Εισαγωγή: προσδιορίζοντας τη Νεο-ασσυριακή περίοδο

Η Νεο-ασσυριακή περίοδος στην Κύπρο αντιστοιχεί περίπου στο διάστημα μεταξύ του τελευταίου τέταρτου του 8ου και του γ΄ τέταρτου του 7ου αι. π.Χ., δηλαδή με την εποχή της μέγιστης εξάπλωσης της Νεο-ασσυριακής αυτοκρατορίας που ακολούθησε την κρίσιμη βασιλεία του Tiglath-pileser III (745-727 π.Χ.).

Ο όρος «Νεο-ασσυριακή περίοδος», ακόμα κι αν είναι πιο ουδέτερος από άλλους όρους που εμφανίζονται στις επιστημονικές δημοσιεύσεις («Νεο-ασσυριακή κυριαρχία», «Νεο-ασσυριακός έλεγχος»), είναι, ωστόσο, παραπλανητικός: απέχοντας πολύ από το να είναι μια ομοιογενής φάση με συνεπείς και συμπαγείς ενδείξεις επαφών μεταξύ της Κύπρου και της αυτοκρατορίας (αν όχι πολιτικής επιβολής όπως ισχυρίζονται οι ασσυριακές πηγές), η εν λόγω περίοδος είναι ελάχιστα χαρακτηριστική για τον υλικό πολιτισμό του νησιού. Τα χρονολογικά της όρια, όπως ορίστηκαν παραπάνω, εξαρτώνται από την ερμηνεία των σχεδόν αποκλειστικά νεο-ασσυριακών γραπτών πηγών. Η αποτίμηση της ιστορικής τους αξίας παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των ερευνητών: ορισμένοι εξ αυτών αποδίδουν ακόμα και αυτή τη γένεση των κυπριακών βασιλείων στη νεο-ασσυριακή πίεση που ασκήθηκε στις ακτές της Συροπαλαιστίνης και στο νησί1. Άλλοι επανεξετάζουν την ιστορική αλήθεια των ασσυριακών ισχυρισμών επισημαίνοντας (ορθώς) την απουσία ισχυρών ενδείξεων πολιτικού ελέγχου στον υλικό πολιτισμό της Κύπρου2.

Ο καταλληλότερος τρόπος προσέγγισης αυτής της αμφιλεγόμενης ιστορικής περιόδου είναι, επομένως, η εστίαση όχι αποκλειστικά στις πολιτικές και/ή πολιτιστικές απευθείας σχέσεις μεταξύ της Κύπρου και της Ασσυρίας (ή στην απουσία τους), αλλά η εξέταση του ευρύτερου πλαισίου της ανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα των σχέσεων της αυτοκρατορίας με τη Συροπαλαιστίνη και την Κύπρο καθώς, όπως θα δούμε, οι σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Ασσυρίας διυλίζονταν συνήθως από τους Φοίνικες, κυρίως μέσω του Κιτίου3.

Οι πηγές που θα εξεταστούν είναι κυρίως ανατολικής προέλευσης, νεο-ασσυριακές επιγραφές ξεκινώντας από τη στήλη του Σαργώνος Β΄ (το μοναδικό ασσυριακό εύρημα στο νησί μέχρι σήμερα)4. Οι ενδείξεις μπορούν, ωστόσο, να συμπληρωθούν εάν συνεκτιμηθούν ορισμένα ακόμη κείμενα (χωρία από τη Βίβλο, ένα απόσπασμα από το Μένανδρο από την Έφεσο). Σύγχρονες επιγραφικές πηγές από την Κύπρο απουσιάζουν σχεδόν εντελώς, με εξαίρεση ορισμένες βασιλικές επιγραφές κυρίως από την Πάφο και μια πολυσυζητημένη φοινικική επιγραφή άγνωστης προέλευσης. Καθώς, όπως είδαμε, δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις ασσυριακής παρουσίας στην Κύπρο, το αρχαιολογικό πλαίσιο του νησιού θα εξεταστεί ως η βασική, εσωτερική πηγή πληροφοριών γι’ αυτήν την περίοδο.

 

Αλασία, Iadnana και Kittîm: πολλαπλές (ανατολικές) όψεις της Κύπρου

Όπως είναι ευρέως αποδεκτό σήμερα5, η Κύπρος της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. ήταν γνωστή στην Εγγύς Ανατολή με το όνομα Αλασία6. Μετά τον πολιτιστικό και πολιτικό κατακερματισμό που σηματοδότησε τη μετάβαση στην ανατολική Μεσόγειο από την Εποχή του Χαλκού σε εκείνη του Σιδήρου, το όνομα Αλασία εξέλιπε από τις πηγές της Εγγύς Ανατολής για να αντικατασταθεί στις νεο-ασσυριακές πηγές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. από το τοπωνύμιο Iadnana, και στην νότια Συροπαλαιστίνη από το εθνώνυμο Kittîm (ktym)7. Οι αιγυπτιακές πηγές φαίνεται να διατηρούν ένα τοπωνύμιο σχετικό με την Αλασία, Ỉrs / Ỉsy  (που τεκμηριώνεται όμως μόνο μια φορά κατά την πρώτη χιλιετία πριν από την ελληνιστική περίοδο)8, ενώ η σχέση με το τοπωνύμιο Αλασία έχει συχνά προταθεί και για τον εβραϊκό όρο Elishah (lysh)9, καθώς και για την επίκληση lhyts / Ἀλασιώτας (που σχετίζεται με το θεό Ršp / Ἀπόλλωνα) σε μια δίγλωσση επιγραφή από την Ταμασσό (ICS2 216, 4ος αι. π.Χ.)10

Η ύπαρξη πολλών ονομάτων για τον προσδιορισμό της ίδιας γεωγραφικής ενότητας αποτελεί σαφή ένδειξη των πολλαπλών τρόπων με τους οποίους οι πολιτισμοί της Ανατολής (Αίγυπτος, Ασσυρία, νότιες ακτές της Συροπαλαιστίνης, Φοινίκη…) εδραίωσαν τις σχέσεις τους με την Κύπρο. Οι επιβιώσεις και οι αλλαγές, καθώς επίσης η ετυμολογία και η ανάλυση της χρήσης των διαφόρων τοπωνυμίων και εθνώνυμων, οδηγούν σε ενδιαφέρουσες προτάσεις σχετικά με το πώς και πότε εδραιώθηκαν οι επαφές αυτές.

