβολές. Έτσι, για πρώτη φορά οι τοπικές και φοινικικές θεότητες ταυτίζονται με θεότητες του ελληνικού πανθέου. Τα ιερά κατακλύζονται από ειδώλια που είτε εισάγονται από τον ελληνικό χώρο και αντιγράφουν αττικά πρότυπα είτε παράγονται στο νησί αλλά πάλι με εισηγμένα πρότυπα65. Η θεά Αθηνά, η θεά της πόλης που εκπροσωπεί τα ελληνικά ιδεώδη, κυριαρχεί στα νομίσματα πόλεων, όπως των Σόλων και της Σαλαμίνας. Η Μεγάλη θεά του νησιού ταυτίζεται πλέον με την ελληνική Αφροδίτη και υιοθετεί τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά της θεάς66.
Εκεί όμως που σημειώνεται η σημαντικότερη και αποφασιστικότερη αλλαγή είναι στον τομέα της παιδείας. Το λαμπρότερο παράδειγμα της οριστικής πρόσδεσης του νησιού στο άρμα του ελληνισμού είναι η περίπτωση ενός Φοίνικα του Κιτίου, του Ζήνωνος, ο οποίος ανανέωσε την ελληνική φιλοσοφία με τα διδάγματά του και δίδαξε φιλοσοφία στην Αθήνα όπου και τιμήθηκε, όσο λίγοι φιλόσοφοι. Και ήταν ο δεύτερος Κύπριος, μη Έλλην αυτός, που είχε το άγαλμά του στο κέντρο του ελληνισμού67.
Είδαμε λοιπόν με ποιο τρόπο αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε το αίσθημα του ελληνισμού στην Κύπρο. Η συναίσθηση της κοινότητας με τους άλλους Έλληνες εμφανίζεται τον 6ο αι. π.Χ. όταν εντατικοποιούνται οι επαφές με την Ιωνία και την Αθήνα και αναπτύσσεται μια ελληνική συνείδηση στους Κυπρίους, την οποία ενισχύουν οι παραδόσεις, η ποίηση και τα κοινά γνωρίσματα, όπως η κοινή γλώσσα και τα έθιμα. Ο 5ος αι. π.Χ. παρά τη δύσκολη πολιτική κατάσταση και την αποτυχία της Αθήνας να σταθεροποιηθεί στρατιωτικά στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι μια περίοδος κατά την οποία διαπιστώνεται ισχυροποίηση του ελληνισμού αφού η περσική κυριαρχία δημιουργεί σταθερότητα για οικονομική ανάπτυξη και επιπλέον δεν προσφέρει πολιτιστικά πρότυπα στους κατεκτημένους. Η συναίσθηση αυτή της κοινότητας και η πρόοδος του ελληνικού πολιτισμού και της παιδείας δεν σταματά να αναπτύσσεται μέχρι την κορύφωσή της τον 4ο αι. π.Χ. όταν πλέον η Αθήνα φθίνει ως πολιτική δύναμη, παραμένει, όμως, ένα μεγάλο καλλιτεχνικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Όπως αποδεικνύεται, η διάδοση του κλασικού πολιτισμού και η επικράτηση του στο νησί δεν οφείλεται σε κάποια πολιτιστική πολιτική της Αθήνας παρά σε επιλογές των ίδιων των Κυπρίων. Η Κύπρος υπήρξε ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, δεν υπέστη όμως παθητικά τις επιδράσεις, αλλά αντέδρασε δυναμικά και ανάλογα με το μέγεθός της έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στις σχέσεις των Ελλήνων με την Ανατολή και οι επιλογές της την οδήγησαν να ενταχθεί πολιτιστικά στον κορμό των Ελλήνων.