Το ερευνητικό πρόγραμμα «Inscriptiones Graecae (IG)» αποτελεί το παλαιότερο της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου (Berlin Brandenburgische Akademie der Wissenschaften)1. Εγκαινιάστηκε το 1815, με την αρχική ονομασία «Corpus Inscriptionum Graecarum (CIG)», υπό τη διεύθυνση του φιλόλογου August Boeckh (1785-1867). Η έρευνα αφορά τη συλλογή και κριτική έκδοση (editio critica) ελληνικών επιγραφών, καθώς επίσης και τη δημιουργία εκτύπων. Τα αρχεία του «IG» αποτελούν πράγματι τα μεγαλύτερα αρχεία εκτύπων παγκοσμίως2. Πρόσφατα, το πρόγραμμα για τη δημιουργία ενός συντάγματος αλφαβητικών επιγραφών της Κύπρου3 επανακινήθηκε με την συνεργασία και την υποστήριξη του Τμήματος Αρχαιοτήτων και του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Το σύνταγμα επιγραφών της Κύπρου είχε εγκαινιασθεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας των ιστορικο-πολιτικών καταστροφών και της πολύ μεγάλης διασποράς κυπριακών αρχαιοτήτων σε ολόκληρο τον κόσμο από το β΄ μισό του 19ου αιώνα· ο Olivier Masson (1922-1997) αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ερευνητικής του δραστηριότητας στην εκπόνηση του συντάγματος. Επομένως, η μελέτη της κυπριακής επιγραφικής (καθώς και της αρχαιολογίας) απαιτεί προκαταρκτική έρευνα για την προέλευση των αντικειμένων – τα οποία βρίσκονται διασκορπισμένα σε ξένα μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και πολιτιστικά ιδρύματα.
Οι πρώτες κυπριακές επιγραφικές συλλογές
Η επιγραφική μας έρευνα ξεκινά με τις πρώτες επιγραφικές συλλογές. Μέχρι το β΄ μισό του 19ου αιώνα το ενδιαφέρον για τις κυπριακές αρχαιότητες στην Ευρώπη ήταν σπάνιο, ιδιαίτερα λόγω της απόστασης του νησιού από τις διαδρομές των περιηγητών. Η πρώτη συστηματική συλλογή κυπριακών επιγραφών εμφανίστηκε στο Βερολίνο το 1843, ως τμήμα του Corpus Inscriptionum Graecarum (CIG II 2613-2652). Ο August Boeckh δημοσίευσε εκεί 40 αλφαβητικές επιγραφές γνωστές από περιηγητές και ερευνητές του 18ου και 19ου αιώνα, όπως οι ηγούμενοι Giovanni Mariti και Domenico Sestini, ο ιστορικός Ludovico Muratori, ο έμπορος Paul Lucas, οι κληρικοί Edmund Chishull και Richard Pococke, ο εξερευνητής Carlo Vidua και ιδιαίτερα ο Joseph von Hammer-Purgstall (1774-1856), Αυστριακός διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος μελετούσε την ιστορία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό των ανατολικών λαών. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής αποτελούνταν από τιμητικά ψηφίσματα και αναθηματικές επιγραφές από τη Λάρνακα, την Αμαθούντα, τη Νέα Πάφο, τη Σαλαμίνα, μια επιλογή κειμένων μείζονος σημασίας. Μολονότι ο Boeckh δεν θεωρούσε την αυτοψία ως το βασικό κριτήριο της έκδοσής του, υποστηρίχθηκε ως προς το θέμα αυτό από τον κόμη Albert von Sack, έναν παθιασμένο με τις αρχαιότητες περιηγητή, και από τον κατά τ’ άλλα άγνωστο Angelati, δραγουμάνο ίσως του πρόξενου της Πρωσίας, ο οποίος έστελνε έκτυπα και μεταγραφές στον Boeckh. Ο κόμης von Sack επέτρεψε να μεταφερθούν και να δωρηθούν οι επιγραφές αυτές στο Βασιλικό Μουσείο (Königliches Museum) του Βερολίνου (σήμερα στη Συλλογή Αρχαιοτήτων (Antikensammlung) του Museum für Vor- und Früh-Geschichte).
