Οι Πτολεμαίοι βασιλείς της Αιγύπτου εκδίδουν πολλές σειρές νομισμάτων, κυρίως στην Αλεξάνδρεια αλλά και σε διάφορα ακόμη νομισματοκοπεία διασκορπισμένα σε εξωτερικές κτήσεις, όπως στην Κοίλη Συρία και την Κύπρο1. Ενώ ο Πτολεμαίος Α΄ προσπαθεί να εγκαθιδρύσει την εξουσία του στο νησί από το 321 π.Χ., η πτολεμαϊκή νομισματική παραγωγή εγκαινιάζεται στην πραγματικότητα με την οριστική προσάρτηση της Κύπρου στην Αλεξάνδρεια, το 295/294 π.Χ.2. Η δημιουργία μιας κλειστής νομισματικής οικονομίας, στη στροφή από τον 4ο στον 3ο αι. π.Χ., διαχωρίζει σαφώς τα πτολεμαϊκά νομίσματα από άλλες νομισματικές εκδόσεις της ελληνιστικής ανατολής. Ενώ τα χρυσά και αργυρά νομίσματα αυτής της περιόδου εκδίδονται στη συντριπτική πλειονότητά τους σύμφωνα με τον αττικό σταθμητικό κανόνα (δραχμή = 4,32 γρ.), οι Πτολεμαίοι υιοθετούν έναν ελαφρύτερο σταθμητικό κανόνα (δραχμή = 3,25 γρ.), παρέχοντας ταυτόχρονα στα νομίσματά τους το μονοπώλιο της κυκλοφορίας εντός των ορίων του πτολεμαϊκού βασιλείου3. Η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με πτολεμαϊκά προ των πυλών του πτολεμαϊκού βασιλείου θεωρείται εν γένει ως μία από τις κύριες πηγές πλούτου των Πτολεμαίων, καθ’ όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας τους. Αυτή η πολιτική του αποκλεισμού μη πτολεμαϊκών νομισμάτων έχει επίσης ως αποτέλεσμα την έκδοση αξιοσημείωτων ποσοτήτων χρυσών, αργυρών και χάλκινων πτολεμαϊκών νομισμάτων.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η κυπριακή νομισματική παραγωγή εμφανίζεται μάλλον περίπλοκη, όταν μελετάται στο σύνολό της. Ενώ η αναγνώριση νομισματικών σειρών του 3ου αι. π.Χ. που θα μπορούσαν να αποδοθούν στην Κύπρο εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των διαφόρων μελετητών, η νομισματική παραγωγή του 2ου αι. π.Χ., τουλάχιστον όσον αφορά τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, είναι πολύ καλύτερα γνωστή. Σε αυτό το χρονολογικό διαχωρισμό, οφείλει να προσθέσει κανείς και τις δυσκολίες ταξινόμησης των χάλκινων κυπριακών νομισματικών σειρών, οι οποίες δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς μέχρι σήμερα.
Τα χρυσά και αργυρά νομίσματα από την Κύπρο
Τα αταύτιστα νομίσματα του 3ου αι. π.Χ.
Η ταύτιση των χρυσών και αργυρών νομισμάτων που κόπηκαν σε κυπριακά νομισματοκοπεία τις πρώτες δεκαετίες της πτολεμαϊκής κυριαρχίας έχει αποτελέσει εδώ και πολύ καιρό αντικείμενο συζήτησης. Ενώ ο R.S. Poole αποδίδει αρκετές σειρές τετράδραχμων και ορισμένες εκδόσεις χρυσών νομισμάτων στην Κύπρο4, ο Ι.Ν. Σβορώνος δεν κάνει καμία αναφορά στην έκδοση αργυρών νομισμάτων πριν τη βασιλεία του Πτολεμαίου Ε΄5. Και οι δύο συγγραφείς συμφωνούν εν τέλει στην απόδοση στην Κύπρο ορισμένων μναίων (χρυσά νομίσματα μεγάλου βάρους, 27,8 γρ. περίπου, που ισοδυναμούν με 100 δραχμές), λόγω της παρουσίας των γραμμάτων ΣΑ (που παραπέμπουν στο νομισματοκοπείο της Σαλαμίνας) [Εικ. 1] ή ΚΙ/Κ/ΑΚ (που παραπέμπουν στο νομισματοκοπείο του Κιτίου)6.
