H έναρξη του ερευνητικού έργου CNP
Η έναρξη του ερευνητικού προγράμματος «Cyprus Numismatic Project» εντοπίζεται σε μια ανεπίσημη συζήτηση που έλαβε χώρα στο Εδιμβούργο το 2003, μεταξύ των καθηγητών Βάσου Καραγιώργη και Keith Rutter. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην Κύπρο κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα στα κυπριακά βασίλεια των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Οι κυπριακές πόλεις εξέδωσαν νομίσματα σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Τα νομίσματα έφεραν διαφορετικές παραστάσεις και επιγραφές που αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για την πολιτική ιστορία, την τέχνη και τη θρησκεία της Κύπρου σε μια εποχή που το νησί αποτελούσε τμήμα της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών (Περσών). Ωστόσο, για διάφορους λόγους αυτό το νομισματικό υλικό δεν είχε ως τότε χρησιμοποιηθεί επαρκώς ως ερευνητικό εργαλείο καθώς δεν υπήρχε κάποιο έργο που να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς ενώ οι σχετικές δημοσιεύσεις, όπως αυτές του Hill1 ή του Head2, ήταν πλέον απαρχαιωμένες. Οι ερευνητές και οι φοιτητές αντιμετώπιζαν ένα βασικό πρόβλημα όταν επιχειρούσαν να μελετήσουν τα κυπριακά νομίσματα: τη δυσκολία πρόσβασης στο υλικό. Δείγματα αυτών των νομισμάτων βρίσκονταν διασκορπισμένα σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε ολόκληρο τον κόσμο, συχνά ατελώς δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα. Πολλά άλλα σημαντικά νομίσματα είχαν καταχωρηθεί σε καταλόγους οίκων δημοπρασιών. Οι αναφορές σε βιβλία και άρθρα σχετικά με τα νομίσματα βρίσκονταν επίσης διασκορπισμένες σε μια σειρά περιοδικών και άλλων εντύπων. Η έλλειψη μιας εξειδικευμένης νομισματικής βιβλιοθήκης καθιστούσε στην πραγματικότητα τον μεγαλύτερο όγκο των πληροφοριών αυτών μη προσβάσιμο.
Ο καθηγητής Καραγιώργης υποστήριξε τη σημασία ενός προγράμματος που θα καθιστούσε την εξειδικευμένη γνώση για τη νομισματική της Κύπρου διαθέσιμη όχι μόνο σε ειδικούς ερευνητές – νομισματολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους – αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινό με ενδιαφέρον για την ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαίας Κύπρου.
Το πρόβλημα και η προτεινόμενη αντιμετώπισή του
Με αυτά τα δεδομένα, την εξαιρετική σημασία του (νομισματικού) μέσου και την έως τότε εξειδικευμένη φύση της μελέτης του, το ερώτημα ήταν τι μπορούσε να γίνει ώστε να βελτιωθεί η υπάρχουσα κατάσταση. Ήταν προφανής η ανάγκη ενός προγράμματος που θα επέτρεπε ευρύτερη πρόσβαση στο νομισματικό υλικό, όμως ποια ήταν η μορφή που θα έπρεπε να έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα; Αργότερα, το 2003, προκειμένου να συζητηθεί το συγκεκριμένο ζήτημα, να καθοριστούν οι πιθανές παράμετροι του προγράμματος για τη νομισματική της αρχαίας Κύπρου, και να γίνει η έναρξη του προγράμματος, ο καθηγητής Rutter μετέβη στη Λευκωσία. Εκεί συνάντησε τις Δρ Anne Destrooper-Georgiades και Ευαγγελινή Μάρκου και τον κύριο Ανδρέα Πιτσιλίδη, οι οποίοι συγκρότησαν μια ταλαντούχο ομάδα με σημαντική εμπειρία στη μελέτη των νομισμάτων. Επιπλέον, η E. Μάρκου είχε σημαντική εμπειρία στα διαδικτυακά μέσα. Από κοινού κατέληξαν γρήγορα σε ορισμένες σημαντικές αποφάσεις.
Πρώτον, σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος, αυτό δεν θα μπορούσε να καλύπτει όλες τις περιόδους της αρχαίας κυπριακής νομισματοκοπίας. Ήταν απαραίτητο να περιοριστεί στα νομίσματα των κυπριακών βασιλείων κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, δηλαδή από τον ύστερο 6ο αι. π.Χ. έως το 310 π.Χ. περίπου.