Ο Ludwig Ross στην Κύπρο
Λίγο μετά τη δημοσίευση του συντάγματος του Boeckh, ο Ludwig Ross (1806-1859), έφορος αρχαιοτήτων στην Ελλάδα – που είχε πρόσφατα απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό – και καθηγητής αρχαιολογίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών, ταξίδεψε στην Κύπρο, όπου συνέλεξε και δημοσίευσε 17 νέες αλφαβητικές επιγραφές4, κυρίως από τη Λάρνακα (το αρχαίο Κίτιο) και τη γύρω περιοχή, όπου βρίσκονταν όλες οι ξένες πρεσβείες και οι «ξενώνες». Ο Ross ήταν ένας από τους πιο αποδοτικούς εταίρους (συνεργάτες) της Ακαδημίας του Βερολίνου, στην οποία έστειλε πολλά έκτυπα και απόγραφα [Εικ. 1]. Στο άρθρο του (βλ. υποσημ. 4) εξέφρασε την απογοήτευσή του που δεν είχε ανακαλύψει καμιά επιγραφή στο νησί που να χρονολογείται πριν από την ελληνιστική περίοδο. Οι περισσότερες προ-ελληνιστικές κυπριακές επιγραφές είναι πράγματι γραμμένες σε συλλαβική γραφή, που την εποχή του Ross δεν είχε αποκρυπτογραφηθεί ακόμη. Σε κάθε περίπτωση, χάρη στην παρέμβαση του Ross στην Κύπρο, το Βασιλικό Μουσείο (Königliches Museum) του Βερολίνου ανέπτυξε ενδιαφέρον για την κυπριακή αρχαιολογία και το 1845 αγόρασε το πρώτο εντυπωσιακό αντικείμενο, τη στήλη του Ασσύριου βασιλέα Σαργώνα Β΄5, που ανακαλύφθηκε στη Λάρνακα το 1844. Γνωρίζουμε αυτήν την ιστορία από τον Robert Hamilton Lang (1832-1913), διευθυντή της Οθωμανικής τράπεζας και έμπορο αρχαιοτήτων: «κάποιος ανακάλυψε σε έναν κήπο κοντά στη Λάρνακα το περίφημο (χαμηλό) ανάγλυφο που ο Σαργών (Β΄) είχε δώσει ως δώρο στους Κύπριους βασιλείς τον 8ο αι. π.Χ.. Το Βρετανικό Μουσείο δεν επιθυμούσε να πληρώσει περισσότερες από 20 στερλίνες· οι υπεύθυνοι του Μουσείου του Βερολίνου αποδείχθηκαν ευφυέστεροι και απέκτησαν το μνημείο για 50 στερλίνες»6. Ο Ross, όπως έκαναν και οι άλλοι περιηγητές, συνέλεξε πολλές αρχαιότητες αλλά, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, δεν δημοσίευσε έναν κατάλογο των αρχαιοτήτων αυτών. Αυτό ωστόσο δεν ήταν τίποτα συγκρινόμενο με ό,τι έπραξαν οι μεταγενέστεροι «αρχαιολόγοι».