Τα συμπεράσματα του Σβορώνου έγιναν αποδεκτά από το σύνολο σχεδόν των μελετητών μέχρι τη δημοσίευση του θησαυρού του Meydancikkale, το 1989 (CH 10.269· CH 8.308· CH 7.80). Αυτή η σημαντική ανακάλυψη των 5.315 αργυρών νομισμάτων (εκ των οποίων τα 2.158 είναι πτολεμαϊκά) οδηγούν τον A. Davesne να θέσει εκ νέου το ερώτημα της υπάρξης νομισματικής παραγωγής στην Κύπρο επί Πτολεμαίου Β΄ (283-246 π.Χ.). Βασιζόμενος σε νομισματικά ευρήματα διαφόρων θησαυρών καθώς και στην απόδοση στην Κύπρο χάλκινων νομισμάτων με τα ίδια διακριτικά ελέγχου, ο συγγραφέας προτείνει την απόδοση στην Κύπρο σημαντικών σειρών που παραδοσιακά θεωρούνταν ότι είχαν εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια7. Ταξινομεί τις σειρές αυτές σε 3 ομάδες, τις οποίες αποδίδει στα νομισματοκοπεία της Σαλαμίνας, του Κιτίου και της Πάφου. Αν και θα πρέπει ίσως να διατηρήσουμε την υπόθεση ύπαρξης ενός μεγάλου αριθμού εργαστηρίων, η ακριβής τοποθεσία τους φαίνεται δύσκολο να επιβεβαιωθεί εξαιτίας της απουσίας ξεκάθαρων ενδείξεων. Όμως, παρά τα προβλήματα που προκύπτουν από τη σημαντική αυτή μελέτη (συμπεριλαμβανομένων των ερευνών που πραγματοποίησε ο F. de Callataÿ)8, η ανακατανομή στην Κύπρο σημαντικού αριθμού νομισματικών σειρών από τον 3ο αι. π.Χ., είναι απόλυτα πειστική.
Ακολουθώντας τον Davesne, η C.C. Lorber τοποθετεί στην Κύπρο έναν αριθμό νέων χρυσών και αργυρών νομισματικών σειρών9. Προτείνει, όμως, την έναρξη της παραγωγής ήδη επί Πτολεμαίου Α΄ (323-283 π.Χ.), λόγω της παρουσίας κυπριακών τετράδραχμων στο θησαυρό της Φακούς (IGCH 1978) και λόγω των ομοιοτήτων των εκδόσεων αυτών με τα νομίσματα που κόπηκαν στην Αλεξάνδρεια στη διάρκεια της βασιλείας του ιδρυτή της δυναστείας10. Επιπλέον, η ύπαρξη διαφορετικών εργαστηρίων επιβεβαιώνεται εκ νέου: η συγγραφέας είναι πιο επιφυλακτική και αναφέρεται σε «αδιάγνωστα νομισματοκοπεία» τα οποία διακρίνει με αριθμούς: αρ. 9, 10, 19. Τα δύο πρώτα τοποθετούνται πιθανώς στη Σαλαμίνα και το Κίτιο, το τρίτο ίσως στην Πάφο. Ο πίνακας που ακολουθεί συνοψίζει τις αποδόσεις και τις προτάσεις για χρονολόγηση που γίνονται από την Lorber11:
Πτολεμαίος Α΄ (από 294-283) |
Χρυσά. Αβέβ. Νομισμ. 9, στην Κύπρο (Σαλαμίνα ή Κίτιο), από το 294 π.Χ.: Sv. 362a, 357, 374. Αβέβ. Νομισμ. 10, στην Κύπρο (Σαλαμίνα ή Κίτιο), από το 294: Sv. 367, 365a.
