Το αρχαιολογικό πλαίσιο

Οι ανασκαφές στο λόφο του Αγίου Γεωργίου στη Λευκωσία, που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 1996-2010, έφεραν στο φως κατάλοιπα διαφορετικών περιόδων από τη μακρά ιστορία της Λευκωσίας1 και προσέφεραν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της πόλης, για την οποία δεν υπήρχε ως τότε επαρκής αρχαιολογική τεκμηρίωση2.

Τα προϊστορικά (Χαλκολιθικής περιόδου) και τα βυζαντινά και μεσαιωνικά κατάλοιπα δεν θα αναπτυχθούν στο παρόν άρθρο, το οποίο θα επικεντρωθεί κυρίως στην αρχαϊκή περίοδο, το χρονολογικό πλαίσιο του θησαυρού των αργυρών νομισμάτων που βρέθηκε το 2006. Ο θησαυρός, ο παλαιότερος που έχει βρεθεί μέχρι στιγμής στην Κύπρο3, αποτελεί σημαντικό τεκμήριο όχι μόνο για τη νομισματική ιστορία της Κύπρου αλλά και για την ιστορία της ίδιας της Λευκωσίας, καθώς και για την πιθανή ταύτισή της με το βασίλειο των Λεδρών, το οποίο παραδοσιακά θεωρείται ότι βρισκόταν κοντά στη Λευκωσία.

Αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα του ελληνιστικού οικισμού ο οποίος φαίνεται πως βρισκόταν δυτικά του ποταμού Πεδιαίου και εκτείνονταν προς τα ανατολικά και βόρεια. Ο οικισμός ήταν οργανωμένος σύμφωνα με χωροταξικό σχέδιο το οποίο αποτελούνταν από συγκροτήματα κτηρίων, παράλληλους δρόμους σε ανατολική-δυτική κατεύθυνση που κατέληγαν σε έναν μακρύ και πλατύ δρόμο με κατεύθυνση βορρά-νότου. Εντός των συγκροτημάτων βρέθηκαν ενδείξεις για ποικίλες δραστηριότητες όπως υφαντική, μεταλλοτεχνία και κεραμική παραγωγή. Μια επιγραφή: Φιλαδέλφου Αρσινόης4, πήλινα ειδώλια και άλλα στοιχεία που παραπέμπουν σε λατρεία φανερώνουν μια συνέχεια στις λατρευτικές πρακτικές του οικισμού από την Κυπρο-αρχαϊκή περίοδο.      

Οι κατασκευές που ανήκουν στην αρχαϊκή περίοδο είχαν υποστεί αλλοιώσεις από τις μεταγενέστερες, υπερκείμενες φάσεις του οικισμού. Στη γωνία της οδού Σκύρου και της λεωφόρου Δημοσθένη Σεβέρη εντοπίστηκαν λείψανα ενός ορθογώνιου κτηρίου, το οποίο ήταν διαιρεμένο σε τουλάχιστον τρία μικρότερα τμήματα. Το κεντρικό, πιο ευρύχωρο, ήταν προσβάσιμο μέσω μια πλακόστρωτης αυλής με μεγάλες ακανόνιστες πλάκες. Ίχνη πυράς εντοπίστηκαν στους τοίχους και στο δάπεδο της φάσης αυτής. Λάκκοι που ήταν λαξευμένοι στο βράχο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του κτηρίου, περιείχαν κεραμική που χρονολογείται στην κυπρο-αρχαϊκή ΙΙ περίοδο καθώς και τμήματα πήλινων ειδωλίων. Η λειτουργία του κτηρίου θα επιβεβαιωθεί όταν θα ολοκληρωθεί η μελέτη του υλικού που προέρχεται από αυτό, ωστόσο δεν είναι απίθανο να επρόκειτο για ιερό.

Τα ευρήματα στην περιοχή ήταν σε γενικές γραμμές περιορισμένα και αποτελούνταν κυρίως από λίθινα τριβεία, θραύσματα αγγείων από χονδρόκοκκο πηλό με χαμηλά τοιχώματα, υφαντικά βάρη και περιορισμένες αποθέσεις ώχρας, που φανερώνουν στο σύνολό τους δραστηριότητες που συνδέονται με την παραγωγή.

