Οι πρώτες πραγματείες
Οι παλαιότερες πραγματείες1 για τα νομίσματα που είχαν διστακτικά αποδοθεί στην Κύπρο, δημοσιεύθηκαν προτού η κυπροσυλλαβική γραφή μελετηθεί και αποκρυπτογραφηθεί από τον Brandis το 18732 καθώς επίσης προτού γίνει γνωστή η ακριβής σημασία των γραμμάτων του φοινικικού αλφαβήτου3.
Το 1836 ο Borrell είχε αναφερθεί σε κυπριακά νομίσματα με επιγραφές μόνο σε ελληνικό αλφάβητο4. Επρόκειτο για νομίσματα του 4ου αι. π.Χ., τα οποία απέδωσε στη Σαλαμίνα και στην Πάφο, αν και ορισμένα από αυτά εντάσσονται στην πραγματικότητα στη νομισματική παραγωγή των Σόλων. Η ανάλυσή του βασίστηκε στα ονόματα των βασιλέων που ήταν τότε γνωστά από τα φιλολογικά κείμενα, αλλά η απόδοση των νομισμάτων σε καθένα από τους βασιλείς ήταν επισφαλής, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της επανάληψης στα νομίσματα ονομάτων βασιλέων, όπως αυτό του Ευαγόρα στη Σαλαμίνα. Το 1852 ο de Luynes5 συμπεριέλαβε στην έκθεσή του νομίσματα που έφεραν σύμβολα του κυπριακού συλλαβάριου – αν και κατέστη σαφές πολύ αργότερα ότι ορισμένα από αυτά τα σύμβολα είναι στην πραγματικότητα γραμμένα σε καρικούς αλφαβητικούς χαρακτήρες6. Η αδυναμία του να κατανοήσει πλήρως τη γραφή, οδήγησε σε πολλές εσφαλμένες ταυτίσεις νομισματοκοπείων και αποδόσεις. Κατά συνέπεια, τα νομίσματα του 5ου αι. π.Χ. που απεικονίζουν ξαπλωμένο κριάρι, χαρακτηριστικά της Σαλαμίνας, είχαν αποδοθεί τότε στην Αμαθούντα [Εικ. 1]· εκείνα της Αμαθούντας, που απεικονίζουν λιοντάρι, στην Πάφο· και εκείνα της Πάφου, που απεικονίζουν ταύρο, στη Σαλαμίνα. Ο de Luynes απέδωσε στη Σαλαμίνα νομίσματα του Μαρίου του 4ου αι. π.Χ., και στο Μάριο απέδωσε ορισμένα νομίσματα που είχαν εκδοθεί στην πόλη Μάλλο της Κιλικίας. Την εποχή εκείνη τα νομίσματα απεικονίζονταν σχεδιαστικά και όχι ακόμα φωτογραφικά.
Ήταν, ωστόσο, ο de Luynes ο οποίος, το 18467, απέδωσε για πρώτη φορά νομίσματα με φοινικικές επιγραφές στην Κύπρο, και ειδικότερα στο Κίτιο, αντί για τη Φοινίκη, τη Συρία ή την Κιλικία. Η μελέτη του de Vogüé, το 1867, βελτίωσε εκείνη του de Luynes περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, συζήτηση για τις περιοχές που βρέθηκαν τα νομίσματα και για τον σταθμητικό τους κανόνα. Με τον τρόπο αυτό διαχώρισε τα νομίσματα του Οζιβάαλ, βασιλέα του Κιτίου, από εκείνα ενός άλλου Οζιβάαλ, βασιλέα της Βύβλου (Φοινίκη).
Η πρώτη συστηματική πραγματεία περί νομισμάτων που εκδόθηκαν στην Κύπρο κατά την περίοδο των βασιλείων, θα πρέπει να αποδοθεί στον Blau8. Πρόκειται για ένα άρθρο 25 σελίδων που δημοσιεύθηκε το 1875. Με μια πολύ καλύτερη ανάγνωση των κυπροσυλλαβικών επιγραφών καθώς επίσης και των φοινικικών γραμμάτων, ο Blau ταύτισε τα νομίσματα με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό, τι ήταν δυνατό για τον de Luynes το 1852.
Σύντομα έγιναν επιπλέον προσαρμογές, χάρη στην καλύτερη γνώση των συστημάτων γραφής και στην εδραίωση της βασιλικής γενεαλογίας της Σαλαμίνας και του Κιτίου με τη βοήθεια φιλολογικών πηγών και επιγραφών. Για το Κίτιο, οι δημοσιεύσεις που σχετίζονται με τις αναθηματικές επιγραφές του Ιδαλίου και του Κιτίου αναφέρονται στη διαδοχή των βασιλέων του Κιτίου. Οι βασιλείς του 4ου αι. π.Χ. αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης το 1881 στο Corpus Inscriptionum Semiticarum9, και εκείνοι του 5ου αι. π.Χ. σε ένα άρθρο του E. Berger, το 188710. Το 1883, ο J.P. Six δημοσίευσε έναν κατάλογο νομισμάτων ανά νομισματοκοπείο, περιγράφοντας τους νομισματικούς τύπους και τις επιγραφές11. Η εργασία του είναι ακόμα έγκυρη σε πολλά σημεία, όπως είναι και οι κατάλογοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας που δημοσιεύθηκαν από τον E. Babelon το 189312, ο κατάλογος του Βρετανικού Μουσείου που συνέταξε ο G.F. Hill το 190413 και η πραγματεία του E. Babelon που δημοσιεύθηκε το 1907 και 191014.