Οι πρόξενοι-«αρχαιολόγοι»
Στη δεκαετία του 1860, ξένοι πρόξενοι και οι συγγενείς τους ξεκίνησαν την «αρχαιολογική» τους δραστηριότητα, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πάθος για τις αρχαιολογικές ανασκαφές και τις αγοραπωλησίες αρχαιοτήτων. Ιδιαίτερα δραστήριοι ήταν ο Βρετανός πρόξενος Thomas Sandwith, ο Γάλλος πρόξενος Louis de Maricourt και ο αδερφός του Charles, και, ιδιαίτερα, ο Αμερικανός πρόξενος Luigi Palma di Cesnola (1832-1904)7. Ο Cesnola ιδίως, έχοντας απομακρύνει γύρω στα 35.600 ευρήματα από την Κύπρο, είναι ο κύριος υπεύθυνος για τη διασπορά κυπριακών αρχαιοτήτων ανά τον κόσμο. Αξιωματικός από το Πεδεμόντιο, ο Cesnola μετανάστευσε στις ΗΠΑ και διακρίθηκε στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο· εκεί ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία και σύντομα έγινε πρόξενος της Αμερικής στην Κύπρο, όπου έφθασε το 1865. Ο Cesnola μοιράστηκε αμέσως το πάθος του για τις αρχαιότητες με άλλους πρόξενους και τραπεζίτες που διέμεναν στο νησί. Οι πρώτες του αποστολές στην Κύπρο προσήλκυσαν το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών μουσείων: το 1869, ο Carl Friederichs8, επιμελητής του Βασιλικού Μουσείου (Königliches Museum) του Βερολίνου, επισκέφθηκε τη Λάρνακα και αγόρασε για το μουσείο του 180 ευρήματα από τη συλλογή Cesnola, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στην προαναφερθείσα Συλλογή Αρχαιοτήτων (Antikensammlung) του Βερολίνου. Ο Cesnola εμπιστεύθηκε τη δημοσίευση πολλών από τις επιγραφές που είχαν αποκαλυφθεί κατά τις ανασκαφές του στον καλό του φίλο, Georges Colonna-Ceccaldi, αδελφό τού Γάλλου πρόξενου στην Κύπρο, ο οποίος δημοσίευσε μια πολύτιμη έκθεση για την κυπριακή επιγραφική9. Παρά τις προσπάθειες των οθωμανικών αρχώννα τον σταματήσουν, ο Cesnola κατόρθωσε να μεταφέρει εκτός του νησιού και να πουλήσει γύρω στα 10.000 αντικείμενα στη Μητροπολιτική Επιτροπή της Νέας Υόρκης. Προκειμένου να στεγάσει την κυπριακή συλλογή, η επιτροπή μίσθωσε για 5 χρόνια (1873-1879) το μέγαρο Douglas στον 14ο δρόμο και σχεδίασε να ιδρύσει ένα κατάλληλο μουσείο στο Central Park. Ο Cesnola συνέχισε τις ανασκαφές του με μια δεύτερη σειρά επιχειρήσεων (1873-1876), και επομένως ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν με εξαιρετική ταχύτητα στην Πάφο, την Αμαθούντα, την Κυθρέα, τους Σόλους, τη Σαλαμίνα, το Κούριο. Το 1876, ο Cesnola πούλησε το δεύτερο σύνολο ευρημάτων στο Μητροπολιτικό Μουσείο. Αυτές οι ενέργειές του, του επέτρεψαν να διορισθεί πρώτος διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης το 187910.
Ο κύκλος των ερευνητών στη Λειψία
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, το ενδιαφέρον για τις συλλαβικές γραφές αυξήθηκε, ιδιαίτερα στον κύκλο νέων ερευνητών στη Λειψία, οι οποίοι πλαισίωναν το διαπρεπή φιλόλογο Georg Curtius: ο Wilhelm Deecke· ο Richard Meister, που θα ήταν υπεύθυνος του συντάγματος κυπριακών επιγραφών στην Ακαδημία του Βερολίνου· οι Johannes Voigt και Justus Siegismund. Στον Siegismund είχε ανατεθεί αρχικά η μελέτη των κυπριακών επιγραφών για την εκπόνηση του έργου Sammlung der Griechischen Dialekt-Inschriften, σκοτώθηκε, όμως, το 1876 σε ηλικία μόλις 25 ετών, πέφτοντας σε έναν αρχαίο τάφο στην Αμαθούντα, όπου πολλές από τις τομές που είχαν ανοιχθεί κατά τις ανασκαφές του Cesnola δεν είχαν καλυφθεί. Τα σημειωματάριά του των ετών 1875-1876 χρησιμοποιήθηκαν τότε από τον Wilhelm Deecke στη δημοσίευση Sammlung der Griechischen Dialekt-Inschriften11, όπου συγκεντρώθηκαν 212 συλλαβικές και δίγλωσσες κυπριακές επιγραφές, και αργότερα από τον Richard Meister, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εργασίας για το σύνταγμα επιγραφών της Κύπρου12.