Παρόμοια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βρέθηκαν επίσης στις περιοχές III, VI και XV του αρχαιολογικού χώρου, και αποτελούνται από μικρά τμήματα εσωτερικών τοίχων και σημαντικό αριθμό λάκκων που περιείχαν λατρευτικό και εργαστηριακό υλικό. Στην περιοχή III, στην ανατολική πλαγιά του λόφου, βρέθηκαν αρκετοί λάκκοι επενδεδυμένοι με πέτρα, οι οποίοι περιείχαν σημαντικές ποσότητες τέφρας, οστά ζώων και θραυσμένα πήλινα ειδώλια (έναν ιππέα, ένα προσωπείο κ. ά.). Λίγο πιο πέρα, στην κορυφή του λόφου (περιοχή IV), λάκκοι σκαμμένοι μέσα στο βράχο, μερικοί επενδεδυμένοι με πέτρα, επίσης περιείχαν τμήματα πήλινων ειδωλίων, κάτω από την επιφάνεια ενός δαπέδου. Η κατασκευή, δηλαδή το κτήριο στο οποίο ανήκε, πρέπει να είχε καταστραφεί κατά την ισοπέδωση του χώρου προκειμένου να ανεγερθεί η Αγγλικανική εκκλησία που βρίσκεται ακριβώς από πάνω5.

Λάκκοι εντοπίστηκαν επίσης σε ολόκληρη την έκταση της ανασκαφής (τομείς X, XII, XIII και XIV), κάποιοι επιχρισμένοι με πηλό και άλλοι με τέφρα και ίχνη έντονης καύσης, οι οποίοι ενδέχεται να είχαν χρησιμοποιηθεί αρχικά ως κλίβανοι ή καμίνια και στη συνέχεια να επαναχρησιμοποιήθηκαν για την εναπόθεση των ερειπίων του οικισμού. Μέσα σε αυτούς βρέθηκαν λίθινα εργαλεία (τριβεία) και υφαντικά βάρη, καθώς επίσης πρώτες ύλες για την κατασκευή πήλινων, λίθινων και μεταλλικών αντικειμένων. Μια πρώτη εκτίμηση του περιεχομένου των λάκκων φανερώνει ότι το πρωιμότερο υλικό αποτελείται από όστρακα του τύπου Γραπτής Δίχρωμης κεραμικής της Κυπρο-αρχαϊκής I περιόδου6, κυρίως όμως η κεραμική χρονολογείται στην κυπρο-αρχαϊκή ΙΙ ή στην πρώιμη Κυπρο-κλασική περίοδο. Εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά μέλη, ορισμένα εκ των οποίων εντοπίστηκαν σε δεύτερη χρήση σε τοίχους, μαρτυρούν ότι υπήρχαν σημαντικά κτήρια στην αρχαϊκή περίοδο.

Είναι φανερό ότι η συνολική αναδιοργάνωση του οικισμού θεωρήθηκε αναγκαία κατά τον 4ο αι. π.Χ., πράγμα που εξηγεί την καταστροφή όσων εγκαταστάσεων είχαν παραμείνει, όπως και τη μεγάλη διασπορά των πήλινων και λίθινων ειδωλίων από την προηγούμενη φάση. Βρέθηκαν επίσης θραύσματα από μεγαλύτερα λίθινα γλυπτά, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως κατασκευαστικό υλικό ή πετάχτηκαν σε αποθέτη καθώς και αρκετά θραύσματα υπερμεγέθων πήλινων αγαλμάτων. Σε συνδυασμό με το αρχιτεκτονικό υλικό φανερώνουν με ξεκάθαρο τρόπο την παρουσία ενός ή περισσοτέρων ιερών στην περιοχή κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο.