Αργυρά. Αβέβ. Νομισμ. 9, στην Κύπρο (Σαλαμίνα ή Κίτιο), από το 294 π.Χ.: όχι στον Sv. (=θησαυρός Meydancikkale, 4744), Sv. 359, 361, 354, 362, 358, 355, 375, 376, 353. Αβέβ. Νομισμ. 10, στην Κύπρο (Σαλαμίνα ή Κίτιο), από το 294: Sv. 245, 246, όχι στον Sv. (=Colosseum Coin Exchange 101, 19 May 1998, 101), όχι σον Sv. (=Robinson 1950, Megalopolis hoard (IGCH 180), No 35, 38), Sv. 368, 369, 378, 366. |
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ Β΄ (283-246) |
Χρυσά. Αβέβ. Νομισμ. 10, στην Κύπρο (Σαλαμίνα ή Κίτιο), από το περ. 275/4-262/1: Sv. 537. Σαλαμίνα, περ. 261/0-253/2 π.Χ.: όχι στον Sv. (=Troxell 1983, σελ. 63, 9), όχι στον Sv. (=Troxell 1983, p. 63, 10), όχι στον Sv. (=Troxell 1983, σελ. 63, 11). περ. 253/2-246 π.Χ. ή αργότερα (έως το 241 π.Χ.): Sv. 521, όχι στον Sv. (=Troxell 1983, σελ. 63, 13). Κίτιο, περ. 261/0-253/2 π.Χ.: Sv. 522. περ. 253/2-246 π.Χ. ή αργότερα (έως το 241 π.Χ.): Sv. 523, όχι στον Sv. (=Sotheby’s, 21-22 June 1990, 636), όχι στον Sv. (=Troxell 1983, σελ. 63, 6). Πάφος, περ. 261/0-253/2 π.Χ.: Sv. 520a, όχι στον Sv. (=Troxell 1983, σελ. 63, 8). περ. 253/2-246 π.Χ.: Sv. 520, όχι στον Sv. (=CNG 86, 390). Αβέβ. Νομισμ. 21, ίσως στην Κύπρο πριν το τέλος της δεκαείας του 260 π.Χ.: Sv. 370.
Αργυρά. Αβέβ. Νομισμ. 9, στην Κύπρο πριν το περ. 275 π.Χ.: Sv. 349, 365, 764. περ. 275/4-262/1: 528, 527, 530, 525, όχι στον Sv. (=Keen υπό έκδοση, θησαυρός Iraq el-Amir (CH 10.268, CH 9.497), αρ. 66), Sv. 529, 526. Από το 261/0: 396, όχι στον Sv. (=BnF, 1994.170), Sv. 395, 392, 397, όχι στον Sv. (=Colosseum Coin Exchange 99, 3 Feb. 1998, 101), Sv. 398, 407, 391, 404, όχι στον Sv. (=Ponterio 70, 13 July 1994, 363), όχι στον Sv. (=BnF, Συλλ. Dattari, Z.2884,88), Sv. 393, όχι στον Sv. (=Ponterio 70, 13 July 1994, 364). Αβέβ. Νομισμ. 10, στην Κύπρο (Σαλαμίνα ή Κίτιο), από το περ. 275/4-262/1: 538, 536, 546, 544, 542, 542a, όχι στον Sv. (=BnF, Συλλ. Dattari, Z.2884,134), Sv. 364, Sv. 364 var. (= Cederlind 178, 76), 539, 540, 541, 543, 545, not in Sv. (=BnF, Συλλ. Dattari, Z.2884,142), όχι στον Sv. (=BnF, Συλλ. Dattari, Z.2884,132), όχι στον Sv. (=ANS 1944.100.75896), όχι στον Sv. (=ANS 1944.100.75895, BnF, Συλλ. Dattari, Z.2884,136). Από το 261/0 π.Χ.: Sv. 402, όχι στον Sv. (=ANS 1944.100.75912, BnF, Συλλ. Dattari, Z.2884,96), όχι στον Sv. (=στο εμπόριο 1994), Sv. 541a, 401, 405-406, 399, 400, όχι στον Sv. (=BnF, Dattari coll., Z.2884,94), Sv. 402a, όχι στον Sv. (=Meadows υπό έκδοση, θησαυρός Syria 1981, 354). Αβέβ. Νομισμ. 19, στην Κύπρο (ίσως Πάφος), από το περ. 275 π.Χ.: Sv. 531, όχι στον Sv. (=CNG e-Auction 256, 154), Sv. 532, 533, 534, 535, 524. περ. 261/0 B.C. και ίσως λίγο μετά: όχι στον Sv. (=Μουσείο του Ισραήλ, 11146;), Sv. 388, 390, 389, 403. Αβέβ. Νομισμ. 20, στην Κύπρο ίσως λίγο πριν το 261/0 π.Χ.: όχι στον Sv. (=CNG e-Auction 226, 19 October 2011, 200), Sv. 394, όχι στον Sv. (=Forum Ancient Coins 2008). Από το 261/0 π.Χ.: όχι στον Sv. (=BnF, Συλλ. Dattari, Z.2884,89), όχι στον Sv. (=Lanz 123, 30 May 2005, 267), όχι στον Sv. (=μ.Χ. Συλλ. Philippidis, Hicksville, N.Y., P-2007-12-09.001), όχι στον Sv. (=Seyrig 1950, αρ. 42, θησαυρός Khan el-Abde 1938 (IGCH 1597)). Αβέβ. Νομισμ. 21, ίσως στην Κύπρο, πριν το τέλος της δεκαείας του 260 π.Χ. : Sv. 371, όχι στον Sv. (=μ.Χ. Συλλ. Philippidis, Hicksville, N.Y., P-1999-03-06.001), Sv. 372. Αβέβ. Νομισμ. 22, ίσως στην Κύπρο ή στην Πτολεμαϊδα (Άκη), πριν το τέλος της δεκαείας του 260 π.Χ.: Sv. 373. |
Πίνακας 1: Η νομισματική παραγωγή στην Κύπρο τον 3ο αι. π.Χ. σύμφωνα με την Lorber (υπό έκδοση).