Η αιγυπτιακή γραπτή τεκμηρίωση, καίτοι περιορισμένη και δύσκολη στην ερμηνεία της, φαίνεται να δηλώνει πως οι επαφές μεταξύ των δύο περιοχών δε διακόπηκαν ποτέ, καθώς κείμενα που χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο εξακολουθούν να κάνουν χρήση του ονόματος Ỉsy, που μαρτυρείται για πρώτη φορά την εποχή του Τούθμωσι Γ΄ (μέσα 15ου αι. π.Χ.)11. Η μοναδική επιγραφική τεκμηρίωση της Εποχής του Σιδήρου όμως (σε μια στήλη της Taharqa, 7ος αι. π.Χ.) δεν επιτρέπει ακριβέστερες παρατηρήσεις12. Σημαντικότερο όλων, το όνομα Αλασία φαίνεται να επιβιώνει στην ίδια την Κύπρο, ειδικά στο φοινικικό γλωσσικό περιβάλλον, υποδηλώνοντας συνεπώς μια νέα εθελούσια προσέγγιση του απώτερου παρελθόντος του νησιού κατά τον 4ο αι. π.Χ., όταν πλέον το όνομα Κύπρος ήταν ευρύτατα γνωστό και χρησιμοποιούνταν τόσο στην ίδια την Κύπρο όσο και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι δε διαθέτουμε ακόμα καμία τεκμηρίωση/μεταγραφή του τοπωνυμίου Κύπρος στα φοινικικά: ακριβέστερα, δε γνωρίζουμε ακόμα πώς οι Φοίνικες αποκαλούσαν το νησί.

Το καλύτερα τεκμηριωμένο βορειοδυτικό σημιτικό όνομα για την Κύπρο είναι ktym, Kittîm, και τεκμηριώνεται τόσο στη Βίβλο όσο και σε εβραϊκά όστρακα από το οχυρό του Arad του τέλους του 7ου αι. π.Χ.13. Ο όρος Ktym είναι, μορφολογικά, ο πληθυντικός αριθμός του εθνώνυμου που συνδέεται με το τοπωνύμιο Kt(y), δηλαδή Κίτιο. Η μελέτη του βαθμού τεκμηρίωσης αυτού του ονόματος στη Βίβλο14 καθιστά σαφή μια αλλαγή στο νόημά του, από μια περιορισμένη, πιο συγκεκριμένη έννοια (που πιθανώς αφορούσε αποκλειστικά το Κίτιο ή, ενδεχομένως, ολόκληρο το νησί της Κύπρου) στα αρχαιότερα κείμενα (Ησαΐας, Γένεσις, Ιεζεκιήλ και όστρακα από το Arad), προς μια ευρύτερη, γενικότερη αναφορά στους «Δυτικούς» που αντιστοιχεί ορισμένες φορές στους Μακεδόνες (Μακκαβαίους) και άλλοτε στους Ρωμαίους (Δανιήλ)15. Η χρήση του συγκεκριμένου εθνώνυμου «Κιτιείς» για τη δήλωση ενός πολύ ευρύτερου συνόλου ανθρώπων (τους Κύπριους, αργότερα τους Δυτικούς) υποδηλώνει τη σημασία του Κιτίου ως ενός προνομιούχου περάσματος από τη νότια Συροπαλαιστίνη προς τη Δύση. Δεν προκαλεί πάντως έκπληξη το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Συροπαλαιστίνης διέρχονταν από το πιο δυναμικό φοινικικό λιμάνι του νησιού. Μια στέρεη βάση μεταξύ Ανατολής (Συροπαλαιστίνης) και Δύσης (της ίδιας της Κύπρου, της Ελλάδας και ακόμα δυτικότερα), το Kittîm ταξινομείται, στη συμβολική γενεαλογία του Καταλόγου των Εθνών (Γένεσις 10), μεταξύ των υιών του Yawan (επώνυμος ήρωας των Ιώνων). Οι αδελφοί και αδελφές του είναι όλοι Δυτικοί, αβέβαιης ταύτισης: η Elishah (ίσως από την Κύπρο;), οι Ρόδιοι (ή οι κάτοικοι της Κιλικίας Danunîm, ανάλογα με την ανάγνωση που επιλέγεται), και Tarshish (ένα τοπωνύμιο του οποίου ο ακριβής εντοπισμός έχει συζητηθεί πολύ και το οποίο συνδέεται με τη φοινικική εξάπλωση στη Δύση)16