Οι πιο συνηθισμένοι τύποι ειδωλίων περιλαμβάνουν κεφαλές γυναικών με περίβλημα, νεαρούς με στεφάνι, μορφές που παίζουν αυλό, μορφές ενδεδυμένες που κρατούν αφιερώματα, περιστέρια, λιοντάρια και σφίγγες. Αρκετά ειδώλια διαφορετικών μεγεθών που απεικονίζουν μια κερασφόρο ανδρική μορφή καθισμένη σε θρόνο που πλαισιώνεται από κριάρια φαίνεται πως είναι ιδιαίτερης σημασίας7. Ο σημαντικός αριθμός ημιτελών ειδωλίων μαζί με ακατέργαστες ασβεστολιθικές πλάκες τοποθετημένες σε σωρούς, τα οποία βρέθηκαν σε αρκετά σημεία του χώρου, καθώς και το πλήθος αδιάγνωστων και ημιτελών λίθινων αντικειμένων, φανερώνουν ότι η κατασκευή λατρευτικών αντικειμένων από λίθο ενδέχεται να ήταν μια από τις ενασχολήσεις των κατοίκων, από την αρχαϊκή περίοδο και εξής. Ανάμεσα σε άλλα αναθηματικά αντικείμενα, βρέθηκε επίσης σημαντικός αριθμός λίθινων βωμών, μερικοί εκ των οποίων εμφανίζουν εγχάρακτη και γραπτή διακόσμηση. Τα πήλινα ειδώλια της αρχαϊκής περιόδου εμφανίζουν επίσης σημαντική ποικιλία τύπων, όπως για παράδειγμα ανδρικές μορφές με μυτερό κάλυμμα κεφαλής ή καλύμματα κεφαλής άλλων τύπων, ιππείς, πολεμιστές σε άρματα, γυναικείες μορφές που κρατούν παιδί, ή παίζουν τύμπανο και, σε μια περίπτωση,  ανασηκώνουν τα στήθη τους8. Συνηθισμένα επίσης είναι τα πήλινα ειδώλια που αναπαριστούν ταύρους και άλογα. Τα περισσότερα ειδώλια κατασκευάστηκαν με την τεχνική του «χιονανθρώπου», μια τεχνική που αργότερα εκτοπίστηκε από τη χρήση μητρών, όπως διαφαίνεται από τη μήτρα ενός προσώπου που βρέθηκε σε έναν από τους αγωγούς αποχέτευσης9. Ημιτελή έργα, προϊόντα ατελούς όπτησης, ή απορρίμματα, καθώς και θραύσματα άψητης κεραμικής επιβεβαιώνουν ότι οι βιομηχανικές δραστηριότητες περιελάμβαναν και την κατασκευή πήλινων ειδωλίων και κεραμικής. Άψητη κεραμική και άψητος πηλός βρέθηκαν επίσης στους τάφους του νεκροταφείου των Αγίων Ομολογητών και επιβεβαιώνουν τα στοιχεία από τον αντίστοιχο οικισμό10.

 

Τα ευρήματα και ο θησαυρός αργυρών νομισμάτων

Ανασκαφές στο οικόπεδο που βρίσκεται στη γωνία των οδών Χατζοπούλου και Νικοκρέοντος (CS XXI/54.2.1, οικόπεδο αρ. 1221), προφανώς στην επέκταση του ίδιου χώρου προς τα ανατολικά, επίσης αποκάλυψαν αρχιτεκτονικά λείψανα της αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής περιόδου11. Εντοπίστηκε φαρδύς τοίχος με ανατολικό-δυτικό προσανατολισμό, ο οποίος σχετιζόταν με κεραμική της Κυπρο-αρχαϊκής ΙΙ περιόδου [Εικ. 1]. Δύο παράλληλοι τοίχοι με προσανατολισμό βορρά-νότου μάλλον διαχώριζαν τα παρακείμενα δωμάτια. Τμήματα του δαπέδου και ίχνη από εστίες διατηρούνται εκατέρωθεν των τοίχων αυτών. Τα ευρήματα υποδεικνύουν την ύπαρξη εργαστηρίου στο χώρο αυτό και φανερώνουν δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μεταλλουργία, ενώ ένας αριθμός άψητων υφαντικών βαρών επίσης αποτελούν ενδείξεις για την κατασκευή πήλινων αντικειμένων. Ένα εισηγμένο πήλινο λυχνάρι, αμφορείς και αττική κεραμική μεταξύ άλλων αντικειμένων, τεκμηριώνουν εξωτερικές επαφές. Ένα λίθινο θυμιατήριο με παράσταση γενειοφόρου άνδρα που στέκεται μπροστά από κορμό δέντρου από το οποίο κρέμονται τσαμπιά από χουρμάδες (;) και κρατά τσαμπί στο αριστερό του χέρι12, παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς παράλληλα. Στη νότια πλευρά της περιοχής, ένας θησαυρός αποτελούμενος από 36 αργυρά νομίσματα εντοπίστηκε ακριβώς επάνω στο φυσικό βράχο [Εικ. 2]. Τα νομίσματα βρίσκονταν πιθανότατα μέσα σε υφασμάτινο πουγγί, όπως φαίνεται από τα ίχνη υφάσματος σε ορισμένα από αυτά. Μολονότι φαίνεται να είχαν διαταραχτεί από την αρχική θέση τους πρόσφατα, τα νομίσματα ανήκουν στο χώρο καθώς καμία εξωγενής παρέμβαση δεν παρατηρήθηκε. Πρόκειται για κυπριακούς σίγλους, το βαρύτερο νόμισμα στην Κύπρο κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. και αποτελούν ένα σημαντικό ποσό. Η Destrooper-Georgiades υπολόγισε ότι κάθε σίγλος αντιστοιχούσε με το μισθό τριών ημερών ενός μισθοφόρου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κύρου του Νεότερου13, και στο τέλος του 6ου αι. π.Χ. οι 36 κυπριακοί σίγλοι θα μπορούσαν να αντιστοιχούν με το μισθό ενός μισθοφόρου τουλάχιστον 108 ημερών ή τρισήμισι περίπου μηνών. Αυτό το ποσό συνεπώς δεν προοριζόταν για να καλύψει καθημερινές ανάγκες και θα μπορούσε να είναι τμήμα μιας κατάθεσης η οποία φυλασσόταν σ’ ένα θεσμικό ίδρυμα. Πρόκειται για τον παλαιότερο θησαυρό που έχει βρεθεί στην Κύπρο μέχρι στιγμής και περιλαμβάνει τόσο άγνωστους ως τώρα όσο και ελάχιστα γνωστούς εικονογραφικούς τύπους και παραλλαγές αυτών. Ο θησαυρός αυτός μάς προσφέρει την ευκαιρία να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας στις σπάνιες αυτές νομισματικές εκδόσεις.