Ο χαρακτήρας της κυπριακής παραγωγής στη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ., όπως προτάθηκε από την Lorber, εμπεριέχει την ιδέα ενός κέντρου νομισματικής παραγωγής σε παράλληλη λειτουργία με αυτό της επαρχίας της Κοίλης Συρίας. Παράλληλα με τις χρυσές νομισματικές εκδόσεις, κόπηκαν τετράδραχμα σε μεγάλες ποσότητες σε δύο και αργότερα τρία νομισματοκοπεία. Αν και ο ακριβής χρόνος έκδοσής τους παραμένει αμφιλεγόμενο ζήτημα, φαίνεται βέβαιο πως όλα αυτά τα νομίσματα ή σχεδόν όλα κόπηκαν στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.12, όπως συνέβη και στις άλλες περιοχές του πτολεμαϊκού βασιλείου, ιδίως στη Φοινίκη.
Η νομισματική παραγωγή στο χώρο και στο χρόνο: ο 2ος αι. π.Χ.
Οι κύριες νομισματικές σειρές
Τον 2ο αι. π.Χ., οι περισσότερες κυπριακές νομισματικές εκδόσεις μπορούν να αναγνωριστούν και να χρονολογηθούν με ευκολία, χάρη στο γεγονός πως αυτές φέρουν τα δύο πρώτα γράμματα των νομισματοκοπείων της Σαλαμίνας (ΣΑ), του Κιτίου (ΚΙ) και της Πάφου (Π και, αργότερα, ΠΑ), καθώς και μία ημερομηνία (της οποίας προηγείται το σύμβολο «L», το οποίο υποδηλώνει ότι πρόκειται για έτος), τόσο σε χρυσά (μναία) όσο και σε αργυρά νομίσματα (κυρίως σε τετράδραχμα) [Εικ. 3]13.
Παρά τα προφανή αυτά πλεονεκτήματα, δύο δυσκολίες έπρεπε να υπερκεραστούν για την επίτευξη μιας ικανοποιητικής ταξινόμησης των νομισμάτων αυτών. Η πρώτη αφορά την χρονολόγησή τους σε διαφορετικά έτη βασιλείας διαφορετικών ηγεμόνων του 2ου αι. π.Χ.. Ο Poole χρονολογεί τα πρώτα τετράδραχμα επί Πτολεμαίου Δ΄14, ενώ ο Σβορώνος κατεβάζει τη χρονολόγησή τους στο 204 π.Χ., στο έτος δηλαδή ανόδου στο θρόνο του Πτολεμαίου Ε΄15. Ο εντοπισμός του θησαυρού της Πάφου (CH 4.68· CH 2.106· IGCH 1477: 2.484 πτολεμαϊκά τετράδραχμα που δημοσιεύθηκαν το 1976) επιτρέπουν στην Ι. Νικολάου και στον O. Mørkholm να επιλύσουν τα χρονολογικά αυτά προβλήματα, με σημαντικές συμπληρώσεις το 1984 από τον τελευταίο σε συνεργασία με τον A. Kromann για τις πρώιμες εκδόσεις16. Όλες οι σειρές τετράδραχμων που εκδόθηκαν στη Σαλαμίνα, στο Κίτιο και στην Πάφο εγκαινιάστηκαν στο δεύτερο τμήμα της βασιλείας του Πτολεμαίου Ε΄, από τα τέλη της δεκαετίας του 190 π.Χ., και σταμάτησαν να εκδίδονται στις αρχές της δεκαετίας του 80 π.Χ. (105/104 π.Χ. στο Κίτιο). Το δεύτερο πρόβλημα αφορά το μονογράφημα ΠΑ, που συνδέεται παραδοσιακά με την Πάφο. Η ύπαρξη των ίδιων γραμμάτων στην οπίσθια όψη τετράδραχμων που εκδίδονται στην Αλεξάνδρεια από το 155/154 π.Χ. δυσκολεύει τη διάκριση αυτών από την παραγωγή της Πάφου. Αντιμέτωπος με αυτό το φαινόμενο, ο Poole προτείνει μία μεταφορά του νομισματοκοπείου της Πάφου στην Αλεξάνδρεια το 146/145 π.