Ο εικοστός αιώνας: εξειδικευμένες μελέτες
Τον εικοστό αιώνα μελετήθηκαν και διορθώθηκαν πολυάριθμες λεπτομέρειες των νομισμάτων. Οι νέες αυτές προτάσεις δημοσιεύθηκαν σε πολλά άρθρα15 και ορισμένες από αυτές συμπεριλήφθηκαν σε γενικές νομισματικές μελέτες, όπως εκείνες των Kraay16 και Nicolet-Pierre17.
Εξειδικευμένες μελέτες αναθεώρησαν τις αποδόσεις και τη χρονολόγηση αρκετών νομισμάτων. Για πολλά από αυτά, το νομισματοκοπείο ταυτίστηκε πλέον σωστά μέσω της ορθής ανάγνωσης των επιγραφών που φέρουν τα καλύτερα διατηρημένα νομίσματα (π.χ. Λάπηθος18 [Εικ. 2], Μάριο19), και μέσω της γνώσης των τόπων εύρεσης των νομισμάτων (π.χ. Αμαθούντα20, Κίτιο21, Κούριο [Εικ. 3]22, Μάριο23, Σόλοι24). Πρόοδος σημειώθηκε επίσης σε ζητήματα χρονολόγησης ορισμένων νομισματοκοπιών, μέσω της μελέτης των επικεκομμένων νομισμάτων (π.χ. Σαλαμίνα25) και μέσω της οργάνωσης των νομισματικών σειρών σύμφωνα με τη μελέτη των μητρών (π.χ. Πάφος26, Σαλαμίνα27, χρυσές εκδόσεις όλων των βασιλέων της Κύπρου28).
Εντελώς νέα νομίσματα με άγνωστους έως τότε τύπους και επιγραφές ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές, νομισματικές συλλογές και καταλόγους δημοπρασιών. Τα νομίσματα αυτά εμπλούτισαν σημαντικά τις γνώσεις μας τόσο για τη νομισματική και νομισματοκοπία της νήσου, όσο και για την ιστορία της εν γένει κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ.. Ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τους βασιλείς των κυπριακών βασιλείων, οι οποίοι μαρτυρούνται ελάχιστα στις αρχαίες πηγές, παρέχονται μόνο από τα νομισματικά δεδομένα, όπως είναι ο βασιλιάς Ρόικος29 στην Αμαθούντα, οι βασιλείς Bάαλκαζορ (Ba’alkazor) και Δημόνικος30 στη Λάπηθο, ο βασιλιάς Σασμάς (Sasmas)31 στο Μάριο, οι βασιλείς Μινεύς, Ζωάλιος και Πνύτος32 στην Πάφο, και στη Σαλαμίνα ο βασιλιάς Φαύσις33. Η εικονογραφία των νομισμάτων αποτελεί επίσης παραγωγικό πεδίο έρευνας (σε νομίσματα του Ιδαλίου το διακοσμητικό θέμα που παραπέμπει σε άνθος34, του Μαρίου οι πολεμικοί τύποι35 [Εικ. 4] και σε νομίσματα της Σαλαμίνας του 4ου αι. π.Χ. το ενώτιο36 [Εικ. 5]).
Πρόσφατες εξελίξεις: επέκταση των πεδίων της έρευνας
Τα τελευταία χρόνια, τα ζητήματα της έρευνας της νομισματικής της Κύπρου είναι πλέον συγκρίσιμα με εκείνα των νομισμάτων άλλων περιοχών. Τα πεδία της έρευνας επεκτάθηκαν: περισσότερη προσοχή δίδεται τώρα στα νομίσματα που κόβονταν και από άλλα μέταλλα, πλην του χρυσού και του αργύρου. Ειδικότερα, έχουν εκπονηθεί μελέτες για τα χάλκινα νομίσματα που εκδόθηκαν στο Κίτιο37, [Εικ. 6], στο Μάριο38, στην Πάφο39 και στους Σόλους40. Σε ορισμένα νομίσματα πραγματοποιήθηκε ανάλυση της μεταλλικής τους σύστασης (ειδικά σε χρυσά νομίσματα διαφόρων νομισματοκοπείων41). Πρόοδος έχει σημειωθεί και στην κατανόηση των σταθμητικών κανόνων και των νομισματικών υποδιαιρέσεων42. Προσοχή δίδεται επίσης στην κυκλοφορία των νομισμάτων των κυπριακών βασιλείων τόσο εντός όσο και εκτός της Κύπρου, όχι μόνο όσων βρέθηκαν σε θησαυρούς αλλά και των μεμονωμένων νομισμάτων, ειδικά αυτών που βρέθηκαν στο νησί43. Ο ιστότοπος «Κύπριος Χαρακτήρ» εξασφαλίζει ότι η μελέτη της κυπριακής νομισματικής θα επεκταθεί περαιτέρω.