Τρία νομίσματα φέρουν δοκιμαστικές κοπές, και περιλαμβάνουν και ένα κίβδηλο υπόχαλκο νόμισμα [Εικ. 3] το οποίο φέρει την προσομοίωση μιας δοκιμαστικής κοπής. Οι δοκιμαστικές κοπές στόχευαν στο να επιβεβαιώσουν ότι ο πυρήνας των νομισμάτων ήταν από άργυρο, επαληθεύοντας έτσι τη γνησιότητά τους [Εικ. 4]. Οι δοκιμαστικές κοπές ωστόσο, στο ελαφρύτερο υπόχαλκο νόμισμα ήταν λιγότερο βαθιές και στόχευαν στο να μην αποκαλύψουν τον χάλκινο πυρήνα, κάτι που θα επιβεβαίωνε ότι επρόκειτο για κίβδηλο νόμισμα. Η Α. Destrooper-Georgiades σημείωσε ότι είναι η πρώτη φορά που στον ίδιο θησαυρό εντοπίζονται αυθεντικά νομίσματα που φέρουν δοκιμαστικές κοπές, μαζί με κίβδηλο νόμισμα. Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη μιας εξελιγμένης βιομηχανίας παραγωγής κίβδηλων νομισμάτων στην Κύπρο ήδη από το τέλος του 6ου αι.–α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ..

Στο θησαυρό εντοπίζονται με ασφάλεια τρεις εμπροσθότυποι, που αναπαριστούν το μπροστινό ημίτομο ενός αγριόχοιρου, στα πιο πρώιμα νομίσματα, έναν τύπο άγνωστο στην κυπριακή νομισματική, την κεφαλή ενός λιονταριού [Εικ. 4] ή το μπροστινό ημίτομο ενός λιονταριού μπροστά από το μπροστινό ημίτομο ενός αγριόχοιρου [Εικ. 5]. Ο τύπος που απεικονίζει το συνδυασμό του αγριόχοιρου και του λιονταριού κατά τομή προς τα αριστερά, περιλαμβάνει επίσης νέες παραλλαγές, ενώ το κάπως επιτηδευμένο σχέδιο μαρτυρεί τις αξιοσημείωτες ικανότητες του χαράκτη της μήτρας.