Δεύτερον, αναφορικά με τη μορφή του προγράμματος, ένας ιστότοπος θα μπορούσε να καταστεί πιο ολοκληρωμένη και ευκολότερα προσβάσιμη πηγή πληροφοριών από ό, τι μία έντυπη έκδοση. Η ηλεκτρονική μορφή θα επέτρεπε επίσης την ενσωμάτωση μεγάλου όγκου υλικού – τόσο νομισμάτων όσο και κειμένων για τα νομίσματα – και θα αποτελούσε ένα υποστηρικτικό, ευέλικτο και εύκολα διαχειρίσιμο εργαλείο, που επιπλέον θα επέτρεπε μελλοντικές προσθήκες και τροποποιήσεις των δεδομένων του. Δημιουργώντας μια διαδικτυακή βάση δεδομένων, το πρόγραμμα μπορούσε να συγκεντρώσει σε έναν τόπο πληροφορίες για τα νομίσματα των κυπριακών βασιλείων, απλουστεύοντας παράλληλα τους μηχανισμούς αναζήτησης για τους χρήστες του.
Τα στάδια του προγράμματος CNP
Ο ιστότοπος του προγράμματος CNP σχεδιάστηκε ώστε να παρέχει ένα ολοκληρωμένο μέσο έρευνας της νομισματικής των κυπριακών βασιλείων, το οποίο θα μπορούσε να καταστεί ο σταθερός διαδικτυακός οδηγός για αυτά τα νομίσματα. Η κατασκευή και ο εμπλουτισμός του ιστότοπου περιελάμβαναν τρία βασικά στάδια, εκ των οποίων ολοκληρώθηκαν τα δύο.
Πρόγραμμα CNP, στάδιο 1 (2004-2006): συλλογή της βιβλιογραφίας, εισαγωγικά κείμενα και το αρχικό σκεπτικό του ιστότοπου
Βασική πρόβλεψη του πρώτου σταδίου ήταν η συγκέντρωση της βιβλιογραφίας των νομισμάτων των κυπριακών βασιλείων. Την εργασία αυτή ανέλαβε η A. Destrooper-Georgiades. Αυτό το θεμελιώδες στοιχείο υποστηρίχτηκε από μια σύντομη έκθεση από την ίδια ερευνήτρια, όπου σκιαγραφούνταν η εξέλιξη και η πρόοδος της μελέτης της κυπριακής νομισματικής στη σύγχρονη εποχή.
Η βιβλιογραφία υποστηρίχτηκε επίσης από ένα κείμενο της Ε. Μάρκου, που περιλάμβανε μια γενική εισαγωγή στην ιστορία της εξεταζόμενης περιόδου, τη φύση και τη γενική εξέλιξη των νομισμάτων καθώς και μια συνοπτική αναφορά σε κάθε ένα νομισματοκοπείο ξεχωριστά: της Αμαθούντας, του Ιδαλίου, του Κιτίου, της Λαπήθου, του Μαρίου, της Πάφου, της Σαλαμίνας.
Παράλληλα, η Ε. Μάρκου πρότεινε το σκεπτικό του ιστότοπου και δημιούργησε ένα χάρτη πλοήγησης, μαζί με το λογότυπο και τον ίδιο τον ιστότοπο, τον οποίο φιλοξένησε το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου [Εικ. 1]. Αρχικά ο ιστότοπος περιελάμβανε τη βιβλιογραφία (οργανωμένη θεματικά και διαθέσιμη ως αρχείο pdf), καθώς και τις προαναφερθείσες εισαγωγικές εκθέσεις των A. Destrooper-Georgiades και E. Μάρκου.
Πρόγραμμα CNP, στάδιο 2 (2006-2008)
Το δεύτερο στάδιο του προγράμματος επικεντρώθηκε στη μετατροπή της βιβλιογραφίας της A. Destrooper-Georgiades σε μία βάση δεδομένων με δυνατότητες αναζήτησης μέσω του ιστότοπου του προγράμματος. Οι χρήστες θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιήσουν βιβλιογραφικές αναζητήσεις με βάση το γενικό θέμα, τον συγγραφέα ή το έτος δημοσίευσης. Το σχήμα της βιβλιογραφικής βάσης δεδομένων δημιουργήθηκε από μέλη της ομάδας πληροφορικών του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου ενώ οι ενημερωμένες βιβλιογραφικές πληροφορίες φιλοξενήθηκαν στο νέο ιστότοπο της Σχολής Ιστορίας, Κλασικών Σπουδών και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου [Εικ. 2].