Ο Max Ohnefalsch-Richter
Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από τους πρόξενους δεν ήταν μόνο επικίνδυνες αλλά και σπάνια μεθοδικές, με την προέλευση των ευρημάτων να παραμένει συχνά αβέβαιη. Το 1875, ο Cesnola έφθασε στο σημείο να προσποιηθεί13 ότι είχε ανακαλύψει το «θησαυρό του Κουρίου» σε τρεις υπόγειους θαλάμους κάτω από την ακρόπολη του Κουρίου, ο οποίος αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό χρυσών, αργυρών και χάλκινων αντικειμένων. Το 1880, όμως, ο Γερμανός ερασιτέχνης αρχαιολόγος Max Ohnefalsch-Richter (1850-1917), επιθεωρητής για λογαριασμό των νέων Βρετανών ηγεμόνων, επισκέφθηκε την ακρόπολη του Κουρίου, δεν εντόπισε όμως κανένα ίχνος των θαλάμων, ενώ παρατήρησε ότι ορισμένοι πλούσιοι τάφοι είχαν πρόσφατα συληθεί. Στη συνέχεια, μεταξύ των ετών 1883 και 1885, ο Οhnefalsch-Richter κατάφερε να επανασυνδέσει τα αντικείμενα με τους τάφους και να δημοσιοποιήσει την ιστορία του θησαυρού σε συνεργασία με αυτόπτες μάρτυρες οι οποίοι είχαν εργαστεί στις ανασκαφές του Cesnola14. O Ohnefalsch-Richter διενήργησε ανασκαφές με έμφαση σε ιερά και ναούς στις θέσεις Άχνα, Ιδάλιο, Χύτροι, Μάριο, Πέρα, Πολιτικό, Βώνη, Ταμασσός και σε άλλες περιοχές, ενώ σε αντίθεση με προηγούμενους «συναδέλφους» του εκείνος συνέταξε αρχαιολογικές εκθέσεις. Ωστόσο, είχε και αυτός τη συνήθεια να εμπορεύεται αρχαιολογικά ευρήματα για βιοποριστικούς λόγους, έως ότου έγινε αντιληπτός από τη βρετανική κυβέρνηση. Η κυπριακή συλλογή του αγοράστηκε από τον τραπεζίτη Valentin Weisbach για το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης (Museum für Völkerkunde) της Λειψίας και το 1974 κατέληξε στη Συλλογή Αρχαιοτήτων (Antikensammlung) του Βερολίνου15.
Η γένεση των Inscriptiones Graecae
Το 1902, τη διεύθυνση του έργου Corpus Inscriptionum Graecarum της Ακαδημίας του Βερολίνου ανέλαβε ο Ulrich von Wilamowitz–Moellendorff. Ο Wilamowitz μετονόμασε το επιστημονικό έργο σε Inscriptiones Graecae, δίνοντας έμφαση στην αναγκαιότητα αυτοψίας του επιγραφικού υλικού με την παραγωγή εκτύπων, και περιόρισε το πεδίο έρευνας του έργου IG, διηρημένο σε 15 συντάγματα, στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Από αυτά, στην απομακρυσμένη Κύπρο αντιστοιχούσε ο αριθμός XV. Στην πραγματικότητα, το σύνταγμα της Κύπρου προστέθηκε στο ερευνητικό πρόγραμμα για πρώτη φορά το 1909, μετά από μια πρόταση συνεργασίας από την Ακαδημία της Λειψίας (που τότε αποκαλούνταν Königlich Sächsische Gesellschaft der Wissenschaft zu Leipzig), η οποία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κύπρο εξαιτίας των μελετών για τις συλλαβικές γραφές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Το πρόγραμμα κατάρτισης ενός συντάγματος τόσο συλλαβικών όσο και αλφαβητικών κυπριακών επιγραφών υπήρξε επομένως πρωτοβουλία των δύο ακαδημιών υπό την εποπτεία του Richard Meister (1848-1912)16.