Ως οπισθότυπος απεικονίζεται ένα έγκοιλο τετράγωνο άλλοτε αδρό άλλοτε κανονικό, το οποίο περιλαμβάνει έναν φτερωτό δίσκο σε διάφορες παραλλαγές [Εικ. 6]. Ο αριθμός παρόμοιων κυπροσυλλαβικών επιγραφών αυξάνεται από το παράδειγμα 1 στο 23. Η νομισματική μελέτη κατέδειξε ότι αυτός ο μέχρι πρότινος άγνωστος νομισματικός τύπος διαπιστώνεται σε τρία νομίσματα του θησαυρού, τα οποία έχουν χτυπηθεί από την ίδια, φθαρμένη μήτρα εμπροσθότυπου και μόνο δυο μήτρες χρησιμοποιήθηκαν για τους οπισθότυπους των νομισμάτων αυτών, στοιχείο που συνηγορεί στο ότι τα νομίσματα αυτά δεν κυκλοφόρησαν μακριά από τον τόπο όπου εκδόθηκαν14. Επιπλέον πρόκειται οπωσδήποτε για κυπριακές νομισματικές εκδόσεις, καθώς φέρουν σύμβολα σε κυπροσυλλαβική γραφή σε όλες τις εμπρόσθιες όψεις και σε τρεις οπίσθιες [Εικ. 7].    

Η χρονολόγηση των νομισμάτων εξαρτάται από τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα καθώς και από στυλιστικά παράλληλα ως προς την τεχνοτροπία, το υλικό και το βάρος τους. Κοντινά παράλληλα για κάποιους από τους τύπους εντοπίστηκαν στο θησαυρό της Μικράς Ασίας ή της Ανατολίας αλλά και στο θησαυρό της Απαδάνας, των οποίων η χρονολογία απόκρυψης τοποθετείται περί το 500-498 π.Χ.15. Οι συνθήκες υπό τις οποίες αποκρύφθηκε ο θησαυρός των αργυρών νομισμάτων συνδέονται με μια ταραχώδη στιγμή στην ιστορία της Κύπρου, καθώς εμπίπτουν στην περίοδο της Ιωνικής Eπανάστασης κατά των Περσών και φέρουν σημαντικές πληροφορίες για την ερμηνεία των γεγονότων στην περιοχή του Λόφου του Αγίου Γεωργίου και της πιθανής ταύτισής του με το αρχαίο βασίλειο της Λήδρας.

 

Ιστορικά τεκμήρια

Τα αποτελέσματα της ανασκαφής στο Λόφο του Αγίου Γεωργίου σε συνδυασμό με τα ευρήματα που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής, μας οδήγησαν στο να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπάνω στις προσπάθειες ταύτισης της πόλης-βασιλείου των Λεδρών, που συνδέεται παραδοσιακά με τη Λευκωσία, η ακριβής θέση της οποίας ήταν άγνωστη.

Μολονότι ενδέχεται να μην είμαστε ποτέ σε θέση να επιβεβαιώσουμε την απόδοση αυτή πέραν κάθε αμφιβολίας, αρκετοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν ενδεικτικοί και θα μπορούσαν σε εύθετο χρόνο να παράσχουν τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να επιβεβαιωθεί η τεκμηρίωση της ταύτισης αυτής.

Η χρονολόγηση της αρχικής εγκατάστασης και η συνέχεια του οικισμού αποτελούν σημαντικά στοιχεία προκειμένου να καθοριστεί αν αυτή ήταν πράγματι η τοποθεσία των αρχαίων Λεδρών. Μολονότι τα κατάλοιπα που χρονολογούνται στην περίοδο της δημιουργίας των πόλεων-βασιλείων της Κύπρου16 ενδέχεται να καταστράφηκαν από τις ύστερες φάσεις της εγκατάστασης, τα στοιχεία που έχουμε αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μας δεν φαίνεται να είναι προγενέστερα της κυπρο-αρχαϊκής Ι περιόδου. Στα νεκροταφεία των Αγίων Ομολογητών δεν εντοπίστηκαν πρωιμότεροι τάφοι17 και, εκτός και αν συνεχιστούν οι ανασκαφές στη Λευκωσία και κυρίως ανατολικά του λόφου του Αγίου Γεωργίου και φέρουν στο φως νέα ευρήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το νεκροταφείο και πιθανώς και ο οικισμός της Γεωμετρικής περιόδου, βρίσκονταν εντός των τειχών18, ενώ ο εν λόγω οικισμός δημιουργήθηκε αργότερα, πιθανώς κατά την ύστερη κυπρο-αρχαϊκή περίοδο. Ο θησαυρός των αργυρών νομισμάτων, ο οποίος αποτελείται με βεβαιότητα σχεδόν από βασιλικές νομισματικές εκδόσεις που προέρχονται από ένα κοντινό νομισματοκοπείο, και χρονολογούνται περί το 500-498 π.Χ., δηλαδή κατά την περίοδο της Ιωνικής Επανάστασης, όπως και το ενεπίγραφο μελαμβαφές κύπελλο που φέρει το όνομα ενός πρίγκιπα19, αποτελούν τις πιο σημαντικές μαρτυρίες.