Χ.17, ενώ ο Σβορώνος, αν και αντιμετωπίζει με «κατανόηση» τα επιχειρήματα του Βρετανού συγγραφέα στα σχόλιά του18, στον κατάλογό του αποδίδει όλα σχεδόν τα νομίσματα που φέρουν το μονογράφημα ΠΑ στην Αλεξάνδρεια. Η μελέτη των θησαυρών είναι εκείνη που οδηγεί τελικά τους E.T. Newell (θησαυρός Κένας: IGCH 1708)19 και Mørkholm (θησαυρός Πάφου)20 να προτείνουν μία πειστική απόδοση των νομισμάτων που φέρουν το μονογράφημα ΠΑ σε δύο νομισματοκοπεία, βασιζόμενοι κυρίως σε τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά [Εικ. 4]21.
Οι υπόλοιπες νομισματικές σειρές
Για να ολοκληρώσουμε την ενότητα αυτή, θα πρέπει να αναφερθούμε και σε δύο ακόμη νομισματικές σειρές που εκδόθηκαν στην Κύπρο τον 2ο αι. π.Χ.. Πρώτον, η μελέτη των νομισμάτων που είναι γνωστά ως νομίσματα μιας «αβέβαιης εποχής» έχει οδηγήσει στη διατύπωση πολλών διαφορετικών απόψεων, μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Mørkholm και την πρότασή του να αποδοθούν στην Άραδο, σύμμαχο των Σελευκιδών, παρά τα πτολεμαϊκά τους βάρη, τους τύπους και τις επιγραφές22. Οι R.A. Hazzard και F. Duyrat απορρίπτουν την υπόθεση αυτή. Ο πρώτος προτείνει την απόδοση των εκδόσεων αυτών στο Πελούσιον23, ενώ ο δεύτερος στο ανατολικό δέλτα του Νείλου ή στην Κοίλη Συρία24. Μερικά χρόνια αργότερα, η Lorber διατύπωσε την πρόταση πως τα νομίσματα αυτά προέρχονται στο σύνολό τους από την Κύπρο, από ένα ίσως νομισματοκοπείο στο ανατολικό τμήμα του νησιού25. Η δυσκολία των διαφόρων ειδικών στο θέμα επιστημόνων να συμφωνήσουν σχετικά με τον τόπο έκδοσης, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι καμία πρόταση δεν εναρμονίζεται πλήρως με τα διαθέσιμα στοιχεία για το σύνολο της νομισματοκοπίας αυτής, που καλύπτει μία περίοδο άνω των 75 ετών. Σε σχέση με τα διάφορα συστατικά στοιχεία της (τεχνοτροπία, κυκλοφορία, στοιχειώδης ανάλυση), είναι προτιμότερο να θεωρήσουμε ότι αυτά τα «αβέβαιης εποχής» νομίσματα εκδόθηκαν διαδοχικά σε διαφορετικά νομισματοκοπεία στη διάρκεια της ιστορίας τους. Επίσης, μόνο τα νομίσματα που χρονολογούνται από το 193/192 π.Χ. έως το 171/170 π.Χ. (από έτος 70 έως έτος 92) μπορούν να θεωρούνται ως κυπριακά [Εικ. 5]26.
Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η νομισματοκοπία που περιλαμβάνει αργυρά δίδραχμα, δραχμές και άλλες υποδιαιρέσεις με βασιλικά πορτραίτα διονυσιακού τύπου (στις μικρότερες υποδιαιρέσεις οι τα πορτραίτα φέρουν μόνο διάδημα), που εκδόθηκαν στην Κύπρο ανάμεσα στο 168 π.Χ. περίπου και στα πρώτα χρόνια του 1ου αι. π.Χ. [Εικ. 6]27.