Το ακκαδικό όνομα της Κύπρου, Iadnana, δεν έχει σχέση ούτε με την Αλασία ούτε με το Κίτιο, δείχνοντας επομένως ότι η γνώση του νησιού έφτασε στους Ασσύριους από οδούς διαφορετικές εκείνων που μόλις εξετάσαμε (Αίγυπτος και Συροπαλαιστίνη). Η ετυμολογία δεν είναι ξεκάθαρη: το όνομα έχει πιθανότατα φοινικική προέλευση και μπορεί να διαιρεθεί στους όρους y, νησί, και dnnym, Danunîm, που αναφέρεται στους κατοίκους του νεο-χεττιτικού κράτους που ήταν γνωστό στους Ασσύριους με το όνομα Quwe, το οποίο εντοπίζεται γύρω από την πόλη των Αδάνων και την πεδιάδα της Κιλικίας, και τεκμηριώνεται από ορισμένες δίγλωσσες και τρίγλωσσες επιγραφές από την Κιλικία17. Ακόμα και αν οι Danunîm συσχετισθούν με την Ahhiyawa και με τους Δαναούς του Ομήρου, η Κιλικία του 8ου αι. π.Χ. δεν μπορεί να θεωρηθεί ελληνική περιοχή18. Ο όρος Iadnana σημαίνει μάλλον «νησί των Danunîm» παρά «νησί των Δαναών»19. Καθώς οι Ασσύριοι δραστηριοποιούνταν  στην Κιλικία ήδη από τον 9ο αι. π.Χ. (κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Salmanazar III)20, και επανειλημμένες ενέργειες εναντίον των Iamanaya (δηλαδή των Ιώνων) πειρατών αναφέρονται στον κόλπο της Κιλικίας κατά το β΄ μισό του 8ου αι. π.Χ.21, δεν προκαλεί έκπληξη ότι η Κύπρος πρωτοεμφανίζεται στα μάτια των Ασσυρίων, τουλάχιστον σε γεωγραφικούς όρους, ως υπεράκτια εξάρτηση της Κιλικίας.

 

Η φύση του ασσυριακού ελέγχου στην Κύπρο

Η πρώτη ένδειξη για την επιβολή κάποιου είδους ασσυριακού ελέγχου στην Κύπρο είναι η Στήλη του Σαργώνος Β΄ [Εικ. 1]22. Ανακαλύφθηκε στη Λάρνακα το 1845, κοντά στην εκκλησία της Φανερωμένης (όπως φαίνεται από μια πρόσφατη μελέτη)23 αλλά δε γνωρίζουμε σε ποιο ακριβώς σημείο της αρχαίας πόλης του Κιτίου είχε στηθεί24. Ασσυριακής τεχνοτροπίας, η στήλη απεικονίζει το βασιλιά να στέκεται μπροστά από θεϊκά σύμβολα και φέρει επιγραφή σε σφηνοειδή γραφή που ξεκινά από το μπροστινό της μέρος και συνεχίζει στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά. Η επιγραφή αναφέρει τα κατορθώματα του Ασσύριου βασιλιά Σαργώνος Β΄ (722-705 π.Χ.), μεταξύ των οποίων η κατάκτηση της Κύπρου το 707 π.Χ.. Μολονότι η επιγραφή δε σώζεται ολόκληρη (το πίσω μέρος της στήλης έχει κοπεί για να διευκολύνει τη μεταφορά της στο Βερολίνο όπου και εκτίθεται), μπορούμε εύκολα να αποκαταστήσουμε σχεδόν ολόκληρο το κείμενο χάρη σε πολλά παράλληλα κείμενα από τα ανάγλυφα στο ανάκτορο του Σαργώνος στο Khorsabad. Η υπαγωγή της Κύπρου στην αυτοκρατορία των Ασσυρίων περιγράφεται ως εθελούσια πράξη (αριστερή πλευρά, στίχοι 28-42):

 

[Και επτά βασιλείς] της γης της Ια’, μιας επαρχίας της Iadnana, των οποίων οι μακρινοί τόποι διαμονής βρίσκονται σε απόσταση ταξιδιού επτά ημερών στη θάλασσα του δύοντος ηλίου, και που το όνομα της χώρας τους, από τις πολύ παλαιές ημέρες της εποχής του θεού της σελήνης, ούτε ένας από τους βασιλείς, τους πατέρες μου, που έζησαν πριν από τις μέρες μου, είχε ακούσει, (αυτοί οι βασιλείς) άκουσαν μακριά στο μέσο της θάλασσας για τα κατορθώματα που πραγματοποιούσα στη Χαλδαία και τη χώρα των Χετταίων, οι καρδιές τους σχίστηκαν, φόβος έπεσε επάνω τους, χρυσάφι, ασήμι, έπιπλα από σφεντάμι και πυξάρι, τεχνουργήματα της χώρας τους έφεραν μπροστά μου στη Βαβυλώνα και φίλησαν τα πόδια μου (απόδοση στα ελληνικά: Π. Στυλιανού, «Τα αρχαία βασίλεια»

Θ. Παπαδόπουλλος (επιμ.), Αρχαία Κύπρος, Μέρος Β΄, Λευκωσία 2000, 474.

 

Μολονότι ένα πολύ δύσκολο, αποσπασματικά σωζόμενο χωρίο των Χρονικών του Σαργώνος συνδέει την κατάκτηση της Κύπρου με στρατιωτικές επιχειρήσεις25, τις οποίες όμως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως26, οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της οικειοθελούς προσχώρησης της Κύπρου στην ασσυριακή αυτοκρατορία, η οποία επισφραγίστηκε με προσφορά δώρων προς το μεγάλο βασιλιά.