Η έκταση του οικισμού20 και το αντίστοιχο νεκροταφείο αποτελούν σημαντικά στοιχεία και πηγές άντλησης πληροφοριών. Ο χώρος της ανασκαφής αποκάλυψε μόνο μέρος του οικισμού ο οποίος, όπως σημειώθηκε και προηγουμένως, εκτεινόταν προς τα βόρεια, ανατολικά και δυτικά του Λόφου του Αγίου Γεωργίου. Ο ελληνιστικός οικισμός κτίστηκε από πάνω, ακολουθώντας συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο περιελάμβανε μια περιοχή προορισμένη για εργαστήρια που εκτείνονταν στην πλαγιά του λόφου και κοντά στον ποταμό. Το σχέδιο περιλάμβανε δρόμους, αποχετευτικούς αγωγούς και κατασκευές ευθυγραμισμένες ανάμεσα στους δρόμους. Ένα πολύ εκτενές νεκροταφείο βρισκόταν στα νότια του οικισμού.

Τα στοιχεία που προκύπτουν και που σχετίζονται με την αναδιοργάνωση του χώρου μετά την κυπρο-αρχαϊκή περίοδο, ενδέχεται να παραπέμπουν σε ιστορικά γεγονότα και στην πολιτική διαμάχη μεταξύ των πόλεων-βασιλείων της περιόδου. Σποραδικά λείψανα τοίχων που ανήκουν σε σημαντικές κατασκευές της αρχαϊκής περιοδου εντοπίστηκαν σε ολόκληρη την περιοχή. Εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία και σημαντικός αριθμός ειδωλίων της περιόδου φανερώνουν την παρουσία ενός σημαντικού ιερού και συσχετιζόμενων με αυτό εργαστηρίων. Επιπρόσθετα υπολείμματα κατοίκησης της περιόδου τοποθετήθηκαν σε λάκκους και περιλάμβαναν υλικό που προερχόταν από τα εργαστήρια, σημαντικό αριθμό λίθινων εργαλείων, λίθινα και πήλινα ειδώλια και υφαντικά βάρη. Η φάση που αντιστοιχεί στον ύστερο 4o αι. π.Χ. οικοδομήθηκε από πάνω χρησιμοποιώντας ελάχιστα τις παλαιότερες κατασκευές αλλά διατηρώντας παράλληλα το χαρακτήρα τους. Η σπανιότητα αναφορών στην πόλη από τις γραπτές πηγές των κλασικών χρόνων21, εκτός κι αν είναι τυχαία, ενδέχεται να φανερώνει ότι η πόλη μειώθηκε σε μέγεθος και ίσως ενσωματώθηκε σε κάποιο σημαντικότερο βασίλειο. Κατά την ύστερη κλασική περίοδο, οι επαφές της με σημαντικότερες από αυτήν πόλεις που βρίσκονταν ανατολικά και δυτικά της (Σαλαμίνα και Σόλοι), όπως αποδεικνύεται από τα νομίσματα των πόλεων αυτών που βρέθηκαν στο χώρο σε συνδυασμό με άλλες στυλιστικές ομοιότητες σε άλλες κατηγορίες ευρημάτων, θα μπορούσαν να είναι ενδεικτικές του ρόλου του οικισμού ως ενδιάμεσου σταθμού  κατά μήκος αυτής της διαδρομής (προς τη Σαλαμίνα και τους Σόλους) και θα μπορούσαν ίσως να εξηγήσουν την ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε στην πόλη από τους Πτολεμαίους στα μέσα του 2ου αι. π.Χ..