Με την εξαίρεση των νομισμάτων που είναι γνωστά ως νομίσματα «αβέβαιης εποχής», όλες αυτές οι σειρές σταματούν να εκδίδονται στο χρονικό διάστημα μεταξύ του τέλους του 2ου αι. π.Χ. και της πρώτης δεκαετίας του 1ου αι. π.Χ. (89/88 π.Χ.). Έως σήμερα δεν μαρτυρείται η έκδοση χρυσών και αργυρών νομισμάτων για τα τελευταία πενήντα χρόνια της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στην Κύπρο.
Ισσοροπία
Η παραγωγή χρυσών και αργυρών νομισμάτων στην Κύπρο εκτείνεται σε χρονικό διάστημα δύο αιώνων περίπου, από τα τέλη της βασιλείας του Πτολεμαίου Α΄ (από το 294 π.Χ.) έως τις αρχές της δεκαετίας του 80 π.Χ.. Η οργάνωση της παραγωγής διαφοροποιείται ελάχιστα στη διάρκεια της περιόδου αυτής. Αποτελούμενες κυρίως από τετράδραχμα, αυτές οι εκδόσεις δεν είναι ούτε τακτικές ούτε συνεχόμενες. Τον 3ο αι. π.Χ., η συγκέντρωση των εκδόσεων στα έτη βασιλείας του Πτολεμαίου Α΄ και Πτολεμαίου Β΄ υποδηλώνει προφανώς το κλείσιμο των διαφόρων νομισματοκοπείων για χρονικό διάστημα άνω των 50 ετών. Τον επόμενο αιώνα, αυτές οι παύσεις δεν σταματούν αλλά περιορίζονται σημαντικά (σε διαστήματα λίγων ετών). Οι μελέτες των μητρών έχουν επισημάνει περιόδους περιορισμένης παραγωγής (μία ή δύο μήτρες εμπροσθότυπου για κάθε νομισματοκοπείο ανά έτος), οι οποίες εναλλάσσονται με περιόδου αυξημένης παραγωγής (πέντε ή δέκα μήτρες ανά έτος). Το φαινόμενο αυτό πρέπει να συνδέεται με τη συνύπαρξη αρκετών νομισματοκοπείων σε ένα νησί περιορισμένου μεγέθους (9.251 τ. χιλ.)28. Για τον 3ο αι. π.Χ., πρώτος ο Davesne και, έπειτα, η Lorber, αναφέρονται στην ύπαρξη σχέσεων ανάμεσα στα διαφορετικά κέντρα παραγωγής (χρήση κοινών διακριτικών ελέγχου ή ανταλλαγή μητρών εμπροσθότυπου). Τον 2ο αι. π.Χ., η χρονική σύμπτωση στην αύξηση της παραγωγής και ο καταμερισμός των αποθεμάτων μετάλλου παρατηρούνται σε συνδυασμό με τη χρήση των ίδιων μητρών εμπροσθότυπου σε διάφορα νομισματοκοπεία και τη χρήση των ίδιων συμβόλων ως διακριτικών ελέγχου29. Οι διαπιστώσεις αυτές μας προσανατολίζουν προς μία κεντρική διαχείριση της νομισματικής παραγωγής στο επίπεδο του νησιού, πιθανώς υπό την εποπτεία του στρατηγοῦ. Οι μελέτες που έχουν γίνει για το 2ο αι. π.Χ. επισημαίνουν την ύπαρξη στενών δεσμών μεταξύ των διακυμάνσεων στη νομισματική παραγωγή και των διαφόρων στρατιωτικών συγκρούσεων. Πέρα από αυτό, όμως, έχουν διαπιστωθεί δεσμοί μεταξύ του νησιού και της Αιγύπτου. Η Lorber παρατηρεί τη χρήση των αλεξανδρινών διακριτικών ελέγχου στα νομίσματα του νησιού στη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ.30. Τέτοιες προσεγγίσεις (τεχνοτροπικές ομοιότητες, χρήση των γραμμάτων ΠΑ, παρόμοια αποθέματα μετάλλου…) έχουν επίσης διαπιστωθεί για τον 2ο αι. π.Χ., μεταξύ των νομισμάτων που εκδίδονται στην Πάφο, τη διοικητική πρωτεύουσα της Κύπρου, και στην Αλεξάνδρεια31.