Αυτό που οι ασσυριακές επιγραφές παρουσιάζουν συμβατικά ως φόρο υποτέλειας, αποτελεί στην πραγματικότητα την υπαγωγή της Κύπρου σε ένα σύστημα «(επιβεβλημένης) κυκλοφορίας δυνάμεων» που εξασφάλιζε τη συνεχή ροή αγαθών από την περιφέρεια προς τον πυρήνα της αυτοκρατορίας27. Η εθελοντική προσφορά στο Σαργώνα ορισμένων από τα προϊόντα του νησιού εκ μέρους των Κυπρίων βασιλέων, καθώς και ο τρόπος που η πράξη αυτή αναφέρεται στις επίσημες ασσυριακές πηγές, παρουσιάζει αναλογίες με ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα 2500 χρόνια αργότερα. Στο τέλος του 18ου αιώνα, ο υποκόμης George Macartney, πρέσβης του βασιλιά Γεωργίου Γ΄, προσέφερε στον Κινέζο αυτοκράτορα Ch’ien-lung ορισμένα βρετανικά προϊόντα ως διπλωματικά δώρα, με στόχο την ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων μεταξύ της βρετανικής και της κινεζικής αυτοκρατορίας. Ό, τι περιγράφεται ως «διπλωματικό δώρο» στις βρετανικές πηγές εμφανίζεται στα σύγχρονα κινέζικα έγγραφα ως «φόρος υποτέλειας» από μια μακρινή, ξένη χώρα, σε ένδειξη σεβασμού προς τον Ουράνιο Αυτοκράτορα28.

Έχοντας κατά νου αυτό το παράλληλο και λαμβάνοντας υπόψη ότι στις σχέσεις Ασσυρίας-Κύπρου διαθέτουμε μόνο την ασσυριακή (αντίστοιχη της κινεζικής) πλευρά των γεγονότων, δεν πρέπει να υποτιμούμε από την άλλη πλευρά την πολιτική σημασία που είχε η παρουσία ενός τέτοιου ασσυριακού μνημείου στην Κύπρο (όποια κι αν ήταν η ακριβής θέση του). Ακόμη και αν η σημασία της ενσωμάτωσης της Κύπρου στη νεο-ασσυριακή αυτοκρατορία ήταν κατά βάση οικονομική, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την πολιτική της καθιέρωση μέσω της στήλης του Σαργώνος. Αυτή η πολιτική επισημοποίηση συνιστά και την ειδοποιό διαφορά με το νεότερο ιστορικό παράλληλο που αναφέρθηκε προηγουμένως. Με το να ενταχθούν στο νεο-ασσυριακό οικονομικό και εμπορικό δίκτυο, οι Κύπριοι βασιλείς δέχθηκαν να υπάγονται επισήμως στον Ασσύριο βασιλιά. Κατά πόσο αυτό συνεπαγόταν την πληρωμή φόρου υποτέλειας (συστηματικά ή περιστασιακά) είναι κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Γνωρίζουμε όμως ότι προϊόντα από την Κύπρο και τη Συροπαλαιστίνη έφθαναν στη Νινευή για την κατασκευή του νέου ανακτόρου του Εσαρχαδδώνος (680-669 π.Χ.)29, επί τη ευκαιρία του οποίου συγκροτείται ένας ακριβής κατάλογος υποτελών βασιλέων (673-672 π.Χ: Εικ. 2)30. Ο Ασσουρπανιπάλ (668-626 π.Χ.) ισχυρίστηκε πως είχε τη σύμπραξη κυπριακών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Αιγύπτου (664 π.Χ.), και έδωσε έναν κατάλογο με τους ίδιους ακριβώς βασιλείς και τα ίδια βασίλεια που είχαν στηρίξει τις οικοδομικές δραστηριότητες του πατέρα του Εσαρχαδδώνος στη Νινευή, εννέα χρόνια νωρίτερα31. Ο Sennacherib (705-681 π.Χ.) είχε πιθανώς στη διάθεσή του Κύπριους και Φοίνικες (Τύριους και Σιδώνιους) ναυτικούς32, ενώ διαθέτουμε τουλάχιστον μία πηγή, από τα χρόνια της βασιλείας του Εσαρχαδδώνος, η οποία αναφέρει (σε ένα αποσπασματικά σωζόμενο κείμενο) έναν άνδρα από την Κύπρο που όμως έφερε ασσυριακό όνομα (τον Zeru-iddina από την Iadnana: Εικ. 3)33.

Όσο ελλιπείς και αν είναι οι διαθέσιμες μαρτυρίες, ένας μικρός αριθμός ενδείξεων υποδεικνύει πως, όταν εστιάζουμε σε πιθανές πραγματικές επαφές μεταξύ των Ασσυρίων και της Κύπρου, θα πρέπει να αποδίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο Κίτιο. Το Κίτιο αποτελεί τη μοναδική θέση της Κύπρου με σαφείς ασσυριακές ενδείξεις (τη στήλη του Σαργώνος). Είτε ταυτίζεται με τη μυστηριώδη κυπριακή Qarthadasht είτε όχι34, το Κίτιο του τελευταίου τετάρτου του 8ου αι. π.Χ. βρισκόταν υπό την επίδραση της Τύρου (Μένανδρος Εφέσιος από Flavius Joseph, Jewish Antiquities 9.284). Όταν ο Sennacherib επιτέθηκε στην Τύρο το 701 π.Χ., ο βασιλιάς της Τύρου Lulî, κατέφυγε στην Κύπρο35 – πιθανότατα στο Κίτιο, όπως φαίνεται να υποδηλώνει ο Ησαΐας (Ησαΐας 23). Οι πηγές είναι απελπιστικά επιφυλακτικές και η ερμηνεία τους κρίσιμη, όμως η υπόθεση ότι οι Ασσύριοι βασίζονταν στο στόλο της Τύρου για την επικοινωνία τους με το νησί εμφανίζεται εντελώς υποθετική. Δεδομένης της σημασίας του φοινικικού στοιχείου για την άσκηση της ασσυριακής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο, φαίνεται λογικό το Κίτιο να αποτελούσε την κύρια πύλη εισόδου στο νησί – από αυτήν την άποψη οι Ασσύριοι ακολούθησαν την ίδια οδό, γνωστή ήδη για τη νότια Συροπαλαιστίνη (βλ. παραπάνω).