Στην πρόσφατη μελέτη του για το οδικό δίκτυο της αρχαίας Κύπρου, ο T. Bekker-Nielsen υποστηρίζει περαιτέρω τη σημασία της θέσης της Λευκωσίας κατά την αρχαιότητα22. Δεδομένης της σιγής των γεωγραφικών πηγών σχετικά με τη Λήδρα, o Bekker-Nielsen υποστηρίζει, όπως έκαναν και άλλοι στο παρελθόν, ότι ο οικισμός ήταν οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένος από άλλη πόλη. Εικάζει επίσης ότι οι Χύτροι (σύγχρονη Κυθρέα)23, η οποία βρίσκεται «14 χιλ. ή σε απόσταση ταξιδιού μισής ημέρας» προς τα βορειο-ανατολικά είναι η πιο πιθανή υποψηφιότητα. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της εγκατάλειψης του οικισμού, φαίνεται πως αναβίωσε κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, ενώ τόσο ο βιομηχανικός όσο και ο θρησκευτικός του ρόλος24 ακολούθησε την παλαιότερη παράδοση. Η τοποθεσία της Λευκωσίας, στην εύφορη πεδιάδα της Μεσαορίας, αποτελεί ένα στρατηγικό σημείο στο κέντρο του νησιού το οποίο συνδέει τα διαφορετικά σημαντικά λιμάνια, γεγονός που συντέλεσε καθοριστικά ώστε να καθιερωθεί ως η πρωτεύουσα της νήσου μερικούς αιώνες αργότερα.

Αναρτήθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1: Όψη ανασκαφών στη γωνία των οδών Χατζοπούλου και Νικοκρέοντος (ανατολική επέκταση του αρχαιολογικού χώρου του λόφου Αγίου Γεωργίου, Λευκωσία).

Εικ. 2: Θησαυρός αργυρών νομισμάτων από την ανασκαφή στη γωνία των οδών Χατζοπούλου και Νικοκρέοντος (ανατολική επέκταση του αρχαιολογικού χώρου του λόφου Αγίου Γεωργίου, Λευκωσία).

Εικ. 3: Αργυρά νομίσματα με δοκιμαστικές κοπές.

Εικ. 4: Κίβδηλο επάργυρο νόμισμα.

Εικ. 5: Νομίσματα με αναπαραστάσεις αγριόχοιρου, λιονταριού και ημίτομο λιονταριού και αγριόχοιρου.

Εικ. 6: Οπισθότυπος νομίσματος με αναπαράσταση φτερωτού δίσκου.

Εικ. 7: Οπισθότυπος νομίσματος με κυπρο-συλλαβική γραφή.

Σημειώσεις τέλους

1 Για προηγούμενες αναφορές στην ιστορία της Λευκωσίας βλ. Κυπριανός 1788· Περιστιάνης 1910· Maratheftis 1977.

2 Pilides 2003· 2004· 2009· Michaelides, Pilides 2012· Pilides 2013.

3 Pilides, Destrooper-Georgiades 2008.

4 Pilides 2003, 186, πίν. 1.1.

5 Pilides 2001, 82.

6 Pilides 2009, 51, εικ. 1.

7 Pilides 2009, 57, εικ. 9· Michaelides, Pilides, 33, εικ. 51.

8 Pilides 2003, πίν. 2.4.

9 Pilides 2004, 169, εικ. 7.

10 Hadjicosti 1993, 179 (T.33 αρ. 12a και 14a-b, T. 34 αρ. 53a-d και 54), 188 (T. 35 αρ. 35 και 36).

11 Pilides, Destrooper-Georgiades 2008.

12 Pilides 2009, εικ. 8· Michaelides, Pilides 2012, 33, εικ. 51.

13 Pilides, Destrooper-Georgiades 2008, 327.

14 Pilides, Destrooper-Georgiades 2008, 318.

15 Robinson 1973, 229-237.

16 Iacovou 2002.

17 Flourentzos 1986· Hadjicosti 1993.

18 Flourentzos 1981.

19 Pilides, Olivier 2008.

20 Masson 1980· Masson, Hermary 1992.

21 Masson 1981· 1983.

22 Bekker-Nielsen 2004, 184-186.

23 Φαίνεται πως ήταν ανεξάρτητη πόλη κατά την πτολεμαϊκή και ρωμαϊκή περίοδο.

24 Pilides 2013, 243-252.

Βιβλιογραφία

Bekker-Nielssen, T. 2004: The Roads of Ancient Cyprus, Κοπεγχάγη.

Flourentzos, P. 1981: «Four Early Iron Age Tombs from Nicosia Old Municipality», RDAC, 115-128.

Flourentzos, P. 1986: «Tomb Groups from the Necropolis in Ay. Omologites, Nicosia», RDAC, 150-163.

Hadjicosti, M. 1993: «The Late Archaic and Classical cemetery of Agioi Omologites, Nicosia in the light of new evidence”, RDAC, 173-193.

Iacovou, M. 2002: «From ten to naught: Formation, consolidation and abolition of Cyprus’ Iron Age polities”, στο Hommages Marguerite Yon (CCEC 32), 73-87.

Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ἱστορία Χρονολογικὴ τῆς Νήσου Κύπρου. Βενετία 1788, Λευκωσία 1902.

Maratheftis, F.S. 1977: Location and Development of the Town of Leucosia (Nicosia), Cyprus, Λευκωσία.

Masson, O. 1980: «XIV. Remarques sur le nom de Lédra (Kypriaka XIII-XIV)», BCH 104, 232-235.

Masson, O. 1981: «Les graffites Chypriotes alphabétiques et syllabiques», στο Cl. Traunecker, Fr. Le Saout, F., Masson O., La Chapelle d’Achôris à Karnak, II (Recherche sur les grandes civilisations, Synthèse 5), Παρίσι, 251-294.

Masson, O. 1983: Les Inscriptions Chypriotes Syllabiques. Recueil critique et commenté (Études Chypriotes I), Παρίσι.

Masson, O., Hermary, A. 1992: «La géographie des royaumes chypriotes chez les modernes», CCEC 17, 23-28.

Michaelides, D., Pilides, D. 2012: “Nicosia from the beginnings to Roman Ledroi», στο D. Michaelides (επιμ.), Historic Nicosia, Λευκωσία, 1-74.

Περιστιάνης, Ι.Κ.  1910: Γενικὴ ἱστορία τῆς Νήσου Κύπρου ἀπὸ τῶν Ἀρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι τῆς Ἀγγλικῆς Κατοχῆς. Λευκωσία; επανεκδόθηκε το 1995, με εισαγωγή από τον T. Παπαδόπουλλο.

Pilides, D. 2001: «A 19th century view of St. George’s Hill in Nicosia: fact or fiction», στο V. Tatton-Brown (επιμ.), Cyprus in the 19th century A.D. Fact, Fancy and Fiction. Papers of the 22nd British Museum Classical Colloquium, December 1998, Οξφόρδη, 80-92.

Pilides, D. 2003 (με παράρτημα από τους A. Berlin και J. Pilacinski): «Excavations at the Hill of Agios Georgios (PA.SY.D.Y.), Nicosia: 2002 Season – Preliminary Report», RDAC, 182-237.

Pilides, D. 2004: «Potters, weavers and sanctuary dedications. Possible evidence from the Hill of Agios Georgios in the quest for territorial boundaries», στο Actes du colloque international «Frontières et territoires au centre de Chypre: la région d´Idalion de l´Antiquité au XIXe siècle» Aix-en-Provence, 3-5 juin 2004 (CCEC 34), Παρίσι, 155-172.

Pilides, D. 2007: «The Hill of Agios Georgios, Nicosia: From Ledroi to Levkoton?», στο P. Flourentzos (επιμ.), From Evagoras I to the Ptolemies. The transition from the Classical to the Hellenistic period in Cyprus. Nicosia 29-30 November 2002, Λευκωσία, 131-144.

Pilides, D. 2009: «Evidence for the Hellenistic period in Nicosia. The settlement at the Hill of Agios Georgios and the cemetery at Agii Omologites», στο A.-M. Guimier-Sorbets, D. Michaelides (επιμ.), Actes du Colloque: Chypre à l’époque hellénistique et impériale. Recherches récents et nouvelles découvertes, Paris 25-26 septembre 2009, (CCEC 39), Παρίσι, 49-67.

Pilides, D. 2013: «Excavations at the Hill of Ayios Yeoryios (Nicosia) Area VIII: The churches», στο Acts of the ConferenceThe Archaeology of Late Antique and Byzantine Cyprus, 4th-12th centuries AD», Nicosie, Octobre 2013 (CCEC 43), Λευκωσία, 243-252.

Pilides, D., Fasnacht, W., Peege, C. κ. ά. 2007: «A Mettallurgical installation on the Hill of Agios Georgios (PA.SY.D.Y.), Lefkosia», RDAC, 257-292.

Pilides, D., Destrooper-Georgiades, Α. 2008: «A Hoard of Silver Coins from the Plot on the Corner of Nikokreontos and Hadjopoullou Streets (East Extension of the Settlement of the Hill of Agios Georgios, Lefkosia», RDAC, 307-335.

Pilides, D., Olivier, J.-P. 2008: «A Black-Glazed Cup from the Hill of Agios Georgios, Lefkosia, belonging to a 'Wanax'», RDAC, 337-352.

Robinson, E.S.G. 1973, «A hoard of Greek coins from Southern Anatolia?», RN 6η σειρά 15, 229-237.