Η παραγωγή χάλκινων κυπριακών νομισμάτων
Τα χάλκινα νομίσματα που εκδόθηκαν στην Κύπρο δεν έχουν μελετηθεί ως σύνολο μέχρι σήμερα. Έχουν αποτελέσει, εντούτοις, αντικείμενο μελέτης μέσα από τη δημοσίευση καταλόγων (όπως αυτών του Poole, του Σβορώνου, ή των Mørkholm και Kromann)32 ή, με την ευκαιρία της δημοσίευσης ανασκαφικών νομισμάτων, ιδίως από την Πάφο33, το Κούριο34, την Αμαθούντα35, το Κίτιο36, τη Σαλαμίνα37 ή από το Ισραήλ38. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες αποδόσεις βασίζονται σε επιλογές που γίνονται για τετράδραχμα όταν αυτά έχουν τα ίδια διακριτικά ελέγχου. Στην πρόσφατη δημοσίευση ανασκαφικών νομισμάτων από την Αλεξάνδρεια, οι O. Picard και T. Faucher παρατηρούν την καθολική σχεδόν απουσία νομισμάτων που κόπηκαν εκτός της Αλεξάνδρειας39. Η διαπίστωση αυτή έδωσε τη δυνατότητα στους συγγραφείς να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν την απόδοση πολλών παραλλαγών στο νομισματοκοπείο της αιγυπτιακής πρωτεύουσας. Δυστυχώς, η εικόνα διαφέρει αρκετά στις επαρχίες του βασιλείου και, ιδίως, στην Κύπρο, όπου οι ανασκαφές έχουν οδηγήσει στην εύρεση πολλών νομισμάτων που κόπηκαν εκτός της νήσου, συμπεριλαμβανομένων νομισμάτων από την Αλεξάνδρεια40. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται δύσκολο να θεωρήσει κανείς, χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι τα χάλκινα νομίσματα που ήρθαν στο φως στην Κύπρο, προέρχονται από ένα τοπικό νομισματοκοπείο. Η ενσωμάτωση του νησιού στο πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα ξεπερνά κατά πολύ την κυκλοφορία των αιγυπτιακών νομισμάτων. Πρώτον, φαίνεται ότι τα νομίσματα που εκδόθηκαν στο νησί συμφωνούν απόλυτα με τα μετρολογικά συστήματα που υιοθετήθηκαν διαδοχικά στην Αίγυπτο, τουλάχιστον στη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ.. Παρομοίως, ο P. Keen επισημαίνει ότι ορισμένα χάλκινα νομίσματα που αποδίδονται σαφώς στην Κύπρο έχουν τους ίδιους τύπους με αυτούς των αλεξανδρινών νομισμάτων: κεφαλή Αλεξάνδρου ή Διός Άμμωνος στην εμπρόσθια όψη και ιστάμενο αετό σε κεραυνό στην οπίσθια [Εικ. 7]41.
O Keen υπενθυμίζει, όμως, τη χρήση ενός συγκεκριμένου κυπριακού εικονιστικού στοιχείου42, κυρίως μέσω της απεικόνισης της Αφροδίτης, η λατρεία της οποίας είναι πολύ σημαντική στην Κύπρο, ιδίως στην Πάφο43. Η κεφαλή της θεότητας που φέρει πόλο διακοσμεί την εμπρόσθια όψη των εκδόσεων του Πτολεμαίου Σωτήρος (μετά το 294 π.Χ.) [Εικ. 8]44. Επί Πτολεμαίου Γ΄ (247/246-222 π.Χ.), το αρχαϊκό λατρευτικό άγαλμα της θεάς καταλαμβάνει την οπίσθια όψη των χάλκινων νομισμάτων [Εικ. 9]. Τέλος, η θεότητα αυτή υπονοείται μέσω της προσθήκης άνθους λωτού στην οπίσθια όψη πολλών νομισμάτων που χρονολογούνται από τα πρώτα, ενδεχομένως, έτη της βασιλείας του Πτολεμαίου Γ΄ έως το τέλος της βασιλείας του Πτολεμαίου Δ΄ (145 π.Χ.) [Εικ. 10]45.