 

Νεο-ασσυριακή πίεση και εσωτερικές πολιτικές δυναμικές

Όταν από την εξωτερική, αυτοκρατορική θεώρηση του νησιού ως χώρας σε καθεστώς φόρου υποτέλειας, εστιάσουμε σε μια εσωτερική, τοπική αντίληψη των γεγονότων, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την παντελή απουσία γραπτών πηγών. Τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορούν, ωστόσο, να προσφέρουν σχετικές πληροφορίες για τη δημιουργία ενός πλαισίου για τα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Όπως έχουν καταδείξει πρόσφατες έρευνες, ο πολιτειακός σχηματισμός της Κύπρου την Εποχή του Σιδήρου δεν είναι συνέπεια της ασσυριακής πίεσης ή της φοινικικής εξάπλωσης στη Δύση36, αλλά προηγήθηκε χρονικά κατά πολύ των γεγονότων που εξετάζονται εδώ37. Ο ασσυριακός αντίκτυπος είχε, ωστόσο, πραγματική επίδραση στην πολιτική διαμόρφωση του νησιού. Κινητοποιώντας ένα εμπορικό δίκτυο που επικεντρωνόταν στην εκμετάλλευση μετάλλων και πρώτων υλών, προώθησε μια διαδικασία εδαφικής παγίωσης που είναι ορατή αρχαιολογικά μέσω του πολλαπλασιασμού των περι-αστικών ιερών38 και της ανάπτυξης ενός υλικού πολιτισμού βασισμένου σε μια ελίτ πολεμιστών39. Η διαπραγμάτευση των συνόρων, απαραίτητη για τον έλεγχο των μεταλλείων στο εσωτερικό του νησιού, οδήγησε πιθανότατα στην προσάρτηση των εσωτερικών βασιλείων – Λήδρα, Χύτροι, Ταμασσός, Ιδάλιο – από τα παράκτια βασίλεια – Σαλαμίνα, Κίτιο40. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια αργή εξέλιξη που κορυφώθηκε με την κατάκτηση του Ιδαλίου από το Κίτιο στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. και που μπορεί να θεωρηθεί συνέπεια του επαναπροσανατολισμού της κυπριακής οικονομίας προς τις μεγάλες αγορές της Ανατολής, η οποία ξεκίνησε κατά την Ασσυριακή περίοδο. Αυτή η διαδικασία έχει οριστεί ως ο «ορίζοντας παγίωσης» των κυπριακών βασιλείων41. Οι προαναφερθείσες βασιλικές επιγραφές από την Πάφο, που αποτελούν την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη μιας βασιλικής εξουσίας στο νησί, χρονολογούνται σε αυτήν την περίοδο42.

Η θέση του Κιτίου εντός αυτού του ορίζοντα έχει συζητηθεί εκτενώς. Το αφήγημα για τον αποικισμό του Κιτίου από τους Φοίνικες, που υιοθετείται ακόμη ευρέως, θα πρέπει ασφαλώς να αναθεωρηθεί υπέρ μιας πιο σύνθετης θεώρησης της προ-κλασικής ιστορίας του43. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι κάθε φοινικική (ειδικά της Τύρου) παρουσία και, εν τέλει, πολιτική επιρροή στην πόλη θα πρέπει συστηματικά να απορρίπτεται, καθώς τουλάχιστον μία πηγή (το προαναφερθέν χωρίο του Μενάνδρου από την Έφεσο) τη δηλώνει απερίφραστα. Ο υλικός πολιτισμός του Κιτίου της Πρώιμης Eποχής του Σιδήρου και της αρχαϊκής περιόδου φανερώνει έναν προοδευτικό «εκφοινικισμό», ενώ το ισχυρό κυπριακό φοινικικό βασίλειο του Κιτίου της κλασικής περιόδου δεν μπορεί να είναι αυτοσχέδιο υποπροϊόν των Περσικών Πολέμων44. Από την άλλη μεριά, η υφολογική και πολιτισμική αυθεντικότητα του Κιτίου της αρχαϊκής περιόδου, που φαίνεται να αποτελεί σημείο μιας πολιτικής ταυτότητας, δεν μπορεί να συσχετισθεί με μια διαδικασία εδαφικής εξάπλωσης και εδραίωσης, όπως στην περίπτωση άλλων κυπριακών βασιλείων που ανέπτυξαν ανάλογα χαρακτηριστικά45. Πολλές ιστορικές αποκαταστάσεις μπορούν να προταθούν προκειμένου να ερμηνευθεί η ιδιαιτερότητα του Κιτίου46. Ανάμεσά τους, μια πιθανότητα είναι να επανεξετάσουμε την (παλιά) ταύτιση του Κιτίου με την κυπριακή Qarthadasht (που μαρτυρείται μόνο σε μια φοινικική αναθηματική επιγραφή άγνωστης προέλευσης χρονολογημένη στα 740-730 π.Χ. η οποία αναφέρεται στην εξάρτηση του Κιτίου από την Τύρο [Εικ. 4] καθώς και στους μεταγενέστερους καταλόγους του Εσαρχαδδώνος και του Ασουρμπανιπάλ, όπου το Κίτιο αναφέρεται ως ανεξάρτητο κυπριακό βασίλειο)47, και να συνδέσουμε το μετασχηματισμό του από εμπορικό σταθμό υπό τον έλεγχο της Τύρου σε φοινικικό κυπριακό βασίλειο, με την ασσυριακή παρουσία και δράση στην ανατολική Μεσόγειο48. Αυτό είναι ένα πολύ πιο σύνθετο και επισφαλές ζήτημα που όμως δείχνει τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτισε το Κίτιο στο τρίγωνο Ασσυρίας, Φοινίκης και Κύπρου.

Αναρτήθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2015 Γλώσσα υποβολής: Αγγλικά
Μετάφραση: Μπουρογιάννης, Γιώργος
Επιμέλεια: Μπουρογιάννης, Γιώργος, Ψηλακάκου, Βάσια
Τελική επιμέλεια: Μάρκου, Ευαγγελινή

Κατάλογος εικόνων

Εικ. 1: Η στήλη του Σαργώνος Β΄ από τη Λάρνακα, λεπτομέρεια από το τμήμα της επιγραφής που αναφέρεται στην Κύπρο (αριστερή πλευρά, στίχοι 26-56). Berlin, Vorderasiatisches Museum, VA968 (© συγγραφέας).

Εικ. 2: Το πρίσμα του Εσαρχαδδώνος από τη Νινευή. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 121.005 (© Βρετανικό Μουσείο).

Εικ. 3: Πινακίδα από το μαντείο του Shamash. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, Συλλογή Kouyunjik 4269 (© Βρετανικό Μουσείο / CDLI).

Εικ. 4: Φοινικική αναθηματική επιγραφή στον Baal του Λιβάνου, από την Κύπρο. Παρίσι, Bibliothèque nationale de France, Cabinet des Médailles, BB 2291 (από το CIS I, 5, πίν. IV).

Σημειώσεις τέλους

1 Rupp 1987· πρβλ. Petit 1991-1992.

2 Reyes 1994, 49-68.

3 Reyes 1994, 61-68· Cannavò 2007.

4 Με εξαίρεση ένα σφραγιδόλιθο άγνωστης προέλευσης στη Συλλογή Πιερίδη: Reyes 1994, 61. Ο Α. Hermary μου υπέδειξε μια στήλη kudurru του Marduk-apla-iddina II στο Βερολίνο (VA 2663, 715 π.Χ.), που υποτίθεται ότι βρέθηκε στην Κύπρο (André-Salvini 2008, 136, αρ. 93, με βιβλιογραφία), αλλά δε βρήκα επαρκή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτήν την πληροφορία.

5 Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως Merrillees 1987 και Merrillees (υπό έκδοση).

6 Vincentelli 1976· Goren κ. ά. 2003.

7 Cannavò 2010.

8 Leclant 1980· Kitchen 2009.

9 Βλ. π.χ. Heltzer 1988, 167· Cannavò 2010, 182-183.

10 Η επιβίωση του τοπωνυμίου Αλασία στην Κύπρο φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ένα αδημοσίευτο ακόμη φοινικικό όστρακο από τα αρχεία του ανακτόρου του Ιδαλίου, που χρονολογείται στο πρώτο έτος του Αντιγόνου και Δημητρίου, στο έτος 1 της Αλασίας (δηλαδή στην αρχή της ελληνιστικής περιόδου): το όστρακο παρουσιάστηκε από την M.G. Amadasi (υπεύθυνη δημοσίευσης των φοινικικών αρχείων του Ιδαλίου) σε διάλεξη που παρουσίασε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα, στις 2 Ιουνίου 2014.

11 Leclant 1980.

12 Kitchen 2009, 5.

13 Heltzer 1988· Segert 2000.

14 Δέκα γραπτές αναφορές: Γένεσις 10.4· Ἀριθμοί 24.24· Χρονικά Α΄ 1.7· Α΄ Μακκαβαίων 1.1 και 8.5· Ἡσαΐας 23.1 και 23.12· Ἱερεμίας 2.10· Ἰεζεκιήλ 27.6· Δανιήλ 11.30. Σε αυτές μπορούν να προστεθούν αρκετές αναφορές στους παπύρους του Qumran: Yon 2004, 44-45, αρ. 30.

15 Cannavò 2010, 180-188.

16 Lipiński 1990· Vermeylen 1992· Liverani 2003, 264-266· Cannavò 2010, 182-183.

17 Muhly 2009.

18 Desideri, Jasink 1990, 111-163, το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί από Tekoǧlu, Lemaire 2000, Kaufman 2007 και Lanfranchi 2009.

19 Muhly 2009, 28.

20 Desideri, Jasink 1990, 114-120.

21 Desideri, Jasink 1990, 151-153· Muhly 2009, 25-26. Τα κείμενα έχουν συγκεντρωθεί στο Luraghi 2006, 30-33.

22 Yon 2004, 345-354, αρ. 4001.

23 Merrillees (υπό έκδοση).

24 Η υπόθεση (η πιο πιθανή μέχρι τώρα) ότι η στήλη στήθηκε στο ιερό της Παμπούλας (Yon, Malbran-Labat 1995) πρέπει τώρα να επανεκτιμηθεί σύμφωνα με τις νέες ενδείξεις σχετικά με τις συνθήκες εύρεσης (Merrillees, υπό έκδοση).

25 Fuchs 1993, 175-177 και 337.

26 Βλ. την υποθετική ανάγνωση του Na’aman 1998, την οποία δε βρίσκω πειστική (Cannavò, υπό έκδοση), contra Smith 2008 και Radner 2010.

27 Cannavò 2007, παραπέμποντας στον Zaccagnini 1984.

28 Sahlins 1988.

29 Leichty 2011, 23-24 (αρ. 1, V.54-VI.1). Ειδικά για αυτά τα προϊόντα από την Κύπρο και τη Συροπαλαιστίνη: Cannavò 2007, 182-184. Για τη φιλολογική αποκατάσταση του χωρίου και την ιστορική του σημασία: Porter 2010.