Η συνεργασία του προγράμματος IG με τον Ohnefalsch-Richter
Στις αρχές του 1910, ο Ohnefalsch-Richter πληροφορήθηκε από τον Κύπριο έμπορο Κλεάνθη Πιερίδη για την παράνομη αγορά αρκετών συλλαβικών επιγραφών από την περιοχή Ραντίδι, κοντά στην Παλαιά Πάφο, καθώς και για την παρουσία πολλών αρχαιολογικών ευρημάτων στην περιοχή, που ο Πιερίδης απομάκρυνε με σκοπό να πουλήσει. Ο Ohnefalsch-Richter πείστηκε επομένως ότι στο Ραντίδι εντοπιζόταν το αρχαιότερο ιερό της Παφίας Αφροδίτης που μνημονεύεται ήδη από τον Όμηρο17. Καθώς ο Ohnefalsch ήταν ήδη σε επαφή με τον Richard Meister για επιγραφικά ζητήματα, ο Meister επιβεβαίωσε τη θεωρία του πιστεύοντας ότι έχει διαβάσει το όνομα της θεάς18 στα έκτυπα και τις μεταγραφές του Ohnefalsch που αφορούσαν τις συλλαβικές επιγραφές. Ο Ohnefalsch-Richter ενημέρωσε γρήγορα τους επικεφαλής της Ακαδημίας του Βερολίνου για την εντυπωσιακή του ανακάλυψη και υπέβαλε αίτημα για τη χρηματοδότηση μιας αποστολής, δίνοντας έμφαση στα επιστημονικά οφέλη που θα προέκυπταν αναφορικά με το σύνταγμα επιγραφών της Κύπρου. Όμως στις 21 Μαρτίου 1910 ο Ohnefalsch-Richter πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να εξάγει ένα αρχαίο αντικείμενο και έτσι δεν του δόθηκε άδεια για έρευνα ή ανασκαφή. Όπως και να’ χει, οι επιστολές που έστειλε σε διάφορα ιδρύματα και σε ερευνητές στο Βερολίνο, ανακοινώνοντας την ανακάλυψη του αρχαίου ιερού της Παφίας Αφροδίτης και πολλών επιγραφών για να συμπεριληφθούν στο σύνταγμα της Κύπρου, προκάλεσαν το ενδιαφέρον της Ακαδημίας: τον Ιούνιο του 1910, η «Επιτροπή της Κύπρου» (Cypern-Kommission), που την αποτελούσαν οι Kekulé von Stradonitz, Eduard Meyer και ο ίδιος ο Wilamowitz, κατέθεσε αίτημα στις βρετανικές αρχές για χορήγηση άδειας για την οργάνωση μιας σύντομης αποστολής, η οποία συμφωνήθηκε για τα τέλη του Αυγούστου. Σε αντίθεση με ό, τι είχε σχεδιάσει ο Ohnefalsch-Richter, η «Επιτροπή της Κύπρου» διόρισε διευθυντή των ανασκαφών τον αρχαιολόγο Robert Zahn (1870-1945), επιμελητή του Βασιλικού Μουσείου (Königliches Museum) του Βερολίνου. Η Ακαδημία έθεσε την πρόσληψη του Ohnefalsch-Richter ως βοηθού (Hilfskraft) στη διακριτική ευχέρεια του Zahn, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την επιστημονική του σοβαρότητα. Η απόφαση αυτή εξόργισε τον Ohnefalsch-Richter, που θεωρούσε τον εαυτό του ως τον μοναδικό ειδικό για τη θέση Ραντίδι. Οι επιστολές του προς τον Meister, προς την Ακαδημία και προς τον Zahn υποδηλώνουν μια κλιμάκωση των αντιπαραθέσεων· η Ακαδημία και ο Zahn τελικά συμβιβάστηκαν χάρη στην επιμονή τού Ohnefalsch-Richter και τον προσέλαβαν σε υποδεέστερη θέση, συνοδευόταν όμως από την αστυνομία καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής [Εικ. 2].