Το τρίτο και τελικό στάδιο του προγράμματος CNP θα περιελάμβανε πολύ εκτενέστερο πληροφοριακό υλικό, όπως ψηφιοποιημένες εικόνες καθώς και πληροφορίες σχετικές με τα νομίσματα δημόσιων και ιδιωτικών συλλογών, καταλόγους οίκων δημοπρασιών, την κατασκευή μιας νομισματικής βάσης δεδομένων και τη σύνδεση της βιβλιογραφικής και της νομισματικής βάσης δεδομένων. Επιπρόσθετα, ο ιστότοπος θα περιελάμβανε μια εισαγωγή στα σύμβολα του κυπριακού συλλαβάριου και του ελληνικού και φοινικικού αλφαβήτου που χρησιμοποιούνταν στα νομίσματα, συνδέσμους για άλλες νομισματικές βάσεις δεδομένων και για άλλα προγράμματα για τις κυπριακές αρχαιότητες, καθώς και για την κοινοποίηση σεμιναρίων, συνεδρίων και επιστημονικών εργαστηρίων. Συνεπώς η συνολική συνεισφορά του ιστότοπου θα ήταν πολύ εκτενέστερη από τα επιμέρους τμήματά του ξεχωριστά. Οι μηχανές αναζήτησης θα λειτουργούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε όλες οι προαναφερθείσες πληροφορίες – βιβλιογραφία, κείμενα, εικόνες νομισμάτων-, να συνδέονται μεταξύ τους.
Οι προετοιμασίες του τρίτου σταδίου έγιναν από τους συνεργάτες του προγράμματος, παρέχοντας για παράδειγμα μια πρώτη δομή για τη νομισματική βάση δεδομένων και καταθέτοντας ερωτήσεις προς τους επιμελητές των μουσείων σχετικά με τα κυπριακά νομίσματα των συλλογών τους. Η χρηματοδότηση για το στάδιο αυτό δε συνεχίστηκε και το πρόγραμμα διεκόπη το 2008.
Η χρηματοδότηση του προγράμματος CNP και οι συνεργάτες
Η οικονομική στήριξη από το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη και από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου υπήρξε αποφασιστική τόσο για το ξεκίνημα όσο και για την επιτυχή ολοκλήρωση των πρώτων δύο φάσεων του προγράμματος. Αυτή η υποστήριξη μάς επέτρεψε να δημιουργήσουμε έναν ιστότοπο που θα φιλοξενούσε το πρόγραμμα στο σύνολό του και να προετοιμάσουμε τη δομή της νομισματικής βάσης δεδομένων. Στο Εδιμβούργο, οι Hamish Macandrew και Sue Coleman του «Edinburgh Research and Innovation» προσέφεραν αφιλοκερδώς τον χρόνο τους προκειμένου να μας βοηθήσουν στα διαφορετικά στάδια του στρατηγικού μας σχεδιασμού και στην τελική μορφοποίηση των αιτήσεων για χρηματοδότηση. Επίσης στο Εδιμβούργο, οι Ed Dee, Alan Sloan, Anand Sengodan και Arthur Wilson του «Edinburgh University Computing Services» (EUCS) μας καθοδήγησαν σε μερικά από τα τεχνικά ζητήματα της δημιουργίας του ιστότοπου. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο Andrew McFarlane και οι συνεργάτες του στο EUCS συνεργάστηκαν με την Ε. Μάρκου προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την αναζήτηση στη βιβλιογραφική βάση δεδομένων.
Σύνδεση με το ερευνητικό πρόγραμμα SilCoinCy
Είμαι περήφανος για τη συμμετοχή μου στο «Cyprus Numismatic Project» και για την ευκαιρία που μου δόθηκε να αναφέρω εδώ την επιτυχή ολοκλήρωση των δύο πρώτων σταδίων του προγράμματος καθώς και τις προκαταρκτικές εργασίες της τρίτης φάσης. Όσα κερδήθηκαν στα χρόνια που αφιερώθηκαν στο CNP πρόκειται να χρησιμεύσουν περαιτέρω, καθώς τόσο η βιβλιογραφική βάση δεδομένων όσο και τα συνοδευτικά κείμενα της βιβλιογραφίας ενημερώθηκαν και μεταφέρθηκαν στον παρόντα ιστότοπο του ερευνητικού προγράμματος SilCoinCy, που είναι αφιερωμένος στην ιστορία, την αρχαιολογία και νομισματική της αρχαίας Κύπρου. Κατά την αίτησή της για χρηματοδότηση το 2012, η Ε. Μάρκου επικοινώνησε μαζί μου και ρώτησε αν θα ήμουν διατεθειμένος να επιτρέψω την ενσωμάτωση της βιβλιογραφικής βάσης του προγράμματος CNP στην πρόταση που τότε οραματιζόταν, επί τη βάσει της μακρόχρονης μελέτης της για τα χρυσά νομίσματα των βασιλέων της Κύπρου (αρχής γενομένης από τη διδακτορική διατριβή της) και της εμπειρίας της από ένα διαδικτυακό πρόγραμμα όπως το CNP. Η ανταπόκρισή μου ήταν θετική διότι δινόταν με τον τρόπο αυτό η ευκαιρία αναβίωσης και μετεγκατάστασης του παλιού προγράμματος σε ένα νέο φορέα.