Και άλλα στοιχεία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε μία κυπριακή προέλευση. Πρώτα και κύρια, το σχήμα των νομισμάτων, το οποίο είναι συχνά αρκετά συγκεκριμένο, επιτρέποντας να αναγνωρίσει κανείς μια μη αλεξανδρινή παραγωγή. Επίσης η τεχνοτροπία, ιδίως το πορτραίτο του Διός Άμμωνος, είναι συχνά διαφορετικό από το αιγυπτιακό πρότυπο. Τέλος, στον 2ο αι. π.Χ., η παρουσία διαφορετικών συμβόλων σε πολλές παραλλαγές χρυσών και αργυρών νομισμάτων βρίσκει το παράλληλό της σε ορισμένα χάλκινα νομίσματα. Τα σύμβολα αυτά έχουν ίσως μόνιμο χαρακτήρα σε μία συγκεκριμένη σειρά (το άνθος λωτού) ή περιστασιακό ή ακόμη και ετήσιο, όπως συμβαίνει στα τετράδραχμα.
Για να χρονολογήσει κανείς τα νομίσματα αυτά, χρησιμοποιεί ως σταθερή βάση «παρεμβάσεις» που έγιναν σε πτολεμαϊκά νομίσματα από τα σελευκιδικά στρατεύματα, όταν αυτά κατέλαβαν για σύντομο χρονικό διάστημα το νησί το 168 π.Χ. (υστερόσημα, απαλοιφή επιγραφών), μέσω των οποίων εδραιώνεται η χρονολόγηση των νομισματικών εκδόσεων αυτής της περιόδου46. Επιπλέον, ορισμένες παραλλαγές χρονολογούνται επίσης σύμφωνα με το έτος βασιλείας, ιδίως επί Πτολεμαίου Η΄ [Εικ. 11].
Η βασιλική νομισματοκοπία φτάνει στο τέλος της με την προσάρτηση της Κύπρου από τους Ρωμαίους, το 58 π.Χ.. Ορισμένα χάλκινα νομίσματα εκδίδονται από την Κλεοπάτρα Ζ΄ όταν ο Ιούλιος Καίσαρας θέτει το νησί υπό την εξουσία της, το 48/47 π.Χ.47. Τα νομίσματα αυτά φέρουν έναν ιδιαίτερα εντυπωσιακό τύπο, καθώς παριστάνουν τη βασίλισσα ως Αφροδίτη να κρατά στα χέρια της τον Καισαρίωνα (το γιο που είχε αποκτήσει με τον Καίσαρα) ως Έρωτα [Εικ. 12].
Συμπέρασμα
Τα νομίσματα που εκδόθηκαν στην Κύπρο επί πτολεμαϊκής ηγεμονίας έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών – αρχαιολόγων, νομισματολόγων και ιστορικών – από τον ύστερο 19ο αιώνα. Η έρευνα που έχει ήδη πραγματοποιηθεί μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε μία αρκετά συνεκτική εικόνα όλης της νομισματικής παραγωγής της περιόδου. Ενώ οι χρυσές και αργυρές νομισματικές εκδόσεις του 2ου αι. π.Χ. είναι καλύτερα γνωστές, πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω μελέτες για άλλες σειρές. Αν και η γνώση μας για τις κυπριακές νομισματικές εκδόσεις του 3ου αι. π.Χ. έχει προχωρήσει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι απαραίτητη η εκπόνηση μιας μελέτης ειδικά αφιερωμένης στη νομισματοκοπία αυτή για να κατανοήσει κανείς το μέγεθός της, την οργάνωση και τις λειτουργίες της στο πλαίσιο του πτολεμαϊκού βασιλείου. Παρά το γεγονός ότι τα ευρετήρια δεν αποτυγχάνουν στην ταύτιση των χάλκινων πτολεμαϊκών νομισμάτων που εκδόθηκαν στην Κύπρο, μία διεξοδική μελέτη κρίνεται απαραίτητη για τον καθορισμό των ταξινομήσεων και τον προσδιορισμό της χρονολόγησης. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Daniel Wolf έχει αναλάβει μία μετρολογική μελέτη για τα χάλκινα κυπριακά νομίσματα του 2ου αι. π.Χ.48. Η πρόσφατη δημοσίευση των ανασκαφικών νομισμάτων από την Αλεξάνδρεια προσφέρει μία γερή βάση για τη μελέτη των χάλκινων εκδόσεων από την Κύπρο. Εντός αυτού ακριβώς του πλαισίου, οι T. Faucher και J. Olivier ανέλαβαν πρόσφατα να μελετήσουν τα ζητήματα αυτά για την πτολεμαϊκή περίοδο στο σύνολό της.