Η αποστολή στο Ραντίδι
Η αποστολή στο Ραντίδι έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1910, με σκοπό να διερευνηθεί η θέση και να συγκεντρωθουν οι επιγραφές που βρίσκονταν διασκορπισμένες στο δάσος Ραντίδι19. Ο Zahn ανέλαβε τις μεταγραφές, τη φωτογράφιση και τα έκτυπα για λογαριασμό του Meister. Δυστυχώς τα έκτυπα δεν ήταν πολύ καλής ποιότητας λόγω της ανεπάρκειας νερού και των δυνατών ανέμων, γεγονός για το οποίο ο Zahn απολογήθηκε στις επιστολές του. Επί τη βάσει αυτών των εκτύπων, ο Meister δημοσίευσε την επόμενη χρονιά, με πάρα πολλά λάθη, τις 133 επιγραφές που είχαν βρεθεί από τον Zahn20. Αυτό που ο Zahn βρήκε δεν ήταν το αρχαίο ιερό της Παφίας Αφροδίτης, το οποίο ο Ohnefalsch είχε ανακοινώσει ακόμα και στις βρετανικές εφημερίδες, αλλά ένα ύστερο αρχαϊκό ιερό μιας άγνωστης αγροτικής θεότητας. Η Ακαδημία και ο Wilamowitz απογοητεύθηκαν πολύ από τη μετριότητα των επιγραφικών αποτελεσμάτων της ανασκαφής και ο Zahn αποκρίθηκε πως δεν ευθυνόταν για το γεγονός πως η θεότητα, το ιερό της οποίας ανασκάφτηκε, δεν ήταν η επιθυμητή· ισχυρίστηκε ότι θα συνέτασσε την έκθεσή του για την Ακαδημία και πως μετά θα έκλεινε οριστικά το συγκεκριμένο επεισόδιο της ζωής του21. Πράγματι ο Zahn ουδέποτε δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Ραντίδι ή το βιβλίο για την Ταμασσό και το Ιδάλιο που προετοίμαζε με τον Ohnefalsch-Richter πριν από την αποστολή. Το χειρόγραφο αυτό φυλάσσεται σήμερα στη Συλλογή Αρχαιοτήτων (Antikensammlung)22.
Η Κύπρος κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων πολέμων
Τα έτη 1909 και 1910, ο Richard Meister πραγματοποίησε δύο ερευνητικά ταξίδια στα μουσεία του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης [Εικ. 3] και δημοσίευσε αρκετές προκαταρκτικές μελέτες για το σύνταγμα των επιγραφών της Κύπρου στο περιοδικό της Ακαδημίας της Λειψίας, απεβίωσε, όμως, το 1912. Προτού πεθάνει, εμπιστεύθηκε το πρόγραμμα των επιγραφών στον ίδιο του το γιο Ludwig, ο οποίος όμως σκοτώθηκε τρία χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμίου Πολέμου. Το 1920, ο φιλόλογος Ernst Sittig (1887-1955), που ήδη από το 191 είχε μελετήσει και βελτιώσει την ανάγνωση ορισμένων από τις επιγραφές που είχαν βρεθεί στο Ραντίδι, ανέλαβε το πρόγραμμα του συντάγματος των επιγραφών, αλλά η μεταπολεμική οικονομική κρίση τον εμπόδισε να συνεχίσει την έρευνά του23. Το 1936, ο Σκωτσέζος επιγραφικός Terence Mitford (1905-1978) ανέλαβε την αναθεώρηση των επιγραφών από το Ραντίδι, που στο μεταξύ είχαν μεταφερθεί στο Μουσείο της Λευκωσίας, με σκοπό να αποτελέσουν ένα σύνταγμα. Για ακόμα μια φορά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε αυτήν την έρευνα [Εικ. 4 και Εικ. 5]. Μόλις το 1955 μπόρεσε ο Mitford να επιστρέψει στο Ραντίδι, το οποίο αναγνωρίστηκε εύκολα χάρη στο νέο τοπωνύμιο Γερμανός, όπου ανακάλυψε 21 ακόμη επιγραφές. Οι επιγραφικές μελέτες των Mitford και Masson, και οι αρχαιολογικές ανασκαφές των Mervyn Popham και Franz Georg Maier24 στο Ραντίδι επιβεβαίωσαν την ταύτιση των αρχαιολογικών λειψάνων από τον Zahn με αγροτικό ιερό αφιερωμένο σε μια τοπική, ύστερη αρχαϊκή θεότητα. H δημοσίευση των επιγραφών από το Ραντίδι πραγματοποιήθηκε, εν τέλει, το 1983, ενώ ο Mitford είχε ήδη αποβιώσει25.