30 Η ερμηνεία των ονομάτων των Κύπριων βασιλέων και των βασιλείων στον κατάλογο του Εσαρχαδδώνος δεν προχώρησε μετά την πολύ ισορροπημένη ερμηνεία του Masson 1992. Σχετικά με τις προτεινόμενες ταυτίσεις για τα τοπωνύμια: Bagg 2007.

31 Borger 1996, 18-20 (C§14) και 212.

32 Frahm 1997, 116-118 (T29, στ. 60). Όμως οι Κύπριος ναύτες (kur Ia-ad-na-na-ai) θα μπορούσαν να είναι στην πραγματικότητα Ίωνες (kur Ia-am-na-a-a): Frahm 1997, 117.

33 Μαντείο του θεού του Ήλιου Shamash: Starr 1990, 108-109, αρ. 92, μπροστινή πλευρά στ. 7 (mnumun-⌈mu ta * šà-bi kur ia-da-na-ni⌉).

34 Cannavò (υπό έκδοση).

35 Frahm 1997, 47-61 (T4, στ. 32), 102-105 (T16, στ. II. 39-40), 113-116 (T25-27, στ. 17-19), 116-118 (T29, στ. 18-19).

36 Rupp 1987· Petit 1991-1992.

37 Iacovou 2013 και προγενέστερες μελέτες.

38 Fourrier 2007· 2013.

39 Iacovou 2013, 29.

40 Iacovou 2013, 30-31.

41 Iacovou 2002.

42 ICS2 180a (φιάλη του βασιλέα της Πάφου, Ακήστορος), ICS2 176 (περιβραχιόνια του βασιλέα της Πάφου Ετέανδρου), ICS2 179 (φιάλη της «Κυπρομέδουσας») και ICS2 178 (φιάλη της πριγκίπισσας Διειθέμιδος), τα τελευταία δύο πιθανώς από το Κούριο.

43 Iacovou 2014.

44 Fourrier 2013, 113-117.

45 Fourrier 2007· 2013.

46 Hermary 1996· Iacovou 2014.

47 Πηγές: φοινικική αναθηματική επιγραφή από την Κύπρο (CIS I, 5: Yon 2004, 51-52, αρ. 34)· κατάλογος Εσαρχαδδώνος (Leichty 2011, 23-24, αρ. 1, V.54-VI.1)· κατάλογος Ασουρμπανιπάλ (Borger 1996, 18-20 και 212, C§14).

48 Cannavò (υπό έκδοση).

Βιβλιογραφία

André-Salvini, B. (επιμ.) 2008: Babylone (κατάλογος έκθεσης), Παρίσι.

Bagg, A.M. 2007: Die Orts- und Gewässernamen der neuassyrischen Zeit. Μέρος 1: Die Levante (Répertoire Géographique des Textes Cunéiformes 7/1), Wiesbaden.

Borger, R. 1996: Beiträge zum Inschriftenwerk Assurbanipals, Wiesbaden.

Cannavò, A. 2007: «The role of Cyprus in the Neo-Assyrian Economic System: Analysis of the Textual Evidence», RStFen 35, 179-190.

Cannavò, A. 2010: «Between Iadnana and Kittim: Eastern Views of Archaic Cyprus», στο S. Christodoulou, A. Satraki (επιμ.), POCA 2007. Postgraduate Cypriot Archaeology Conference, Newcastle upon Tyne, 169-196.

Cannavò, A. (υπό έκδοση): «The Phoenicians and Kition: Continuities and Breaks», στο G. Garbati, T. Pedrazzi (επιμ.), Trasformazioni e crisi nel Mediterraneo, I. «Identità» e interculturalità nel Levante e nell’Occidente fenicio tra XII e VIII sec. a.C. (RStFen Suppl.), Ρώμη.

Desideri, P., Jasink, A.M. 1990: Cilicia. Dall’età di Kizzuwatna alla conquista macedone, Τορίνο.

Fourrier, S. 2007: La coroplastie chypriote archaïque. Identités culturelles et politiques à l’époque des royaumes (Travaux de la Maison de l’Orient 46), Λυών.

Fourrier, S. 2013: «Constructing the Peripheries: Extra-urban Sanctuaries and Peer-polity Interaction in Iron Age Cyprus», BASOR 370, 103-122.

Frahm, E. 1997: Einleitung in die Sanherib-Inschriften (AfO Beiheft 26), Βιέννη.

Fuchs, A. 1993: Die Inschriften Sargons II. aus Khorsabad, Göttingen.

Goren, Y., Bunimovitz, S., Finkelstein, I., Na’aman, N. 2003: «The Location of Alashiya: New Evidence from Petrographic Investigation of Alashiyan Tablets from El-Amarna and Ugarit», AJA 107, 233-255.

Heltzer, M. 1988: «Kition according to the Biblical Prophets and Hebrew Ostraca from Arad», RDAC, 167-172.

Hermary, A. 1996: «Le statut de Kition avant le Ve s. av. J.-C.», στο E. Acquaro (επιμ.), Alle soglie della classicità: il Mediterraneo tra tradizione e innovazione, I, Πίζα-Ρώμη, 223-229.

Iacovou, M. 2002: «From Τen to Νaught. Formation, Consolidation and Abolition of Cyprus’ Iron Age Polities», CCEC 32, 73-87.

Iacovou, M. 2013: «Historically Elusive and Internally Fragile Island Polities: The Intricacies of Cyprus’s Political Geography in the Iron Age», BASOR 370, 15-47.

Iacovou, M. 2014: «‘Working with the Shadows’: In Search of the Myriad Forms of Social Complexity», στο Y. Galanakis, T. Wilkinson, J. Bennet (επιμ.), Αθύρματα: Critical Essays on the Archaeology of the Eastern Mediterranean in Honour of E. Susan Sherratt, Οξφόρδη, 117-126.