Η σύγχρονη εποχή
Τα χρόνια της πολιτικής διαίρεσης της Γερμανίας, η Ακαδημία είχε την έδρα της στο ανατολικό Βερολίνο και δεν δινόταν εύκολα άδεια στους ερευνητές της να ταξιδέψουν· επομένως η έρευνά τους εξαρτιόταν κυρίως από ξένες συνεργασίες. Ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα για τη δημιουργία ενός συντάγματος για τη σειρά Inscriptiones Graecae παρουσιάστηκε από τον Mitford κατά τη διάρκεια του β΄ διεθνούς συνεδρίου ελληνικής και λατινικής επιγραφικής, που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 195226. Αυτή η εργασία θα περιελάμβανε σε 7 τεύχη, όλες τις ελληνικές – συλλαβικές και αλφαβητικές –, λατινικές, ασσυριακές και φοινικικές επιγραφές της Κύπρου. Το τολμηρό σχέδιο του Mitford δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Εκτός από τον Mitford, και άλλοι ερευνητές αφιέρωσαν τη ζωή τους στην κυπριακή επιγραφική: η Ινώ Νικολάου δημοσιεύει κάθε χρόνο από το 1963 τις νέες αλφαβητικές επιγραφές στο Report of the Department of Antiquities Cyprus· ο Olivier Masson, στον οποίο έγινε επανειλημμένα αναφορά, ίδρυσε το 1983 το «Κέντρο Κυπριακών Σπουδών» (Centre d’Etudes Chypriotes) και το περιοδικό Cahiers du Centre d’Etudes Chypriotes που τώρα διευθύνει ο Antoine Hermary. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι πολλοί κατάλογοι κυπριακών συλλογών που φυλάσσονται σε ξένα μουσεία δημοσιεύθηκαν χάρη στην πρωτοβουλία του Βάσου Καραγιώργη27.
Η έρευνα σήμερα
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η ερευνητική δραστηριότητα ξανάρχισε στην Ακαδημία του Βερολίνου και πρόσφατα το πρόγραμμα για ένα σύνταγμα επιγραφών της Κύπρου εγκαινιάστηκε εκ νέου με μια δομική αλλαγή: το διαχωρισμό των συλλαβικών και αλφαβητικών επιγραφών σε δύο διαφορετικά συντάγματα, επικεφαλής των οποίων είναι οι Markus Egetmeyer, Άρτεμις Καρναβά, Massimo Perna, Μαρία Καντηρέα και η υπογράφουσα. Ως θλιβερή ειρωνεία της ιστορίας, το πολιτικό πλαίσιο της έρευνάς μας επίσης άλλαξε στο διάστημα αυτό, όπως όλοι γνωρίζουν: ενώ η Γερμανία επανενώθηκε το 1989, η Κύπρος παραμένει πολιτικά διαιρεμένη από το 1974. Το γεγονός αυτό προκαλεί φυσικά ορισμένες δυσκολίες αναφορικά με τον εντοπισμό του εν λόγω υλικού στο νησί. Έως σήμερα έχουμε εντοπίσει και μελετήσει τις αλφαβητικές επιγραφές που φυλάσσονται σε ξένα μουσεία όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο, το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο, το Cabinet des Medailles, η Συλλογή Αρχαιοτήτων (Antikensammlung) στο Βερολίνο, το μουσείο Fitzwilliam στο Καίμπρητζ, καθώς επίσης και στα κυπριακά μουσεία της Λάρνακας, της Λευκωσίας, στο Μουσείο Συλλογής Γεωργίου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη στη Λευκωσία, και στο Μουσείο Πιερίδη στη Λάρνακα. Στα 300 περίπου έκτυπα του Richard Meister, στα αρχεία του έργου IG, έχουν προστεθεί τα πρώτα 500 δικά μας. Σε τόσο φιλόδοξες εργασίες, που βασίζονται σε συνεργασίες και ιστορικο-πολιτικούς παράγοντες, η ιστορία μας διδάσκει να μην δίνουμε υποσχέσεις αλλά να προχωρούμε την εργασία μας με ενθουσιασμό και σε πνεύμα συνεργασίας, ώστε να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε το σύνταγμα των κυπριακών αλφαβητικών επιγραφών χωρίς να χρειαστεί να περάσει ακόμα ένας αιώνας.