Kaufman, S.A. 2007: «The Phoenician Inscription of the Incirli Trilingual: A Tentative Reconstruction and Translation», Maarav 14.2, 7-26 και 107-120.

Kitchen, K.A. 2009: «Alas(h)i(y)a (Irs) and Asiya (Isy) in Ancient Egyptian Sources», στο D. Michaelides, V. Kassianidou, R.S. Merrillees (επιμ.), Proceedings of the International Conference “Egypt and Cyprus in Antiquity”, Nicosia, 3-6 April 2003, Οξφόρδη, 1-8.

Lanfranchi, G.-B. 2009: «A Happy Son of the King of Assyria: Warikas and the Çineköy Bilingual (Cilicia)», στο M. Luukko, S. Svärd, R. Mattila (επιμ.), Of God(s), Trees, Kings, and Scholars. Neo-Assyrian and Related Studies in Honour of Simo Parpola, Ελσίνκι, 127-150.

Leclant, J. 1980: «Le nom de Chypre dans les textes hiéroglyphiques», στο Salamine de Chypre, histoire et archéologie, état des recherches, Lyon, 13-17 mars 1978, Παρίσι, 131-135.

Leichty, E. 2011: The Royal Inscriptions of Esarhaddon, King of Assyria (680-669 BC), Winona Lake.

Lipiński, E. 1990: «Les Japhétites selon Gen 10,2-4 et 1 Chr 1,5-7», Zeitschrift für Althebraistik 3, 40-53.

Liverani, M. 2003: Oltre la Bibbia. Storia antica di Israele, Μπάρι.

Luraghi, N. 2006: «Traders, Pirates, Warriors: The Proto-history of Greek Mercenary Soldiers in the Eastern Mediterranean», Phoenix 60, 21-47.

Masson, O. 1992: «Encore les royaumes chypriotes dans la liste d’Esarhaddon», CCEC 18, 27-30.

Merrillees, R.S. 1987: Alashiya Revisited, Παρίσι.

Merrillees, R.S. (υπό έκδοση): «Studies on the Provenances of the stele of Sargon II from Larnaca (Kition) and the so-called Dhali (Idalion) Silver Bowls in the Louvre», RDAC.

Muhly, J.D. 2009: «The origin of the name ‘Ionian’», στο V. Karageorghis, O. Kouka (επιμ.), Cyprus and the East Aegean: Intercultural Contacts from 3000 to 500 BC, Λευκωσία, 23-30.

Na’aman, N. 1998: «Sargon II and the Rebellion of the Cypriote Kings against Shilta of Tyre», Orientalia n.s. 67, 239-247.

Petit, Th. 1991-1992: «L’origine des cités-royaumes cypriotes à l’Âge du Fer. Le cas d’Amathonte», Université de Saint-Étienne. Études d’Histoire, 5-17.

Porter, B.N. 2010: «Notes on the Role of the Kings of the sea in Esarhaddon’s Nineveh A Inscription”, στο J. Stackert, B.N. Porter, D.P. Wright (επιμ.), Gazing on the Deep: Ancient Near Eastern and Other Studies in Honor of Tzvi Abusch, Bethesda, 181-187.

Radner, K. 2010: «The Stele of Sargon II of Assyria at Kition: A focus for an emerging Cypriot Identity?», στο R. Rollinger, B. Gufler, M. Lang, I. Madreiter (επιμ.), Interkulturalität in der Alten Welt: Vorderasien, Hellas, Ägypten und die vielfältigen Ebenen des Kontakts, Wiesbaden, 429-449.

Reyes, A.T. 1994: Archaic Cyprus: A Study of the Textual and Archaeological Evidence, Οξφόρδη.

Rupp, D.W. 1987: «‘Vive le roi’: The Emergence of the State in Iron Age Cyprus», στο D.W. Rupp (επιμ.), Western Cyprus: Connections. An Archaeological Symposium held at Brock University, St Catherines, Ontario, Canada, March 21-22, 1986 (SIMA 77), Göteborg, 147-168.

Sahlins, M. 1988: «Cosmologies of Capitalism: The Trans-Pacific Sector of ‘the World System’», ProcBritAc 74, 1-51.

Segert, S. 2000: «Kition and Kittim», στο P. Åström, D. Sürenhagen (επιμ.), Periplus. Festschrift für Hans-Gunter Buchholz (SIMA 127), Jonsered, 165-172.

Smith, J.S. 2008: «Cyprus, the Phoenicians and Kition», στο C. Sagona (επιμ.), Beyond the Homeland: Markers in Phoenician Chronology, Leuven, 261-303.

Starr, I. 1990: Queries to the Sungod. Divination and Politics in Sargonid Assyria (State Archives of Assyria 4), Ελσίνκι.

Tekoǧlu, R., Lemaire, A. 2000: «La bilingue royale louvito-phénicienne de Çineköy», CRAI, 961-1006.

Vermeylen, J. 1992: «La ‘table des nations’ (GN 10): Yaphet figure-t-il l’Empire perse?», Transeuphratène 5, 113-132.

Vincentelli, I. 1976: «Alašia: per una storia di Cipro nell’età del bronzo», στο Studi ciprioti e rapporti di scavo, 2 (Biblioteca di antichità cipriote 3), Ρώμη, 9-49.

Yon, M. 2004: Kition-Bamboula, V. Kition dans les textes, Παρίσι.

Yon, M., Malbran-Labat, F. 1995: «La stèle de Sargon II à Chypre», στο A. Caubet (επιμ.), Khorsabad, le palais de Sargon II, roi d’Assyrie, Παρίσι, 159-179.

Zaccagnini, C. 1984: «La circolazione dei beni di lusso nelle fonti neo-assire (IX-VII sec. a.C.)», Opus 3, 235-252.